Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν η αναπηροφοβία γίνεται “ανθρωπισμός” και “τέχνη”

Σχο­λιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ακο­λου­θεί σχό­λιο με αφορ­μή μια αφί­σα που κυκλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα σχε­τι­κά με την Παγκό­σμια Ημέ­ρα Ανθρω­πί­νων Δικαιω­μά­των (10 Δεκεμ­βρί­ου) και η οποία στη θέση της λέξης ‘ανά­πη­ρος’ τοπο­θε­τεί τη λέξη ‘άνθρω­πος’ αλλά και την ται­νία μικρού μήκους «Ο αδελ­φός μου» του σκη­νο­θέ­τη Θοδω­ρή Παπα­δου­λά­κη η οποία απει­κο­νί­ζει τις δυσκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζουν οι ανά­πη­ροι συμπο­λί­τες μας, και τα οποία γνώ­ρι­σαν ευρύ­τα­τη διά­δο­ση στον κόσμο του δια­δι­κτύ­ου ξαση­κώ­νο­ντας ένα κύμα συζη­τή­σε­ων σχε­τι­κά με τους ανά­πη­ρους και την ανα­πη­ρία χωρίς όμως να συμπε­ρι­λαμ­βά­νουν σε αυτή τους άμε­σους ενδια­φε­ρό­με­νους, τους ίδιους τους ανάπηρους.

Η αφί­σα της ντροπής

Ας πάρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρχή. Η αφί­σα που κυκλο­φό­ρη­σε απει­κο­νί­ζει ένα ανα­πη­ρι­κό αμα­ξί­διο (το απο­κα­λεί ‘καρο­τσά­κι’!) και παρα­θέ­τει τα αρχι­κά μίας λέξης, σα να παί­ζου­με κρε­μά­λα, με κενά ενδιά­με­σα, και ζητώ­ντας μας να βρού­με ποιά λέξη ται­ριά­ζει. Στα κενά η λέξη που ται­ριά­ζει δεν είναι άλλη από την λέξη ‘ανά­πη­ρος’. Όμως σε μια κατα­πλη­κτι­κή λαθρο­χει­ρία στο κάτω μέρος της αφί­σας υπάρ­χει μια σει­ρά η οποία ανα­γρά­φει πως “Άνθρω­πος είναι η λέξη που ψάχνεις. Όχι ανά­πη­ρος”. Και η ένστα­ση μας έχει να κάνει με αυτό: Η λέξη που (υπο­τί­θε­ται ότι) ψάχνου­με (και δεν υπάρ­χει και λόγος για να το κάνου­με αυτό) είναι ο ανά­πη­ρος, φυσι­κά. Καμία άλλη δεν έχει θέση εκεί. Έτσι κι αλλιώς ο ανά­πη­ρος είναι άνθρω­πος και το αντί­θε­το, εννο­εί­ται. Δεν υπάρ­χει κανέ­νας λόγος αμφι­σβή­τη­σης. Ή μήπως υπάρ­χει για τους δημιουρ­γούς της αφί­σας; Να μια καλή ερώτηση…

Κι όμως αυτή η λεκτι­κή συμπε­ρι­φο­ρά δεν είναι αθώα, ακό­μα κι αν φαί­νε­ται πως έχει τις καλύ­τε­ρες προ­θέ­σεις: δηλα­δή να συμ­βάλ­λει στην μη περι­θω­ριο­ποί­η­ση των ανά­πη­ρων ατό­μων. Κάνο­ντας βέβαια το αντί­θε­το! Όχι, λοι­πόν, ας το έχου­με ξεκά­θα­ρο: δεν χρειά­ζε­ται να προ­α­σπί­ζου­με την περι­θω­ριο­ποί­η­ση μέσω των λέξε­ων. Ο ανά­πη­ρος δεν είναι βρι­σιά (κι ας χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε έτσι στο π[αρελθόν) ή κάτι για το οποίο πρέ­πει να ντρε­πό­μα­στε. Το ίδιο το ανα­πη­ρι­κό κίνη­μα, που αγω­νί­ζε­ται ενά­ντια στον στιγ­μα­τι­σμό και την περι­θω­ριο­ποί­η­ση, αυτή τη λέξη χρη­σι­μο­ποιεί (αφού την επανοικειοποιήθηκε).

Η χρή­ση της λέξης ‘άνθρω­πος’ στη θέση του ανά­πη­ρου, ακό­μα κι αν γίνε­ται με θετι­κή προ­διά­θε­ση, δεν παύ­ει να είναι υπο­κρι­τι­κή και ψευ­δής. Εκφρά­ζει οίκτο κι όχι πραγ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον για τα ζητή­μα­τα, ανα­πα­ρά­γο­ντας ένα ωραιο­ποι­η­τι­κό λόγο που όμως απέ­χει από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το ίδιο ισχύ­ει και με τους όρους ‘ειδι­κές ανά­γκες’ κι ‘ιδιαί­τε­ρες ικα­νό­τη­τες’. Και να πού­με εδώ ότι η λέξη ‘καρο­τσά­κι’ που χρη­σι­μο­ποιεί­ται (στην… φιλάν­θρω­πη αφί­σα) για να περι­γρά­ψει το ανα­πη­ρι­κό αμα­ξί­διο λει­τουρ­γεί επί­σης κακο­ποι­η­τι­κά: οι ανά­πη­ροι δεν είναι προ­ϊ­ό­ντα στο σού­περ μάρ­κετ, ούτε μπά­ζα στην οικο­δο­μή και ούτε βέβαια μωρά που χρειά­ζο­νται τη δική φρο­ντί­δα των αρτιμελών…

Με απλά λόγια δεν έχου­με μία φιλάν­θρω­πη παρέμ­βα­ση εδω αλλά μία ξεκά­θα­ρη έκφρα­ση μισα­να­πη­ρι­σμού: μια ρατσι­στι­κή κι ελι­τί­στι­κη αντί­λη­ψη που με τη βία (συγκε­ρι­μέ­να, με τη βία της εικό­νας και της δια­φή­μι­σης) οδη­γεί στην εξα­φά­νι­ση μιας υπαρ­κτής ταυ­τό­τη­τας αντί της προ­ά­σπι­σης της ορα­τό­τη­τας των ανά­πη­ρων συναν­θρώ­πων μας.

Όπως μάλι­στα ανα­φέ­ρει σε σχε­τι­κή ανα­κοί­νω­ση η Κίνη­ση Χει­ρα­φέ­τη­σης Ανα­πή­ρων “Μηδε­νι­κή Ανο­χή”:

Τα ζήτη­μα της κατα­πί­ε­σης και της κοι­νω­νι­κής περι­θω­ριο­ποί­η­σης που βιώ­νουν τα ανά­πη­ρα άτο­μα ΔΕΝ κρύ­βο­νται πίσω από ευχολόγια.
Η εστί­α­ση στο αυτο­νό­η­το γεγο­νός ότι τα ανά­πη­ρα υπο­κεί­με­να είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ και όχι ΑΝΑΠΗΡΟΙ υπο­δη­λώ­νει την άγνοια στα βασι­κά αυτο­νό­η­τα που συν­θέ­τουν τις διεκ­δι­κή­σεις των ανα­πή­ρων τα τελευ­ταία 40 και πλέ­ον χρό­νια. Το ατομικό/ιατρικό μοντέ­λο ανα­πη­ρί­ας υπεν­θυ­μί­ζει ότι όντως είμα­στε ΑΝΘΡΩΠΟΙ αλλά επει­δή έχου­με κάτι στρα­βό η επι­στή­μη προ­σπα­θεί να το διορ­θώ­σει ώστε να γίνου­με σαν τους κανο­νι­κούς ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Η εστί­α­ση στην προ­σω­πι­κή εμπει­ρία και η συνε­χής επί­κλη­ση στα αστι­κά δικαιώ­μα­τα απο­δυ­να­μώ­νει την ουσια­στι­κή κρι­τι­κή και μετα­τρέ­πει την διεκ­δί­κη­ση μας για κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη συμ­βα­τη με νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες αντι­λή­ψεις. Δια­χω­ρί­ζου­με τις βλά­βες που έχου­με στα σώμα­τα μας από την κατα­πί­ε­ση που βιώ­νου­με με την επι­βο­λή της ανα­πη­ρί­ας. Ορί­ζου­με την ανα­πη­ρία ως κοι­νω­νι­κή κατα­πί­ε­ση και όχι ως είδος βλά­βης. Η κοι­νω­νία είναι δομη­μέ­νη από μη ανά­πη­ρους /ες ανθρώ­πους με ικα­νό­τη­τες για ανθρώ­πους με ικα­νό­τη­τες και αυτό μας καθι­στά μη λειτουργικούς.
Όσο τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά μας καθο­ρί­ζουν την κοι­νω­νι­κή συμ­με­το­χή μας δίχως εστί­α­ση στην δομη της κοι­νω­νί­ας, οι επι­λε­κτι­κές «παρα­χω­ρή­σεις» σε όλες/ους εμάς που έχου­με ορι­σθεί ως ανά­πη­ροι και η ανα­γνώ­ρι­ση μας ως «ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΟ» απο­τε­λεί σκα­στό ψεύ­δος και ύβρη.

Είμα­στε περήφανοι/ες ανάπηρες/οι και παλεύ­ου­με για έναν πιο δίκαιο κόσμο”.

«Ο αδελφός μου» του Θοδωρή Παπαδουλάκη

Η ται­νία του Παπα­δου­λά­κη δεν δια­φέ­ρει από όλα τα παρα­πά­νω. «Ο αδελ­φός μου», υπο­τί­θε­ται, προ­σπα­θεί να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει την κοι­νή γνώ­μη σχε­τι­κά με τα προ­βλή­μα­τα προ­σβα­σι­μό­τη­τας των ανά­πη­ρων συμπολι΄των μας κι εμπνευ­σμέ­νος από ένα πραγ­μα­τι­κό γεγο­νός. Μέχρι εδώ όλα καλά θα πεί­τε. Όμως, παρα­κο­λου­θώ­ντας προ­σε­κτι­κά το σχε­τι­κό φίλμ, θα το βρεί­τε σχε­δόν παντού, είναι πολ­λές οι ενστά­σεις που μπο­ρούν να παρα­τη­ρη­θούν. Η βασι­κό­τε­ρη είναι ότι δεν αρκεί να δεί­ξεις μια πόλη, όπως τα Χανιά – αυτά πρω­τα­γω­νι­στούν στην ται­νία, με τα απλω­μέ­να τρα­πε­ζο­κα­θί­σμα­τα, τους ανάλ­γη­τους θαμώ­νες των καφέ και αυτούς που ελα­φρά τη καρ­δία παρ­κά­ρουν, για λίγο μόνο, καθώς λένε, στις ράμπες ανα­πή­ρων όταν δεν προ­σεγ­γί­ζεις τις αιτί­ες που οδη­γούν σε μια τέτοια συμπε­ρι­φο­ρά. Αυτό είναι κάτι που όλοι βιώ­νουν και γνω­ρί­ζουν. Και η ται­νία δεν λέει, για΄τι δεν θέλει να το πει ότι αγο­ραία αντί­λη­ψη της παρού­σας δημο­τι­κής αρχής και όλων των προη­γού­με­νων, στο όνο­μα της του­ρι­στι­κής κι εμπο­ρι­κής ανά­πτυ­ξης, είναι που έχει κατα­στή­σει την πόλη μια μεγά­λη καφε­τέ­ρια, ένα τερά­στιο ξενο­δο­χείο. Το κέντρο της πόλης, που δεν περ­νά μέρα να μην το περ­πα­τή­σω, ασφυ­κτιά για να εξυ­πη­ρε­τη­θεί η κρουα­ζιέ­ρα και οι του­ρι­στι­κοί πρά­κτο­ρες και με το οδι­κό δίκτυο της πόλης να καταρ­ρέ­ει και με ανύ­παρ­κτη δημο­τι­κή συγκοι­νω­νία και δωρε­άν δημο­τι­κό πάρ­κινγκ και φυσι­κά χωρίς καμία πρό­βλε­ψη για τους ανά­πη­ρους συμπο­λί­τες μας. Αυτά όμως ούτε κατά διά­νοια δεν προ­σεγ­γί­ζο­νται στην ται­νία. Άλλη βασι­κή ένστα­ση, ίσως σημα­ντι­κό­τε­ρη κι από την πρώ­τη είναι ότι στην ται­νία δεν πρω­τα­γω­νι­στεί το ανά­πη­ρο υπο­κεί­με­νο αλλά ο αρτι­με­λές, ο αδερ­φός της, που αφού συνα­ντά όλα τα γνω­στά εμπό­δια κατα­λή­γει να πάρει ένα λοστό και να αρχί­σει να κατα­στρέ­φει καρέ­κλες, τρα­πέ­ζια κι αυτο­κί­νη­τα εκφρ’α­ζο­ντας έτσι τον θυμό και την από­γνω­ση του, δημιουρ­γώ­ντας μια έντο­νη συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση ‑αυτό το πετυ­χαί­νει αβί­α­στα ο σκη­νο­θέ­της, το ομολογώ. 

Όμως παί­ζο­ντας με την επί­κλη­ση στο συναί­σθη­μα ‑έτσι μας έλε­γαν στο μάθη­μα της έκθε­σης την χει­ρα­γώ­γη­ση των συναι­σθη­μά­των του δέκτη για να επη­ρε­ά­σου­με υπέρ της δίκης μας θέσης όσο στρε­βλή κι αν είναι, κι εστιά­ζο­ντας απο­κλει­στι­κά στην προ­σω­πι­κή τρα­γω­δία (του συνο­δού κυρί­ως αλλά και της γυναί­κας στο ανα­πη­ρι­κό αμα­ξί­διο) και προ­τεί­νο­ντας την αυτο­δι­κία ως πρό­σκαι­ρη λύση απέ­να­ντι σε ένα ζήτη­μα καθα­ρά πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό, συναι­σθη­μα­τι­κο­ποιώ­ντας κι άρα εξα­φα­νί­ζο­ντας το αίτη­μα για ορα­τό­τη­τα των ανά­πη­ρων συμπο­λι­τών μας, παρου­σιά­ζο­ντας κατα­στά­σεις που όλοι γνω­ρί­ζου­με αλλά που κανέ­νας μας ποτέ, ούτε μία φορά δεν έχει εκφρά­σει τη δια­μαρ­τυ­ρία του… το μήνυ­μα δεν είναι αυτό που έπρε­πε να είναι. Ναι, εντά­ξει, ας πού­με πάλι, τι έχου­με να χάσου­με, ότι ο δημιουρ­γός προ­σπα­θεί να φτιά­ξει, δήθεν αλλά ας του ανα­γνω­ρί­σου­με καλή πρό­θε­ση κι ενδια­φέ­ρον, μια ται­νία μικρού μήκους με κοι­νω­νι­κό μήνυ­μα. Στην ουσία όμως ο σκη­νο­θέ­της, από την πλευ­ρά του αρτι­με­λούς που δεν έχει τέτοια προ­βλή­μα­τα δεν διεκ­δι­κεί την ορα­τό­τη­τα των ανά­πη­ρων συμπο­λι­τών μας (όπως κι ο βια­στής δεν διεκ­δι­κεί να μπει τέλος στον σεξι­σμό ή όπως ο ιμπε­ρια­λι­στής που δεν προ­ω­θεί την κοι­νω­νι­κή δημο­κρα­τία στις χώρες της κατο­χής του), ούτε περ­νά κάποιο ουσια­στι­κό μήνυ­μα. Αντί­θε­τα, κατα­σκεύ­α­σε ένα, ακό­μα ένα, ωραιο­ποι­η­μέ­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο φιλ­μά­κι τής σει­ράς για να προ­κα­λέ­σει οίκτο και μόνο οίκτο του τύπου “το κακό­μοι­ρο παι­δί πως ζει έτσι και τι τρα­βά­ει” (όπως ακρι­βώς γίνε­ται με την καθα­ρί­στρια στο τέλος της ταινίας).

adelfos1

Γρά­φει σχε­τι­κά ο Αντώ­νης Ρέλ­λας, ανά­πη­ρος ακτι­βι­στής και σκηνοθέτης:

Με αφορ­μή την ται­νία μικρού μήκους «Ο αδελ­φός μου» του Θοδω­ρή Παπα­δου­λά­κη πήρα την πρω­το­βου­λία να φτιά­ξω μια μικρή εται­ρία και να νοι­κιά­ζω ανά­πη­ρα άτο­μα (μαζί με εμέ­να) για να τα σπά­τε εσείς οι μη ανά­πη­ροι στην πόλη μας έχο­ντας το από­λυ­το άλλο­θι. Αφού σε αυτήν την νέα τάξη πραγ­μά­των τα ΠΡΑΓΜΑΤΑ είμα­στε εμείς να τα κονο­μή­σου­με ρε αδελφέ…

Εδώ τελειώ­νει η πλά­κα και αρχί­ζει η κρι­τι­κή. Ο Παπα­δου­λά­κης στην ται­νία του ανα­πα­ρά­γει την θεω­ρία της «προ­σω­πι­κής τρα­γω­δί­ας», επι­λε­γεί την παθη­τι­κή εκδο­χή του ανά­πη­ρου υποκείμενου(ανάπηρο κορί­τσι), τοπο­θε­τεί την λύση μέσα από την αντί­δρα­ση του μη ανά­πη­ρου αδελφού(μη ανά­πη­ρο αγό­ρι) και εκτο­ξεύ­ει το inspiration porn* σε άλλα επί­πε­δα. Όντως οι ανάπηρες/οι είναι αδύ­να­μοι να αξιο­ποι­ή­σουν όλες τις δυνα­τό­τη­τές τους εξαι­τί­ας του κατα­πιε­στι­κού αντί­κτυ­που μιας μη ανά­πη­ρης κοι­νω­νί­ας, η οποία λει­τουρ­γεί με τους όρους του καπι­τα­λι­σμού όπου μια ισχυ­ρή ηγε­μο­νεύ­ου­σα τάξη κυριαρ­χεί, μετα­ξύ άλλων και επί των ανί­σχυ­ρων ανα­πή­ρων. Έτσι, η ευθύ­νη της αλλα­γής τοπο­θε­τεί­ται μάλ­λον στην κοι­νω­νία παρά στα ανά­πη­ρα άτο­μα. Τα ανά­πη­ρα άτο­μα παύ­ουν να απο­τε­λούν το αντι­κεί­με­νο της επέμ­βα­σης και επα­να­το­πο­θε­τού­νται ως υπο­κεί­με­να στη δική τους ζωή. Αυτή είναι η θέση του θεω­ρη­τι­κού και θεμε­λιω­τή της σπου­δής της ανα­πη­ρί­ας, Mike Oliver και δημιουρ­γού του κοι­νω­νι­κού μοντέ­λου της ανα­πη­ρί­ας. Ο Παπα­δου­λά­κης στο έργο του απο­τυ­πώ­νει την κυρί­αρ­χη αντί­λη­ψη, τον «πολι­τι­σμι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό» για τις δικές μας ζωές. Έχει κάθε δικαί­ω­μα να το πρά­ξει όπως έχω και εγώ το δικαί­ω­μα να τον κρίνω.
Το «πρό­βλη­μα» αγα­πη­τέ συνά­δελ­φε δεν βρί­σκε­ται απα­ραί­τη­τα στις καθη­με­ρι­νές πρά­ξεις των σωμα­τι­κά ικα­νών είτε ως προ­κα­τά­λη­ψη, είτε ως εκδή­λω­ση εχθρι­κών κοι­νω­νι­κών συμπε­ρι­φο­ρών. Εντο­πί­ζε­ται κυρί­ως στις θεσμο­ποι­η­μέ­νες πρα­κτι­κές της κοινωνίας”.

Δευ­τε­ρεύ­ου­σες ενστά­σεις αλλά εξί­σου σημαντικές

Ακο­λου­θούν ακό­μα δύο, δευ­τε­ρεύ­ου­σες αλλά εξί­σου σημα­ντι­κές ενστά­σεις για την ται­νία του Παπα­δου­λά­κη (που πρου­πο­θέ­τουν να έχε­τε παρα­κο­λου­θή­σει την ταινία):

1) Η εμφά­νι­ση του νεα­ρού (δηλα­δή του αδερ­φού που εκδι­κεί­ται την ανάλ­γη­τη πόλη) με κου­κού­λα και λοστά­ρι παρα­πέ­μπει στην γνώ­ρι­μη, εδώ και δεκα­ε­τί­ες μέσα από τους τηλε­ο­πτι­κούς μας δέκτες, εικό­να των “μπα­χα­λά­κη­δων”. Είναι άρα­γε τυχαίο; Ολό­κλη­ρο το στή­σι­μο της εναρ­κτή­ριας σκη­νής παρα­πέ­μπει, παρα­πλα­νώ­ντας τον θεα­τή, σε αυτό ακρι­βώς. Χρειά­ζε­ται άρα­γε κου­κού­λα για να εκφρά­σει την δίκαια οργή του ο πρω­τα­γω­νι­στής για τις δομές μιας πόλης που δεν συνυ­πο­λο­γί­ζει τους ανά­πη­ρους συμπο­λί­τες της;
2) Θέλο­ντας να δεί­ξει τους κατα­πα­τη­τές του δημο­σί­ου χώρου και των χωρών πρό­σβα­σης των ανα­πή­ρων ο σκη­νο­θέ­της ταυ­τί­ζει τις καφε­τέ­ριες που απλώ­νουν τα τρα­πε­ζο­κα­θί­σμα­τα τους σε κάθε χιλιο­στό πάνω στα πεζο­δρό­μια ‑εμπο­δί­ζο­ντας όχι μόνο τους επι­βαί­νο­ντες σε ανα­πη­ρι­κό αμα­ξί­διο αλλά και μητέ­ρες με παι­διά και αρτι­με­λείς δια­βά­τες- με τον πλα­νό­διο σου­βλα­τζή, λες κι είναι ακρι­βώς το ίδιο. Τυχαίο κι αυτό;

Όχι, προ­φα­νώς. Δεν ξέρου­με αν είναι και συνει­δη­τό όλο αυτό, θα περιο­ρι­στού­με στο να το υπο­ψια­ζό­μα­στε. Για­τί, αν κι εσύ φίλε ανα­γνώ­στη και φίλη ανα­γνώ­στρια είσαι λίγο υποψιασμένος/η, θα δεις πως πίσω από αυτή την “αθώα” σκη­νή κρύ­βε­ται το αίτη­μα ‑το οποίο προ­ω­θεί­ται από συγκε­κρι­μέ­νους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς κύκλους και στα Χανιά και παντού- για μια πόλη ομοιό­μορ­φη, χωρίς στοι­χεία κι ανθρώ­πους που θα δίνουν ένα άλλο χρώ­μα. Στα αγγλι­κά αυτό λέγε­ται gentrification, ανα­ζή­τη­σε τη λέξη. Και θα κατα­λά­βεις. Έτσι λοι­πόν και μόνο που υπάρ­χει αυτή η οπτι­κή ως υπό­βα­θρο, το όποιο μήνυ­μα που υπο­τί­θε­ται (δες παρα­πά­νω) ήθε­λε να περά­σει στο κοι­νό ο σκη­νο­θέ­της χάνεται.

Η λύση δεν είναι η διεκ­δί­κη­σης της ομοιομορφίας

Για­τί οτι­δή­πο­τε άλλο μας χαλά­ει την αισθη­τι­κή μας ή είναι, υπο­τί­θε­ται, ανώ­φε­λο να διεκ­δι­κή­σει την ορα­τό­τη­τα και την προ­σβα­σι­μό­τη­τα σε κάθε τομέα της δημό­σιας ζωής. Ούτε βέβαια ο επι­φα­νεια­κός ανθρω­πι­σμός των Χρι­στου­γέν­νων ή το κρύ­ψι­μο κάτω από το χαλί της μικρο­α­στι­κής ευαι­σθη­το­ποί­η­σης των πραγ­μα­τι­κών αιτιών που οδη­γούν στην περι­θω­ριο­ποί­η­ση των ανά­πη­ρων, καλ­λιερ­γώ­ντας με αυτό τον τρό­πο απε­χθής και ιδιαί­τε­ρα επι­κίν­δυ­νους δια­χω­ρι­σμούς. Αξί­ζει σε αυτό το σημείο να ανα­φερ­θεί πως η λύση σ’ αυτούς τους δια­χω­ρι­σμούς και τις δρά­σεις που τους προ­ά­γουν καλ­λιερ­γώ­ντας ένα μισα­να­πη­ρι­κό κλί­μα είναι μόνο οι κοι­νοί αγώ­νες του εργα­τι­κού κι ανα­πη­ρι­κού κινή­μα­τος ενά­ντια στο ξεπού­λη­μα της δημό­σιας Υγεί­ας και σε κάθε είδους δια­χω­ρι­σμό μέσα στην εργα­τι­κή τάξη και τα φτω­χό­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα όπως ακρι­βώς ενός τέτοιου είδους δια­χω­ρι­σμός είναι η διά­κρι­ση, η περι­θω­ριο­ποί­η­ση και ο απο­κλει­σμός κάποιων ανθρώ­πων λόγω της σωμα­τι­κό­τη­τας τους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο