Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όλες οι ελιές φιλενάδες

Γρά­φει η \\  Ζωή Δικταί­ουΧαρού­λα Βερίγου

Ακά­λε­στη η ανάμνηση,
ήρθε με διπλή την εικό­να του άδειου νυφικού.
Το πριν και το μετά,
χωρίς σωσί­βιες σκέψεις,
χωρίς λέξεις,
καθό­λου ξεθω­ρια­σμέ­νη από τα χρόνια,
σε τίπο­τα δεν είχε σπα­τα­λη­θεί, ή λεηλατηθεί
τού­τη η εικόνα,
από κουρ­σά­ρους και­ρούς απείραχτη.

Ίδια είχε μεί­νει, χαραγ­μέ­νη μέσα της,
θυμόταν,
η πρώ­τη ματιά,
πάνω στους λεκια­σμέ­νους μαιάνδρους
στο τελεί­ω­μα της μακριάς φούστας,
η δεύ­τε­ρη, στο λιτό μπούστο,
είχε αγκαλιάσει,
μια λεπτή γιρ­λά­ντα φύλ­λα ελιάς,
το μόνο στολίδι
πάνω στις ασι­δέ­ρω­τες πιέτες,
η τρί­τη, πιο πονετική
στο σκι­σμέ­νο αρι­στε­ρό μανίκι
σ’ εκεί­να τα ξεφτι­σμέ­να μικρο­σκο­πι­κά ανθάκια.

Σίγου­ρα δεν επρόκειτο
για μια παθια­σμέ­νη ιστορία
ραμ­μέ­νη πάνω σε ακρι­βούς ταφτάδες,
αρα­χνο­ΰ­φα­ντα τούλια
και βιε­νέ­ζι­κες δαντέλες.

Αργά αργά, η σκέ­ψη γύρι­σε στο χτες,
τότε, ένα από­γευ­μα Νοέμβρη,
στο στερ­νό γύρο της ελεύ­θε­ρης νιότης,
μονά­χη της, κλει­σμέ­νη σε μια κάμαρα,
περ­νού­σε λευ­κή μεταξοκλωστή
στις πλη­γές της ξεφτι­σμέ­νης δαντέλας.

Μικρές, μικρές βελονιές
κεντη­μέ­νες με ευλάβεια.
Μετρού­σε, η Μαγδα­λη­νή, μια στο λινό ύφασμα,
μια στα δάχτυλα,
μια στην καρδιά.

Μετρού­σε, η Μαγδαληνή,
κόκ­κι­να στίγματα,
για νά ’χει δικαιο­λο­γία το δάκρυ,
για να είναι η λύπη της, πολυτελείας.

…Φιλε­νά­δε­ςΈ­λε­ος δεν είχε εκεί­νη η μέρα,
τώρα, στα εξή­ντα της, ακό­μη αγιάτρευτη,
στα εξή­ντα της,
ένα ρημαγ­μέ­νο τίποτα
κατα­φέρ­νει και τρυπώνει
λαθραία, από τις χαρα­μά­δες τής σκέψης,
ένα πολυ­φο­ρε­μέ­νο νυφικό,
επι­στρέ­φει αδέ­σπο­το, τυλί­γει το κορ­μί της,
εκεί­νο το νυφικό,
το φορά ως αθώα,
το βγά­ζει σαν αμαρτωλή.

Τόσα χρό­νια λιώ­νει στη ντουλάπα,
η Μαγδα­λη­νή μαζί του,
μεγα­λώ­νει όμως ερή­μην του,
δε γερνά,
ράβει και ξανα­ρά­βει τις ασά­λευ­τες ώρες,
μπα­λώ­νει την ευθύνη,
κεντά την περηφάνια,
καρ­φι­τσώ­νει την αφοσίωση,
πάντα ολόλευκη,
κι όταν το διπλώ­νει να το φυλάξει,
μυρί­ζει στη ραφή του,
τη ραφή τής ψυχής,
βρεγ­μέ­νο χώμα και σαπού­νι ελιάς.

Ούτε πρό­βα δεν είχε κάνει,
δεν είχε μπει στον πειρασμό
να στα­θεί σε βιτρίνες,
να πάει από «οίκο», σε «οίκο»,
να δει και να προ­βά­ρει διάφορα,
να καμαρώσει
τον εαυ­τό της σε μεγά­λους καθρέφτες,
να κολακευτεί,
να δεχτεί κομπλιμέντα,
ίσως και μια γνώμη,
να θεριέ­ψει μια ακό­ρε­στη ματαιοδοξία,
μέσα της,
όχι, είχε ζητή­σει πολύ απλά,
να της δεί­ξουν, το πιο φτηνό,
ας ήταν το πιο παλιό,
ας ήταν ξεπερασμένο,
γαρια­σμέ­νο, σκισμένο,
δεν την πείραζε
προ­κει­μέ­νου να γλιτώσει,
η Μαγδα­λη­νή από περιτ­τά λόγια,
εκεί­νοι από έξοδα…

Χτες, επε­τεια­κά το ξαναφόρεσε,
έτρε­ξε στον ελαιώνα,
όλες οι ελιές φιλενάδες,
είχαν κι εκεί­νες τις δικές τους πληγές.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης \ Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, Απρί­λης 2022
Από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα»

info ΑτέχνωςΤο μου­σι­κό μοτί­βο ‑Η ελιά πέφτει είναι παρα­δο­σια­κή από την  Τοσκά­νη, πεδιά­δα Lucca

Η ελιά πέφτει το φύλ­λο μένει
οι ομορ­φιές σου δεν χάνο­νται ποτέ
είσαι σαν τη θάλασ­σα που μεγα­λώ­νει σε κύματα
μεγα­λώ­νει από τον άνε­μο αλλά ποτέ από το νερό

Και είσαι σαν τρυ­φε­ρό γρασίδι
όσο μεγα­λώ­νεις τόσο περισ­σό­τε­ρα ομορφαίνεις
(η συνέχεια)
Ομί­χλη στην πεδιά­δα –ομί­χλη στα βουνά
και στα χωρά­φια πια κανείς
Αντίο …αντί αγά­πη μου
Η ελιά πέφτει το φύλ­λο μένει…

 

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρ­κυ­ρα. Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις. Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο». Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθι­νο­πώ­ρου. Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία …
Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα) Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποίησης”.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου… Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.

facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο