Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

10 Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Φίλε, τους τάφους που σκά­βου­με τους λένε χαρα­κώ­μα­τα. Τις παγί­δες που στή­νου­με τις λένε οδο­φράγ­μα­τα. Τη φύτρα όμως που σπέρ­νου­με την λέμε επα­νά­στα­ση. Στ΄ όνο­μα αυτού του και­νούρ­γιου που γεν­νιέ­ται, χιλιά­δες, δεκά­δες χιλιά­δες πέθα­ναν στις φυλα­κές, στις εξο­ρί­ες, στα παγω­μέ­να ορυ­χεία της Σιβηρίας.

Φίλε, Ελπί­δα θέλω να γεμί­σω την καρ­διά σου, από την ελπί­δα που κι εγώ από τότε πήρα. Τις λέξεις που θα πω μην τις πάρεις σαν ήχο με γράμ­μα­τα μεταλ­λι­κά. Σαν καρύ­δι σκλη­ρό που μέσα του κρύ­βει δυνά­μεις εκρη­κτι­κές να τις πάρεις. Να είναι το σμί­ξι­μο λει­τουρ­γι­κό. Μαζί μας φίλε σύντρι­ψε την λέξη. Λευ­τέ­ρω­σε το νόη­μα και την δύνα­μη της για να κυριευ­τείς από το μεγα­λείο, την κοσμο­γο­νία, το συνέ­παρ­μα της νέας δημιουρ­γί­ας που φυσά από άκρο σε άκρο σε όλη την επανάσταση.

Την επα­νά­στα­ση του Ρώσου εργά­τη, του Ρώσου μου­ζί­κου. Του μπολσεβίκου.

Άκου­σα για το νιο θεό. Είδα άστρο λαμπε­ρό και κίνη­σα να πάω ξοπί­σω. Δύσκο­λη στιγ­μή, δύσκο­λη γέν­να. Η Ρωσία αγκο­μα­χώ­ντας από τους πόνους γεν­νά τον και­νούρ­γιο κόσμο. Η υπό­γεια φωτιά της εξέ­γερ­σης που σιγο­καί­ει στην ψυχή των κατα­πιε­σμέ­νων, σπά­ει τον φλοιό που είχε αρχί­σει να σκλη­ραί­νει την επι­φά­νεια της εκμε­τάλ­λευ­σης και σαν λάβα επα­να­στα­τι­κή ξεχύ­νε­ται, δρά­ση και λόγος δυνα­τός και πύρινος.

Συζη­τή­σεις, συνε­λεύ­σεις, συνε­δριά­σεις, ατε­λεί­ω­τα συλ­λα­λη­τή­ρια. Στους δρό­μους, στα για­πιά, στους σταθ­μούς, στις φάμπρι­κες, στο πηχτό παγω­μέ­νο σκο­τά­δι, μαζεύ­ο­νται πυκνά πλή­θη λαού.

Μπολ­σε­βί­κοι ομι­λη­τές, επι­σκέ­πτο­νται στρα­τώ­νες και χώρους δου­λειάς. Μιλούν για Ειρή­νη. Για ψωμί, για μόρ­φω­ση, για την εξου­σία των εργα­τών και αγρο­τών στα Σοβιέτ.

Η κυβέρ­νη­ση Κερέν­σκι φερέ­φω­νο της ξιπα­σμέ­νης αστι­κής τάξης, είναι ενά­ντια στους εργά­τες, στους αγρό­τες, τους στρα­τιώ­τες. Ενά­ντια στη φτω­χο­λο­γιά. Τα γρα­φεία της Επα­να­στα­τι­κής Επι­τρο­πής βουί­ζουν αδιά­κο­πα σαν μελίσ­σια ολό­κλη­ρα εικο­σι­τε­τρά­ω­ρα. Τα εργο­στά­σια, οι απο­θή­κες, τα χαμό­σπι­τα, γεμί­ζουν με όπλα. Τα Σοβιέτ συνε­δριά­ζουν θυελ­λώ­δι­κα. Από την άλλη ουρές ατέ­λειω­τες μπρο­στά στα μαγα­ζιά για μία πατά­τα για ένα κομ­μά­τι ψωμί. Και ενώ ο λαός πει­νά, οι χαρ­το­παι­κτι­κές λέσχες δου­λεύ­ουν μέχρι το χάρα­μα, από χαραυ­γή σε χαραυ­γή. Η σαμπά­νια τρέ­χει σαν ποτά­μι. Το ποντα­ρι­λί­κι φθά­νει μέχρι και 20.000 ρού­βλια.  Μοναρ­χι­κοί συνω­μό­τες, Γερ­μα­νοί πρά­χτο­ρες, μεγα­λό – αρπά­χτρες κάνουν σχέ­δια για λαθρε­μπό­ριο και κερ­δο­σκο­πία.  Ένας αλλό­κο­τος φρε­νια­σμέ­νος κόσμος που στρο­βι­λί­ζε­ται. Η Πετρού­πο­λη ανα­στε­νά­ζει κάτω από ένα ασή­κω­το βου­ε­ρό βάρος.

Τα χει­με­ρι­νά ανά­κτο­ρα πέφτουν!

Δέκα μέρες ασύλ­λη­πτης έντα­σης και γεγονότων

Δέκα μέρες που ανέ­τρε­ψαν το ρουν της Ιστορίας

Δέκα μέρες που γύρι­σε η Γης τα πάνω κάτω

Δέκα μέρες που ξύπνη­σαν τις κατα­πιε­σμέ­νες συνει­δή­σεις, των μαζών όλου του κόσμου, καθώς γεύ­τη­καν την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας τους.

Δέκα μέρες που φού­σκω­σε η παγκό­σμια κόκ­κι­νη παλίρροια

Δέκα μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο

___________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο