Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

dima2

Γρά­φει η ofisofi //

Ο τίτλος θυμί­ζει το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νής νύχτας του Σαίξ­πηρ. Το περιε­χό­με­νο όμως είναι γεμά­το εικό­νες, τοπία, χρώ­μα­τα, ήχους και μνή­μες παι­δι­κών χρόνων.

Σε μια πρώ­τη ανά­γνω­ση θα μπο­ρού­σε να υπο­στη­ρί­ξει κανείς ότι είναι ένα μεγά­λο ποί­η­μα για παι­διά. Αν όμως το δια­βά­σει σε συν­δυα­σμό με τη ζωή του Γιάν­νη Ρίτσου τότε θα δια­κρί­νει την προ­σπά­θεια του ποι­η­τή να κρα­τη­θεί ζωντα­νός, ακμαί­ος και αισιό­δο­ξος σε μια δύσκο­λη περί­ο­δο της ζωής του.

Είναι ποί­η­μα «ευφά­ντα­στο και παι­δι­κό­τρο­πο». [1] Ενταγ­μέ­νο στη συλ­λο­γή «Δοκι­μα­σία» ( 1935 ‑1943) που δεν έχει θεμα­τι­κή ενό­τη­τα, αλλά ποι­ή­μα­τα σε άλλο ύφος σε σχέ­ση με όσα ο Γιάν­νης Ρίτσος είχε γρά­ψει πριν. Ο ποι­η­τής ενέ­τα­ξε τη συλ­λο­γή αυτή στον Α’ τόμο των Ποι­η­μά­των του που κυκλο­φό­ρη­σε το 1961.

Το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού είναι αφιε­ρω­μέ­νο στο Βασί­λη Ρώτα. Η πρώ­τη αυτο­τε­λής έκδο­ση έγι­νε από τον Κέδρο το 1980, εικο­νο­γρα­φη­μέ­νη από τη Τζέ­νη Δρόσου.

Ο Γιάν­νης Ρίτσος έγρα­ψε το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού το 1938. Βρι­σκό­ταν τότε άρρω­στος στο σανα­τό­ριο της Πάρ­νη­θας. Είχε χάσει τον αδελ­φό του και τη μητέ­ρα του από φυμα­τί­ω­ση, βίω­σε την τρέ­λα του πατέ­ρα του και της αγα­πη­μέ­νης του αδελ­φής Λού­λας. Ο ίδιος έκα­νε αιμο­πτύ­σεις από το 1926 για να δια­γνω­σθεί φυμα­τι­κός το 1927 και να εισα­χθεί στο Νοσο­κο­μείο «Σωτη­ρία». Εκεί, η αρρώ­στια του έγι­νε η αφορ­μή για να έρθει σε επα­φή με μαρ­ξι­στές δια­νο­ού­με­νους και να συνει­δη­το­ποι­η­θεί ιδε­ο­λο­γι­κά. Ζει δύσκο­λα χρό­νια. Ο αγώ­νας του για επι­βί­ω­ση τον κάνει να δου­λεύ­ει εντα­τι­κά και σκλη­ρά σε διά­φο­ρες δου­λειές και αυτό βοη­θά­ει στον υπο­τρο­πια­σμό της ασθέ­νειας του. Η φυμα­τί­ω­ση τον φέρ­νει στο κεφα­λό­σκα­λο του θανά­του και αυτό δεν αφή­νει ανε­πη­ρέ­α­στη τη ζωή του. Από τον Οκτώ­βριο του 1937 ως τον Απρί­λιο του 1938 ζει στο Σανα­τό­ριο της Πάρνηθας.

Ο ποι­η­τής βρί­σκει τον τρό­πο να μετα­τρέ­ψει τα τραυ­μα­τι­κά του βιώ­μα­τα σε νέες μορ­φές ζωής, να δει μέσα από τα αρνη­τι­κά τα θετι­κά, να υμνή­σει την ομορ­φιά της φύσης και της νιότης.

« …επά­νω στη ζωή μου συνέ­πε­σαν τέτοια γεγο­νό­τα – βέβαια που ευδο­κί­μη­σαν μέσα μου και μου έδω­σαν τρο­μα­κτι­κές εμπει­ρί­ες – που τις ζηλεύ­ει κάθε άνθρω­πος, για­τί όπως είπα­με η ποί­η­ση δεν είναι μόνο ταλέ­ντο, δεν είναι μονά­χα άσκη­ση. Δεν είναι μονά­χα συνει­δη­το­ποί­η­ση και γνώ­ση , απέ­ρα­ντη γνώ­ση όλης της παγκό­σμιας ποί­η­σης από αρχαιο­τά­των χρό­νων μέχρι σήμε­ρα, αλλά ταυ­τό­χρο­να και τα βιώ­μα­τα. Τα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα τα οποία είναι εκεί­να που ξυπνούν και τις δυνά­μεις μας και που ανα­πτύσ­σουν την ευαι­σθη­σία μας.

dima3

Αυτή, ύστε­ρα, ολό­κλη­ρη η ευαι­σθη­σία, πολι­το­γρα­φεί­ται στη νόη­ση κι αυτή είναι το μεγά­λο απο­θη­σαύ­ρι­σμα ολό­κλη­ρης της ζωής ενός καλ­λι­τέ­χνη. Λοι­πόν εμέ­να με ευνό­η­σε η τύχη να έχω τρο­μα­κτι­κά βιώ­μα­τα, να γνω­ρί­σω αρρώ­στιες, να γνω­ρί­σω θανά­τους, να γνω­ρί­σω την τρέ­λα από κοντά, τόσο του πατέ­ρα μου όσο και της αδελ­φής μου, να είναι ταυ­τό­χρο­να κι ο ένας κι ο άλλος. Αυτά τα πράγ­μα­τα όμως δε λέγο­νται για­τί είναι ιδιω­τι­κές υπο­θέ­σεις. Τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτών των βιω­μά­των και οι διερ­γα­σί­ες τους μέσα μου , αυτά έχουν απο­τυ­πω­θεί μέσα σ’ ολό­κλη­ρο το έργο μου, όχι πια σαν προ­σω­πι­κές πεί­ρες αλλά καλ­λι­τε­χνι­κά αντι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­να. Για­τί, όπως είπα­με, για την τέχνη στο βαθ­μό που το υπο­κεί­με­νο αντι­κει­με­νο­ποιεί­ται και το αντι­κεί­με­νο προ­σω­πο­ποιεί­ται, σ’ αυτό ακρι­βώς το βαθ­μό αρχί­ζει μια ουσια­στι­κή σχέ­ση με τον κόσμο και με την τέχνη(…)

Σκο­πός της τέχνης είτε το θέλου­με είτε δεν το θέλου­με είναι να μεταλ­λά­ζει, να μετα­σχη­μα­τί­ζει τα αρνη­τι­κά στοι­χεία της ζωής σε θετι­κά.»[2]

Τι είναι το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού; Ανά­μνη­ση ‚δια­φυ­γή από την μίζε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή επι­στρο­φή στην παι­δι­κή του ηλι­κία και στην ξένοια­στη ζωή του μέσα στη φύση ;

Έχει υπο­στη­ρι­χθεί ότι ο Γιάν­νης Ρίτσος «Πάντα γειω­μέ­νος στην πραγ­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κατα­φεύ­γει στο φαντα­στι­κό όχι ως φυγή από το παρόν, περισ­σό­τε­ρο ως ανα­κά­λυ­ψη της ίδιας και γνω­στής ηπεί­ρου του πρώ­του πλη­θυ­ντι­κού, είτε είναι ιστο­ρι­κό γεγο­νός ιδε­ο­λο­γι­κά φορ­τι­σμέ­νο είτε χει­ρο­νο­μία προς τα πράγ­μα­τα χει­ρα­φε­τη­μέ­να από τη χρή­ση τους» [3]

Το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού γρά­φε­ται σε μια περί­ο­δο (1937 ‑1943) που χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από «λυρι­κή έξαρ­ση» ή «λυρι­κή έκρη­ξη».

«Ένας μοντέρ­νος λυρι­σμός, σε ελεύ­θε­ρο στί­χο, όπου η μου­σι­κή ροή και τα ενσω­μα­τω­μέ­να στοι­χεία του υπερ­ρε­α­λι­σμού πει­θαρ­χούν στον ειρ­μό του αισθή­μα­τος και του στο­χα­σμού. Ο υπαί­θριος χώρος εισβάλ­λει με τολ­μη­ρές φωτει­νές και ονει­ρι­κές εικό­νες. Οργιώ­δης φαντα­σία που ξέρει να γειώ­νε­ται ακου­μπώ­ντας πάντα στα απλά πράγ­μα­τα». [4]

dima4

«Σαν την καρ­διά μικρού χελι­δο­νιού που τρέ­μει στην παλά­μη της αυγής γίνη­κε η μνή­μη σου μόλις βγή­κε το πρώ­το πρά­σι­νο φύλλο.
Θυμά­μαι που καθό­σουν και κοι­τού­σες μέσα στα στρογ­γυ­λά μεγά­λα μάτια των ήμε­ρων βοδιών, τις μικρο­γρα­φί­ες των αγρο­τι­κών εικό­νων: τη σμα­ρα­γδέ­νια λεκά­νη του κάμπου, τη μικρή εκκλη­σί­τσα με τα κυπα­ρίσ­σια, την άσπρη καμπύ­λη των περι­στε­ριών πάνου απ’ το δάσος, τις θερί­στρες με τα δεμά­τια των στα­χυών και με τα κίτρι­να μαντήλια.
Δεν ήξε­ρες την αρχι­τε­κτο­νι­κή των τρια­ντά­φυλ­λων, μήτε τον τρό­πο που περ­πα­τά­νε τα που­λιά στον αέρα.
Καλη­μέ­ρι­ζες τα τρια­ντά­φυλ­λα και τα που­λιά, όπως καλη­μέ­ρι­ζες και τα κορίτσια.
Άνοι­γαν τότε μικρά παρά­θυ­ρα που σκύ­βαν στα περ­βά­ζια οι μαρ­γα­ρί­τες να χαι­ρε­τί­σουν την αυγή που πέρ­να­γε στο δρό­μο χωρίς φορ­τίο σκιάς και θύμησης.
Αργό­τε­ρα έμα­θες να χαι­ρε­τάς μονά­χα τους ανθρώ­πους βγά­ζο­ντας το καπέ­λο, κι έλε­γες μόνο στα λου­λού­δια «ευχα­ρι­στώ» κάθε φορά που δεν σ’ άκου­γε κανένας.
Ύστε­ρα βιά­στη­κες πολύ να μεγα­λώ­σεις, να φορέ­σεις μακριά παντε­λό­νια, να μάθεις γράμ­μα­τα, για να πάψεις να λες «ευχα­ρι­στώ», να χτί­σεις ένα τρια­ντά­φυλ­λο όπου κοι­μά­ται μια λυπη­μέ­νη αχτί­να στην άδεια κάμα­ρα της ευωδιάς.
Τώρα ζητάς να ξανα­πείς με τα ίδια χεί­λη εκεί­νο το ίδιο «ευχα­ρι­στώ» που τόσα χρό­νια ζήτα­γες να ξεχάσεις.»

Σύν­θε­ση λυρι­κή με έντο­να υπερ­ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία και παρα­μυ­θέ­νιες εικόνες .

«Χρυ­σά βατρά­χια κάθο­νταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέ­πουν στα νερά τη σκιά τους, κ’ είτα­νε σαν αγάλ­μα­τα μικρά της ερη­μιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγ­γά­ρι σκό­ντα­ψε στις ιτιές κ’ έπε­σε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγά­λο σού­σου­ρο έγι­νε στα φύλλα.
Τρέ­ξα­νε τα παι­διά, πήραν στα παχου­λά τους χέρια το φεγγάρι
κι όλη νύχτα παί­ζα­νε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυ­σά, τα πόδια τους χρυ­σά, κι όπου πατούν
αφή­νου­νε κάτι μικρά φεγ­γά­ρια στο νοτι­σμέ­νο χώμα.»

Σε πρώ­το πλά­νο τα παι­διά, ανά­με­σα τους και ο ποι­η­τής καθώς κυριαρ­χεί το α’ πρό­σω­πο αφήγησης.

«Κοι­μη­θή­κα­με την ώρα που δε νυστά­ζα­με. Φάγα­με την ώρα
που δεν πεινούσαμε.
Μετρού­σα­με τις ώρες μας με το ρολο­γά­κι του χεριού που μας
χαρί­σαν στη γιορ­τή μας, ξεχνώ­ντας το ρολόι του κήπου
πού­δει­χνε καλοκαίρι.
Τώρα θέλου­με να βάλου­με μαζί το ρολο­γά­κι του χεριού με το σφυγ­μό μας,
κοι­τά­ζο­ντας την ώρα που δεί­χνουν οι ωρο­δεί­χτες των σκιών πάνου στη χρυ­σο­πρά­σι­νη πλά­κα της χλόης.
Έχου­με ακό­μη και­ρό να κόψου­με παπα­ρού­νες για να μη γεράσουν
τα χέρια μας μέσα στα μονα­στή­ρια των βιβλίων.»

dima5

«Εμείς μαζεύ­ου­με παπα­ρού­νες και φτιά­χνου­με κόκ­κι­να ματογυάλια.
Φορά­με το χρυ­σό καπέ­λο του ήλιου, τ’ αση­μέ­νιο κολ­λά­ρο του ποταμιού
και την πρά­σι­νη γρα­βά­τα της χλόης.
Έτσι περ­πα­τά­με στα χωρά­φια κάνο­ντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊ­δεύ­ου­με τους γέρους.
Οι περ­βο­λά­ρη­δες μάς κυνη­γά­νε, μάς διώ­χνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρω­σταί­νουν απ’ τη θλί­ψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλου­με να σπά­σου­με τού­τα τα γυά­λι­να νοσοκομεία
και τις γυά­λι­νες φυλα­κές για να βγουν τα λου­λού­δια περίπατο
στους κυρια­κά­τι­κους δρόμους.
Δε ζητά­με τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκ­κι­να ματο­γυά­λια μας βάφου­με κόκκινο
το μού­τρο της γριάς βρο­χής και χτυ­πά­με παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπου­μπού­κι σκά­ει απά­νου στο ξερό κλαδί.»

Μικρές καθη­με­ρι­νές σκη­νές, ατα­ξί­ες, σκα­ντα­λιές και παιχνίδια

«Τα μεση­μέ­ρια που κοι­μό­νταν οι μεγά­λοι, τα παι­διά φεύγαν
απ’ τα σπί­τια, κυλιό­νταν στα χόρ­τα, δαγκώ­να­νε τα φύλλα
της αλυ­γα­ριάς κι αγκά­λια­ζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύρι­ζε γυμνή γυναίκα.»

«Θα χώσου­με λοι­πόν κ’ εμείς από­να τζι­τζί­κι στα ρου­θού­νια του παππού
για να μυρί­σει τη δική μας άνοι­ξη και ν’ ανθή­σει το ραβδί του
σα μια μικρού­λα κερα­σιά πάνου απ’ τη στέρνα»

«Περ­πα­τά­με ξυπό­λυ­τοι στο ζεστό χώμα, γδυ­νό­μα­στε κάτου
απ’ τα πλα­τά­νια και παλεύ­ου­με, παί­ζου­με πετρο­πό­λε­μο, αμολάμε
χαρ­ταϊ­τούς και λου­ζό­μα­στε στο ποτά­μι μαζί με τα κοτσύφια
και τις πέρδικες».

Μια αίσθη­ση ελευ­θε­ρί­ας και αθω­ό­τη­τας είναι απλω­μέ­νη παντού.

«Θε μου, το μεθυ­σμέ­νο φως θα σπά­σει τα τζά­μια, θα πλημ­μυ­ρί­σει τις κάμα­ρες και δε θ’ αφή­σει μήτε έναν ίσκιο για να σκε­πά­σει η μάνα μου τα μάτια της.
Τότε θα τινά­ξει στον αέρα το μαντή­λι της και θα χορέ­ψει κεί­νο το νησιώ­τι­κό χορό που χόρευε στα νιά­τα της μαζί με τον πατέ­ρα – ένα χορό που μυρί­ζει θάλασ­σα και βάρ­κες φορ­τω­μέ­νες πορτοκάλια.
Ο πατέ­ρας θα κάνει πως ξέχα­σε τον χορό και θα χαμο­γε­λά­ει καθώς θα κρού­ει τη φτέρ­να στον αέρα.
Κι εμείς ξοπί­σω τους, παι­διά, που­λιά, λου­λού­δια και λιθά­ρια, θα χορεύ­ου­με στ’ αλώ­νι του ήλιου τρα­γου­δώ­ντας τις μέρες που δε θα χάνου­νται μες στο σκο­τά­δι, όταν οι μεγά­λοι χορεύ­ουν μαζί με τα παι­διά τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.»

dima6

Η αγα­πη­μέ­νη μορ­φή της μητέρας

«ΜΗΤΕΡΑ, μη θυμώ­νεις μαζί μας που δεν μπο­ρού­με να κάτσου­με σπίτι.
Ο ήλιος μάς φωνάζει.
Θα σου φορέ­σου­με ένα φόρε­μα τρια­ντα­φυλ­λί που το πλέ­κει η άνοιξη
κάτου απ’ τις μυγδα­λιές με το βελο­νά­κι της πιο μικρής αχτίνας.
Θα σε πάμε μπρο­στά στον καθρέ­πτη να κοι­τα­χτείς, να γελάσεις
και να μας γνωρίσεις.
Τότε τα μικρά χελι­δό­νια θα καθή­σουν στα δάχτυ­λά σου, μα πάλι εσύ
δε θα ξέρεις να γελά­σεις πολύ.
Πώς να βγά­λου­με, μητέ­ρα , την πέτρα που φρά­ζει την πόρ­τα σου;
Κι όμως στα τζά­μια των παρα­θυ­ριών μας λάμπει ζωγραφισμένο
το πρό­σω­πο της αυγής και γύρω σαν κορ­νί­ζα οι ανθι­σμέ­νες μηλίτσες
της βουνοπλαγιάς.
Εμείς πηδά­με απ’ τα παράθυρα.
Ο ουρα­νός ανθί­ζει μέσα μας χαμό­γε­λα, κι όπου στεκόμαστε
είμα­στε παντού.
Μητέ­ρα, πικρα­μέ­νη μητε­ρού­λα, πάμε στον κήπο να σε μάθου­με τώρα
με τη σει­ρά μας να συλ­λα­βί­ζεις το αλφά­βη­το του ήλιου και λίγο — λίγο
να δια­βά­ζεις λουλούδια.
Θα σε βάλου­με καβάλ­λα στη ράχη μιας αγριό­χη­νας και θ’ ανεμίζει
στον αέρα το φου­στά­νι σου σα μια γιορ­τα­στι­κή σημαία πάνου
απ’ τους πρά­σι­νους αγρούς.»

Που­λιά, έντο­μα, λου­λού­δια, ήχοι και πολύ φως .

«Όλος ο κόσμος γέμι­σε λου­λού­δια και πουλιά.
Ο κάμπος κου­δου­νί­ζει απ’ τις χαρού­με­νες φωνές τους.
Κου­δού­νια στους λαι­μούς των γαϊδουριών.
Κου­δού­νια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κου­δού­νια στην άκρη των φύλλων.
Κου­δού­νια στις πλε­ξού­δες των κοριτσιών.
Όλα χορεύ­ου­νε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παπ­πούς βγή­κε στη λια­κά­δα να πλέ­ξει με χλω­ρά κλα­διά μικρά
καλά­θια, για να μαζέ­ψει κού­μα­ρα κι αυγά περιστεριών.

dima7

Η επι­στρο­φή στα παι­δι­κά χρό­νια ταυ­τί­ζε­ται με την επι­στρο­φή στη φύση.

«Μήτε στιγ­μή δε μένου­με στο σπίτι.
Πάμε στα λιβά­δια και στή­νου­με το δόκανο.
Πάνου στ’ αλώ­νια οι θημω­νιές γυα­λί­ζουν σα γυμνά βυζιά και τ’ άλογα
αφη­νιά­ζουν κάθε μεση­μέ­ρι, πατούν στα στά­χυα και χάνουνται
καλ­πά­ζο­ντας μέσα στο δάσος.
Ώσπου έρχε­ται το βρά­δι, και τ’ άλο­γα γυρί­ζουν ήμε­ρα στις αυλές
κ’ οι τεμπέ­λες χελώ­νες μαζεύ­ουν μαρ­γα­ρί­τες μέσα στα σιω­πη­λά χωράφια.
Η ώρα μυρί­ζει ιδρώ­τα και ρετσί­νι καθώς ανε­βαί­νει ο βρα­δι­νός καπνός
πάνου απ’ τις στέ­γες κ’ εμείς καθό­μα­στε ακό­μη στο δρό­μο μαζεύ­ο­ντας αστέ­ρια για να πιστέ­ψει η μάνα μας πως κάτι κάνα­με κ’ εμείς και
πως δεν πήγε κατ’ ανέ­μου ο μόχτος κ’ η μέρα μας.
Όμως οι μεγά­λοι δεν ξέρουν πού κοι­τά­με εμείς,
δεν ξέρουν το δικό μας θερι­σμό κι ούτε μπορούν
να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.
Ωστό­σο εμείς χαϊ­δεύ­ου­με τα κου­ρα­σμέ­να χέρια της μητέ­ρας μας
ενώ κοι­τά­ζου­με μακριά, τη μεγά­λη άρκτο με το χρυ­σό­μαλ­λο τομάρι.»

Μαγεία και όνει­ρο σε τοπίο ειδυλ­λια­κό και αρκαδικό.

«Μόλις κοι­μό­μα­στε, ξυπνού­σε το μαγε­μέ­νο δάσος του μεσημεριού.
Η σκιά μας έρρι­χνε τ’ ανά­λα­φρο σεντό­νι της, μα μέσα από τις τρύπες
της σκιάς έχω­νε ο ήλιος τα χρυ­σά του δάκτυ­λα που άχνι­ζαν απ’ τη ζέστα και
μας χάι­δευε τα στή­θεια και τα σκέλια.
Το γυά­λι­νο πρό­σω­πο του νερού γελού­σε κάπου απόμακρα
και ράντι­ζε τις ροδο­δάφ­νες με μικρά διαμάντια.
Γυμνές γυναί­κες πέρ­να­γαν κάτου απ’ τα δέντρα, ήρε­μες και
παρά­ξε­νες σα νάχαν πιεί το αμί­λη­το νερό.
Πίσω τους τρέ­χα­νε νιο­γέν­νη­τα ελα­φά­κια στεφανωμένα
με τριφύλλι.
Άλλες κρα­τού­σαν ψηλά στα­μνιά στον ώμο.
Άλλες χορεύ­α­νε συρ­τό χορό κάτου απ’ τις δυό μεγά­λες λεύκες.
Τ’ άσπρα κορ­μιά τους φέγ­γρι­ζαν στους ίσκιους, πλασμένα
με νερό και φως κι αέρα.
Θέλα­με να ξυπνή­σου­με, μα πάνου στην καρ­διά μας γονά­τι­ζε το καλοκαίρι.»

dima8

Είναι γεγο­νός ότι η μόνη περί­ο­δος που η ζωή του Ρίτσου ήταν χαρού­με­νη και ξένοια­στη ήταν των παι­δι­κών του χρό­νων. Όλη μέρα στα κτή­μα­τα της οικο­γέ­νειας , μέσα στη φύση και στη θάλασ­σα, να παρα­κο­λου­θεί τα που­λιά , τα έντο­μα και τα λου­λού­δια. Μετά παρα­μύ­θια από τη για­γιά του.

Το σχο­λείο δεν του άρε­σε και προ­τι­μού­σε να παί­ζει παρά να παρα­κο­λου­θεί τα μαθή­μα­τα και να διαβάζει.

«Έφτια­χνα μαρ­γα­ρί­τες και παπα­ρού­νες σβή­νο­ντας τους αριθ­μούς» [5]

Οι τιμω­ρί­ες εντάσ­σο­νταν στην σχο­λι­κή του καθημερινότητα.

«Σαν να μ’ άρε­σε να είμαι τιμω­ρη­μέ­νος. Δεν αγα­πού­σα τους ανθρώ­πους που αρί­στευαν στα πάντα. Θα πει ότι δεν είχαν κάποια ιδιαί­τε­ρη κλί­ση» [6]

«Κάνα­με τόπι εμείς τη σφαί­ρα που’ χε ο δάσκα­λος για το
μάθη­μα της γεω­γρα­φί­ας και την κυλά­με στον πρά­σι­νο κάμπο με τα
μικρά χαμομήλια.
Τη νύχτα σκαρ­φα­λώ­σα­με κρυ­φά, εκεί στο κοι­μη­τή­ρι του χωριού, πήρα­με κάμπο­σα γυμνά κεφά­λια και τα γιο­μί­σα­με με χόρ­το και λουλούδια.
Στη θέση των άδειων ματιών βάλα­με δυο τριαντάφυλλα.
Τώρα είναι όλα φωτει­νά και ρόδινα.
Εμείς το ξέρα­με από πριν πως γρή­γο­ρα θα’ ρχό­ταν το καλοκαίρι
κι ας μην το’ γρα­φε το ημερολόγιο.»

«Δεν αγα­πά­με, αυτή την ώρα, τα βιβλία με τους λιγνούς καλό­γε­ρους των στίχων.»

«Έχου­με κρύ­ψει στη σάκ­κα του σχο­λεί­ου ένα κου­τί χρυσόμυγες
και τις ακού­με να βου­ΐ­ζουν στο μάθη­μα της αριθμητικής.»

dima9

«Ο λιγνός δάσκα­λος που φορά­ει ματο­γυά­λια από χιό­νι και σακκάκι
από τσου­κνί­δες θα μας μαλώ­σει πάλι για­τί δεν έμα­θε πως το φως
λου­λού­δι­σε στις αυλές απ’ τα δικά μας μόνο μάτια.
Εμείς γελά­με πάλι.
Το σκά­με απ’ το μάθη­μα της ιστο­ρί­ας και των θρησκευτικών.
Μαζί μας το σκά­ει κ’ η Ρουθ κ’ η Ιου­δήθ, ανα­ση­κώ­νουν τα φου­στά­νια τους,
πηδούν το φρά­χτη και τρέ­χουν να μας βρούνε.
Πετά­με στη θάλασ­σα το ανα­γνω­σμα­τά­ρι, και ζωγρα­φί­ζου­με στον άμμο
με το δάχτυ­λο τον ήλιο που γελάει.
Έτσι του αρέ­σει κάπο­τε και του ήλιου να γελά­ει μην τύχει και γεράσει
κλει­σμέ­νος μές στο φως του.»

« Ο Γιάν­νης Ρίτσος είναι ο ανε­μπό­δι­στος της αθω­ό­τη­τας, ο παλαιός ελλη­νι­κός κόσμος της μεσο­γεια­κής συνεί­δη­σης, ο θία­σος της αναί­μα­κτης Επα­νά­στα­σης, ένας εστέτ ο οποί­ος δεν ακκί­ζε­ται αλλά προ­σπα­θεί να χτί­σει οίκους ευγέ­νειας σε και­ρούς ανοί­κειους.» [7]

«Ένα ψηλό παρά­θυ­ρο είναι το τρα­γού­δι. Βλέ­πει στο δρό­μο, βλέπει
και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παρά­θυ­ρο κοι­τά­με τον κόσμο.
Τα βρά­δια ανά­βουν στις βου­νο­κορ­φές αγρο­τι­κές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτι­σμέ­να παρά­θυ­ρα στη μακρι­νή πολι­τεία της γαλήνης.
Εκεί κάθου­νται οι άγγε­λοι μαζί με τους τσο­πά­νους και τα πρόβατα,
και ξανα­λέν χαρού­με­νοι τα παρα­μύ­θια του περα­σμέ­νου χειμώνα.
Εμείς κου­βα­λή­σα­με δω πέρα το χαμέ­νο καλο­καί­ρι – κεί­νο το βρά­δυ που όλοι κλαί­γαν μες στον άνε­μο και κρυώναν.»

«Μια κοπέ­λα καθι­σμέ­νη στο κατώ­φλι της μέρας μαθαί­νει μαντολίνο.
Μα το φως μπλέ­κε­ται στα μικρά δάχτυ­λά της και στά­ζουν λουλουδάκια
πασχα­λιάς απ’ τις σπα­σμέ­νες νότες.
Ο κάμπος γελά­ει και σαλεύ­ουν τα πρά­σι­να γένεια του.
Ο ήλιος μεθυ­σμέ­νος με την κόκ­κι­νη μύτη του τρεκλίζει
ανά­με­σα στα δέντρα και κυνη­γά­ει τα νυσταγ­μέ­να μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλα­μιές, φωνά­ζου­με στον ήλιο:
«Μπάρ­μπα, μπάρ­μπα μεθύ­στα­κα, πρό­σε­ξε, θα σκοντάψεις
κ’ η μύτη σου θα σπά­σει και θα γεμί­σεις παπα­ρού­νες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζι­τζί­κια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά
και ξύπνη­σαν το Θεό απ’ το μεση­με­ριά­τι­κο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρί­βει τα μάτια του, μας βλέ­πει και γελάει.»

dima10

Διά­σπαρ­τες μέσα στους αισιό­δο­ξους και χαρού­με­νους στί­χους υπάρ­χουν στιγ­μές θλί­ψης και μελαγχολίας .

«Χρι­στέ μου, για­τί φόρε­σες αυτό το πέν­θι­μο μακρύ φου­στά­νι κι αυτά τ’ αγκά­θια στο κεφά­λι σου; Χαθή­καν τα λουλούδια;
Ή τάχα­τε, αν φορού­σες παπα­ρού­νες πάνου στ’ αχτέ­νι­στα μαλ­λιά δε θα σ’ ανοί­γα­νε την πόρ­τα τ’ ουρανού;
Μη χαμο­γε­λάς που’ χω κ’ εγώ δεμέ­νο το κεφάλι.
Είναι που γλί­στρη­σα προ­χτές μέσα στα βάτα κυνη­γώ­ντας πεταλούδες.
Έλα να πια­στού­με απ’ το χέρι σαν παι­διά και να πάμε στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Δεν ται­ριά­ζουν στο νέο πρό­σω­πό σου οι ρυτί­δες της μητέ­ρας όταν αφή­νει μια στιγ­μή τη δου­λειά και κοι­τά­ζει απ’ το παρά­θυ­ρο το νέο φεγγάρι.
Πάμε να σου κόψω τα λυπη­μέ­να μαλ­λιά σου με το ίδιο μεγά­λο ψαλίδι
που κου­ρεύ­ουν τα πρόβατα.
Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγα­πή­σει, θα μας βάλει να κάτσου­με στα πόδια του και θα χαμο­γε­λά­σει γλυ­κά καθώς εμείς θα στο­λί­ζου­με τα μακριά μου­στά­κια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βρα­διά­σει θα ζέψου­με το μικρό του τ’ αμά­ξι που το σέρνουν
οι γρύλ­λοι και θα περά­σου­με στη μέση του παρά­δει­σου ενώ οι άγγε­λοι θ’ ανά­βουν τ’ αστέ­ρια για να φωτί­ζουν τα παι­δά­κια που μεί­να­νε κάπου στον κάμπο».

«Όταν ξυπνού­σα­με είμα­στε θλιμμένοι.
Εκεί­νες είχαν φύγει αμί­λη­τες έτσι όπως ήρθαν.»
«Τη νύχτα οι μυγδα­λιές με τ’ άσπρα τους φορέ­μα­τα περά­σαν κάτου
απ’ τα παρά­θυ­ρά μας αργές και λυπη­μέ­νες, όμοιες με κεί­να τα χλω­μά κορί­τσια του ορφα­νο­τρο­φεί­ου όταν γυρί­ζουν από μια μικρή εκδρο­μή, την Κυρια­κή, πια­σμέ­νες δυό –
δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλά­νε, χωρίς να βλέ­πουν τ’ άστρα που φυτρώ­νουν ένα – ένα μες στον ίσκιο, μακρι­νά κ’ ευτυχισμένα.»

«…Στις χει­μαρ­ρώ­δεις ( σε ελεύ­θε­ρο στί­χο πια) λυρι­κές συν­θέ­σεις αυτής της περιό­δου τα μηνύ­μα­τα εκπέ­μπο­νται με συνω­μο­τι­κή κρυ­πτι­κό­τη­τα και συμ­βο­λι­κή εμβέ­λεια…» [8]

«Κανέ­νας δεν ξέρει τίπο­τα για μας όταν μιλά­με σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.»

«Παρα­κα­λέ­σα­με ύστε­ρα τις κάρ­γιες να μην πουν τίπο­τα της μάνας μας
για ό,τι γίνη­κε πίσω απ’ τα δέντρα που στά­ζαν ρετσίνι.»

«Σε κανέ­ναν μην πεις πού πηγαίνουμε.»

«Τη νύχτα σκαρ­φα­λώ­σα­με κρυ­φά, εκεί στο κοι­μη­τή­ρι του χωριού, πήρα­με κάμπο­σα γυμνά κεφά­λια και τα γιο­μί­σα­με με χόρ­το και λουλούδια.»

«Όμως οι μεγά­λοι δεν ξέρουν πού κοι­τά­με εμείς, δεν ξέρουν το δικό μας θερι­σμό κι ούτε μπο­ρούν να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.»

Μέσα από συμ­βο­λι­σμούς και υπο­δη­λώ­σεις δίνε­ται ο αγώ­νας και οι θυσί­ες για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο .

Ο ποι­η­τής είναι ήδη μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος από το 1934. Οι πολι­τι­κές συν­θή­κες ήταν πολύ δύσκο­λες καθώς από τον Αύγου­στο του 1936 είχε επι­βλη­θεί η μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία. Ο Μάης του 1936 είχε αφή­σει το απο­τύ­πω­μά του στον «Επι­τά­φιο» και ο Ρίτσος είχε νιώ­σει τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του καθε­στώ­τος βλέ­πο­ντας αντί­τυ­πα του έργου του να καί­γο­νται στους Στύ­λους του Ολυ­μπί­ου Διός.

dima11

«Οι μεγά­λοι μάς λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρου­με από δου­λειά και καθό­μα­στε ξύπνιοι ως την αυγή
δου­λεύ­ο­ντας στο μεγά­λο γαλά­ζιο χωρά­φι για να μη λεί­ψει ο κήπος του ήλιου
πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέ­λη­δες, ξέρου­με τι είναι μόχτος, ξέρου­με τι είναι
να οργώ­σεις απ’ την αρχή τον πιο μεγά­λο αγρό που κάθε μέρα τον σκε­πά­ζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρου­με πόσο κου­ρά­στη­καν τα χρυ­σά χερά­κια των αχτίνων
για να χτί­σουν τού­τες τις χαρού­με­νες πολι­τεί­ες των λουλουδιών
με τ’ ανοι­χτά μπαλ­κό­νια των τρια­ντά­φυλ­λων, με τα ψηλά καμπαναριά
των κρίνων.
Οι άλλοι βλέ­πουν μονά­χα τις αχτί­νες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίπο­τα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
«Άτα­χτα, σιω­πη­λά και πει­σμα­τά­ρι­κα παι­διά, που δεν ακούσαμε
ποτέ κανέ­ναν, ακού­σα­με τη σιω­πή μες στη νύχτα και
μιλή­σα­με αγνώ­ρι­στα λόγια.
Μάθα­με κεί­νο πού­ναι πιο πολύ απ’ όλα και δε μαθαίνεται
πάνου στα θρα­νία, έξω απ’ τα φωτει­νά σχο­λεία των δέντρων.
Θάταν άδι­κο να πεις πως δεν κάνα­με τίπο­τα και πως αφήσαμε
το σπί­τι να ρημάξει.
Κοί­τα­ξε τον κήπο και πες.
Δεν το ξέρεις τάχα πως κι αν πέσει το σπί­τι, θα μεί­νει το φως
να μας δεί­ξει να χτί­σου­με σ’ ένα καλύ­τε­ρο σχέ­διο το και­νούρ­γιο σπίτι;
Κοί­τα­ξε τ’ αση­μέ­νια χέρια μας που δού­λε­ψαν στον άλλο αγρό,
στην άλλη μέρα.
Βλέ­πεις πώς λάμπουν τ’ αση­μέ­νια χέρια μας μέσα στους ίσκιους
— τα χέρια μας που καμιά νύχτα δε μπο­ρεί ποτέ να τα κερδίσει.»

Όλα κινού­νται προς το φως και καλούν με όλες τους τις δυνά­μεις τον ζωντα­νό και ζωο­γό­νο ήλιο

«ΕΪ, ΜΗΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ. Το μεση­μέ­ρι σαν ξυπό­λυ­το παι­δί με πρό­σω­πο ιδρωμένο,
μ’ αχτέ­νι­στα χρυ­σά μαλ­λιά και με μια φυσαρ­μό­νι­κα στο στό­μα, στέ­κε­ται κάτου απ’ τα παρά­θυ­ρα και σε φωνάζει.
Παρά­τα την άρρω­στη μάνα σου.
Ξεγέ­λα­σε τον παρά­ξε­νο παπ­πού σου που όλη την ώρα ξύνει τη φαλά­κρα του και παρα­πο­νιέ­ται για τις μύγες.
Πήδα, λοι­πόν, απ’ το παρά­θυ­ρο κ’ έλα να κυνη­γή­σου­με ορτύκια.
Ο μόρ­της ήλιος αγκα­λιά­ζει την άνοι­ξη κάτου απ’ τα δέντρα
κ’ εμείς αγκα­λιά­ζου­με τα δέντρα.
Τα περι­στέ­ρια παί­ζου­νε πλάι στο ποτά­μι, πηδά­ει το ένα πάνου στη ράχη του αλλου­νού, κ’ έτσι δυό – δυό περ­πα­τά­νε στην όχθη παρα­πέ­φτο­ντας σα να ζητά­νε να ψηλώ­σουν για να δουν πιο πέρα τι γίνε­ται αύριο.
Αύριο είναι τα γενέ­θλια του ήλιου κι ο ήλιος έχει τα χρό­νια μας.
Εδώ που φτά­σα­με άκρη – άκρη στ’ όνει­ρο μας, γιορτάζουμε
μαζί με τον ήλιο την ίδια μέρα – κάθε μέρα.»

«Το χώμα ποτί­στη­κε με φως. Δεν ξεχω­ρί­ζεις φως και χώμα.
Εμείς είμα­στε τ’ όνει­ρο μας.»

 

Γιάν­νης Ρίτσος, Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού, Δοκι­μα­σία, Ποι­ή­μα­τα, τ. 1, Κέδρος 1961

Βιβλιο­γρα­φι­κές πηγές:

[1], [4] Ανθο­λο­γία Γιάν­νη Ρίτσου, Επι­λο­γή Χρύ­σα Προ­κο­πά­κη, Επι­μέ­λεια Χρύ­σα Προ­κο­πά­κη, Αικα­τε­ρί­νη Μακρυ­νι­κό­λα. Κέδρος 2006, 7η έκδο­ση. Από την εισα­γω­γή της Χρύ­σας Προκοπάκη.

[2] Ο Γιάν­νης Ρίτσος συζη­τά με τον Γιώρ­γο Σγου­ρά­κη. Γιάν­νης Ρίτσος Αυτο­βιο­γρα­φία, Αρχείο Κρή­της Αθή­να 2008

[3], [7] Βασί­λης Κ.Καλαμαράς, Από τη λυρι­κή έξαρ­ση στη σκη­νο­γρα­φία της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, δημο­σιευ­μέ­νο στο αφιέ­ρω­μα της εφη­με­ρί­δας Ελευ­θε­ρο­τυ­πία Λέσχη Αθα­νά­των Γιάν­νης Ρίτσος

[5], [6] Χρή­στος Σιάφ­κος, Ο Άγγε­λος της Ποί­η­σης, δημο­σιευ­μέ­νο στο αφιέ­ρω­μα της εφη­με­ρί­δας Ελευ­θε­ρο­τυ­πία Λέσχη Αθα­νά­των Γιάν­νης Ρίτσος

[8] Σόνια Ιλίν­σκα­για – Αλε­ξαν­δρο­πού­λου, Οι δύο «ανα­γκαιό­τη­τες», άρθρο δημο­σιευ­μέ­νο στη Βιβλιο­θή­κη, ένθε­το της εφη­με­ρί­δας Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, Παρα­σκευή 10 Νοεμ­βρί­ου 2000, τεύ­χος 128.

Οι πίνα­κες είναι του Ρώσου ζωγρά­φου Dima Dmitriev

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο