Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ύστατο χαίρε για την Κική Δημουλά (1931–2020) «αφιερωματικός λόγος σε τέσσερα επεισόδια και ένα χορικό»

Επι­μέ­λεια – παρου­σί­α­ση: Γιώρ­γος Ηρα­κλέ­ους //
φιλό­λο­γος D.E.A. κοι­νω­νιο­λο­γι­κής ερμη­νευ­τι­κής του Πανε­πι­στη­μί­ου Λιέγης

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α΄ Η ποιήτρια για την ποίηση

Ταπει­νά εκτι­μού­σα από πάντο­τε ότι οι άχρη­στες βιο­γρα­φι­κές λεπτο­μέ­ρειες είναι ένας σωρός από άχρη­στα υλι­κά για σχο­λα­στι­κούς μονώ­σεις απο­μνη­μό­νευ­σης. Η Βασι­λι­κή Ράδου του Χρή­στου και της Ελέ­νης, δια­λέ­γει το συζυ­γι­κό της επώ­νυ­μο Δημου­λά, από θαυ­μα­σμό και βαθιά αγά­πη στον σύντρο­φό της Άθω Δημου­λά, που λάτρευε και θεω­ρού­σε αδι­κη­μέ­νο μεγά­λο ποι­η­τή και δάσκα­λό της. Κατά τη γνώ­μη μου η ερμη­νευ­τι­κή της ποί­η­σης προ­ϋ­πο­θέ­τει και απαι­τεί γνώ­ση των βιω­μά­των, του ψυχι­κού κόσμου των ποι­η­τών, για­τί αυτά τα στοι­χεία δια­μορ­φώ­νουν το κοσμο­εί­δω­λό τους (ιδε­ο­λο­γία — στά­ση ζωής) και απο­τυ­πώ­νο­νται στους στί­χους της, εκπέ­μπο­ντας το έντο­νο φως των μηνυ­μά­των τους και επι­τρέ­πο­ντας τη διείσ­δυ­ση στο περιε­χό­με­νο. Η Δημου­λά κρά­τη­σε την προ­σω­πι­κή της ζωή και τον εσώ­τε­ρο κόσμο της ανο­μο­λό­γη­το, επτα­σφρά­γι­στο μυστικό.

Η πρώ­τη επα­φή της με τη φθο­ρά συντε­λεί­ται στο πόστο της Τρά­πε­ζας, όπου δού­λευε, με την πρώ­τη της ανά­θε­ση, να αντι­κα­θι­στά τα φθαρ­μέ­να χαρ­το­νο­μί­σμα­τα. Η αγά­πη της συνά­μα για τον σύντρο­φό της Άθω είναι ό,τι η ίδια συχνά απο­κα­λύ­πτει με στί­χους και σε συνεντεύξεις.

Οι κοι­νω­νι­κές όμως ανα­φο­ρές, ως προ­σω­πι­κός υπαρ­ξια­κός από­η­χος στο ποι­η­τι­κό της εγώ, είναι αυτό που φανε­ρώ­νει κατ’ εξα­κο­λού­θη­ση και χωρίς κανέ­να ενδοια­σμό στο έργο της.

Γι’αυτό ανα­γκαιό­τη­τα και ευθύ­νη έχου­με να στα­θού­με στις από­ψεις της αρχι­κά για την ποί­η­ση και να ανα­λύ­σου­με συνο­πτι­κά τον ορι­σμό που η ίδια δίνει. Γρά­φει λοι­πόν (“Το ποίημα”):

«Βαδί­ζεις σε μιαν έρη­μο. Ακούς ένα που­λί να κελαη­δά­ει. Όσο κι αν είναι απί­θα­νο να εκκρε­μεί ένα που­λί μέσα στην έρη­μο, ωστό­σο εσύ είσαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να του φτιά­ξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποί­η­μα.»

Σ’ έναν κόσμο έρη­μο ο ποι­η­τής βαδί­ζει κατα­μό­να­χος κι ανα­κα­λύ­πτει ένα ευαί­σθη­το, μικρό που­λί, που ψάχνει εύθραυ­στο και πλη­γω­μέ­νο να επι­βιώ­σει. Ο ποι­η­τής είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να του φτιά­ξει ένα δέντρο ανα­ψυ­χής, δρο­σιάς. Αυτό είναι το ποί­η­μα, ένα μονα­χι­κό δεντρί στην έρη­μο της ζωής για στα­θεί να τρα­γου­δή­σει το που­λί της ποί­η­σης πεντάρ­φα­νο να χαρί­σει με τη μελω­δι­κή φωνού­λα του το ολι­γό­χρο­νο της ύπαρ­ξης εν ζωή.

Έργα της – συλ­λο­γές: Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευ­ταίο σώμα μου (1981), Χαί­ρε ποτέ (1981), Η εφη­βεία της λήθης (1994), Ενός λεπτού μαζί (1998), κ.ά.

Επεισόδιο Β΄

Η πρώτη θεματική και ιδεολογική ανάγνωση

Τα θεμα­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά της τοπία και ζητή­μα­τα δια­κρί­νο­νται εύκο­λα, παρά τον ελλει­πτι­κό και κρυ­πτι­κό λόγο της και είναι τα ακόλουθα:

α) Η μνή­μη και απώ­λεια: μνή­μη, η λήθη, απώ­λεια, η απου­σία είναι συχνά μοτί­βα στους στί­χους της και ψηφί­δες υπαρ­ξια­κής της κοσμο­θε­ω­ρί­ας. Αυτές μέσα από τη νοσταλ­γία την απα­σχο­λούν βιω­μα­τι­κά, π.χ. ο θάνα­τος του Άθου Δημου­λά, με τον οποίο συνο­μι­λεί άλλο­τε τρυ­φε­ρά, άλλο­τε με θυμό και παρά­πο­νο. Η μνή­μη γίνε­ται βασα­νι­στι­κή ανά­μνη­ση των παλαιών ημε­ρών με τη μητέ­ρα της και τους ανθρώ­πους, που κρα­τά­ει παρά­με­ρα ή απόμακρα.

Τίτλοι των συλ­λο­γών της τεκ­μη­ριώ­νουν το σχε­τι­κό με την άπο­ψη αυτή θεμα­τι­κό της υλι­κό, π.χ. “Η εφη­βεία της λήθης”, “Μνή­μη Άθου Δημου­λά”, “Ήχος απο­μα­κρύν­σε­ων” κ.ά. Η μνή­μη κατά την ίδια είναι ο μεγά­λος τοκο­γλύ­φος που την πολιορκεί.

β) Τα όνει­ρα: πραγ­μα­τι­κά ή φαντα­στι­κά οδη­γούν σε ληξι­πρό­θε­σμη λύτρω­ση – κάθαρ­ση, υπο­βοη­θούν παρη­γο­ρη­τι­κά όνει­ρα χωρίς όριο, ένα μόνο δεν δίνει το όνει­ρο και δεν έχει όρια, αλλιώς δεν θα ήταν όνει­ρο. Ονει­ρεύ­ε­ται πάντα χωρίς όρια και ελπί­ζει χωρίς λογι­κή, όταν ελπίζει.

γ) Τα πράγ­μα­τα: αντι­κεί­με­να κάθε λογής, όπως χρω­μα­τι­στά σαπού­νια, ανα­πτή­ρες, φωτο­γρα­φί­ες, κορ­νί­ζες, καθρέ­φτες, ρολό­για, πλα­στι­κές λεκά­νες, ομπρέ­λες, ανα­πτή­ρες κ.ά. γίνο­νται ιδιό­τυ­πα σύμ­βο­λα στο­χα­σμών, αισθη­μά­των, τρό­που ζωής.

δ) Ο χώρος: ο εξω­τε­ρι­κός αρχι­κά, στη φύση και στις εικό­νες της πόλης (κέντρο Αθή­νας), δρό­μοι και ο εσω­τε­ρι­κός, το εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και ο κρυ­φός εσώ­τε­ρος στο­χα­σμός, με τον μονό­λο­γο της φαντα­σί­ας και των σκέψεων.

ε) Ο χρό­νος: αυτός δεν λει­τουρ­γεί στις τρεις δια­στά­σεις του (παρελ­θόν — παρόν – μέλ­λον), αλλά κυρί­ως στο παρελ­θόν και το παρόν μέσα από τις συνέ­πειες της αδιά­κο­πης ροής του με τη δύνα­μη της φθο­ράς, που αφή­νει έντο­να σημά­δια στο πρό­σω­πο και την ψυχή των ανθρώπων.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ΄

Η τεχνική και η αισθητική στην ποίησή της

  • Συχνά απευ­θύ­νε­ται στο “εσύ”, τον ανα­γνώ­στη δηλα­δή, τον πρό­ω­ρα χαμέ­νο και πολυα­γα­πη­μέ­νο Άθω ή τη μητέ­ρα της και τον εαυ­τό της. Όλα αυτά σε τόνο εξο­μο­λο­γη­τι­κό και διδακτικό.
  • Η ανα­τρε­πτι­κή χρή­ση και σημα­σία των λέξε­ων: Μας αιφ­νι­διά­ζει με το λεξι­λό­γιό της, που ανα­τρέ­πει την “κατε­στη­μέ­νη” αισθη­τι­κή και λογι­κή. Συχνό το παι­χνί­δι των γραμ­μα­τι­κών τύπων και κανό­νων, π.χ.

«Ο έρω­τας όνο­μα ουσια­στι­κόν … ενι­κού αριθ­μού, … γένους ανυ­πε­ρά­σπι­στου»

  • Η πίκρα, η νοσταλ­γία, η ακύ­ρω­ση των συναι­σθη­μά­των σε μια τρο­χιά ανα­τρε­πτι­κή προς την κάθαρ­ση και τη λύτρω­ση, που αναι­ρού­νται από το ανα­πό­τρε­πτο της έλευ­σης του θανάτου.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ΄

Δεύτερη ιδεολογική ανάγνωση

Ο άνθρω­πος στην ποί­η­ση της Κικής Δημουλά

Οι στί­χοι της αντη­χούν βαθιά τα ανθρώ­πι­να πάθη και τα υπαρ­ξια­κά αδιέ­ξο­δα μέσα από μια βαθύ­τε­ρη γνώ­ση της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, την οποία η ποι­ή­τρια δεν δέχε­ται ούτε άκρι­τα ούτε αψήφιστα.

dimoula6Ο άνθρω­πος απει­κο­νί­ζε­ται έντο­να και είναι άλλο­τε ο παντο­τι­νός αθε­ρά­πευ­τα νεά­ζων («γηραιόν του νεά­ζειν το άθλη­μα»). Δεν απο­δέ­χε­ται τη γήραν­ση, τη φθο­ρά και άλλο­τε τρω­τός, ευά­λω­τος, σκλά­βος των αισθή­σε­ων, εξα­νε­μί­ζε­ται, χάνε­ται, εκμη­δε­νί­ζε­ται μες τη φθο­ρά των πραγ­μά­των και του χρό­νου. Τρα­γι­κός χαραγ­μέ­νος από την μονα­ξιά του, με μόνο του ανί­κη­το αντί­πα­λο τον θάνα­το, τον οποίο δεν μπο­ρούν οι άνθρω­ποι, δεν έχουν τρό­πο να τον πολε­μή­σουν, όταν έρχε­ται. «Ύλη αδί­δα­κτη ο θάνα­τος», «τι λες κου­τός είναι … που προ­τι­μά την ψεύ­τι­κη ζωή μας;», γρά­φει.

Τελι­κά ο άνθρω­πος για την Κική Δημου­λά κου­ρά­ζε­ται να ζει, να γερ­νά­ει, να θυμά­ται και η σκό­νη σκε­πά­ζει τις επο­χές. Μια οπτι­κή υπαρ­ξια­κή, χαρι­τω­μέ­να απαι­σιό­δο­ξη, χωρίς να ξανοί­γει όμως για πολύ το γκρί­ζο χρώ­μα της.

Όλα αυτά αντη­χούν στον εσώ­τε­ρο κόσμο, συχνά εμπλου­τί­ζο­νται από την υπαρ­ξια­κή αγω­νία του είναι, φιλ­τρά­ρο­νται μέσα από την ύλη και δια­θλώ­νται στο μετα­φυ­σι­κό αίνιγ­μα της ζωής της ως θεώρηση.

Όλα μες τους στί­χους της πλά­θουν ένα τρα­γι­κό προ­σω­πείο και πίσω του κρύ­βε­ται το αδια­νό­η­το και το ανή­συ­χο αδιέ­ξο­δο του θανάτου.

«Ένα πραγ­μα­τι­κό τσι­γά­ρο, η τελευ­ταία μου επι­θυ­μία η ζωή είναι παι­δί, που μόλις αρχί­ζει να περ­πα­τά­ει.»

Φθο­νεί την αθω­ό­τη­τα και την ξενοια­σιά των παι­διών, σαν πρώ­τη και τελευ­ταία χαρά. Στη συνέ­χεια η ζωή για τον άνθρω­πο γίνε­ται οδυ­νη­ρή πορεία πικρής πεί­ρας ή χωρίς νόη­μα αυτο­διά­λυ­σης της ύπαρ­ξης, όπου πάνε εντε­λώς χαμέ­να τα λόγια των δακρύων.

Για τον παθια­σμέ­νο ανα­γνώ­στη, ερα­στή της ποί­η­σής της, αν έχει υπαρ­ξια­κά ερω­τή­μα­τα και μετα­φυ­σι­κές αγω­νί­ες, η ταύ­τι­ση με την ποί­η­ση της Δημου­λά είναι πλού­σιο πανά­κρι­βο δώρο, κατα­φυ­γή, αν πάλι όλα αυτά τα θεω­ρεί πολυ­τε­λή σπα­τά­λη αχρεί­α­στου άγχους, τότε με τα μονα­δι­κά απο­στάγ­μα­τα σοφί­ας και πεί­ρας, μέσα από την απο­φθεγ­μα­τι­κό­τη­τα των στί­χων την έχει την μεγά­λη και μονα­δι­κή ευκαι­ρία να διδα­χθεί πολ­λά και χρήσιμα.

Γι’ αυτό στο όλο έργο της στην εκτί­μη­σή μου αυτή συνα­ντιέ­ται το μετα­φυ­σι­κό και υπαρ­ξια­κό με την ύλη και την πρά­ξη. Το ελλει­πτι­κό και ακα­θό­ρι­στο σ’αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό τις πολύ λεπτές συν­θή­κες για να συμ­βιώ­σει η ευαι­σθη­σία με τον με τον βια­στή της, τον βάρ­βα­ρο κόσμο.

Βλέ­πε ενδει­κτι­κά απο­φθέγ­μα­τα διδα­χές σοφί­ας (Αγα­θή Γεωρ­γιά­δου, Εριέτ­τα Δελη­γιάν­νη, Δια­βά­ζο­ντας Κική Δημου­λά. Μια προ­σέγ­γι­ση στο έργο της, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2001):

«Δεν βαριέ­σαι

1 Τι εύκο­λα οι άνθρω­ποι αλλά­ζου­νε / ιδιό­τη­τες και τίτλους! 

Επί τα ίχνη

  1. Χρό­νος είναι / ό,τι μεσο­λα­βεί και μετα­τρέ­πει. / Διαι­ρεί­ται σε στιγ­μές. / Στιγ­μή είναι, βέβαια, ένα τίπο­τε του χρό­νου. / Όμως χωρά­ει τ’ αποκορυφώματα. 
  2. – II ερη­μιά πάντα στην ώρα της. – 
  3. Όμως το χέρι γίνε­ται φορ­τι­κό και άφρον /μόλις χαρ­μό­συ­να χέρια αντα­μώ­νει. / Για­τί είναι μέθυ­σο. Είναι / πιο πρω­το­πό­ρο απ’ την καρ­διά / στα λάθη. Πιο δυνα­τό: / αίρει βαρεί­αν από­στα­ση – / το πλησίασμα. 

 Το λίγο του κόσμου

  1. Πόσο εύκο­λα γυρί­ζει η κλει­δα­ριά των αισθη­μά­των / μ’ ένα οποιο­δή­πο­τε κλει­δί της λησμονιάς. 
  2. Παντού έτοι­μος να γερά­σει ο κόσμος. 
  3. Ήρε­μα δέξου να κοι­τάς / στα­μα­τη­μέ­νο το ρολόι. 
  4. Μοιά­ζου­νε τόσο μετα­ξύ τους όλα / όταν τα πάρει ο χαμός / … / Τα κάνει κάτι τέτοια η ανα­πό­λη­ση. / Από φιλο­κα­λία κι έπαρση. 
  5. Η πίστη πρέ­πει να ξυπνά­ει πρώ­τη. / Πρώ­τη απ’ όλα. 
  6. Για να ξημε­ρώ­σει σ’ ένα δάσος / πρέ­πει πρώ­τα να βγει στον άμβω­να του κόσμου / ένα που­λί / και να ζητή­σει τον άρτον τον επιούσιον, / 

δήθεν πως κελαϊ­δά­ει. […]

  1. Όταν μιλά­ει η ατα­ξία η τάξη να σωπαίνει. 
  2. Κάπο­τε λήγει το συμ­βό­λαιο με τη γέν­νη­σή μας.

 Η εφη­βεία της λήθης

  1. Αν δεν υπήρ­χε η από­στα­ση / θα μαρα­ζώ­να­νε τα μακρι­νά ταξί­δια / με μηχα­νά­κι θα μας έφερ­ναν στα σπί­τια / σαν πίτσες την υφή­λιο που ορέ­χτη­κε η φυγή μας. / … / Αν δεν υπήρ­χε η από­στα­ση / στον ενι­κό θα μας μιλού­σε η νοσταλ­γία. / … / Αν δεν υπήρ­χες εσύ από­στα­ση / θα πέρ­να­γε πολύ ευκο­λό­τε­ρα / πιο γρή­γο­ρα εν μια νυκτί η λήθη / τη δύσκο­λη παρα­τε­τα­μέ­νη εφη­βεία της / αυτό που χάριν ευφω­νί­ας ονο­μά­ζου­με μνήμη. 
  2. …ό, τι δεν είναι άνοι­ξη είναι γερό­ντιο πια… 
  3. …Όταν σας ζητά­νε αγκα­λιά / μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε. 
  4. Φυσι­κά και ονει­ρεύ­ο­μαι. / Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό; 
  5. Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνει­ρο. / Το όριο. Ως πού να κιν­δυ­νέ­ψω. / Για­τί τότε πια δεν θα ήταν όνει­ρο. / Θα ’ταν γεράματα. 
  6. Αν θέλεις να δια­σώ­ζε­ται (το όνει­ρο) θέλει να το στερείσαι. 
  7. Δια­λέ­γεις και μετά / πώς το σηκώ­νεις το βάρος το ασή­κω­το / που έχει η εκλο­γή σου. / Ενώ εκεί­νο το έτυ­χε τι πού­που­λο. Στην αρχή. / Για­τί μετά σε γονα­τί­ζουν οι συνέ­πειες. / Ασή­κω­τες κι αυτές. / Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες. 
  8. Είναι η ελπί­δα λαθραία εξου­σία. / Όπως κι η επι­βί­ω­ση. Λαθραιό­της είναι. 
  9. Πόσοι θεοί χρειά­στη­καν για ν’ απο­τύ­χει ένας. 

72 Ποιος ήρθε ποιος επέ­στρε­ψε ποτέ εξ ολο­κλή­ρου.»

Αντί επιλόγου

Ε΄ ΧΟΡΙΚΟ

Ύστα­το χαί­ρε για την Κική Δημουλά

22/2/2020

Κρα­τάς ένα λου­λού­δι φωτει­νό, παρά­ξε­να ελλει­πτι­κό και πάλ­λευ­κο σαν χιόνι.

Χαί­ρε, ότι ο κήπος της ψυχής σου μένει αμάραντος.

Χαί­ρε, ότι η πίστη σου δεν εχά­θη εις οδούς απωλείας.

Μαζί ποτέ δε θα σηκώ­σου­με ούτε τους νεκρούς με τα άυλα μάτια,
ούτε τη φρι­κιώ­σα απου­σία του λόγου και των λέξεων.

Την ψυχή σου δε θα προ­σεγ­γί­σουν άνθρω­ποι σκοτεινοί,
δε θα την αγγί­ξουν άλλοι ορίζοντες,
αυτά είναι τα αεί επί της γης.

Ο Φεβρουά­ριος δεν έχει άλλον δρό­μο μετά το ψυχο­τρό­πο Σάβ­βα­το που σού ’κλει­σε τα μάτια.

Χαί­ρε, ότι κοι­μή­θη­κες με όλες σου τις προ­θέ­σεις στολισμένη.

Χαί­ρε, ότι φεύ­γεις πιο κοντά στο αίνιγ­μα του θανάτου
ο ουρα­νός σου δεν γνω­ρί­ζει τις πτώ­σεις της γραμματικής,
πλην μόνο τις θετι­κές εξάρ­σεις σου.

Χαί­ρε, ότι το εύφλε­κτο εγώ σου είναι το ίδιο και από μόνο του άκαυ­τη βάτος.

Φεύ­γεις όπως το διά­λε­ξες και τόγραψες,

με τις ίδιες ακρι­βώς κινή­σεις, που κάνουν αυτοί που μένουν για πάντα εδώ.

_________________________________________________

Βιβλιογραφία

Αγα­θή Γεωρ­γιά­δου, Εριέτ­τα Δελη­γιάν­νη, Δια­βά­ζο­ντας Κική Δημου­λά. Μια προ­σέγ­γι­ση στο έργο της, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2001.

Άρης Δικταί­ος, “Ποί­η­ση” (Κρι­τι­κή στις συλ­λο­γές της Κικής Δημου­λά,  Έρε­βος και Ερή­μην) Και­νούρ­για επο­χή, Τόμος Γ΄, Τεύ­χος 11, Δίφρος, Φθι­νό­πω­ρο 1958.

Άρης Δικταί­ος, “Η ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα της Κικής Δημου­λά”, Εντευ­κτή­ριο, Τεύ­χος 83, Οκτώ­βριος-Δεκέμ­βριος 2008.

“Κική Δημου­λά” (αφιέ­ρω­μα), Η λέξη, Τεύ­χος 194, Οκτώ­βρης-Δεκέμ­βρης 2007.

Κων­στα­ντί­νος Δημό­που­λος (εισα­γω­γή, ανθο­λό­γη­ση), Κική Δημου­λά: σ’εσένα, Αίφ­νης, απευ­θύ­νο­μαι. Εργο­γρα­φία, ανθο­λο­γία, απαγ­γε­λία, Σει­ρά “Έλλη­νες ποι­η­τές”, Η Καθη­με­ρι­νή 2014.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο