Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν (σαν σήμερα) ο Μοχάμεντ Άλι αρνήθηκε το Βιετνάμ, έχασε έναν παγκόσμιο τίτλο κι έγινε σύμβολο

Απρί­λιος 1967… οι ΗΠΑ βρί­σκο­νται σε πλή­ρη οικο­νο­μι­κή άνθη­ση και στις μου­σι­κές αίθου­σες ο Λιτλ Τόνι τρα­γου­δά το «Κρέι­ζι Χαρτ». Στις 28 του μήνα, στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, ένας αφρο­α­με­ρι­κα­νός με απο­φα­σι­στι­κή εμφά­νι­ση και ισχυ­ρή σωμα­τι­κή διά­πλα­ση βρί­σκε­ται μπρο­στά σε μια «τοπι­κή επι­τρο­πή μετα­φο­ράς» των ΗΠΑ. Στρα­τός. Δοκι­μές και ιατρι­κές εξε­τά­σεις, μετα­ξύ δεκά­δων άλλων. Όλοι είναι έτοι­μοι για την κατά­τα­ξη: πηγαί­νουν να πολε­μή­σουν στο Βιετνάμ.

Δύο ώρες αργό­τε­ρα, ένας υπο­λο­χα­γός δια­βά­ζει: «Κάσιους Μάρ­κε­λους Κλέι, στρα­τός, τρία βήμα­τα και ορκί­ζε­σαι». Αυτός, που αργό­τε­ρα πήρε επί­ση­μα το όνο­μα του Μοχά­μεντ Άλι (1942–2016) και ασπά­στη­κε το Ισλάμ, παρα­μέ­νει ακί­νη­τος. Ακό­μα κι όταν ο αξιω­μα­τι­κός επα­να­λαμ­βά­νει, ίδια αντί­δρα­ση. Ένας άλλος αξιω­μα­τι­κός καλεί τον νέο παγκό­σμιο πρω­τα­θλη­τή βαρέ­ων βαρών (έγι­νε στις 25 Φεβρουα­ρί­ου 1964 νικώ­ντας τον Σόνι Λίστον) και του εξη­γεί ότι εάν αρνη­θεί την κατά­τα­ξη, θα πρέ­πει να πάει στη φυλακή.

Άλλη μια άρνη­ση. Σε ένα άλλο δωμά­τιο, μια νέα πρό­σκλη­ση να ορκι­στεί για τρί­τη φορά, τώρα μπρο­στά από αξιω­μα­τού­χους του FBI. Ο Άλι δεν κινεί­ται, στη συνέ­χεια σκύ­βει σε ένα γρα­φείο και υπο­γρά­φει τη δήλω­ση απόρ­ρι­ψης, αγνο­ώ­ντας και την επι­στο­λή ενός από τους δικη­γό­ρους του, ο οποί­ος παρί­στα­το και εγγυό­ταν μια εύκο­λη λύση: να υπη­ρε­τή­σει στο Τέξας, έως ότου κρι­θούν οι προσφυγές.

Την επό­με­νη μέρα, στις 29 Απρι­λί­ου, η Επι­τρο­πή Πυγ­μα­χί­ας της Νέας Υόρ­κης ανα­κα­λεί την άδεια του πυγ­μά­χου από τον Μοχά­μεντ Άλι-Κάσιους Κλέι και δηλώ­νει πως ο πρω­τα­θλη­τής έχα­σε τον τίτλο του. Ο πρω­τα­θλη­τής εξη­γεί: «Η συνεί­δη­σή μου δεν μου επι­τρέ­πει να πάω να πυρο­βο­λή­σω έναν αδερ­φό ή κάποιον άλλο με πιο σκού­ρο δέρ­μα, ή φτω­χούς και πει­να­σμέ­νους ανθρώ­πους στη λάσπη, για τη μεγά­λη και ισχυ­ρή Αμε­ρι­κή. Και για­τί να τους πυρο­βο­λή­σω; Δεν με φώνα­ξαν ποτέ “νέγρο”».

Αμέ­σως μετά την κατά­κτη­ση του παγκό­σμιου στέμ­μα­τος, ο Κάσιους Κλέι ανα­κοί­νω­σε ότι ασπά­στη­κε το Ισλάμ και άλλα­ξε το όνο­μά του σε Μοχά­μεντ Άλι. Το 1966 ήρθε το κάλε­σμα στα όπλα. Τέσ­σε­ρα χρό­νια νωρί­τε­ρα, ο Κλέι είχε χαρα­κτη­ρι­στεί ως «ικα­νός μόνο για τις βοη­θη­τι­κές υπη­ρε­σί­ες», λόγω «σοβα­ρών ελλειμ­μά­των στη γρα­πτή γλώσ­σα». Αλλά αυτό πριν από την τρο­πή των πραγ­μά­των για τον αμε­ρι­κα­νι­κό στρα­τό στην Άπω Ανα­το­λή, που ανά­γκα­σε τους στρα­τιω­τι­κούς ηγέ­τες να μειώ­σουν τα κρι­τή­ρια κατάταξης.

Εκεί­νη την 28η Απρι­λί­ου 1967, λοι­πόν, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι είναι «αντιρ­ρη­σί­ας συνεί­δη­σης» ως «υπουρ­γός της Ισλα­μι­κής θρη­σκεί­ας», ο Κάσιους Κλέι-Μοχά­μεντ Άλι έκα­νε μια επι­λο­γή που σημα­το­δό­τη­σε εν μέρει την καριέ­ρα του και η οποία δίχα­σε την Αμε­ρι­κή, η οποία τον βοή­θη­σε να γίνει θρύλος.

Τον επό­με­νο Ιού­νιο, μετά το συμπέ­ρα­σμα του εισαγ­γε­λέα πως «… αν δια­φύ­γει απ’ αυτό, όλοι οι μαύ­ροι θα γίνουν μου­σουλ­μά­νοι για να ξεφύ­γουν με τον ίδιο τρό­πο», μια επι­τρο­πή λευ­κών κατα­δί­κα­σε τον Άλι-Κλέι σε 5 χρό­νια φυλά­κι­σης και 10 χιλιά­δες δολά­ρια πρό­στι­μο. Τα επό­με­να χρό­νια ο πρω­τα­θλη­τής από το Λού­ι­σβιλ αντέ­δρα­σε με τον δικό του τρό­πο, ακο­λου­θώ­ντας όλο και περισ­σό­τε­ρο την αντι­ρα­τσι­στι­κή «σταυ­ρο­φο­ρία» του Μάλ­κολμ Χ και του μέντο­ρά του, Ελί­για Μοχάμεντ.

Ο Άλι δήλω­σε ειρη­νι­στής, συμ­με­τέ­χο­ντας σε αντι­στρα­τιω­τι­κές συνα­ντή­σεις. Αλλά πάνω απ΄ όλα, εγκα­τέ­λει­ψε τα ρινγκ για πάνω από 3,5 χρό­νια. Επέ­στρε­ψε στους αγώ­νες μόνο το 1971, αφού το Ανώ­τα­το Δικα­στή­ριο των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών (Ιού­νιος 1970) ακύ­ρω­σε την ποι­νή του. Μια ακύ­ρω­ση απο­δε­κτή απ΄ όλους, αλλά όχι για τον κόσμο της πυγ­μα­χί­ας: για να ανα­κτή­σει την άδεια, μετά την επί­μο­νη άρνη­ση να τον απο­κα­τα­στή­σει η Επι­τρο­πή της Νέας Υόρ­κης, έπρε­πε να κατα­φύ­γει σε εκεί­νην της Τζόρτζια.

Δια­σταύ­ρω­σε τα γάντια του με εκεί­να του Φρέι­ζιερ κι έχα­σε στα σημεία, ύστε­ρα με τον Φόρε­μαν και τον έθε­σε νοκ άουτ το 1974 στην Κιν­σά­σα, στο «The Rumble in the Jungle», τη συνά­ντη­ση που πέρα­σε στην Ιστο­ρία. Έτσι επέ­στρε­ψε, μετά από επτά χρό­νια, ως παγκό­σμιος πρω­τα­θλη­τής βαρέ­ων βαρών. Μετα­ξύ 25 και 28 ετών, όμως, είχε χάσει τα καλύ­τε­ρα χρό­νια για έναν πυγ­μά­χο, έναν παγκό­σμιο τίτλο, πολ­λούς αγώ­νες πρε­στίζ και αρκε­τά εκα­τομ­μύ­ρια, κερ­δί­ζο­ντας μόνο το «ηθι­κό λιν­τσά­ρι­σμα» της Αμερικής.

Πηγή: ΑΠΕ — ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο