Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όλου του κόσμου το στέρεο τσαρδί

Γρά­φει ο Τρια­ντά­φυλ­λος Μπαλωμένος

Τρυ­φε­ρο­καρ­δού­λη, και στην Ανατολή,
μας πλα­κώ­νει την καρδιά,
σαν το μπε­τό η απανθρωπιά…

Έξυ­σε πάτο στους ουρα­νούς η απέ­ρα­ντη  αισχύνη
για τους τρω­γλο­γδύ­τι­κους  πολι­τι­κούς « πολιτισμούς»,
που άνοι­ξαν   τρύ­πες στη γη βαθιά,
και τσι­μέ­ντω­σαν  την ανθρωπιά,

εκεί που περ­πά­τη­σε  ο ξυπό­λυ­τος θεός,
και σύρ­θη­κε  στο σταυ­ρό εχθρός,
αντάρ­της της σκέ­ψης  κι’ αρματολός…

“Απελ­θέ­τω απ’ εμού  το ποτή­ριον τούτο”,
ανα­φώ­νη­σε  κι   αυτός …

Στις κατα­κόμ­βες  ανα­με­τα­ξύ τους οι πρώ­τοι χριστιανοί,
έχυ­σαν άγια­σμα την ανθρω­πιά  στη γη με την ανταλλαγή,
για  κάθε ανά­γκη ανθρώπινη.…

Όμως εκεί στου Πλά­τω­να  και του Περι­κλή την αυλή,
βγή­κε σερ­γιά­νι η σκέ­ψη σε φιλο­σο­φι­κό στρατί,
μέσα απ’ τα σπλά­χνα των ορθοστατών,
όλων των ανθρώ­πι­νων “πολι­τι­σμών”,
‑στη δού­λε­ψη τους- χωρίς κύριο τον εαυτόν…

Ρέει  η κάθε πηγή ‚ανθί­ζει η φύση , και καρ­πί­ζει η γη,
στου γειω­μέ­νου πλά­στη της το καβούκι
που το σμι­λεύ­ει βρά­δυ πρωί…

Σήκω­σε στη πλά­τη του  και χρυ­σο­στό­λι­στους ναούς,
Παρ­θε­νώ­νες κι άλλους κι άλλους αλλό­δο­ξους θεούς …

Κι όπο­τε  με του εργά­τη την περ­πα­τη­σιά η λευτεριά,
περι­δια­βαί­νει του λαού τη γειτονιά ,
πάντα η σκέ­ψη η πονη­ρή ως “κόραξ  κι αλώπηξ”,
του την αρπά­ζει ‑τη λευτεριά‑,μέσα απ’ το στό­μα του
σαν τη  μπου­κιά, όταν υπο­κύ­ψει  και το συζητεί,
“πόσο ραγιάς θέλει να γενεί…”

Η σκέ­ψη , η γνώ­ση κι η μόρ­φω­ση του λαού,
δίνουν νόη­μα μ’ ανθρώ­πι­νη μορ­φή σε κάθε ζωή όταν:
Δεν της έχουν δεμέ­να τα χέρια,
δεν κάθο­νται  στο σβέρ­κο της αραχτοί,
κι ανθί­ζουν  για  κάθε  ανά­γκη ανθρώπινη,
και του κάθε  λαού την προκοπή…

Άπλω­σε η φύση ριχτά­ρια  κλωνιά,
κι  έβγα­λε η γη  φύτρα πολλά,
μα τα δικά της δίπο­δα  σκαθάρια,
με τους καρ­πούς της δεν  έγι­ναν  κουβαλητές
για τις δικές τους στοές,

σαν  άφη­σαν  τη μοι­ρα­σιά μ’ ανταλλαγή,
και συγκέ­ντρω­ναν την δική τους προκοπή,
να την ανταλ­λά­ξουν με τη φτώ­χεια τους
και του κάθε δουλευτή,
για να ταΐ­ζουν το άδι­κο στη γη.

Μάτω­σαν οι ανθρω­πο­θά­λασ­σες  απ’ των
κουρ­σά­ρων τα σπαθιά,
και κοκ­κί­νι­σαν  οι κάμποι οι ποτα­μοί και τα βουνά,
όταν σήκω­σαν παντιέρα,
τα όπλα τους με την πορφύρα
της καρ­διάς τους  και της ψυχής,

γι’ απά­γκιο  τους με  τη πάλη τους
της  κάθε ανά­γκη ανθρώ­πι­νης ζωής,
όλων των γητευ­τών της γης…

Μα σε κάθε φόβο ‚ανο­χή, υποταγή,
κάθε άδι­κο και μια βουνοκορφή’
Κόζα Νόστρα  η   «λευ­τε­ριά,  κάθε “νόμι­μου” ληστή,
κι αθη­σαύ­ρι­στη  ακό­μα η ματω­μέ­νη  γέν­να  του κάθε δουλευτή ..

Έγι­νε η έφο­δος στους ουρανούς
και  το κόκ­κι­νο αστέ­ρι της  ανθρωπιάς,
φώτι­σε απ’ την ανα­το­λή όλους  λαούς της γυφτιάς …

Μα η ανα­το­λή σαν το χρυ­σά­φι λάμπει και όλες τις μύγες τις
θέλ­γει το φως μέσα στης νύχτας το κατράμι,
κι ο πόνος των ανθρώ­πων ξεχει­λί­ζει  από  μέσα τους σαν
μαύ­ρος χρυ­σός, αντά­μα κάθε λαού, ευχή και κατά­ρα, σύμ­μα­χος κι εχθρός…

Όσα τρυ­πά­νια κι αν έμπη­ξαν στο σώμα σου μάνα μας γη,
κι όσες   πυρη­νι­κές κεφα­λές κι αν δοκί­μα­σαν τη δική σου οργή…

Άδειο κου­φά­ρι έμει­νες χωρίς σπλά­χνα σαν την ανθρωπιά…
γυμνή, χωρίς πέτσα ντρο­πής, ιδιό­κτη­τη στον οίκο κάθε ανθρώπινης
ανοχής,

Έξυ­σαν τους  ουρα­νούς της φτώ­χιας οι “επεν­δυ­τές”
κι  έχτι­σαν  ατσά­λι­να κάστρα για τις  δικές τους ζωές,
και τρώ­γλες, παγκά­κια και χάρ­τι­νες κατασκευές,
για των δου­λευ­τα­ρά­δων τις χαμοζωές…

Δάκρυ­σαν σαν ποτα­μοί οι ουρανοί
και σεί­στη­κε όλη η γη ‚εκα­τόμ­βες  νεκρών,
απ’ τη βαρ­βα­ρό­τη­τα και την ανοχή
σε κάθε κορα­κο­ζώ­η­τη ζωή .

Ο τρυ­φε­ρο­καρ­δού­λης που πονεί,
ας ατσα­λώ­νει την καρ­διά του κι  ας σπιν­θη­ρί­ζει  ο θυμός
τη σκέ­ψη του μέσα στο μυα­λό του
τόσο όσο   ο σπιν­θή­ρας της μίζας  του αυτοκινήτου,
για να πάει μπρο­στά ο λαός.

Στην ανα­το­λή για τον συρια­κό τον  τούρ­κι­κο  τον  κουρ­δι­κό και
κάθε λαό, θα μας πλα­κώ­νει τη καρ­διά σαν το μπε­τό  η  απανθρωπιά…

Η ανθρω­πό­τη­τα τη  λευ­τε­ριά να μην τη καρτερεί.…
Την ερω­τεύ­ε­ται πολύ ‚φλερ­τά­ρει  μαζί της
στους μπα­ξέ­δες του με τους ανθούς της
που μοσχο­βο­λά­νε τη γη την κάθε στιγ­μή, και
στα μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια  σαν φλο­γι­σμέ­νος εραστής,
παλεύ­ει   να την  κατα­κτή­σει  όσο  ο  “Ρωμαί­ος την Ιουλιέτα “…
για  να ζήσει και να  χτί­σει μαζί της  όλου του κόσμου το στέ­ρεο  τσαρδί…

Τρια­ντά­φυλ­λος Μπαλωμένος
Αγ. Παρα­σκευή 9 Φλε­βά­ρη 2023

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο