Γράφει ο Στέλιος Κανάκης //
Μελετώντας κανείς σοβαρά τον Β΄ΠΠ διακατέχεται από ένα δέος. Σχετικά με τους αριθμούς, τον όγκο των δυνάμεων που έλαβαν μέρος, την τεράστια έκταση του πολέμου, τα εκατομμύρια των νεκρών μαχητών και αμάχων, τις καταστροφές που υπέστησαν οι υλικοτεχνικές υποδομές, κυρίως της Σοβιετικής Ένωση, της Κίνας, αλλά και άλλων χωρών.
Στα ψιλά περνάνε οι δυσθεώρητες και δεύτερες μετά τη Σοβιετική Ένωση (27.000.000), απώλειες σε έμψυχο υλικό και υποδομές της Κίνας. Οι νεκροί της τελευταίας ξεπέρασαν τα 15.000.000 πλησιάζοντας τα 20.
Ως έναρξή του, από τους δυτικούς ιστορικούς, δίδεται η 1η Σεπτεμβρίου 1939 που είναι η αρχή της εισβολής της Βέρμαχτ στην Πολωνία, σε μια καταφανή προσπάθεια να κρύψουν και να συσκοτίσουν την πραγματικότητα.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν είναι αποκαλυπτικά:
Ο πόλεμος είχε αρχίσει πολύ πριν την 1η Σεπτεμβρίου
Στις 7 Ιουλίου 1937 η Ιαπωνία εισβάλλει στην Κίνα, ξεκινώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ειρηνικό. Ουδείς κάνει κάτι.
Στις 10 Μαρτίου 1938, ενώ ο ισπανικός εμφύλιος μαίνεται και οι δυτικές δυνάμεις έχουν επιτρέψει την πλήρη ανάμειξη υπέρ του Φράνκο σε Ιταλία και Γερμανία, η τελευταία εισβάλει στην Αυστρία και την ενσωματώνει στην Anschluss («Ένωση»).
Την ίδια μέρα (10/3/38) γίνονται 67.000 συλλήψεις και πολύ σύντομα τα SS θα ανοίξουν στην Αυστρία το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν.
Στις 13 Μαρτίου, ο Αυστριακός καρδινάλιος Ίνιστερ βιάζεται και διατάζει λειτουργία υπέρ των Γερμανών. Η Βρετανία δεν περιμένει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και αναγνωρίζει την προσάρτηση στις 2 Απριλίου. Η Γαλλία «αντιδρά» χλιαρά.
Είναι φανερό πως η Γερμανία αφήνεται να επεκταθεί. Το 1933–34 που είχε ξαναπροσπαθήσει να προσαρτήσει την Αυστρία βρέθηκε απέναντι στην αντίδραση των Βρετανίας, Γαλλίας, αλλά και Ιταλίας που δεν είχε ακόμη προσεγγίσει την Γερμανία και υποχώρησε.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ εκφωνεί στο συνέδριο του ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη άγριο αντί-τσεχοσλοβάκικο λόγο. Απαιτεί τη Σουδητία. Με την απώλεια της Σουδητίας, όμως, αφοπλίζεται η Τσεχοσλοβακία.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ναζιστικούς λεονταρισμούς. Η Γερμανία βρίσκεται σε δεινή θέση. Σε βαθειά οικονομική κρίση, με καθοριστικές ελλείψεις σε πρώτες ύλες, την πολεμική της βιομηχανία να είναι αναποτελεσματική και στρατιωτικά ανέτοιμη. Από την άλλη, η Τσεχοσλοβακία είναι μια ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα και ο στρατός της θεωρείται από τους καλύτερα εφοδιασμένους. Αν εκείνη τη στιγμή αντιδρούσαν Βρετανία και Γαλλία, η Γερμανία θα ήταν χαμένη.
Η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας είναι, εκ των πραγμάτων, πολύ πιο δύσκολη υπόθεση για τους ναζιστές απ’ ότι η Αυστρία. Απουσίαζε η πρόφαση και η Τσεχοσλοβακία είχε πολύ ανεπτυγμένη άμυνα και σύγχρονο στρατό. Επί πλέον, είχε συνάψει Σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας με την Σοβιετική Ένωση και τη Γαλλία. Ακόμη χειρότερα για τους χιτλερικούς, είχαν να αντιμετωπίσουν το έντονο πατριωτικό συναίσθημα του Τσεχοσλοβάκικου λαού και επί πλέον το ισχυρό κίνημα προάσπισης της Τσεχοσλοβακίας που είχε αναπτυχθεί στην Γαλλία και την Αγγλία.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1938, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, σε γεύμα στο σπίτι της λαίδης Άστορ, υποστηρίζει ότι η Τσεχοσλοβακία δεν μπορεί να διατηρηθεί στην παρούσα μορφή της. Την επόμενη, ο Τσάμπερλεν συναντάται με τον Χίτλερ στο Όμπερζαλτσμπεργκ για να του υποσχεθεί πως θα κανόνιζε να υποχωρήσουν οι Τσεχοσλοβάκοι.
Η εγκληματική Συμφωνία του Μονάχου
Το διάστημα πριν την Συνάντηση του Μονάχου ο Τσάμπερλεν συναντήθηκε δύο φορές μυστικά με τον Χίτλερ. Τη δεύτερη, στις 22/9/38, το θέμα ήταν οι όροι διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας. Απόμειναν σε εκκρεμότητα η διάθεση για αντίσταση της Τσεχοσλοβακίας και η αντίθεση των λαών Βρετανίας και Γαλλίας.
Στην Πράγα σταθμεύουν 200 σοβιετικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Η Ρουμανία και η Πολωνία απαγορεύουν τη διέλευση από τα εδάφη και τον αέρα τους στον Κόκκινο Στρατό και την σοβιετική αεροπορία.
Στη Γαλλία, μία μέρα πριν την συνάντηση Τσάμπερλεν-Χίτλερ, στις 21/9/38 προκηρύσσεται μερική επιστράτευση. Ανοίχθηκαν χαρακώματα και άρχισε η εκκένωση του Παρισιού. Το πολεμικό ναυτικό της Βρετανίας κηρύχτηκε σε κατάσταση μόνιμου συναγερμού. Έδειχναν πως οδηγούνται σε πόλεμο. Αλλού στόχευαν, όμως. Άρχισε ο θρήνος για τον πόλεμο που ερχόταν εξ’ αιτίας μιας αδιάλλακτης Τσεχοσλοβακίας.
Ο Τσάμπερλεν αναφέρθηκε αρκετές φορές από το ραδιόφωνο:
«Τι τρομερό! Πόσο φανταστικό κι απίστευτο είναι να υποχρεωνόμαστε ν’ ανοίγουμε χαρακώματα και να δοκιμάζουμε μάσκες αερίων, εδώ, εξαιτίας μιας διένεξης που ξέσπασε κάπου τόσο μακριά και για μια χώρα που για τον λαό της δεν ξέρουμε τίποτα».[i]
Την 29/9/38, με τη σύγκλιση της Συνδιάσκεψης του Μονάχου, γκρεμίζεται κάθε ελπίδα για συλλογική ασφάλεια και η ιδέα της θάβεται οριστικά. Στη Συνδιάσκεψη που αποφάσιζε για το μέλλον της Τσεχοσλοβακίας, δεν προσκλήθηκε ο πρωθυπουργός της ίδιας της Τσεχοσλοβακίας, αλλά ούτε και εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ που ήταν εγγυήτρια δύναμη της ασφάλειας της Τσεχοσλοβακίας. Οι Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεν (πρωθυπουργός της Βρετανίας) και Εντουάρ Νταλαντιέ (πρωθυπουργός Γαλλίας), σε πλήρη ομοψυχία με τους Μπενίτο Μουσολίνι και Αδόλφο Χίτλερ, έβαλαν ταφόπλακα στην ύπαρξη της Τσεχοσλοβακίας, αλλά και σε κάθε ελπίδα για συλλογική άμυνα απέναντι στον Χίτλερ. Απέκλειαν κάθε ιδέα ενοποιημένου μετώπου απέναντι στη ναζιστική Γερμανία. Είχε προηγηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου τελεσίγραφο του Λονδίνου προς την Πράγα να αποδεχθεί τους νέους γερμανικούς όρους. Είναι προφανές ότι οι Χιτλερικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τους προσφερόταν όχι μόνο η Σουδητία που ζητούσαν, αλλά διαγραφόταν η προοπτική να καταλάβουν όλη την Τσεχοσλοβακία με, αν όχι την άδεια, τουλάχιστον την ανοχή των Γαλλοβρετανών. Και το πιο σπουδαίο, αναίμακτα, μιας και θα ήταν ήδη αφοπλισμένη, όση θα είχε απομείνει μετά την αφαίρεση της Σουδητίας. Η αγωνία των Αγγλογάλλων ήταν να μην στραφεί η επίθεση εναντίον τους. Την δεύτερη μέρα των εργασιών της Συνθήκης του Μονάχου (30/9/38) υπόγραψαν το Σύμφωνο που παραχωρούσε τη Σουδητία στο Γ΄ Ράιχ. Την ίδια μέρα υπογράφηκε και αμοιβαία δήλωση μη επίθεσης μεταξύ Αγγλίας-Γερμανίας και μερικούς μήνες μετά, στις 6 Απριλίου ακολούθησε η αντίστοιχη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, όπου η πρώτη απόρριψε και τις υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
Η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία αναγκάζουν τη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας να εκχωρήσει την βιομηχανικά ανεπτυγμένη Σουδητία, συμπεριλαμβανομένων των νευραλγικών αμυντικών στρατιωτικών θέσεων της Τσεχοσλοβακίας στη ναζιστική Γερμανία. Ο δρόμος της ναζιστικής Γερμανίας προς ανατολή έχει ανοίξει.
Τριάντα χρόνια μετά ο Αμερικανός ιστορικός Χέρμπερτ Φέις, έγραφε:
«Η Συμφωνία του Μονάχου επέτρεψε στον Χίτλερ να διαμελίσει την Τσεχοσλοβακία, αφήνοντας την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση εκτεθειμένες στη γερμανική επιθετικότητα».[ii]
Ο Τσάμπερλεν έκανε μια θριαμβευτική εμφάνιση στο Κοινοβούλιο. Ισχυρίστηκε πως εξασφάλισε «την ειρήνη για την εποχή μας».[iii]
Ο ίδιος ο Ρίμπεντροπ είπε χαρακτηριστικά στον Χίτλερ:
«Αυτός ο γέρος υπόγραψε την καταδίκη σε θάνατο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κι άφησε σ’ εμάς το δικαίωμα να ορίσουμε την ημερομηνία που θα γίνει η εκτέλεση»[iv].
Επιστρέφοντας ο Γάλλος Πρωθυπουργός Νταλαντιέ στο Παρίσι, καθώς επευφημείται από τους Γάλλους, γιατί υποτίθεται πως διέσωσε την ειρήνη, ψιθυρίζει στον υπουργό του των Εξωτερικών: «Αν ξέρανε τι υπογράψαμε θα μας εκτελούσαν».
Με τη Συμφωνία του Μονάχου, η αδύναμη μέχρι τότε και απομονωμένη ναζιστική Γερμανία, αντί να συνθηκολογήσει, επιτελεί μια διπλωματική νίκη άνευ προηγουμένου. Προσαρτά 28.600 τετρ. χλμ εδάφους όπου κατοικούν 2.800.000 Σουδήτες και 800.000 Τσέχοι. Περιοχή με τεράστια οικονομική και στρατηγική σημασία κι επί πλέον σ’ αυτές υπήρχε η κύρια αμυντική γραμμή της Τσεχοσλοβακίας. Στον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας συμμετέχουν η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η πρώτη που έχει συνάψει πριν απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης Σύμφωνο μη Επίθεσης με το Γ΄ Ράιχ προσαρτά την Οστράβα (Olsa ή Teschen) 1.700 τετρ. χλμ με 228.000 κατοίκους τον Οκτώβριο του 1938 και η δεύτερη την Καρπαθιακή Ρουθηνία τον Μάρτιο του 1939. Η θεσμοθετημένη «συμμαχία» Πολωνίας-Γερμανίας φαίνεται να αποδίδει. Ισχυρή μερίδα της αστικής τάξης της Πολωνίας ερωτοτροπούσε χρόνια με την ιδέα μιας πολωνογερμανικής συμπαράταξης που όμως δεν επέτρεψε να ευοδωθεί η ναζιστική αδιαλλαξία. Οι Γερμανοί μπορούσαν να έχουν όλη την Πολωνία, δεν χρειάζονταν κάτι λιγότερο.
Το επιστέγασμα της αναίσχυντης πολιτικής των δυτικών και της ασύστολης πριμοδότησης της Γερμανίας ήταν πως, αμέσως μετά, η Βρετανία παρέδωσε στη ναζιστική Γερμανία τον χρυσό της Τσεχοσλοβακίας που φύλαγε για… ασφάλεια στα θησαυροφυλάκιά της.
Ο Δυτικογερμανός ιστορικός Μίκαελ Φρέυντ γράφει:
«Με το έδαφος της Βοημίας να αντηχεί από τις μπότες των Γερμανών στρατιωτών, ολόκληρος ο κόσμος αντήχησε. Ο γωνιόλιθος της Συνθήκης των Βερσαλλιών γκρεμίστηκε. Ο δρόμος προς την Ανατολή είχε ανοίξει για το Γερμανικό Ράιχ».[v]
Το Σύμφωνο του Μονάχου αποτέλεσε το σημείο μη επιστροφής και προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης της Γερμανίας κατά της Πολωνίας. Άλλαξε ριζικά την κατάσταση στην Ευρώπη. Πρόκειται για τον πιο κρίσιμο σταθμό της –ας πούμε– προπολεμικής περιόδου. Στο Μόναχο παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στο Γ΄ Ράιχ κι έστρωσαν τον δρόμο προς ανατολάς στον Χίτλερ. Επρόκειτο για την μεγαλύτερη εγκληματική πράξη πριν τον Β΄ΠΠ.
Ενισχύθηκε η απομόνωση της ΕΣΣΔ και η Μόσχα αντιμετώπιζε πια το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός κοινού αντισοβιετικού μετώπου. Την συγκεκριμένη κατάσταση αντιλαμβάνεται και μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης των Βρετανίας και Γαλλίας. Εκφράζονται φόβοι ότι «η ναζιστική Γερμανία είναι πιο επικίνδυνη σαν ανταγωνιστής στον τομέα της διανομής του κόσμου και του εμπορίου από όσο είναι ωφέλιμη σαν προμαχώνας απέναντι στον κομμουνισμό».[vi]
Πολύ σύντομα γίνεται φανερό ότι ο Χίτλερ δεν έχει πρόθεση να τηρήσει ούτε καν τη Συμφωνία του Μονάχου. Οι ολοένα και πιο διευρυμένες απαιτήσεις του γίνονται επιδεικτικά. Συγχρόνως, η πολιτική του κατευνασμού συνεχίζει και επεκτείνεται. Στις 9 Οκτωβρίου, σε ομιλία του στο Σααρμπρύκεν, ξαναρχίζει τις απειλές.
Μετά την Τσεχοσλοβακία η Πολωνία
Τον Μάρτη του 1939, η Γερμανία κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Επιβάλλει στη Ρουμανία υποδουλωτικό «οικονομικό» σύμφωνο. Η Ιταλία τον Απρίλη του 1939 κατέλαβε την Αλβανία. Σαν απάντηση στη διεύρυνση της φασιστικής εισβολής, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, για να περιφρουρήσουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους στην Ευρώπη, υποσχέθηκαν «εγγυήσεις ανεξαρτησίας» σε Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία. Η Γαλλία ανέλαβε, επιπλέον, την υποχρέωση να δώσει στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία, σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της. Τον Απρίλιο — Μάιο του 1939, η Γερμανία κατάγγειλε την αγγλοαμερικανική ναυτική συμφωνία του 1935, ακύρωσε το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία που υπογράφτηκε το 1934 και έκλεισε με την Ιταλία το λεγόμενο Χαλύβδινο σύμφωνο, με βάση το οποίο η ιταλική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να βοηθήσει τη Γερμανία, αν αυτή εμπλακεί σε πόλεμο με τις δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Στις 14–15 Μαρτίου 1939 και υπό την πίεση της Γερμανίας, οι Σλοβάκοι κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και ιδρύουν τη Δημοκρατία της Σλοβακίας.
Ο Χίτλερ καλεί στο Βερολίνο τον Τσεχοσλοβάκο Πρωθυπουργό Εμίλ Χάχα και τον αναγκάζει να θέσει την χώρα του υπό γερμανική προστασία. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου και ιδρύουν το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας. Για πρώτη φορά, η Γερμανία καταλαμβάνει μη γερμανόφωνες περιοχές. Ακολουθεί ακόμη μια χλιαρή διαμαρτυρία από Γαλλία-Βρετανία.
Στις 21 Μαρτίου, ο Ρίμπεντροπ «υπενθυμίζει» με απόλυτο τρόπο στον πρέσβη Λίπτσκι τις διεκδικήσεις της Γερμανίας απέναντι στην Πολωνία.
Στις 23 Μαρτίου, η Γερμανία καταλαμβάνει το Καλϊπέντε (Μέμελ) της Λιθουανίας. Στο θωρηκτό τσέπης «Γερμανία» επιβαίνει ο ίδιος ο Χίτλερ.
Στις 29 Απριλίου 1939, ο Χίτλερ καταγγέλλει το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία του 1934. Από τις 11 Απριλίου είχε ήδη υπογράψει το «Λευκό Βιβλίο», το σχέδιο επίθεσης στην Πολωνία η οποία προβλέπεται να συμβεί μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1939.
Στις 22 Μάη 1939, υπογράφεται στο Βερολίνο, μεταξύ φασιστικής Ιταλίας και χιτλερικής Γερμανίας η “Χαλύβδινη Συμφωνία”. Το όνομα το πήρε από τις χαλύβδινες πένες του εργοστασίου Κρουπ με το οποίο υπογράφτηκαν.
Με εντολή του Γ΄ Ράιχ, ο πρέσβης του Βερολίνου στη Μόσχα Σούλενμπουργκ αρχίζει διερευνητικές κινήσεις με την ΕΣΣΔ. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουλίου οι Γερμανοί εκπρόσωποι προτείνουν στους Σοβιετικούς συμφωνία πολιτικής σημασίας. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις Γερμανίας-ΕΣΣΔ βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδό τους, με τους Γερμανούς να αρνούνται να παραδώσουν εμπορεύματα βάσει των διμερών σχέσεων. Στις 4 Αυγούστου, ο Σούλενμπουργκ τηλεγραφεί στην κυβέρνησή του:
«Η κυρίαρχη εντύπωσή μου είναι ότι η σοβιετική κυβέρνηση είναι τώρα αποφασισμένη να κλείσει μια συμφωνία με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, εάν αυτές ικανοποιήσουν τις σοβιετικές επιθυμίες.»
Στις 10–12 Αυγούστου 1939 σε συνάντησή τους ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο ρωτάει τον Ρίμπεντροπ;
«Τι θέλετε με λίγα λόγια; Το Ντάντσιχ ή το διάδρομο [μεταξύ Σιλεσίας και αν. Πρωσίας];»
«Ακόμη περισσότερα. Θέλουμε τον πόλεμο» απαντά ο Ρίμπεντροπ.
11 Αυγούστου 1939
Με επιμονή της ΕΣΣΔ και με σκανδαλώδεις καθυστερήσεις αρχίζουν οι τριμερείς συνομιλίες στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ-Βρετανίας-Γαλλίας. Το επίπεδο εκπροσώπησης σ’ αυτές των Γαλλίας – Βρετανίας είναι εξευτελιστικό για την ΕΣΣΔ και καταδεικνύει την έλλειψη ενδιαφέροντος και βούλησης. Ο Γάλλος εκπρόσωπος, χρόνια μετά (Μάϊος 1992) έγραφε στο ημερολόγιό του πως ο πρωθυπουργός του Νταλαντιέ, τις παραμονές της αναχώρησής του για τη Μόσχα, τού δημιούργησε την πεποίθηση πως «αντέτασσε στους Σοβιετικούς μια σιδερένια περιφρόνηση». Αξίζει να σημειωθεί πως αυτά που γράφει στο ημερολόγιό του ο Γάλλος στρατηγός για την περίοδο Σεπτέμβριος 1939-Ιούνιος 1940 αρκούν για να χαρακτηρίζονταν ορισμένα από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα της Γαλλίας ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Οι καθυστερήσεις είναι απερίγραπτες. Οι αντιπροσωπείες των δυτικών έφτασαν στο Λένινγκραντ μετά από ταξίδι μιας εβδομάδας με εμπορικό πλοίο. Ο Βρετανός ναύαρχος Ντραξ έχει… ξεχάσει τα διαπιστευτήριά του στο Λονδίνο.
Η Σοβιετική Ένωση προτείνει στην Πολωνία τη συνδρομή της με στρατό και όπλα. Η Πολωνία αρνείται. Σε περίπτωση κατάληψης της Πολωνίας από τους Γερμανούς, το Γ΄ Ράιχ θα έφτανε στα σύνορα της ΕΣΣΔ. Αν Γαλλία – Βρετανία επέμεναν, η Πολωνία θα δεχόταν τη συνδρομή της ΕΣΣΔ. Γνωρίζουν την ανικανότητα του Πολωνικού στρατού να αντισταθεί σε γερμανική επίθεση, την οποία θεωρούν πολύ πιθανή. Αντίθετα, η εντολή τους προς τους πρέσβεις τους στην Βαρσοβία είναι να παραμείνει η ΕΣΣΔ μακριά από τις διαπραγματεύσεις.
Οι Γαλλοβρετανοί στις συνομιλίες, δεν πιέζουν την Πολωνία και αρνούνται να καλύψουν την ΕΣΣΔ και τις Βαλτικές χώρες σε περίπτωση επίθεσης του Χίτλερ. Είναι σαν να προκαλείται η Γερμανία να επέμβει. Η Πολωνία κινδυνεύει. Η απόφαση στη Γερμανία για την εισβολή έχει παρθεί. Στις 10 Αυγούστου έχει σκηνοθετηθεί και εκτελεστεί η προβοκάτσια «Κονσερβοκούτι». Μ’ αυτήν οι ναζιστές σκηνοθέτησαν δήθεν πολωνική επίθεση εναντίον του συνοριακού Ρ/Σ του Γκλάιβιτς. Ο γερμανικός στόλος έχει βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Εάν καταληφθεί η Πολωνία, οι Γερμανοί φτάνουν στα σοβιετικά σύνορα. Οι Γερμανοί, έχοντας καταλάβει την Κλάιπεντα, βρίσκονται δυο βήματα από το Λένινγκραντ. Οι γαλλοβρετανοί φαίνεται να αγνοούν ή ακόμη χειρότερα να υποδαυλίζουν τη συγκεκριμένη στρατηγική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Η ΕΣΣΔ κάνει απίστευτες παραχωρήσεις. Όταν αρχίζει να διαφαίνεται ότι μπορεί να δεχτεί συμφωνία και χωρίς αμοιβαίες εγγυήσεις οι Γάλλοι και οι Βρετανοί τρομοκρατούνται. Οι τηλεγραφικές οδηγίες των τελευταίων προς τους αντιπροσώπους τους είναι να μην αναλαμβάνουν δεσμεύσεις, να παρελκύουν και να καθυστερούν. Ο ίδιος ο Γάλλος στρατηγός Ντιμένκ, κατάπληκτος και έξαλλος με την ηγεσία της χώρας του. Η ΕΣΣΔ είναι έτοιμη να συμφωνήσει σε απίστευτα πράγματα, κατά τη γνώμη του και η Γαλλία δεν αρπάζει την ουρανοκατέβατη ευκαιρία. Το ίδιο μπερδεμένος είναι και ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα. Στις 13 Αυγούστου τηλεγραφεί στο Λονδίνο:
«Οι γραπτές οδηγίες που δόθηκαν στο ναύαρχο Ντραξ ορίζουν ότι οι συνομιλίες πρέπει να διεξάγονται με βραδύτητα μέχρι τη στιγμή που θα επιτευχθεί συμφωνία στα εκκρεμή πολιτικά θέματα. Από την άλλη μεριά πάλι, οι οδηγίες του Γάλλου στρατηγού του καθορίζουν να κάνει τα πάντα ώστε η στρατιωτική συμφωνία να συναφθεί το ταχύτερο δυνατό. Είναι φανερό ότι οι οδηγίες αυτές διίστανται με τις οδηγίες του στρατηγού Ντραξ.
Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου αποσαφηνίζατε επειγόντως αν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος εξαρτά τη συνέχιση των στρατιωτικών συνομιλιών πέραν του σταδίου των κοινοτυπιών, οι οποίες δεν δεσμεύουν σε τίποτα, από την προγενέστερη λύση του ζητήματος της «έμμεσης εισβολής». Πολύ θα με λυπούσε αν πραγματικά αυτή ήταν η πρόθεση της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος, γιατί όλες οι ενδείξεις μας πείθουν απόλυτα ότι η Σοβιετική στρατιωτική ηγεσία επιθυμεί να εκπληρώσει με σοβαρότητα την αποστολή της.»[vii]
Όταν, με τα πολλά τίθεται το ζήτημα πώς οι σοβιετικές δυνάμεις θα βρεθούν σ’ επαφή με τις δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ ώστε να συνδράμουν τους δυτικούς, μιας και δεν έχουν κοινά σύνορα η ΕΣΣΔ με τη Γερμανία, το αδιέξοδο μονιμοποιείται. Η Πολωνία δεν δέχεται και οι δυτικοί σύμμαχοί της δεν της το ζητούν, αν και θα μπορούσαν να το επιβάλλουν.
Πέραν αυτού του σημείου, εξέλιξη στις συνομιλίες δεν υπάρχει. Απεναντίας, καθίσταται φανερό ότι με τις δήθεν συνομιλίες καταβάλλεται προσπάθεια να επιτεθεί η Γερμανία στην ΕΣΣΔ. Βρετανία και Γαλλία προσπαθούν να στρέψουν στην καταστροφή την ΕΣΣΔ και όχι τον αντίπαλό τους τη Γερμανία. Έκριναν πως μια συμμαχία τους με τη σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό.
Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ
Στις 23 Αυγούστου 1939, ο Ρίμπεντροφ πετά στη Μόσχα. Την ίδια μέρα υπογράφεται το Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Η ΣΕ είναι η τελευταία χώρα που υπογράφει τέτοιο σύμφωνο μετά από την Πολωνία και τις χώρες της δυτ. Ευρώπης.
Η κατάσταση τη χρονική στιγμή της υπογραφής του Συμφώνου έχει ως εξής:
Ο πόλεμος φαίνεται αναπόφευκτος και οι Βρετανία-Γαλλία δεν φαίνονται διατεθειμένες να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα για να τον εμποδίσουν. Οι ίδιες χώρες δεν θέλουν συμμαχία με την ΣΕ, αλλά προσπαθούν να εξωθήσουν τη Γερμανία σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ. Η ίδια η Γερμανία έχει μεν αποφασίσει την κατάληψη της Πολωνίας, αλλά δεν έχει κανένα λόγο να εμπλακεί σε διμέτωπο πόλεμο.
Η Μόσχα δεν έχει κανένα λόγο να βρεθεί απομονωμένη απέναντι στη Γερμανία. Ούτε να παρεμβληθεί σ’ έναν πόλεμο της Γερμανίας με τρίτες χώρες. Βούλησή της είναι να μην συμμετέχει στον επικείμενο πόλεμο, όσο είναι δυνατόν. Οι διαπραγματεύσεις με Γαλλία – Βρετανία είχαν αποτύχει – «προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητα εμπόδια» υποστήριζε μέχρι τέλους της ζωής του ο Βοροσίλοφ. Στόχος της ΕΣΣΔ ήταν να κρατηθεί ο πόλεμος μακριά από τα εδάφη της. Παρ’ όλα αυτά, οι θέσεις που προβάλει είναι τέτοιες που ο Γερμανός υπουργός των εξωτερικών Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ αναγκάζεται να πάρει την έγκριση του Βερολίνου. Με την υπογραφή του Συμφώνου, η ΣΕ καθιστά σαφές, με πολλούς τρόπους, στους δυτικούς ότι προτίθεται να υπογράψει συμφωνία και με αυτούς. Στις 25 Αυγούστου, ο Βοροσίλοφ δηλώνει στον Ντιμένκ: «Η συμφωνία αυτή δεν στρέφεται ενάντια στη Γαλλία». Επίσης, την ίδια μέρα ο πρωθυπουργός και υπουργός των εξωτερικών της ΕΣΣΔ Β. Μολότοφ δηλώνει στον πρέσβη της Γαλλίας στη Μόσχα πως: «Όσον αφορά το γαλλοσοβιετικό σύμφωνο, τίποτα δεν απαγορεύει τη διατήρησή του». Στις 27 Αυγούστου, ο Βοροσίλοφ, πάλι, δηλώνει στο Πρακτορείο ΤΑΣΣ: «Η διακοπή των συνομιλιών με τη Βρετανία και τη Γαλλία δεν οφείλεται στο ότι η ΕΣΣΔ υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία. Αντίθετα: Το Σύμφωνο μη Επίθεσης υπογράφηκε επειδή οι στρατιωτικές συνομιλίες με τη Γαλλία και τη Βρετανία προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητα εμπόδια.»[viii]
Το Σύμφωνο επικυρώθηκε στις 31 Αυγούστου από το Ανώτατο Σοβιέτ, εν μέσω υστερικών αντιδράσεων των δυτικών που όχι μόνο απέτυχαν οι προσπάθειές τους για πόλεμο Γερμανίας – ΕΣΣΔ, αλλά καθίστατο και η θέση τους από δυσχερέστερη ως δραματική.
Ο Badia γράφει: «Αντίθετα με αυτό που επανειλημμένα έχει λεχθεί, το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο δεν είναι ούτε η αιτία ούτε το πρόσχημα του πολέμου. Δεν προκάλεσε ούτε καν την επίσπευση της έκρηξής του. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό ότι η υπογραφή ενός γαλλοαγγλικορωσικού συμφώνου θα είχε συγκρατήσει τον Χίτλερ την τελευταία στιγμή ή ακόμη θα τον είχε αναγκάσει σε μια γρήγορη συνθηκολόγηση»[ix].
Οι εξελίξεις έδειξαν ότι η ΕΣΣΔ κατάφερε να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, οι δυτικοί ήταν οι πρώτοι που έπεσαν στο λάκκο που έσκαβαν. Η άρνησή τους για συνεργασία θα απέβαινε μοιραία, πρώτα γι’ αυτούς και στη συνέχεια για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η συμφωνία ξαφνιάζει τους δυτικούς. Οι οποίοι και εδώ ξεσκεπάζονται. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας, ψέγει τους Γερμανούς, αμέσως μετά την υπογραφή του συμφώνου: «Οι ναζί πρόδωσαν το αντί-Κομιντέρν σύμφωνο και τις αντί-Μπολσεβίκικες συμφωνίες». Η δε αμερικάνικη εφημερίδα Νew York Herald Tribune έγραφε πως ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».
Με αφορμή το σύμφωνο, διαταράχτηκε η συνεργασία Βερολίνου, Ρώμης, Τόκιο. Η Ιαπωνία, έχοντας μέτωπο κατά των Κινέζων και των Σοβιετικών, θεώρησε ότι το σύμφωνο αυτό θα την έθετε σε κίνδυνο. Έτσι, οι σχέσεις Βερολίνου και Τόκιο πέρασαν μια προσωρινή κρίση[x].
Επίσης, περιόρισαν τις φιλοδοξίες των Ιαπώνων εναντίον της ΣΕ και αναγκάστηκαν, πολύ σύντομα, να υπογράψουν ανάλογη συμφωνία και οι ίδιο. Γεγονός που με τη σειρά του ξαλάφρωσε την ΕΣΣΔ από σοβαρές έγνοιες στα ανατολικά της. Από το σύμφωνο, όμως, χολώθηκε και η Ιταλία. Ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας και γαμπρός του Μουσολίνι, Galeazzo Ciano, πίστευε ότι με το σύμφωνο της Μόσχας, ο Χίτλερ είχε παραβιάσει το σύμφωνο που είχε υπογραφεί με τον Μουσολίνι, σύμφωνα με το οποίο, η Γερμανία έπρεπε να συμβουλεύεται την Ιταλία σε κάθε της πρωτοβουλία.
Η Πολωνία πέφτει στο λάκκο που έσκαψε η ηγεσία της
Έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ουσιαστικά είναι οι Αγγλογάλλοι που σηκώνουν την μπάρα των γερμανοπολωνικών συνόρων.
Στις 05:30 η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Βάσει των προαναφερόμενων συμφωνιών Γαλλία και Βρετανία όφειλαν να συνδράμουν ένοπλα τη σύμμαχό τους. Αλλά…
Στις 09:40 οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Βρετανίας στο Λονδίνο, επιδίδουν στον Γερμανό υπουργό των εξωτερικών Ρίμπεντροπ δήλωση – κατ’ ουσία τελεσίγραφο, όπου αναφέρεται ότι: «Αν η Γερμανία δεν σταματήσει αμέσως τις πολεμικές ενέργειες και δεν αποσύρει τα στρατεύματά της από την Πολωνία, Βρετανία και Γαλλία θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Πολωνία».
Αυτό το πράττουν ανόρεχτα και αναγκαστικά. Μια προειδοποίηση ότι δεν μπορούν να ανέχονται τα πάντα από τη Γερμανία. Η δύναμη που δημιούργησαν, όμως, καθίσταται αδηφάγα και δείχνει σημεία στροφής εναντίον τους. Άρα και σαφής υπόδειξη προς τη Γερμανία ότι δεν θα ανεχτούν επίθεσή της προς δυσμάς. Πάντα, όμως, ελπίζουν πως η Ανατολή θα καταστεί θελκτικότερη για το Γ΄ Ράιχ. Και ότι θα τα βάλουν αργότερα με τον Χίτλερ. Μετά την ΕΣΣΔ. Και δεν κάνουν τίποτα για την Πολωνία.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1939, στη βραδινή συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, ο Τσάμπερλεν ανακοινώνει ότι δεν έχει παρθεί κανένα μέτρο ακόμη, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι βουλευτές και των δύο κομμάτων. Ο Λ. Έμερι, βουλευτής των συντηρητικών και λυσσασμένος ιμπεριαλιστής επιτίθεται στον Τσάμπερλεν, θεωρώντας τη στάση του ατιμωτική για την Αγγλία και ζητά να μιλήσει ο Άρτουρ Γκρίνγουντ των δημοκρατικών ως εκπρόσωπος όλου του έθνους.
Από το βήμα ο Γκρίνγουντ λέει:
«Πρέπει να εκφράσω την μεγάλη κατάπληξη, γιατί η εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας απέναντι στην Πολωνία δεν μπήκε σε ενέργεια από χθες ακόμα… Η Βουλή έχει συγκλονιστεί από τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού… Πώς γίνεται αυτό;… Η επίθεση άρχισε πριν 38 ώρες και μεις σωπαίνουμε ακόμα!… Πόσο καιρό ακόμα θα βραδύνει η Αγγλία; Το κάθε λεπτό σημαίνει τώρα απώλεια χιλιάδων ανθρώπων, απειλή των εθνικών συμφερόντων μας, των ίδιων των βάσεων της εθνικής μας τιμής. Δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερο. Ο κύβος ερρίφθη»[xi].
Υπάρχουν όμως και οι αντίθετες φωνές. Ο Βρετανός βουλευτής «Τσιπς» Τσάριον, είναι ο κοινοβουλευτικός γραμματέας του Ραμπ Μπάτλερ (Ρόμπερτ Όστιν το πραγματικό) που με τη σειρά του ήταν υπουργός Ινδιών το 1932, υπουργός παιδείας το 1945 και υπουργός εργασίας το 1951. Αυτός ο «Τσιπς», λοιπόν, έλεγε: «Αισθάνομαι ότι ο κόσμος μας ή ότι απομένει από αυτόν, αυτοκτονεί, ενώ ο Στάλιν γελά και το Κρεμλίνο θριαμβεύει»[xii].
Την ίδια μέρα, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Έιρε), λόγω της έχθρας απέναντι στους Βρετανούς καταπιεστές, διακηρύττει επίσημα την ουδετερότητά της στον πόλεμο ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γερμανία. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράξενη, τουλάχιστον, κατάσταση. Ακόμη και στις κρισιμότερες στιγμές του πολέμου που ακολούθησαν, όταν έμπαινε το ζήτημα αν θα συνεχίσει να υπάρχει η Αγγλία, στο Δουβλίνο, 200 μίλια περίπου από τις βρετανικές ακτές, υπήρχαν φασιστικές διπλωματικές αποστολές (γερμανική, ιταλική γιαπωνέζικη) που έκαναν κατασκοπευτική και σαμποταριστική δουλειά εναντίον του Λονδίνου.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 στις 09:00, μετά και την ολοένα και πιο ογκούμενη αγανάχτηση των μαζών και με καθυστέρηση 52 ωρών, η Μεγάλη Βρετανία, μέσω του πρεσβευτή της στο Βερολίνο Ν. Χέντερσον, επέδωσε νότα στην Γερμανική κυβέρνηση με την οποία την καλούσε να αποσύρει σε δύο ώρες τα στρατεύματά της από την Πολωνία, αλλιώς θα κήρυττε τον πόλεμο. Ανάλογο διάβημα έκανε και η Γαλλία, αλλά οι τελευταίοι ήταν πιο… μπόσικοι. Το δικό τους τελεσίγραφο έληγε έξι ώρες αργότερα, στις 17:00 της ίδιας μέρας.
Την ίδια μέρα στις 11:00 κι ενώ ο Χίτλερ αγνόησε και τις δύο κινήσεις, ο Τσάμπερλεν σε σύντομη ραδιοφωνική ομιλία του ανακοίνωσε ανόρεχτα πως οι δύο χώρες βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου.
Εκείνη την ημέρα, παρακολουθώντας ο Ιβάν Μάισκι, πρέσβης της ΕΣΣΔ στο Λονδίνο, τη συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, αναρωτιόταν:
«Ο Τσάμπερλεν και ο Νταλαντιέ απότυχαν στις εξετάσεις αποτροπής του πολέμου – πώς θα πετύχουν στις εξετάσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, τουλάχιστον απέναντι στην Πολωνία;»[xiii]
Την ίδια μέρα κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία.
Το ίδιο βράδυ το Γερμανικό υποβρύχιο U30 βύθισε το επιβατηγό Αθήνια εντελώς απροειδοποίητα. Χάθηκαν 1112 ζωές, μεταξύ των οποίων και 26 Αμερικανοί πολίτες.
Αμέσως μετά, η Βρετανία κηρύσσει πλήρη αποκλεισμό των γερμανικών λιμανιών. Παρ’ όλη την συντριπτική υπεροπλία στη θάλασσα του βρετανικού ναυτικού, αλλά ελλείψει πλοίων συνοδείας, πολλά εμπορικά αναγκάζονταν να επιπλέουν μόνα τους. Μέχρι τέλους του 1939 περισσότερα από 100 είχαν βυθιστεί από το Γ΄ Ράιχ.
ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;
Κι ενώ οι Γερμανοί επελαύνουν, έχοντας συντριπτική υπεροχή έναντι των Πολωνών, ας παρακολουθήσουμε τι κάνουν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι και πως εννοούν τον πόλεμο.
Χρόνια μετά, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ο αρχηγός του επιτελείου επιχειρήσεων της ανώτατης γερμανικής διοίκησης στρατάρχης Άλφρεντ Γιοντλ, τους κάρφωνε ανεπανόρθωτα δηλώνοντας: «Αν το 1939 δεν υπεστήκαμε ήττα, αυτό έγινε μόνο και μόνο επειδή οι 110 περίπου γαλλικές και αγγλικές μεραρχίες (που στην διάρκεια του πολέμου μας με την Πολωνία βρίσκονταν στη Δύση, έναντι 23 γερμανικών μεραρχιών) παρέμειναν εντελώς αδρανείς»[xiv]. Πράγματι, ακόμη και τότε, εύκολα οι δυτικοί μπορούσαν να φρενάρουν τον Χίτλερ. Αλλά δεν ήθελαν. Η διεθνής τάση του καπιταλισμού ήταν να ικανοποιηθεί η κυρίαρχη αντίθεση της εποχής. Το θέμα ήταν η ΕΣΣΔ!
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1939, ο Τσάμπερλεν απευθύνεται με ραδιοφωνικό λόγο στον γερμανικό λαό, στη γερμανική γλώσσα.
Η βρετανική αεροπορία ρίχνει βόμβες σε γερμανικά πολεμικά πλοία στο Βίλχελμστχαφεν και στο Μπριούμομπιουτελ. Προκάλεσαν κάποιες ζημιές, αλλά οι Γερμανοί δεν απάντησαν τότε. Λίγες μέρες μετά όμως Γερμανικό υποβρύχιο (U19) βυθίζει το βρετανικό αεροπλανοφόρο Καρέιντζανς.
Οι Βρετανοί, ρίχνουν στη Γερμανία άλλα έξι εκατομμύρια (!!!) προκηρύξεις.
Την ίδια μέρα εκδίδεται το πρώτο ανακοινωθέν του γαλλικού στρατού:
«Άρχισαν επιχειρήσεις [;;;] στην ξηρά, στη θάλασσα και στον αέρα». Θα έπρεπε να έχουν αρχίσει. Αλλά δεν άρχισαν.
Την επομένη, 5 Σεπτεμβρίου 1939, η ΡΑΦ ρίχνει άλλα τρία εκατομμύρια (!!!) προκηρύξεις στην περιοχή του Ρουρ.
Το Γαλλικό ανακοινωθέν της ημέρας:
«Τα γαλλικά στρατεύματα ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό σε όλη τη γραμμή Μοζέλα-Ρήνου». Επαφή είναι και η… χειραψία και μάλλον περί τέτοιας επρόκειτο. Τις επόμενες μέρες, οι Βρετανοί, συνεχίζουν να ρίχνουν προκηρύξεις σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1939 ο Τσάμπερλεν διορίζει τον στρατηγό Γκορτ ανώτατο διοικητή του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στη Γαλλία. Επιτελάρχης ορίζεται ο στρατηγός Άτρενσαϊντ, ένας εντελώς ανίκανος, μα λυσσασμένος εχθρός της ΕΣΣΔ. Μια μικρή… λεπτομέρεια: Εκστρατευτικό σώμα δεν υπήρχε ακόμη.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1939, οι εσωτερικές (δυτικές-προερχόμενες από το έδαφος της Γερμανίας) γερμανικές στρατιές ενώνονται έξω απ’ την Βαρσοβία. Γερμανικά στρατεύματα προωθούνταν στα περίχωρα της πόλης.
Το τρίτο ανακοινωθέν των Γάλλων της 6/9/39 αναφέρει ότι γαλλικά στρατεύματα πέρασαν σε ορισμένα σημεία τη “νεκρή ζώνη” (πρόκειται για ζώνη 3–12 μιλίων πλάτους, που χώριζε τη “γραμμή Μαζινό” από τη “γραμμή Ζίγκφριντ”).
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1939, ο Καναδάς και η Νότιο-Αφρικανική Ένωση κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Είναι, όμως, πολύ μακριά…
Η Αίγυπτος και το Ιράκ που είχαν καταστεί ντε γιούρε ανεξάρτητα κράτη δεν τόλμησαν να κάνουν το ίδιο, γιατί δρούσε σ’ αυτές ισχυρή φασιστική “πέμπτη φάλαγγα”, διέκοψαν όμως τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γερμανία.
Στο διάστημα 10–16 Σεπτεμβρίου 1939, το Γαλλικό ανακοινωθέν επιμένει να αναφέρει ότι τα γαλλικά στρατεύματα προσχωρούν συστηματικά στην περιοχή της «νεκρής ζώνης».
Η είσοδος της ΕΣΣΔ στην Πολωνία
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, οι εξωτερικές γερμανικές στρατιές (από έδαφος Πρωσσίας και Σλοβακίας) συναντώνται στο Μπρεστ Λιτόφσκ.
Η πολωνική κυβέρνηση διαφεύγει στο εξωτερικό. Η Βαρσοβία συνεχίζει να αντιστέκεται ακυβέρνητα. Όλο το μένος της Λουφτβάφε και του πυροβολικού ξεσπά πάνω της. Ο Χίτλερ μη σίγουρος για την αποτελεσματικότητα της στρατιάς του παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις.
Την ίδια ημέρα οι σοβιετικές δυνάμεις περνάνε τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τα 12 εκ. Ουκρανών και Λευκορώσων. Επί πλέον, επαναφέρουν τα σύνορα της ΕΣΣΔ στα 1920 και εξασφαλίζουν βάθος άμυνας για το μέλλον. Η κίνηση αποβαίνει σωτήρια, προς το παρόν, για τα εκατομμύρια των Ουκρανών της δυτ. Ουκρανίας και των Λευκορώσων της δυτ. Λευκορωσίας.
Ας δούμε τι έλεγαν τότε οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των Αγγλογάλλων γι’ αυτήν την ενέργεια των Σοβιετικών.
Οι δυτικές χώρες, αναγνώρισαν ως απολύτως λογική την είσοδο της ΕΣΣΔ στην Πολωνία και στην πραγματικότητα, συμφώνησαν με τις σοβιετικές ενέργειες και αποδέχτηκαν την πρόθεση της Σοβιετικής Ένωσης να διασφαλίσει την εθνική της ασφάλεια. Πράγματι, την 1η Οκτωβρίου 1939 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο πολιτικός επικεφαλής του Βασιλικού Ναυτικού τότε, στην ομιλία του στο ραδιόφωνο είπε: «Η Ρωσία έχει ακολουθήσει μια ψυχρή πολιτική προσωπικού συμφέροντος… Αλλά ότι οι ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να παραμείνουν σε αυτή τη γραμμή [εννοείται το νέο δυτικό σύνορο] είναι σαφώς απαραίτητο για την ασφάλεια της Ρωσίας έναντι της ναζιστικής απειλής».
Στις 4 Οκτωβρίου 1939, μιλώντας στη Βουλή των Λόρδων, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Χάλιφαξ, είπε: «…Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι ενέργειες της σοβιετικής κυβέρνησης ήταν να μετακινήσουν τα σύνορα ουσιαστικά στη γραμμή που προβλεπόταν στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών από τον Λόρδο Κάρζον… αναφέρω ιστορικά γεγονότα και πιστεύω ότι είναι αδιαμφισβήτητα».
Ο Βρετανός πολιτικός και πολιτικός, Ντ. Λόιντ Τζορτζ, κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός, τόνισε: «Ο ρωσικός στρατός κατέλαβε εδάφη που δεν είναι Πολωνικά και που κατασχέθηκαν βίαια από την Πολωνία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Θα ήταν μια πράξη εγκληματικής παραφροσύνης να θέσει κανείς τη ρωσική ανάπτυξη το ίδιο ισότιμα με τη γερμανική”.
Στις 27 Οκτωβρίου 1939, ο ανώτερος σύμβουλος του Τσάμπερλεν, Χ. Γουίλσον, δήλωσε ότι η Πολωνία έπρεπε να αποκατασταθεί ως ανεξάρτητο κράτος στην εθνογραφική της βάση, αλλά χωρίς τη Δυτική Ουκρανία και τη Λευκορωσία.
Σε άτυπες επικοινωνίες με τον Σοβιετικό πληρεξούσιο εκπρόσωπο, Ιβάν Μάισκι, Βρετανοί διπλωμάτες και πολιτικοί υψηλού επιπέδου μίλησαν ακόμα πιο ανοιχτά. Στις 17 Οκτωβρίου 1939 ο υφυπουργός Εξωτερικών, Ρ. Α. Μπάτλερ, του εμπιστεύτηκε ότι οι βρετανικοί κυβερνητικοί κύκλοι πίστευαν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζήτημα επιστροφής της Δυτικής Ουκρανίας και της Λευκορωσίας στην Πολωνία. Σύμφωνα με τον ίδιο, εάν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί μια εθνογραφική Πολωνία μέτριου μεγέθους με εγγύηση όχι μόνο της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, αλλά και της Βρετανίας και της Γαλλίας, η βρετανική κυβέρνηση θα ήταν αρκετά ικανοποιημένη. Στις 27 Οκτωβρίου 1939, ο ανώτερος σύμβουλος του Τσάμπερλεϊν, Χ. Γουίλσον, δήλωσε ότι η Πολωνία έπρεπε να αποκατασταθεί ως ανεξάρτητο κράτος στην εθνογραφική της βάση, αλλά χωρίς τη Δυτική Ουκρανία και τη Λευκορωσία.
Στις 24–25 Σεπτεμβρίου 1939, οι Βρετανοί ξαναρίχνουν… προκηρύξεις στη Γερμανία. Από την αρχή του “πολέμου” έχουν ριχτεί 18 εκατομμύρια… προκηρύξεις.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1939, η Βαρσοβία παραδίδεται. Πολωνία δεν υφίσταται. Παρ’ όλα αυτά οι υπεροπλισμένοι Γερμανοί χρειάστηκαν ένα μήνα για να καταλάβουν την Πολωνία και είχαν απώλειες που τους ξάφνιασαν. Πολλά από τα πάντσερ (ελαφριά, βενζινοκίνητα και αναξιόπιστα, όπως αποδείχτηκε) καταστράφηκαν από τα πολωνικά αντιαρματικά και χάθηκαν περίπου 600 αεροπλάνα. Ένα μέρος του πολωνικού στρατού καταφέρνει να διαφύγει στη Γαλλία. Ένα άλλο αρχίζει να ανασυγκροτείται στην Σοβιετική ζώνη. Οι Γερμανοί άρχισαν να δείχνουν πώς θα μεταχειρίζονταν τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, τους οποίους θεωρούσαν κατώτερους. Ειδικά αποσπάσματα των ΕΣ-ΕΣ άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Εβραίους. Οι περισσότεροι Εβραίοι εξαναγκάζονται να κλειστούν σε γκέτο όπου λιμοκτονούν. Άλλοι εκτελούνται επί τόπου.
Αλλά ο περιβόητος σερ Σάμουελ Χόαρ δεν… απογοητεύεται και δηλώνει:
«Ο κομμουνισμός είναι τώρα ο μεγάλος κίνδυνος, μεγαλύτερος ακόμα κι απ’ τη ναζιστική Γερμανία. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις κινήσεις μας με τη Ρωσία και να μην καταστρέψουμε τη δυνατότητα της ένωσης, στην ανάγκη, με μια νέα γερμανική κυβέρνηση, ενάντια σ’ ένα κοινό κίνδυνο.»[xv]
Το Πολωνικό κράτος – δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλλιών, παύει να υπάρχει. Ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της Πολωνίας εγκαταλείπουν τη χώρα και καταφεύγουν στη Ρουμανία. Θα παραμείνει η ηρωική εστία αντίστασης της περικυκλωμένης Βαρσοβίας που θα “πέσει” στις 28/9.
Ο φασισμός, τα επόμενα έξι χρόνια θα αιματοκυλίσει τον κόσμο, σ’ έναν πόλεμο με στόχο την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, μέχρι η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο και το αστέρι καρφωθεί στο Ράιχσταγκ.
_________________________________________________
[i] Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», τόμος 1, σ. 283. Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 30.
[ii] Χέρμπερτ Φέις: «Τσώρτσιλ-Ρούσβελτ-Στάλιν», Λονδίνο 1957, σελ. 4. Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 31).
[iii] Έντγκαρ Χόλτη: «Ο Κόσμος στον Πόλεμο», Λονδίνο 1956, σελ. 10. Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 30.
[iv] Χιου Ντάλτον: «Τα μοιραία Χρόνια»-Απομνημονεύματα 1931–1945, σελ. 195.
[v] Μ. Φρέυντ: «Deutsche Geschichte», 1960, σελ. 623. Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 31.
[vi] G. Badia, II, σελ. 119. Από ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 3η έκδοση, 2013, σελ. 79.
[vii] Ι.Μ. ΜΑΪΣΚΙ. Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ, σελ. 221
[viii] *ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ,3η έκδοση, σελ. 152
[ix] G. Badia, II, σελ. 121, από ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ,3η έκδοση, σελ. 152
[x] Αmbrose, S.E, Sulzberger C.L.: World War II, New York 1997, σελ. 39.
[xi] Ι. ΜΑΪΣΚΙ, Ο Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ και «κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Βουλή των Κοινοτήτων 2/9/1939».
[xii] ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ,3η έκδοση, σελ. 94.
[xiii]Ι. ΜΑΪΣΚΙ, Ο Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ. [xiv]«Αναμνήσεις και Στοχασμοί Γ.Κ. Ζούκοφ, Σ.Ε..[xv] ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ,3η έκδοση, σελ. 94.
