Επιμέλεια – παρουσίαση: Γιώργος Ηρακλέους //
φιλόλογος D.E.A. κοινωνιολογικής ερμηνευτικής του Πανεπιστημίου Λιέγης
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α΄ Η ποιήτρια για την ποίηση
Ταπεινά εκτιμούσα από πάντοτε ότι οι άχρηστες βιογραφικές λεπτομέρειες είναι ένας σωρός από άχρηστα υλικά για σχολαστικούς μονώσεις απομνημόνευσης. Η Βασιλική Ράδου του Χρήστου και της Ελένης, διαλέγει το συζυγικό της επώνυμο Δημουλά, από θαυμασμό και βαθιά αγάπη στον σύντροφό της Άθω Δημουλά, που λάτρευε και θεωρούσε αδικημένο μεγάλο ποιητή και δάσκαλό της. Κατά τη γνώμη μου η ερμηνευτική της ποίησης προϋποθέτει και απαιτεί γνώση των βιωμάτων, του ψυχικού κόσμου των ποιητών, γιατί αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν το κοσμοείδωλό τους (ιδεολογία — στάση ζωής) και αποτυπώνονται στους στίχους της, εκπέμποντας το έντονο φως των μηνυμάτων τους και επιτρέποντας τη διείσδυση στο περιεχόμενο. Η Δημουλά κράτησε την προσωπική της ζωή και τον εσώτερο κόσμο της ανομολόγητο, επτασφράγιστο μυστικό.
Η πρώτη επαφή της με τη φθορά συντελείται στο πόστο της Τράπεζας, όπου δούλευε, με την πρώτη της ανάθεση, να αντικαθιστά τα φθαρμένα χαρτονομίσματα. Η αγάπη της συνάμα για τον σύντροφό της Άθω είναι ό,τι η ίδια συχνά αποκαλύπτει με στίχους και σε συνεντεύξεις.
Οι κοινωνικές όμως αναφορές, ως προσωπικός υπαρξιακός απόηχος στο ποιητικό της εγώ, είναι αυτό που φανερώνει κατ’ εξακολούθηση και χωρίς κανένα ενδοιασμό στο έργο της.
Γι’αυτό αναγκαιότητα και ευθύνη έχουμε να σταθούμε στις απόψεις της αρχικά για την ποίηση και να αναλύσουμε συνοπτικά τον ορισμό που η ίδια δίνει. Γράφει λοιπόν (“Το ποίημα”):
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.»
Σ’ έναν κόσμο έρημο ο ποιητής βαδίζει καταμόναχος κι ανακαλύπτει ένα ευαίσθητο, μικρό πουλί, που ψάχνει εύθραυστο και πληγωμένο να επιβιώσει. Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να του φτιάξει ένα δέντρο αναψυχής, δροσιάς. Αυτό είναι το ποίημα, ένα μοναχικό δεντρί στην έρημο της ζωής για σταθεί να τραγουδήσει το πουλί της ποίησης πεντάρφανο να χαρίσει με τη μελωδική φωνούλα του το ολιγόχρονο της ύπαρξης εν ζωή.
Έργα της – συλλογές: Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1981), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ενός λεπτού μαζί (1998), κ.ά.
Επεισόδιο Β΄
Η πρώτη θεματική και ιδεολογική ανάγνωση
Τα θεματικά και ιδεολογικά της τοπία και ζητήματα διακρίνονται εύκολα, παρά τον ελλειπτικό και κρυπτικό λόγο της και είναι τα ακόλουθα:
α) Η μνήμη και απώλεια: μνήμη, η λήθη, απώλεια, η απουσία είναι συχνά μοτίβα στους στίχους της και ψηφίδες υπαρξιακής της κοσμοθεωρίας. Αυτές μέσα από τη νοσταλγία την απασχολούν βιωματικά, π.χ. ο θάνατος του Άθου Δημουλά, με τον οποίο συνομιλεί άλλοτε τρυφερά, άλλοτε με θυμό και παράπονο. Η μνήμη γίνεται βασανιστική ανάμνηση των παλαιών ημερών με τη μητέρα της και τους ανθρώπους, που κρατάει παράμερα ή απόμακρα.
Τίτλοι των συλλογών της τεκμηριώνουν το σχετικό με την άποψη αυτή θεματικό της υλικό, π.χ. “Η εφηβεία της λήθης”, “Μνήμη Άθου Δημουλά”, “Ήχος απομακρύνσεων” κ.ά. Η μνήμη κατά την ίδια είναι ο μεγάλος τοκογλύφος που την πολιορκεί.
β) Τα όνειρα: πραγματικά ή φανταστικά οδηγούν σε ληξιπρόθεσμη λύτρωση – κάθαρση, υποβοηθούν παρηγορητικά όνειρα χωρίς όριο, ένα μόνο δεν δίνει το όνειρο και δεν έχει όρια, αλλιώς δεν θα ήταν όνειρο. Ονειρεύεται πάντα χωρίς όρια και ελπίζει χωρίς λογική, όταν ελπίζει.
γ) Τα πράγματα: αντικείμενα κάθε λογής, όπως χρωματιστά σαπούνια, αναπτήρες, φωτογραφίες, κορνίζες, καθρέφτες, ρολόγια, πλαστικές λεκάνες, ομπρέλες, αναπτήρες κ.ά. γίνονται ιδιότυπα σύμβολα στοχασμών, αισθημάτων, τρόπου ζωής.
δ) Ο χώρος: ο εξωτερικός αρχικά, στη φύση και στις εικόνες της πόλης (κέντρο Αθήνας), δρόμοι και ο εσωτερικός, το εσωτερικό του σπιτιού και ο κρυφός εσώτερος στοχασμός, με τον μονόλογο της φαντασίας και των σκέψεων.
ε) Ο χρόνος: αυτός δεν λειτουργεί στις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν — παρόν – μέλλον), αλλά κυρίως στο παρελθόν και το παρόν μέσα από τις συνέπειες της αδιάκοπης ροής του με τη δύναμη της φθοράς, που αφήνει έντονα σημάδια στο πρόσωπο και την ψυχή των ανθρώπων.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ΄
Η τεχνική και η αισθητική στην ποίησή της
- Συχνά απευθύνεται στο “εσύ”, τον αναγνώστη δηλαδή, τον πρόωρα χαμένο και πολυαγαπημένο Άθω ή τη μητέρα της και τον εαυτό της. Όλα αυτά σε τόνο εξομολογητικό και διδακτικό.
- Η ανατρεπτική χρήση και σημασία των λέξεων: Μας αιφνιδιάζει με το λεξιλόγιό της, που ανατρέπει την “κατεστημένη” αισθητική και λογική. Συχνό το παιχνίδι των γραμματικών τύπων και κανόνων, π.χ.
«Ο έρωτας όνομα ουσιαστικόν … ενικού αριθμού, … γένους ανυπεράσπιστου»
- Η πίκρα, η νοσταλγία, η ακύρωση των συναισθημάτων σε μια τροχιά ανατρεπτική προς την κάθαρση και τη λύτρωση, που αναιρούνται από το αναπότρεπτο της έλευσης του θανάτου.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ΄
Δεύτερη ιδεολογική ανάγνωση
Ο άνθρωπος στην ποίηση της Κικής Δημουλά
Οι στίχοι της αντηχούν βαθιά τα ανθρώπινα πάθη και τα υπαρξιακά αδιέξοδα μέσα από μια βαθύτερη γνώση της καθημερινότητας, την οποία η ποιήτρια δεν δέχεται ούτε άκριτα ούτε αψήφιστα.
Ο άνθρωπος απεικονίζεται έντονα και είναι άλλοτε ο παντοτινός αθεράπευτα νεάζων («γηραιόν του νεάζειν το άθλημα»). Δεν αποδέχεται τη γήρανση, τη φθορά και άλλοτε τρωτός, ευάλωτος, σκλάβος των αισθήσεων, εξανεμίζεται, χάνεται, εκμηδενίζεται μες τη φθορά των πραγμάτων και του χρόνου. Τραγικός χαραγμένος από την μοναξιά του, με μόνο του ανίκητο αντίπαλο τον θάνατο, τον οποίο δεν μπορούν οι άνθρωποι, δεν έχουν τρόπο να τον πολεμήσουν, όταν έρχεται. «Ύλη αδίδακτη ο θάνατος», «τι λες κουτός είναι … που προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;», γράφει.
Τελικά ο άνθρωπος για την Κική Δημουλά κουράζεται να ζει, να γερνάει, να θυμάται και η σκόνη σκεπάζει τις εποχές. Μια οπτική υπαρξιακή, χαριτωμένα απαισιόδοξη, χωρίς να ξανοίγει όμως για πολύ το γκρίζο χρώμα της.
Όλα αυτά αντηχούν στον εσώτερο κόσμο, συχνά εμπλουτίζονται από την υπαρξιακή αγωνία του είναι, φιλτράρονται μέσα από την ύλη και διαθλώνται στο μεταφυσικό αίνιγμα της ζωής της ως θεώρηση.
Όλα μες τους στίχους της πλάθουν ένα τραγικό προσωπείο και πίσω του κρύβεται το αδιανόητο και το ανήσυχο αδιέξοδο του θανάτου.
«Ένα πραγματικό τσιγάρο, η τελευταία μου επιθυμία η ζωή είναι παιδί, που μόλις αρχίζει να περπατάει.»
Φθονεί την αθωότητα και την ξενοιασιά των παιδιών, σαν πρώτη και τελευταία χαρά. Στη συνέχεια η ζωή για τον άνθρωπο γίνεται οδυνηρή πορεία πικρής πείρας ή χωρίς νόημα αυτοδιάλυσης της ύπαρξης, όπου πάνε εντελώς χαμένα τα λόγια των δακρύων.
Για τον παθιασμένο αναγνώστη, εραστή της ποίησής της, αν έχει υπαρξιακά ερωτήματα και μεταφυσικές αγωνίες, η ταύτιση με την ποίηση της Δημουλά είναι πλούσιο πανάκριβο δώρο, καταφυγή, αν πάλι όλα αυτά τα θεωρεί πολυτελή σπατάλη αχρείαστου άγχους, τότε με τα μοναδικά αποστάγματα σοφίας και πείρας, μέσα από την αποφθεγματικότητα των στίχων την έχει την μεγάλη και μοναδική ευκαιρία να διδαχθεί πολλά και χρήσιμα.
Γι’ αυτό στο όλο έργο της στην εκτίμησή μου αυτή συναντιέται το μεταφυσικό και υπαρξιακό με την ύλη και την πράξη. Το ελλειπτικό και ακαθόριστο σ’αυτό το χαρακτηριστικό τις πολύ λεπτές συνθήκες για να συμβιώσει η ευαισθησία με τον με τον βιαστή της, τον βάρβαρο κόσμο.
Βλέπε ενδεικτικά αποφθέγματα διδαχές σοφίας (Αγαθή Γεωργιάδου, Εριέττα Δεληγιάννη, Διαβάζοντας Κική Δημουλά. Μια προσέγγιση στο έργο της, Ελληνικά Γράμματα 2001):
«Δεν βαριέσαι
1 Τι εύκολα οι άνθρωποι αλλάζουνε / ιδιότητες και τίτλους!
Επί τα ίχνη
- Χρόνος είναι / ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει. / Διαιρείται σε στιγμές. / Στιγμή είναι, βέβαια, ένα τίποτε του χρόνου. / Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα.
- – II ερημιά πάντα στην ώρα της. –
- Όμως το χέρι γίνεται φορτικό και άφρον /μόλις χαρμόσυνα χέρια ανταμώνει. / Γιατί είναι μέθυσο. Είναι / πιο πρωτοπόρο απ’ την καρδιά / στα λάθη. Πιο δυνατό: / αίρει βαρείαν απόσταση – / το πλησίασμα.
Το λίγο του κόσμου
- Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων / μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
- Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
- Ήρεμα δέξου να κοιτάς / σταματημένο το ρολόι.
- Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα / όταν τα πάρει ο χαμός / … / Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση. / Από φιλοκαλία κι έπαρση.
- Η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη. / Πρώτη απ’ όλα.
- Για να ξημερώσει σ’ ένα δάσος / πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου / ένα πουλί / και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον, /
δήθεν πως κελαϊδάει. […]
- Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει.
- Κάποτε λήγει το συμβόλαιο με τη γέννησή μας.
Η εφηβεία της λήθης
- Αν δεν υπήρχε η απόσταση / θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια / με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια / σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας. / … / Αν δεν υπήρχε η απόσταση / στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία. / … / Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση / θα πέρναγε πολύ ευκολότερα / πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη / τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της / αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.
- …ό, τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια…
- …Όταν σας ζητάνε αγκαλιά / μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.
- Φυσικά και ονειρεύομαι. / Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;
- Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο. / Το όριο. Ως πού να κινδυνέψω. / Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο. / Θα ’ταν γεράματα.
- Αν θέλεις να διασώζεται (το όνειρο) θέλει να το στερείσαι.
- Διαλέγεις και μετά / πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο / που έχει η εκλογή σου. / Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή. / Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες. / Ασήκωτες κι αυτές. / Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
- Είναι η ελπίδα λαθραία εξουσία. / Όπως κι η επιβίωση. Λαθραιότης είναι.
- Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν’ αποτύχει ένας.
72 Ποιος ήρθε ποιος επέστρεψε ποτέ εξ ολοκλήρου.»
Αντί επιλόγου
Ε΄ ΧΟΡΙΚΟ
Ύστατο χαίρε για την Κική Δημουλά
22/2/2020
Κρατάς ένα λουλούδι φωτεινό, παράξενα ελλειπτικό και πάλλευκο σαν χιόνι.
Χαίρε, ότι ο κήπος της ψυχής σου μένει αμάραντος.
Χαίρε, ότι η πίστη σου δεν εχάθη εις οδούς απωλείας.
Μαζί ποτέ δε θα σηκώσουμε ούτε τους νεκρούς με τα άυλα μάτια,
ούτε τη φρικιώσα απουσία του λόγου και των λέξεων.
Την ψυχή σου δε θα προσεγγίσουν άνθρωποι σκοτεινοί,
δε θα την αγγίξουν άλλοι ορίζοντες,
αυτά είναι τα αεί επί της γης.
Ο Φεβρουάριος δεν έχει άλλον δρόμο μετά το ψυχοτρόπο Σάββατο που σού ’κλεισε τα μάτια.
Χαίρε, ότι κοιμήθηκες με όλες σου τις προθέσεις στολισμένη.
Χαίρε, ότι φεύγεις πιο κοντά στο αίνιγμα του θανάτου
ο ουρανός σου δεν γνωρίζει τις πτώσεις της γραμματικής,
πλην μόνο τις θετικές εξάρσεις σου.
Χαίρε, ότι το εύφλεκτο εγώ σου είναι το ίδιο και από μόνο του άκαυτη βάτος.
Φεύγεις όπως το διάλεξες και τόγραψες,
με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, που κάνουν αυτοί που μένουν για πάντα εδώ.
_________________________________________________
Βιβλιογραφία
Αγαθή Γεωργιάδου, Εριέττα Δεληγιάννη, Διαβάζοντας Κική Δημουλά. Μια προσέγγιση στο έργο της, Ελληνικά Γράμματα 2001.
Άρης Δικταίος, “Ποίηση” (Κριτική στις συλλογές της Κικής Δημουλά, Έρεβος και Ερήμην) Καινούργια εποχή, Τόμος Γ΄, Τεύχος 11, Δίφρος, Φθινόπωρο 1958.
Άρης Δικταίος, “Η αναγνωρισιμότητα της Κικής Δημουλά”, Εντευκτήριο, Τεύχος 83, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008.
“Κική Δημουλά” (αφιέρωμα), Η λέξη, Τεύχος 194, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2007.
Κωνσταντίνος Δημόπουλος (εισαγωγή, ανθολόγηση), Κική Δημουλά: σ’εσένα, Αίφνης, απευθύνομαι. Εργογραφία, ανθολογία, απαγγελία, Σειρά “Έλληνες ποιητές”, Η Καθημερινή 2014.