Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την πολιτική

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο παρα­πά­νω τίτλος είναι ο τίτλος ενός μικρού βιβλί­ου-θησαυ­ρού για όσους θέλουν εν συντο­μία, αλλά ουσια­στι­κά να μάθουν, να ανα­τρέ­ξουν, να θυμη­θούν ξανά κάποιες κεντρι­κές ιδέ­ες της μαρ­ξι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, ιδιαί­τε­ρα γύρω από τα πιο παρερ­μη­νευ­μέ­να κομ­μά­τια του. Το έγρα­ψαν δύο Γερ­μα­νοί, ο Ούλ­ριχ Χού­αρ και η Γκού­ντρουν Φέχνερ και κυκλο­φό­ρη­σε το 1988 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» (σε μετά­φρα­ση της Μαρι­πό­λας Κολο­κο­τσά). Στην Εισα­γω­γή οι δύο συντά­κτες – οι ίδιοι μαρ­ξι­στές συγ­γρα­φείς – εκθέ­τουν το σκο­πό της έκδο­σης: «Επα­νει­λημ­μέ­να έχει υπο­στη­ρι­χτεί από αστούς και σοσιαλ­ρε­φορ­μι­στές ιδε­ο­λό­γους ότι, παρα­δο­σια­κά, ο μαρ­ξι­σμός διά­κει­ται αρνη­τι­κά προς την πολι­τι­κή. Ότι ο Μαρξ έχει ανα­πτύ­ξει μεν μια πολι­τι­κή θεω­ρία, όχι όμως μια θεω­ρία της πολι­τι­κής. Τα έργα του υπο­τί­θε­ται ότι δεν δίνουν απά­ντη­ση σε συγκε­κρι­μέ­να οργα­νω­τι­κά και θεσμι­κά ζητή­μα­τα […] Για να επι­ση­μά­νει μετά, ότι ο Μαρξ είχε αρχί­σει να επε­ξερ­γά­ζε­ται τη θεω­ρία της πολι­τι­κής με τα πρώ­τα του άρθρα στη Ράι­νι­σε Τσάι­τουγκ, ότι η θεω­ρία του ολο­κλη­ρώ­θη­κε στα γράμ­μα­τα των ώρι­μων χρό­νων του Ένγκελς, ανα­πτύ­χθη­κε παρα­πέ­ρα στα έργα του Λένιν, αλλά και στα ντο­κου­μέ­ντα των κομ­μά­των του διε­θνούς κομ­μου­νι­στι­κού κινήματος.

Οι δύο συγ­γρα­φείς ανα­πτύσ­σουν τις από­ψεις των Μαρξ-Ένγκελς γύρω από τα πιο καί­ρια –και για σήμε­ρα – ζητή­μα­τα στη­ριγ­μέ­νοι σε απο­σπά­σμα­τα από τα έργα των ίδιων των κλα­σι­κών παρα­πέ­μπο­ντάς μας στα σχε­τι­κά χωρία στα έργα τους. Το Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την πολι­τι­κή απο­τε­λεί έναν πραγ­μα­τι­κό περιε­κτι­κό θησαυ­ρό για όσους θέλουν έναν οδη­γό στα έργα αυτών των δύο ηγε­τών της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης, αυτών των δύο φιλο­σό­φων του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι. Μια ματιά στα θέμα­τα μας δεί­χνει ότι οι συντά­κτες πραγ­μα­τεύ­ο­νται κάποια από μετα­γε­νέ­στε­ρους ιδε­ο­λό­γους ιδιαί­τε­ρα δια­στρε­βλω­μέ­να ζητή­μα­τα της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας για να βγά­λουν την επα­να­στα­τι­κή ψυχή από τα έργα αυτά και να κρα­τή­σουν μόνο κάποιες ανώ­δυ­νες ερμη­νεί­ες. Για παρά­δειγ­μα για το γενι­κό εκλο­γι­κό δικαί­ω­μα, για την έννοια της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του, για τη φυσιο­γνω­μία των πολι­τι­κών κομ­μά­των και πολι­τι­κών ηγε­τών, καθώς και για την πολι­τι­κή ψυχο­λο­γία των λαϊ­κών μαζών, για την πολι­τι­κή θέση της εργα­τι­κής τάξης μέσα στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία, για τον αστι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό σαν μορ­φή άσκη­σης της πολι­τι­κής εξου­σί­ας της αστι­κής τάξης, για την επε­ξερ­γα­σία μιας επα­να­στα­τι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής τακτι­κής, για την ανα­γκαιό­τη­τα της πολι­τι­κής δρά­σης της εργα­τι­κής τάξης. Μέσα απ’ αυτά τα θέμα­τα οι Χού­αρ-Φέχνερ ανα­δει­κνύ­ουν την αρχή, τη δια­μόρ­φω­ση και την ωρί­μαν­ση στην επε­ξερ­γα­σία των αντι­λή­ψε­ων και των θέσε­ων των Μαρξ-Ένγκελς για την πολιτική.

Νέοι τρό­ποι αντί­λη­ψης κεντρι­κών εννοιών

Έτσι, για την συνή­θως κακο­ποι­η­μέ­νη και (σκό­πι­μα) παρερ­μη­νευ­μέ­νη έννοια της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του — έναν όρο που δεν τον βρί­σκου­με στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο, αλλά για πρώ­τη φορά συμπε­ρι­λή­φθη­κε σ’ ένα προ­γραμ­μα­τι­κό κεί­με­νο του διε­θνούς εργα­τι­κού κινή­μα­τος το 1850- δια­βά­ζου­με ότι ήδη στη Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία είχαν ανα­πτύ­ξει την ιδέα της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του χωρίς να την προσ­διο­ρί­σουν όμως με ακρί­βεια: «Μέχρι τότε, η ιδέα αυτή έβγαι­νε σαν συμπέ­ρα­σμα από τη γνώ­ση τόσο του ταξι­κού αντα­γω­νι­σμού μετα­ξύ αστι­κής τάξης και προ­λε­τα­ριά­του, όσο και του γεγο­νό­τος ότι η εργα­τι­κή τάξη μπο­ρεί να πραγ­μα­τώ­σει την οικο­νο­μι­κή της χει­ρα­φέ­τη­ση μόνον εφό­σον κατα­κτή­σει την πολι­τι­κή εξου­σία (υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.) (σελ. 73/74). Οι Μαρξ-Ένγκελς αξιο­λο­γού­σαν κάθε φορά τους ταξι­κούς αγώ­νες και μ’ αυτό τον τρό­πο κατέ­λη­ξαν σε μια ακρι­βέ­στε­ρη διατύπωση/προσδιορισμό της έννοιας της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του: «Ο Μαρξ είχε ήδη απο­κο­μί­σει νωρί­τε­ρα σημα­ντι­κές γνώ­σεις για την επα­να­στα­τι­κή-δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία από τη μελέ­τη της γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας, ιδιαί­τε­ρα των επα­να­στά­σε­ων μετα­ξύ 1789 και 1830 (Τεύ­χη Απο­σπα­σμά­των του Κρόι­τσ­ναχ). Η ανά­λυ­ση της σύγκρου­σης μετα­ξύ της φεου­δαρ­χι­κής αντί­δρα­σης και των δημο­κρα­τι­κών δυνά­με­ων, κατά την επα­νά­στα­ση του 1848/1849 στη Γερ­μα­νία και κύρια στην Πρω­σία, πρό­σφε­ρε νέο υλι­κό. Οι Μαρξ και Ένγκελς παρά­θε­σαν χαρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεία επα­να­στα­τι­κής δικτα­το­ρί­ας, όταν δια­τύ­πω­ναν τις αρχές μιας επα­να­στα­τι­κής νομο­θε­τι­κής συνέ­λευ­σης, που ήδη ανα­φέρ­θη­καν. Όμως, η έννοια της επα­να­στα­τι­κής-δημο­κρα­τι­κής δικτα­το­ρί­ας αντι­κα­το­πτρί­ζει μια άλλη κατά­στα­ση πραγ­μά­των απ’ ό, τι η έννοια της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του, η οποία και δεν μπο­ρεί να εξα­χθεί επα­γω­γι­κά από την πρώ­τη» (σελ. 74, υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.)

Η επα­να­στα­τι­κή-δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία, ένας όρος φαι­νο­με­νι­κά αντιφατικός

Με την πρώ­τη ματιά μπο­ρεί να φαί­νε­ται περί­ερ­γος και αντι­φα­τι­κός, μια αλη­θι­νή αντί­φα­ση εν τοις όροις, ο συν­δυα­σμός «δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία». Ωστό­σο δεν είναι. Οι Μαρξ-Ένγελς λέγο­ντας «επα­να­στα­τι­κή-δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία» εννο­ού­σαν τότε την άσκη­ση της πολι­τι­κής εξου­σί­ας από επα­να­στα­τι­κές λαϊ­κές δυνά­μεις, κυρί­ως των εργα­τών, αγρο­τών και μικρο­α­στών, όπως δια­βά­ζου­με στο βιβλίο των Χού­αρ-Φέχνερ: «Η δικτα­το­ρία αυτή δεν μπο­ρού­σε ακό­μη να συντρί­ψει τον αστι­κό χαρα­κτή­ρα της επα­νά­στα­σης, οδη­γού­σε όμως ήδη έξω και πέρα απ’ αυτήν, με τις μορ­φές που προ­σλάμ­βα­νε και τις μεθό­δους που ακο­λου­θού­σε. Ο Μαρξ χαρα­κτή­ρι­σε την τρο­μο­κρα­τία των Ιακω­βί­νων στη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση «πλη­βεια­κό τρό­πο να ξεμπερ­δεύ­ουν με τους εχθρούς της αστι­κής τάξης, με την απο­λυ­ταρ­χία, τη φεου­δαρ­χία και το μικρο­α­στι­σμό» (σελ. 74). Σ’ ό, τι αφο­ρά τη Γερ­μα­νία οι Μαρξ-Ένγκελς είχαν κατα­λά­βει ότι η μεγα­λο­α­στι­κή τάξη της Γερ­μα­νί­ας και δη της Πρω­σί­ας δεν είχε πια τη δυνα­τό­τη­τα να αγω­νι­στεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά ενά­ντια στη φεου­δαρ­χι­κή αντί­δρα­ση, όπως είχε κάνει η αγγλι­κή και η γαλ­λι­κή αστι­κή τάξη τον 17ο και τον 18ο αιώ­να αντί­στοι­χα. Γι αυτό επι­δί­ω­κε έναν συμ­βι­βα­σμό με τους ευγε­νείς ενά­ντια στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα και κυρί­ως ενά­ντια στο προ­λε­τα­ριά­το που δια­μορ­φω­νό­ταν πολι­τι­κά στο­χεύ­ο­ντας σε μια συνταγ­μα­τι­κή μοναρ­χία μέσω μιας συμ­φω­νί­ας με το στέμ­μα και όχι μέσω μιας επα­νά­στα­σης. Αντί­θε­τα, η επα­να­στα­τι­κή-δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία, όπως την εννο­ού­σαν οι Μαρξ-Ένγκελς, στρε­φό­ταν ενά­ντια σε όλα τα κατά­λοι­πα της φεου­δαρ­χι­κής, μεσαιω­νι­κής κοι­νω­νί­ας, αλλά και ενά­ντια στη μεγά­λη αστι­κή τάξη για τη δημο­κρα­τι­κή ανα­τρο­πή με την οποία οι λαϊ­κές μάζες θα κατα­λάμ­βα­ναν την εξου­σία για να δημιουρ­γή­σουν τις πολι­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τον αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του προ­λε­τα­ριά­του: «Οι επα­να­στα­τι­κές λαϊ­κές μάζες έπρε­πε να ασκή­σουν πίε­ση στην αστι­κή τάξη, να την εξα­να­γκά­σουν, παρά τη θέλη­σή της, να αντι­τα­χθεί απο­φα­σι­στι­κά στους φεου­δαρ­χι­κούς θεσμούς. Οι Μαρξ και Ένγκελς κρι­τι­κά­ρι­ζαν στα άρθρα της Νόιε Ράι­νι­σε Ζάι­τουνγκ το γεγο­νός ότι οι αντι­πρό­σω­ποι στην Εθνο­συ­νέ­λευ­ση στην Πρω­σία, όπως και στη Φραγ­κφούρ­τη, δεν εγκα­θί­δρυαν δρα­στή­ρια δικτα­το­ρία απέ­να­ντι στη φεου­δαρ­χι­κή αντί­δρα­ση, κι αντί γι’ αυτό, αρκού­νταν στο να επι­δί­δο­νται σε κοι­νο­βου­λευ­τι­κές σχο­λι­κές ασκή­σεις. «Κάθε προ­σω­ρι­νή κατά­στα­ση μετά από μια επα­νά­στα­ση απαι­τεί μια δικτα­το­ρία και μάλι­στα μια δρα­στή­ρια δικτα­το­ρία». […] (σελ. 75).

Νέα ποιο­τι­κά στοιχεία

Στην έννοια αυτή της «επα­να­στα­τι­κής-δημο­κρα­τι­κής δικτα­το­ρί­ας» υπήρ­ξαν ποιο­τι­κά νέες πλευ­ρές, όπως η διά­κρι­ση ανά­με­σα μιας επα­να­στα­τι­κής και μιας αντε­πα­να­στα­τι­κής δικτα­το­ρί­ας, η ιδέα της συντρι­βής των παλαιών θεσμών («Μετά από κάθε επα­νά­στα­ση και μέχρι να στα­θε­ρο­ποι­η­θούν οι νέες συν­θή­κες, απαι­τεί­ται επα­να­στα­τι­κή βία «που να γκρε­μί­σει ανεν­δοί­α­στα ένα καθε­στώς που βρί­σκε­ται σε απο­σύν­θε­ση και τους σαθρούς νόμι­μους στυ­λο­βά­τες του»»), βλέ­πο­ντας «την επα­να­στα­τι­κή-δημο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία σαν ανα­γκαία μετα­βα­τι­κή βαθ­μί­δα, σαν προ­ϋ­πό­θε­ση, σαν προ­κα­ταρ­κτι­κό όρο για την κατά­κτη­ση της πολι­τι­κής εξου­σί­ας από την εργα­τι­κή τάξη, σαν ένα «παρο­δι­κό, προ­σω­ρι­νό καθή­κον των σοσια­λι­στών», όπως έγρα­φε αργό­τε­ρα ο Λένιν» (σελ. 77). Εξε­τά­ζο­ντας τις δυνα­τό­τη­τες του προ­λε­τα­ριά­του να απο­κτή­σουν πρό­σβα­ση στην κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας δημιουρ­γώ­ντας διά­φο­ρα κρα­τι­κά όργα­να, οι Μαρξ-Ένγκελς έβλε­παν κάτι σαν προ­λε­τα­ρια­κή «παρα­κυ­βέρ­νη­ση», μια «διτ­τή κυριαρ­χία» δια­τυ­πώ­νο­ντας μετα­βα­τι­κά μέτρα για την κατά­κτη­ση της πολι­τι­κής εξου­σί­ας: «Ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα καθή­κο­ντα ήταν η προ­ώ­θη­ση αυτό­νο­μων κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων του προ­λε­τα­ριά­του, καθώς κι ο εξο­πλι­σμός των εργα­τών, με τη ρητή προει­δο­ποί­η­ση να μην παρα­δώ­σουν τα όπλα κάτω από οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες» (υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.) («Προ­σφώ­νη­ση της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής στην Ένω­ση των Κομ­μου­νι­στών το Μάρ­τη του 1850, Μαρξ-Ένγκελς, Δια­λε­χτά Έργα, τομ. 1, σελ. 117 κ. επ.).

Έτσι, τα κεί­με­να αυτά μας βοη­θούν να κατα­νο­ή­σου­με σωστά την έννοια της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του – που κατα­στά­λα­ξε ορι­στι­κά μετά το τσά­κι­σμα της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας — χωρίς την αρνη­τι­κή φόρ­τι­ση που η αντί­δρα­ση, αλλά και ο οπορ­του­νι­σμός φρό­ντι­σαν να απο­κτή­σει έπει­τα. Μια «πικά­ντι­κη λεπτο­μέ­ρεια» βλέ­πο­ντας ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα που έγι­ναν πολύ αργό­τε­ρα, είναι ασφα­λώς η φρά­ση για την παρά­δο­ση των όπλων που δεν πρέ­πει να γίνει σε καμία περί­πτω­ση.

Γενι­κό εκλο­γι­κό δικαίωμα

Στα­θή­κα­με περισ­σό­τε­ρο στην δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, για­τί η έννοια αυτή αντι­προ­σω­πεύ­ει την πεμ­πτου­σία του ζητή­μα­τος της εξου­σί­ας, αλλά στο βιβλίο των Χού­αρ-Φέχνερ ανα­λύ­ο­νται και άλλα θέμα­τα-λάστι­χο στην αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία και πρά­ξη. Στο θέμα του γενι­κού εκλο­γι­κού δικαιώ­μα­τος μπαί­νει η ανά­λυ­ση του τι είναι τάξη. Μια απλή κου­βέ­ντα είναι να λέμε «λαό». Τι καλύ­πτει, όμως; Σίγου­ρα όχι όλους. Κι εδώ πρό­κει­ται, κατά Μαρξ, για μια συγκε­κρι­μέ­νη τάξη. Να τον ακού­σου­με: «Τι είναι η θέλη­ση όλου του λαού; Κατά τον Μαρξ, ο λαός διαι­ρεί­ται σε κλει­στές τάξεις και τάξεις που διά­κει­νται εχθρι­κά ανα­με­τα­ξύ τους. Συνε­πώς, η θέλη­ση όλου του λαού απο­τε­λεί­ται από επι­μέ­ρους, αντι­φα­τι­κές μετα­ξύ τους θελή­σεις των κλει­στών τάξε­ων και των τάξε­ων. Η θέλη­ση του λαού είναι «το άθροι­σμα αντι­φα­τι­κών μετα­ξύ τους θελή­σε­ων»». Δια­κρί­νει ο Μαρξ και ανά­με­σα στη θέλη­ση του λαού και τη θέλη­ση της πλειο­ψη­φί­ας σαν ενός μέρους του λαού. Ανα­λύ­ο­ντάς το θα συμπε­ρά­νει: «[…] Η θέλη­ση όλου του λαού είναι η θέλη­ση μιας κυρί­αρ­χης τάξης […]». Και γι αυτό, το γενι­κό εκλο­γι­κό δικαί­ω­μα είναι «η μαγνη­τι­κή βελό­να, που έστω και μετά από διά­φο­ρες ταλα­ντεύ­σεις, τελι­κά δεί­χνει αυτή την τάξη που καλεί­ται να κυριαρ­χή­σει» (σελ. 68/69). Φυσι­κά, πρέ­πει να δια­βά­σει κανείς όλο το βιβλίο για να κατα­νο­ή­σει τις βαθύ­τε­ρες φιλο­σο­φι­κές-κοι­νω­νι­κές έννοιες όχι ξεκομ­μέ­νες από τη ροή όλης της ανά­πτυ­ξης των συντα­κτών του βιβλίου. 

Ένα αλη­θι­νό πανόραμα

Λίγα μπο­ρού­με να πού­με σε ένα άρθρο. Γι’ αυτό, ενδει­κτι­κά, ανα­φέ­ρου­με τους τίτλους των κεφα­λαί­ων για να μπο­ρέ­σει ο κάθε «περί­ερ­γος» να πάρει μια πρώ­τη ιδέα: η εισα­γω­γή κατα­πιά­νε­ται με τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της δια­λε­κτι­κής- υλι­στι­κής αντί­λη­ψης της πολι­τι­κής της εργα­τι­κής τάξης (1842–1848). Το δεύ­τε­ρο κεφά­λαιο ανα­φέ­ρε­ται σε νέες δια­πι­στώ­σεις στη μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη της πολι­τι­κής μέσω της αξιο­λό­γη­σης των ταξι­κών αγώ­νων της περιό­δου της επα­νά­στα­σης 1848–1851 θίγο­ντας και το θέμα της φυσιο­γνω­μί­ας των πολι­τι­κών κομ­μά­των και πολι­τι­κών ηγε­τών, καθώς και την πολι­τι­κή ψυχο­λο­γία των λαϊ­κών μαζών. Το τρί­το πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη θεμε­λί­ω­ση της αντί­λη­ψης για την πολι­τι­κή στα οικο­νο­μι­κά κεί­με­να του Μαρξ (1850–1870) με αιχ­μές στη θέση των τάξε­ων απέ­να­ντι στην πολι­τι­κή σαν μη παρα­γω­γι­κή εργα­σία και την πολι­τι­κή θέση της εργα­τι­κής τάξης μέσα στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία και την αντα­νά­κλα­ση της πολι­τι­κής της εργα­τι­κής τάξης στο Κεφά­λαιο. Στο τέταρ­το κεφά­λαιο έχου­με την ανά­λυ­ση και επι­στη­μο­νι­κή ερμη­νεία νέων πολι­τι­κών φαι­νο­μέ­νων στον αγώ­να της εργα­τι­κής τάξης στην περί­ο­δο 1852–1871 από τους Μαρξ-Ένγκελς με τις από­ψεις τους για το βονα­παρ­τι­σμό, τον αστι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό ως μορ­φή άσκη­σης της πολι­τι­κής εξου­σί­ας της αστι­κής τάξης και το πέμ­πτο κεφά­λαιο μιλά­ει για την ολο­κλή­ρω­ση της αντί­λη­ψης των Μαρξ-Ένγκελς για την πολι­τι­κή κατά την περί­ο­δο 1871–1895, όπως για την ανα­γκαιό­τη­τα της πολι­τι­κής δρά­σης της εργα­τι­κής τάξης και την επε­ξερ­γα­σία μιας επα­να­στα­τι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής τακτικής.

Ένα ολό­κλη­ρο πανό­ρα­μα λοι­πόν ενός θέμα­τος που δεν αγγί­ζε­ται εύκο­λα, αφού η προ­σέγ­γι­ση της αστι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας επι­κε­ντρώ­νε­ται κυρί­ως στον «οικο­νο­μι­κό» και «ερμη­νευ­τι­κό» Μαρξ και όχι στον οικου­με­νι­κό επι­στή­μο­να-στο­χα­στή της ανα­τρο­πής των κοι­νω­νι­κών δεδο­μέ­νων με ταξι­κούς αγώ­νες. Συνι­στού­με λοι­πόν τη μελέ­τη αυτού του μικρού σε όγκο, αλλά μεγά­λο σε ουσία βιβλίο των δύο αυτών Γερ­μα­νών επιστημόνων. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο