Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς — Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ

«Η ΚΕ του ΚΚΕ τιμά την επέ­τειο συμπλή­ρω­σης 100 χρό­νων από την ίδρυ­ση της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς (ΚΔ) (2 — 6 Μάρ­τη 1919). Ανα­γνω­ρί­ζει τη συμ­βο­λή της στο διε­θνές εργα­τι­κό και κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, επι­ση­μαί­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να την ανά­γκη άντλη­σης διδαγ­μά­των από την πεί­ρα που συσ­σώ­ρευ­σε η δρά­ση της.

Η ΚΔ, τέκνο της νίκης της Οκτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης στη Ρωσία (1917), ήρθε να αντα­πο­κρι­θεί στην ανά­γκη συντο­νι­σμού και ενό­τη­τας του διε­θνούς επα­να­στα­τι­κού εργα­τι­κού κινήματος.

Σημα­ντι­κή ήταν η προ­σφο­ρά της ΚΔ στη στή­ρι­ξη και την ενδυ­νά­μω­ση των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των σε παγκό­σμια κλί­μα­κα, η διε­θνι­στι­κή ανι­διο­τε­λής αλλη­λεγ­γύη της στους αγω­νι­ζό­με­νους και κατα­πιε­ζό­με­νους λαούς, όπως αυτή που προ­σέ­φε­ρε με τη συγκρό­τη­ση των “Διε­θνών Ταξιαρ­χιών” στο πλευ­ρό του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ισπα­νί­ας (1936 — 1938).

Πλευ­ρές της δρά­σης της ΚΔ ήταν και η πολύ­πλευ­ρη βοή­θειά της προς τους διω­κό­με­νους αγω­νι­στές σε όλο τον κόσμο, η εκδο­τι­κή — μορ­φω­τι­κή της δρα­στη­ριό­τη­τα, η οργά­νω­ση σχο­λών κατάρ­τι­σης στε­λε­χών με την επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία του μαρ­ξι­σμού — λενι­νι­σμού, η λει­τουρ­γία δικτύ­ων πολι­τι­κής πλη­ρο­φό­ρη­σης και δημο­σιο­γρα­φι­κής ενημέρωσης.

Τα προ­βλή­μα­τα και οι αντι­φά­σεις στη στρα­τη­γι­κή της ΚΔ, που επέ­δρα­σαν αρνη­τι­κά σε όλα τα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα — μέλη της, δεν αναι­ρούν την προ­σφο­ρά της στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνημα.

Η κλη­ρο­νο­μιά της ΚΔ, η μελέ­τη της πεί­ρας της, είναι πολύ­τι­μη σήμε­ρα για την ανα­σύ­ντα­ξη του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος, για τη δια­μόρ­φω­ση ενιαί­ας επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής ενά­ντια στην καπι­τα­λι­στι­κή εξουσία.

Από την Α’ Διεθνή στην Γ’ (Κομμουνιστική) Διεθνή

1. Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρί­ντριχ Ενγκελς, από τον και­ρό ακό­μα των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων, ανέ­δει­ξαν τον ιστο­ρι­κό ρόλο της εργα­τι­κής τάξης ως “νεκρο­θά­φτη του καπι­τα­λι­σμού” και το διε­θνι­στι­κό χαρα­κτή­ρα της πάλης της. Θεμε­λί­ω­σαν επι­στη­μο­νι­κά την ανα­γκαιό­τη­τα και τη δυνα­τό­τη­τα της εργα­τι­κής κομ­μου­νι­στι­κής επα­νά­στα­σης και έθε­σαν ως απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για τη νίκη της τη διε­θνή οργά­νω­ση του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος. Ασχο­λή­θη­καν με το ζήτη­μα της σύν­δε­σης του αγώ­να της εργα­τι­κής τάξης για την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας με τον πόλε­μο που διε­ξή­γα­γαν τα αστι­κά κρά­τη μετα­ξύ τους για τη δια­νο­μή των αγο­ρών και των πηγών πρώ­των υλών.

Οι Μαρξ — Ενγκελς ήταν οι πρω­τερ­γά­τες στην ίδρυ­ση της Διε­θνούς Ένω­σης των Εργα­τών ή Α΄ Διε­θνούς, που συγκρο­τή­θη­κε στις 28 Σεπτέμ­βρη 1864 από εργα­τι­κές συν­δι­κα­λι­στι­κές ενώ­σεις, εται­ρεί­ες αλλη­λο­βο­ή­θειας, πολι­τι­κές και πολι­τι­στι­κές ομά­δες, συνω­μο­τι­κές οργα­νώ­σεις. Η Α΄ Διε­θνής ιδρύ­θη­κε ως διε­θνής οργά­νω­ση με τμή­μα­τα και πόλους στις διά­φο­ρες χώρες. Έκα­νε έκκλη­ση στη διε­θνή αλλη­λεγ­γύη των εργα­τών, προει­δο­ποιώ­ντας την εργα­τι­κή τάξη, ιδιαί­τε­ρα τους Γερ­μα­νούς και Γάλ­λους εργά­τες, για τον κίν­δυ­νο γαλ­λο­γερ­μα­νι­κού πολέ­μου που μπο­ρού­σε να μετα­τρα­πεί σε πόλε­μο προ­σάρ­τη­σης. Η Ιδρυ­τι­κή Δια­κή­ρυ­ξη της Α΄ Διε­θνούς, εμπνευ­σμέ­νη από το Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο, συνι­στού­σε σημα­ντι­κό ντο­κου­μέ­ντο στους αγώ­νες και τη γενι­κή προ­ο­πτι­κή της εργα­τι­κής τάξης.

Σε όλη την πορεία της Α΄ Διε­θνούς οι Μαρξ — Ενγκελς ηγή­θη­καν στη θεω­ρη­τι­κή δια­πά­λη στους κόλ­πους της ενά­ντια σε μικρο­α­στι­κές και άλλες αντι­λή­ψεις, που απο­μά­κρυ­ναν την εργα­τι­κή τάξη από την άσκη­ση του αυτο­τε­λούς ρόλου της. Αντι­πά­λε­ψαν τον οπορ­του­νι­σμό, τον μπα­κου­νι­σμό, το λασα­λι­σμό και τον αγγλι­κό συν­δι­κα­λι­σμό (τρεϊ­ντ­γιου­νιο­νι­σμό).

Ανε­ξάρ­τη­τα από τα προ­βλή­μα­τα ιδε­ο­λο­γι­κής ανο­μοιο­γέ­νειας, καθώς από τις Οργα­νώ­σεις της δεν είχε υιο­θε­τη­θεί ο επι­στη­μο­νι­κός σοσια­λι­σμός, η Α΄ Διε­θνής συντέ­λε­σε στο δυνά­μω­μα της δρά­σης των συν­δι­κά­των σε εθνι­κό και διε­θνές επί­πε­δο, στην ανά­πτυ­ξη του πολι­τι­κού χαρα­κτή­ρα της δρά­σης τους. Έδω­σε ώθη­ση στη συνει­δη­το­ποί­η­ση της ανά­γκης δημιουρ­γί­ας εργα­τι­κών πολι­τι­κών κομ­μά­των. Η διά­λυ­σή της (1876) ήταν απο­τέ­λε­σμα της ανε­πάρ­κειάς της να εκπλη­ρώ­σει το ρόλο της σε συν­θή­κες νέων απαι­τή­σε­ων, που έγι­νε φανε­ρή και μετά την ήττα της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας (1871), σε μια περί­ο­δο που ο καπι­τα­λι­σμός άρχι­σε να περ­νά στο ανώ­τα­το και τελευ­ταίο στά­διό του, το ιμπεριαλιστικό.

2. Η Β΄ Διε­θνής συγκρο­τή­θη­κε στις 14 Ιού­λη 1889 στο Παρί­σι, 100 χρό­νια από το ξέσπα­σμα της αστι­κής Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης και την πτώ­ση της Βαστί­λης, σε περί­ο­δο γρή­γο­ρης ανά­πτυ­ξης και επέ­κτα­σης του παγκό­σμιου καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, με τον σχη­μα­τι­σμό των μονο­πω­λί­ων και του χρη­μα­τι­στι­κού κεφα­λαί­ου καθώς και ορμη­τι­κής ανά­πτυ­ξης του εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Βασί­στη­κε κυρί­ως σε κόμ­μα­τα που δια­μορ­φώ­θη­καν από τις παλιές ομο­σπον­δί­ες και ομά­δες της Α΄ Διε­θνούς, στα οποία — παρά το γεγο­νός ότι ο μαρ­ξι­σμός είχε γίνει κυρί­αρ­χο ρεύ­μα στο εργα­τι­κό κίνη­μα — ασκού­σαν επί­δρα­ση ρεφορ­μι­στι­κές, αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στι­κές και άλλες οπορ­του­νι­στι­κές δυνά­μεις. Τα περισ­σό­τε­ρα κόμ­μα­τα ήταν αδύ­να­μα οργα­νω­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά και δέχο­νταν πιέ­σεις για τον περιο­ρι­σμό της πάλης στο πλαί­σιο της αστι­κής νομιμότητας.

Τελι­κά, η κυριαρ­χία του ρεφορ­μι­σμού στα κόμ­μα­τα της Β΄ Διε­θνούς είχε αντι­κει­με­νι­κά υλι­κά στη­ρίγ­μα­τα στους κόλ­πους των καπι­τα­λι­στι­κά ανα­πτυγ­μέ­νων κοι­νω­νιών της Δύσης, στο βαθ­μό που η εκμε­τάλ­λευ­ση των αποι­κιών τούς έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα για παρα­χω­ρή­σεις στην εργα­τι­κή τάξη και για τη δια­μόρ­φω­ση εκτε­τα­μέ­νης εργα­τι­κής αριστοκρατίας.

Η Β΄ Διε­θνής δεν λει­τούρ­γη­σε ως διε­θνές επα­να­στα­τι­κό κέντρο, αφού δεν δια­μόρ­φω­σε ενιαίο καθο­δη­γη­τι­κό όργα­νο και κοι­νό Πρό­γραμ­μα και Κατα­στα­τι­κό, ούτε εξέ­δω­σε δημο­σιο­γρα­φι­κό όργα­νο, ενώ οι Απο­φά­σεις των Συνε­δρί­ων της δεν ήταν δεσμευ­τι­κές για κάθε εθνι­κό κόμμα.

Η Β΄ Διε­θνής δια­λύ­θη­κε (1916) λόγω της κυριαρ­χί­ας της οπορ­του­νι­στι­κής παρέκ­κλι­σης, που οδή­γη­σε στην προ­δο­σία των συμ­φε­ρό­ντων της εργα­τι­κής τάξης υπέρ της αστι­κής τάξης στον Α΄ Παγκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στι­κό Πόλεμο.

Οι περισ­σό­τε­ροι ηγέ­τες της Β΄ Διε­θνούς βρέ­θη­καν σε αντί­πα­λα ιμπε­ρια­λι­στι­κά στρα­τό­πε­δα, ορι­σμέ­νοι έγι­ναν και υπουρ­γοί πολέ­μου. Η προ­δο­σία τους δεν ήταν κεραυ­νός εν αιθρία, αλλά το απο­τέ­λε­σμα της ρεφορ­μι­στι­κής γραμ­μής και της συνερ­γα­σί­ας με την αστι­κή τάξη σε και­ρό ειρή­νης και “της υπε­ρά­σπι­σης της αστι­κής πατρί­δας” σε και­ρό πολέ­μου. Ο ρεφορ­μι­σμός γέν­νη­σε τον σοσιαλ­σο­βι­νι­σμό. Φωτει­νή εξαί­ρε­ση απο­τέ­λε­σαν οι μπολ­σε­βί­κοι στη Ρωσία, υπό την ηγε­σία του Β. Ι. Λένιν, οι Διε­θνι­στές — Σπαρ­τα­κι­στές στη Γερ­μα­νία (Καρλ Λίμπ­κνεχτ, Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, Φραντς Μέρινγκ κ.ά.) και ορι­σμέ­νοι Βαλ­κά­νιοι σοσιαλιστές.

Η Κομμουνιστική Διεθνής από την ίδρυση έως την αυτοδιάλυσή της

3. Ο Α΄ Παγκό­σμιος ιμπε­ρια­λι­στι­κός Πόλε­μος επι­τά­χυ­νε τη δια­δι­κα­σία μετα­τρο­πής των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κομ­μά­των σε αστι­κά αντε­πα­να­στα­τι­κά. Η νικη­φό­ρα Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση στη Ρωσία, το 1917, επι­βε­βαί­ω­σε τη δυνα­τό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης να πάρει επα­να­στα­τι­κά στα χέρια της την εξου­σία. Έφε­ρε ξανά στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη την ανά­γκη συγκρό­τη­σης ενιαί­ου παγκό­σμιου επα­να­στα­τι­κού κέντρου με επα­να­στα­τι­κές αρχές και οργα­νω­τι­κή δομή, στη βάση της θεω­ρί­ας των Μαρξ — Ενγκελς και της πεί­ρας της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Ο Λένιν ηγή­θη­κε στην πάλη για τη συγκρό­τη­ση αυτού του κέντρου. Έθε­σε το θέμα της αλλα­γής των Προ­γραμ­μά­των των εργα­τι­κών κομ­μά­των, τη μετο­νο­μα­σία τους σε Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα και την ανά­γκη ίδρυ­σης μιας νέας Διεθνούς.

Η ΚΔ ιδρύ­θη­κε σε συν­θή­κες ανό­δου του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος στην Ευρώ­πη, που εκφρά­στη­κε κυρί­ως με τις εργα­τι­κές εξε­γέρ­σεις στη Φιν­λαν­δία (1918), στη Γερ­μα­νία (1918 — 1923) και στην Ουγ­γα­ρία (1919) καθώς και με τη δρά­ση πρω­το­πό­ρων εργα­τών σε όλον τον κόσμο, με απερ­γί­ες, δια­δη­λώ­σεις και μποϊ­κο­τάζ στη μετα­φο­ρά πολε­μο­φο­δί­ων κατά την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση 14 κρα­τών στην επα­να­στα­τη­μέ­νη Ρωσία. Η ΚΔ έδω­σε σημα­ντι­κή ώθη­ση στην ίδρυ­ση Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των, ανε­ξάρ­τη­τα από το γεγο­νός ότι αυτά, αν και υιο­θε­τού­σαν τις δια­κη­ρύ­ξεις της, δεν είχαν ακό­μα απο­κτή­σει την ιδε­ο­λο­γι­κή — πολι­τι­κή ωρι­μό­τη­τα για τη δια­μόρ­φω­ση επι­στη­μο­νι­κά επε­ξερ­γα­σμέ­νου Προ­γράμ­μα­τος και αντί­στοι­χης στρατηγικής.

4. Στο 1ο Ιδρυ­τι­κό Συνέ­δριο της ΚΔ πήραν μέρος 52 αντι­πρό­σω­ποι από 35 Οργα­νώ­σεις 31 χωρών της Ευρώ­πης, της Αμε­ρι­κής και της Ασί­ας, ενώ ορι­σμέ­νοι αντι­πρό­σω­ποι δεν έφτα­σαν στο Συνέ­δριο, για­τί είχαν συλ­λη­φθεί από τις αστι­κές κυβερ­νή­σεις. Με την ίδρυ­ση της ΚΔ επι­ση­μο­ποι­ή­θη­κε η διά­σπα­ση σε διε­θνές και εθνι­κό επί­πε­δο, που είχε συντε­λε­στεί σε μια σει­ρά από σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμματα.

Η Δια­κή­ρυ­ξη του Συνε­δρί­ου εκτι­μού­σε: «Άρχι­σε μια και­νούρ­για επο­χή! Είναι η επο­χή κατάρ­ρευ­σης του καπι­τα­λι­σμού και της εσω­τε­ρι­κής του απο­σύν­θε­σης. Η επο­χή της προ­λε­τα­ρια­κής κομ­μου­νι­στι­κής επα­νά­στα­σης…». H Προ­γραμ­μα­τι­κή Δια­κή­ρυ­ξη της ΚΔ πρό­βα­λε τη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, αντι­πα­ρα­τέ­θη­κε στην αστι­κή δημο­κρα­τία ως μορ­φής της δικτα­το­ρί­ας του κεφα­λαί­ου, δια­μόρ­φω­σε Μανι­φέ­στο προς το διε­θνές προλεταριάτο.

Τον Νοέμ­βρη του 1919 ιδρύ­θη­κε η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής των Νέων στο Βερο­λί­νο για την ένω­ση των επα­να­στα­τι­κών δυνά­με­ων της νεο­λαί­ας, με βάση τη γενι­κή γραμ­μή της ΚΔ και με πρό­τα­ξη διεκ­δι­κή­σε­ων για τους όρους εκπαί­δευ­σης, ζωής, δου­λειάς της νεο­λαί­ας και την πάλη κατά του μιλιταρισμού.

Τον Γενά­ρη 1920 ιδρύ­θη­κε η Βαλ­κα­νι­κή Κομ­μου­νι­στι­κή Ομο­σπον­δία (ΒΚΟ), ως ενιαίο κέντρο των Βαλ­κα­νι­κών ΚΚ, της οποί­ας η πρώ­τη Από­φα­ση ήταν η προ­σχώ­ρη­ση στην ΚΔ.

Η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής είχε να αντι­πα­λέ­ψει την επί­δρα­ση της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στο εργα­τι­κό κίνη­μα. Κατά την έξο­δο από τον πόλε­μο, τα αστι­κά επι­τε­λεία και οι οπορ­του­νι­στι­κές δυνά­μεις προ­σαρ­μό­στη­καν, με απο­τέ­λε­σμα στην προ­πα­γάν­δα τους να κυριαρ­χεί ο πασι­φι­σμός (ειρη­νι­σμός), σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την ανά­γκη να παλέ­ψει η εργα­τι­κή τάξη για την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας. Σε αυτήν τη βάση ανα­συ­γκρο­τή­θη­κε η Β΄ Διε­θνής, ενώ μετά την ίδρυ­ση της Γ΄ Διε­θνούς λει­τούρ­γη­σε για λίγα χρό­νια και η λεγό­με­νη 2 ½ Διε­θνής, στην οποία συσπει­ρω­νό­ταν η φερό­με­νη ως “αρι­στε­ρή” σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία. Και οι δύο αυτές οργα­νώ­σεις συνέ­χι­σαν να έχουν επιρ­ροή στο εργα­τι­κό κίνη­μα, βοη­θού­με­νες και από τις αστι­κές κυβερ­νή­σεις. Σε διε­θνές επί­πε­δο αντι­πά­λε­ψαν τη σοβιε­τι­κή εξου­σία. Ταυ­τό­χρο­να, η Β΄ και η 2 ½ Διε­θνής συσπει­ρώ­θη­καν στη Συν­δι­κα­λι­στι­κή Διε­θνή του Άμστερ­νταμ, η οποία στη­ρί­χτη­κε από το Διε­θνές Γρα­φείο Εργα­σί­ας, όργα­νο της ιμπε­ρια­λι­στι­κής Κοι­νω­νί­ας των Εθνών, με σκο­πό να προ­ω­θή­σουν τις ανα­γκαί­ες αστι­κές προ­σαρ­μο­γές και την ταξι­κή συνεργασία.

5. Το 2ο Συνέ­δριο της ΚΔ (Πετρού­πο­λη και Μόσχα, 6 — 25 Ιού­λη 1920) ψήφι­σε Θέσεις και Κατα­στα­τι­κό. Οι Θέσεις έθε­ταν τα ζητή­μα­τα της άμε­σης προ­ε­τοι­μα­σί­ας για την προ­λε­τα­ρια­κή δικτα­το­ρία, του σχη­μα­τι­σμού σε κάθε χώρα ενός ενιαί­ου ΚΚ, της ενί­σχυ­σης της δρά­σης των ομί­λων και των κομ­μά­των που ανα­γνώ­ρι­ζαν τη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, του συν­δυα­σμού της νόμι­μης με την παρά­νο­μη δου­λειά. Παράλ­λη­λα, εκτι­μού­σαν ότι η δρά­ση των κομ­μά­των και των ομί­λων ήταν “μακριά από το να έχει υπο­στεί αυτήν τη βασι­κή μετα­βο­λή, αυτήν τη ριζι­κή ανα­νέ­ω­ση, που είναι ανα­γκαία για ν’ ανα­γνω­ρι­σθεί η δρά­ση αυτή ως κομ­μου­νι­στι­κή και αντα­πο­κρι­νό­με­νη προς τα καθή­κο­ντα που έχουν στις παρα­μο­νές της επι­βο­λής της προ­λε­τα­ρια­κής δικτατορίας”.

Μεγά­λης σημα­σί­ας ντο­κου­μέ­ντο του Συνε­δρί­ου απο­τέ­λε­σε το κεί­με­νο με τους 21 δεσμευ­τι­κούς όρους εισ­δο­χής στην ΚΔ, τους οποί­ους ειση­γή­θη­κε ο Λένιν, επι­κρί­νο­ντας τους οπορ­του­νι­στές και τους ταλα­ντευό­με­νους αντι­προ­σώ­πους στο Συνέ­δριο, που υπο­στή­ρι­ζαν ότι ο μπολ­σε­βι­κι­σμός ήταν απο­κλει­στι­κά ρωσι­κό φαι­νό­με­νο. Ανέ­δει­ξε την καθο­λι­κή ισχύ του, που δεν ερχό­ταν σε αντί­θε­ση με τον υπο­λο­γι­σμό των όποιων εθνι­κών ιδιο­μορ­φιών. Βασι­κοί από τους 21 όρους ήταν η εκκα­θά­ρι­ση των κομ­μά­των από τα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά και άλλα ρεφορ­μι­στι­κά στοι­χεία, η απο­δο­χή της αρχής του δημο­κρα­τι­κού συγκε­ντρω­τι­σμού στο εσω­τε­ρι­κό κάθε κόμ­μα­τος και της ΚΔ, η δια­γρα­φή όσων δια­φω­νού­σαν με τις θέσεις της ΚΔ, η κατα­δί­κη του πασι­φι­σμού και του σοσιαλ­σο­βι­νι­σμού και κατά προ­έ­κτα­ση της αποικιοκρατίας.

Ο Λένιν, με το σημα­ντι­κό έργο του “Ο αρι­στε­ρι­σμός παι­δι­κή αρρώ­στια του κομ­μου­νι­σμού”, πολέ­μη­σε τον σεχτα­ρι­σμό που απέρ­ρι­πτε την ανα­γκαιό­τη­τα συν­δυα­σμού όλων των μορ­φών πάλης, τον κοι­νο­βου­λευ­τι­κό και εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κό μαζι­κό αγώ­να. Ωστό­σο, η ανα­γκαία δια­πά­λη με αυτήν την μορ­φή παρέκ­κλι­σης αξιο­ποι­ή­θη­κε από τον δεξιό οπορ­του­νι­σμό για την ενί­σχυ­σή του στις γραμ­μές κομ­μά­των της ΚΔ.

Παράλ­λη­λα με τις εργα­σί­ες του 2ου (και αργό­τε­ρα του 3ου) Συνε­δρί­ου της ΚΔ, συγκλή­θη­καν Διε­θνείς Συν­δια­σκέ­ψεις γυναι­κών αντι­προ­σώ­πων, για την ιδιαί­τε­ρη δου­λειά στις γυναί­κες. Με έδρα τη Μόσχα, λει­τούρ­γη­σε η Διε­θνής Γραμ­μα­τεία Γυναι­κών με επι­κε­φα­λής την Κλά­ρα Τσέτκιν.

6. Το 3ο Συνέ­δριο της ΚΔ (Μόσχα, 22 Ιού­νη — 12 Ιού­λη 1921) επι­χεί­ρη­σε να βελ­τιώ­σει τη δρά­ση των κομ­μου­νι­στών ανά­με­σα σε πολι­τι­κά ανώ­ρι­μες εργα­τι­κές δυνά­μεις, καθώς η πλειο­ψη­φία των συν­δι­κα­λι­σμέ­νων εργα­τών παρέ­με­νε εγκλω­βι­σμέ­νη στα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα, ενώ σε ορι­σμέ­να συνε­χι­ζό­ταν οξυ­μέ­νη ιδε­ο­λο­γι­κή δια­πά­λη στο εσω­τε­ρι­κό τους, όπως στη Γερ­μα­νία και την Ιταλία.

Οι επα­να­στα­τι­κές εξε­γέρ­σεις στη Φιν­λαν­δία, στη Γερ­μα­νία και στην Ουγ­γα­ρία απο­τέ­λε­σαν ιστο­ρι­κούς σταθ­μούς μεγά­λης σημα­σί­ας. Το γεγο­νός όμως ότι δεν είχαν νικη­φό­ρα έκβα­ση, οδή­γη­σε στη δυσμε­νή αλλα­γή του συσχε­τι­σμού δυνά­με­ων. Ταυ­τό­χρο­να, στα­θε­ρο­ποι­ή­θη­κε η αστι­κή εξου­σία, με απο­τέ­λε­σμα το ζήτη­μα “μεταρ­ρύθ­μι­ση ή επα­νά­στα­ση” να προ­βάλ­λει ως κομ­βι­κό στοι­χείο της ιδε­ο­λο­γι­κής δια­πά­λης στις γραμ­μές του επα­να­στα­τι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Συντε­λού­σε και η πίε­ση που ασκού­σε η ισχυ­ρή επιρ­ροή της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στα συν­δι­κά­τα, στα οποία οι κομ­μου­νι­στές είχαν αδύ­να­μη παρου­σία εξαι­τί­ας και των διώ­ξε­ων, του απο­κλει­σμού τους από τους εργα­σια­κούς χώρους και της γενι­κευ­μέ­νης αντι­δρα­στι­κής προ­πα­γάν­δας για “απο­κομ­μου­νι­στι­κο­ποί­η­ση” των συνδικάτων.

Το 3ο Συνέ­δριο έρι­ξε το σύν­θη­μα “Ανά­με­σα στις μάζες” και τη γραμ­μή του “Ενιαί­ου Εργα­τι­κού Μετώ­που”, που θα βοη­θού­σε, σε μη επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, την κοι­νή δρά­ση εργα­τών που επη­ρε­ά­ζο­νταν από δια­φο­ρε­τι­κές πολι­τι­κές και συν­δι­κα­λι­στι­κές οργανώσεις.

Το πιο βασι­κό πρό­βλη­μα ήταν ότι στις νέες, μη επα­να­στα­τι­κές, συν­θή­κες δεν αξιο­ποι­ή­θη­καν, ως πεί­ρα, τα διδάγ­μα­τα της επα­να­στα­τι­κής γραμ­μής δια­πά­λης στα Σοβιέτ. Τότε, από τον Φλε­βά­ρη έως τον Οκτώ­βρη του 1917, για την κατά­κτη­ση της πλειο­ψη­φί­ας στα Σοβιέτ υπήρ­ξε ισχυ­ρό ιδε­ο­λο­γι­κό μέτω­πο απέ­να­ντι στους μεν­σε­βί­κους, οπορ­του­νι­στές που είχαν μειο­ψη­φή­σει ήδη πριν το 1917 στο Σοσια­λι­στι­κό Δημο­κρα­τι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα Ρωσί­ας (ΣΔΕΚΡ).

Στη διάρ­κεια του 3ου Συνε­δρί­ου της ΚΔ, ιδρύ­θη­κε (3 Ιού­λη 1921) η Κόκ­κι­νη Διε­θνής των Εργα­τι­κών Συν­δι­κά­των (Προ­φι­ντέρν), με τη συμ­με­το­χή 220 συν­δι­κα­λι­στών αντι­προ­σώ­πων από όλον τον κόσμο και απο­σκο­πού­σε στην ανα­συ­γκρό­τη­ση του εργα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κινή­μα­τος σε επα­να­στα­τι­κή γραμ­μή πάλης. Οι συν­δι­κα­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις που προ­σχώ­ρη­σαν στην Προ­φι­ντέρν (είτε απευ­θεί­ας, είτε ως συν­δι­κά­τα συμπα­θού­ντα, είτε ως κινή­μα­τα μειο­ψη­φί­ας) αριθ­μού­σαν περί­που 17.000.000 μέλη. Η Προ­φι­ντέρν ανέ­στει­λε τη δρά­ση της στα τέλη του 1937, ουσια­στι­κά όμως είχε πάψει να λει­τουρ­γεί νωρί­τε­ρα, αφού τα Κόκ­κι­να Συν­δι­κά­τα άρχι­σαν από το 1934 να συνε­νώ­νο­νται με τα ρεφορ­μι­στι­κά, στην κατεύ­θυν­ση συγκρό­τη­σης των Λαϊ­κών Μετώπων.

7. Μετά το 3ο Συνέ­δριο, η πολι­τι­κή του “Ενιαί­ου Εργα­τι­κού Μετώ­που” και οι σχέ­σεις με τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία απο­τέ­λε­σαν πεδίο ιδε­ο­λο­γι­κής δια­πά­λης στα όργα­να της ΚΔ.

Από ορι­σμέ­να Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα το “Ενιαίο Εργα­τι­κό Μέτω­πο” ερμη­νευό­ταν σωστά ως πάλη για την ανά­πτυ­ξη της κομ­μου­νι­στι­κής επιρ­ρο­ής στις εργα­τι­κές μάζες και από­σπα­σής τους από τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία. Σε άλλες περι­πτώ­σεις προσ­διο­ρι­ζό­ταν ως από τα κάτω μέσο πίε­σης για την αλλα­γή της γραμ­μής της ηγε­σί­ας των κομ­μά­των της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και την επί­τευ­ξη πολι­τι­κής συνερ­γα­σί­ας από τα πάνω. Αυτή η ερμη­νεία δεν δικαιώθηκε.

Η δια­πά­λη κατέ­λη­ξε στην κυριαρ­χία της αντί­λη­ψης υπέρ της συνερ­γα­σί­ας με τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία και του μη απο­κλει­σμού της συμ­με­το­χής ή στή­ρι­ξης των κομ­μου­νι­στών σε αστι­κές κυβερ­νή­σεις, που υιο­θε­τή­θη­κε στην Από­φα­ση του 4ου Συνε­δρί­ου της ΚΔ (Μόσχα, 7 Νοέμ­βρη — 3 Δεκέμ­βρη 1922). Το Συνέ­δριο δεχό­ταν την πιθα­νό­τη­τα συμ­με­το­χής των κομ­μου­νι­στών σε μια εργα­το­α­γρο­τι­κή ή εργα­τι­κή κυβέρ­νη­ση, που δεν θα ήταν ακό­μα δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, παρά το γεγο­νός ότι δεν τις θεω­ρού­σε ιστο­ρι­κά ανα­πό­φευ­κτη αφε­τη­ρία για τη δικτα­το­ρία του προλεταριάτου.

8. Το 5ο Συνέ­δριο της ΚΔ (Μόσχα, 17 Ιού­νη — 8 Ιού­λη 1924) κατέ­λη­ξε ότι η ουσία του συν­θή­μα­τος “εργα­το­α­γρο­τι­κή κυβέρ­νη­ση” ταυ­τί­ζε­ται με τη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, ενώ έδω­σε ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή στην μπολ­σε­βι­κο­ποί­η­ση των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των, που σήμαι­νε την ανά­πτυ­ξή τους με βάση τις λενι­νι­στι­κές αρχές του Κόμ­μα­τος Νέου Τύπου.

Στη συνέ­χεια η ΚΔ, μέσα από μια αντι­φα­τι­κή πορεία εναλ­λα­γών στη στά­ση της απέ­να­ντι στη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία, στα­δια­κά αδυ­νά­τι­ζε το μέτω­πο απέ­να­ντί της, αν και η τελευ­ταία είχε καθα­ρά δια­μορ­φω­θεί ως αντε­πα­να­στα­τι­κή πολι­τι­κή δύνα­μη αστι­κής εξου­σί­ας. Ενι­σχύ­ο­νταν έτσι και οι δεξιές οπορ­του­νι­στι­κές θέσεις στις γραμ­μές των κομ­μά­των της ΚΔ.

9. Η συζή­τη­ση για το Πρό­γραμ­μα της ΚΔ, που ξεκί­νη­σε από το 3ο Συνέ­δριο (1921) κατέ­λη­ξε τελι­κά στο 6ο Συνέ­δριο (Μόσχα, 15 Ιού­λη — 1 Σεπτέμ­βρη 1928).

Στο Πρό­γραμ­μα ανα­δει­κνυό­ταν, σωστά, η λενι­νι­στι­κή ανά­λυ­ση ότι “η ανι­σο­μέ­ρεια της οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής ανά­πτυ­ξης είναι από­λυ­τος νόμος του καπι­τα­λι­σμού” και επο­μέ­νως “από εδώ βγαί­νει ότι είναι δυνα­τή η νίκη του σοσια­λι­σμού, στη αρχή σε μερι­κές, ακό­μα και σε μια ξεχω­ρι­στή κεφα­λαιο­κρα­τι­κή χώρα”. Όμως, καθό­ρι­σε τρεις βασι­κούς τύπους επα­να­στά­σε­ων στην πάλη για την παγκό­σμια δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, με κρι­τή­ριο τη θέση κάθε καπι­τα­λι­στι­κής χώρας στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστη­μα: 1. Χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού, στις οποί­ες ήταν δυνα­τό το άμε­σο πέρα­σμα στη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του. 2. Χώρες με μέσο επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού, όπου δεν έχει ολο­κλη­ρω­θεί ο αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κός μετα­σχη­μα­τι­σμός, στις οποί­ες θεω­ρού­νταν δυνα­τό ένα λίγο — πολύ γρή­γο­ρο πέρα­σμα της αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κής επα­νά­στα­σης σε σοσια­λι­στι­κή. 3. Χώρες αποι­κια­κές ή μισο­α­ποι­κια­κές, στις οποί­ες το πέρα­σμα στη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του προ­ϋ­πέ­θε­τε ολό­κλη­ρη περί­ο­δο για τη μετα­τρο­πή της αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κής επα­νά­στα­σης σε σοσιαλιστική.

Υπο­τι­μή­θη­καν ο διε­θνής χαρα­κτή­ρας της επο­χής του μονο­πω­λια­κού καπι­τα­λι­σμού και η όξυν­ση της βασι­κής αντί­θε­σης κεφα­λαί­ου — εργα­σί­ας. Ακό­μα, η ανά­λυ­ση της ΚΔ δεν προ­σα­να­το­λί­στη­κε από το αντι­κει­με­νι­κό γεγο­νός ότι η ανι­σό­με­τρη ανά­πτυ­ξη των καπι­τα­λι­στι­κών οικο­νο­μιών και οι ανι­σό­τι­μες σχέ­σεις μετα­ξύ κρα­τών δεν μπο­ρούν να καταρ­γη­θούν στο έδα­φος του καπι­τα­λι­σμού. Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, ο χαρα­κτή­ρας της επα­νά­στα­σης σε κάθε καπι­τα­λι­στι­κή χώρα καθο­ρί­ζε­ται αντι­κει­με­νι­κά από τη βασι­κή αντί­θε­ση που καλεί­ται να επι­λύ­σει, ανε­ξάρ­τη­τα από τη σχε­τι­κή μετα­βο­λή της θέσης της κάθε χώρας στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστη­μα. Από την όξυν­ση της βασι­κής αντί­θε­σης κεφα­λαί­ου — εργα­σί­ας σε κάθε καπι­τα­λι­στι­κή χώρα, στην επο­χή του μονο­πω­λια­κού καπι­τα­λι­σμού, προ­κύ­πτουν ο σοσια­λι­στι­κός χαρα­κτή­ρας και τα καθή­κο­ντα της επανάστασης.

Υπο­τι­μή­θη­κε ο χαρα­κτή­ρας της επο­χής ως επο­χής περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσια­λι­σμό και η δυνα­τό­τη­τα των σοσια­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής να δώσουν μεγά­λη ώθη­ση, να απε­λευ­θε­ρώ­σουν την ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, όπως απο­δεί­χτη­κε στη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Λαθε­μέ­να ο ιμπε­ρια­λι­σμός θεω­ρού­νταν μορ­φή βίαι­ης εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής ορι­σμέ­νων — των πιο ισχυ­ρών — κρα­τών, ενώ στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστη­μα περι­λαμ­βά­νο­νταν δεκά­δες χώρες (ο μονο­πω­λια­κός καπι­τα­λι­σμός είχε δια­μορ­φω­θεί και στην Κίνα, αλλά και στη Βρα­ζι­λία). Ταυ­τό­χρο­να, ο χαρα­κτη­ρι­σμός τους ως εξαρ­τη­μέ­νων δεν έπαιρ­νε υπό­ψη τη δια­πλο­κή συμ­φε­ρό­ντων ανά­με­σα στην ξένη και την εγχώ­ρια αστι­κή τάξη.

Άλλο βασι­κό πρό­βλη­μα ήταν ότι στο επα­να­στα­τι­κό προ­τσές κατέ­τασ­σε ισχυ­ρές αστι­κές κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές δυνά­μεις, που ήδη βρί­σκο­νταν στην εξου­σία, όπως στην Τουρ­κία, καθώς και τις αστι­κές τάξεις του Μαρό­κου, της Συρί­ας κ.ά.

Το 6ο Προ­γραμ­μα­τι­κό Συνέ­δριο της ΚΔ σωστά υπο­γράμ­μι­σε ότι “ο πόλε­μος είναι αξε­χώ­ρι­στος από τον καπι­τα­λι­σμό”. Από αυτήν την επι­σή­μαν­ση προ­έ­κυ­πτε ότι η “κατάρ­γη­ση του πολέ­μου δεν είναι δυνα­τή παρά με την κατάρ­γη­ση του καπι­τα­λι­σμού”. Κάλε­σε τους εργά­τες “να μετα­τρέ­ψουν τον πόλε­μο”, που απει­λού­σε να ξεσπά­σει ανά­με­σα στα ιμπε­ρια­λι­στι­κά κρά­τη, “σ’ εμφύ­λιο πόλε­μο των προ­λε­τά­ριων ενά­ντια στην αστι­κή τάξη, με σκο­πό να εγκα­θι­δρύ­σουν τη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του και το σοσιαλισμό”.

Όσον αφο­ρά στο χαρα­κτή­ρα του φασι­σμού, εκτι­μού­σε ότι απο­τε­λεί μορ­φή της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής ιμπε­ρια­λι­στι­κής αντί­δρα­σης κάτω από ιδιαί­τε­ρες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες, “για να εξα­σφα­λί­σει μεγα­λύ­τε­ρη στα­θε­ρό­τη­τα (…) η κεφα­λαιο­κρα­τία είναι ανα­γκα­σμέ­νη όλο και περισ­σό­τε­ρο να περ­νά απ’ το κοι­νο­βου­λευ­τι­κό σύστη­μα προς την (…) φασι­στι­κή μέθοδο”.

Σχε­τι­κά με τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία εκτί­μη­σε: “Παί­ζει συχνά στις πιο κρί­σι­μες για τον καπι­τα­λι­σμό στιγ­μές, φασι­στι­κό ρόλο. Στην πορεία της ανά­πτυ­ξής της η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία εκδη­λώ­νει φασι­στι­κές τάσεις”. Η παρα­πά­νω εκτί­μη­ση δεν ήταν σωστή. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ότι, απέ­να­ντι στη σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση, η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία λει­τουρ­γού­σε συγκυ­ρια­κά πυρο­σβε­στι­κά στην κρί­ση των φιλε­λεύ­θε­ρων αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων και άφη­νε έδα­φος για την εναλ­λα­γή τους με φασι­στι­κές κυβερνήσεις.

10. Πριν από το 7ο Συνέ­δριο της ΚΔ (Μόσχα, 25 Ιού­λη — 21 Αυγού­στου 1935) τα ΚΚ Γαλ­λί­ας και Ισπα­νί­ας, με τη σύμ­φω­νη γνώ­μη της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής της ΚΔ, είχαν απευ­θύ­νει κάλε­σμα συνερ­γα­σί­ας στα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα. Τελι­κά, τα Λαϊ­κά Μέτω­πα σε αυτές τις χώρες συγκρο­τή­θη­καν το 1936, ως πολι­τι­κή συνερ­γα­σία των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των με τα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά και άλλα αστι­κά κόμ­μα­τα και οπορ­του­νι­στι­κά ρεύ­μα­τα και πήραν μέρος ή στή­ρι­ξαν κυβερ­νή­σεις, οι οποί­ες δεν αμφι­σβη­τού­σαν την καπι­τα­λι­στι­κή εξουσία.

Το 7ο Συνέ­δριο χαρα­κτή­ρι­σε τον επερ­χό­με­νο Β΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο ιμπε­ρια­λι­στι­κό, όμως ταυ­τό­χρο­να έδι­νε προ­τε­ραιό­τη­τα στην πολι­τι­κή συγκρό­τη­σης αντι­φα­σι­στι­κού μετώ­που. Μάλι­στα, καθό­ρι­σε ότι η ανά­δει­ξη αντι­φα­σι­στι­κής κυβέρ­νη­σης απο­τε­λού­σε μορ­φή μετά­βα­σης στην εργα­τι­κή εξουσία.

Αντι­κα­τα­στά­θη­κε η εκτί­μη­ση του 6ου Συνε­δρί­ου για τον χαρα­κτή­ρα του φασι­σμού, με τη θέση ότι αυτός συνι­στού­σε “ανοι­κτή τρο­μο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία των πιο αντι­δρα­στι­κών, των πιο σοβι­νι­στι­κών, των πιο ιμπε­ρια­λι­στι­κών στοι­χεί­ων του χρη­μα­τι­στι­κού κεφα­λαί­ου”. Υιο­θε­τή­θη­κε η προ­βλη­μα­τι­κή εκτί­μη­ση ότι μέσα στα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα εκδη­λω­νό­ταν “πορεία επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­σης”, που κατέ­λη­γε στην ανά­γκη “συγ­χώ­νευ­σης των κομ­μου­νι­στι­κών και σοσια­λι­στι­κών κομ­μά­των”, με την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι τα δεύ­τε­ρα θα ανα­γνώ­ρι­ζαν την επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή της αστι­κής κυριαρ­χί­ας, την ενό­τη­τα δρά­σης με τα ΚΚ, τη λει­τουρ­γία νέου κόμ­μα­τος με βάση τον δημο­κρα­τι­κό συγκε­ντρω­τι­σμό. Το γεγο­νός ότι το 7ο Συνέ­δριο έθε­τε τις παρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις, δεν αναι­ρού­σε το ουσια­στι­κό: Ότι έτσι δημιουρ­γού­νταν αυτα­πά­τες και πνεύ­μα συμ­φι­λί­ω­σης, σύγ­χυ­ση και άμβλυν­ση του ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κού μετώ­που κατά της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και του οπορτουνισμού.

Μετά την εισβο­λή της φασι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας στην ΕΣΣΔ, η ΚΔ άλλα­ξε θέση για τον χαρα­κτή­ρα του πολέ­μου, προσ­διο­ρί­ζο­ντας αυτόν ως αντι­φα­σι­στι­κό και καθο­ρί­ζο­ντας ότι “…το βασι­κό χτύ­πη­μα τώρα στρέ­φε­ται ενα­ντί­ον του φασι­σμού…” και ότι “στο παρόν στά­διο δεν θα καλού­με σε ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­σμού στις διά­φο­ρες χώρες, ούτε σε παγκό­σμια επα­νά­στα­ση (…) από αυτόν τον αγώ­να δεν πρέ­πει να απω­θού­με το τμή­μα εκεί­νο της μικρής αστι­κής τάξης, της δια­νό­η­σης και της αγρο­τιάς το οποίο τάσ­σε­ται ανοι­κτά υπέρ του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος. Αντί­θε­τα, πρέ­πει να τους κατα­κτού­με ως συμ­μά­χους και οι κομ­μου­νι­στές να εντα­χθούν σε αυτό το κίνη­μα ως καθο­δη­γη­τι­κός πυρήνας”.

Αυτή η θέση υπο­τι­μού­σε ότι ο χαρα­κτή­ρας του πολέ­μου καθο­ρί­ζε­ται από το ποια τάξη και για ποιον σκο­πό διε­ξά­γει τον πόλε­μο, είτε είναι αρχι­κά και τη συγκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή αμυ­νό­με­νη, είτε επι­τι­θέ­με­νη. Η πάλη ενά­ντια στον φασι­σμό και για την απε­λευ­θέ­ρω­ση από την ξενι­κή κατο­χή, για δημο­κρα­τι­κά δικαιώ­μα­τα και ελευ­θε­ρί­ες, απο­συν­δέ­θη­κε από την πάλη ενά­ντια στο κεφάλαιο.

Οι αντι­φά­σεις στη γραμ­μή της ΚΔ σχε­τι­κά με το χαρα­κτή­ρα του Β΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου επη­ρε­ά­ζο­νταν και από τις επι­διώ­ξεις της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής της ΕΣΣΔ και από την προ­σπά­θεια υπε­ρά­σπι­σής της από έναν ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο. Όμως, σε κάθε περί­πτω­ση, οι ανά­γκες της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής ενός σοσια­λι­στι­κού κρά­τους δεν μπο­ρεί να υπο­κα­θι­στούν την ανα­γκαιό­τη­τα της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής για κάθε καπι­τα­λι­στι­κή χώρα. Η ορι­στι­κή δια­σφά­λι­ση, σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, ενός σοσια­λι­στι­κού κρά­τους κρί­νε­ται από την παγκό­σμια νίκη του σοσια­λι­σμού ή από την επι­κρά­τη­σή του σε μια ισχυ­ρή ομά­δα χωρών και επο­μέ­νως από την πάλη για την επα­νά­στα­ση σε κάθε χώρα.

11. Στις 15 Μάη 1943, εν μέσω του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου, απο­φα­σί­στη­κε η αυτο­διά­λυ­ση της ΚΔ, ύστε­ρα από πρό­τα­ση του Προ­ε­δρεί­ου της που επι­κύ­ρω­σαν όλα τα ΚΚ. Αιτιο­λο­γή­θη­κε με την εκτί­μη­ση ότι είχε εκπλη­ρώ­σει την ιστο­ρι­κή απο­στο­λή της ως διε­θνής μορ­φή ενό­τη­τας του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Στην από­φα­ση για τη διά­λυ­σή της σημειω­νό­ταν ότι ήδη από το 7ο Συνέ­δριο είχε υπο­γραμ­μι­στεί η ανά­γκη η Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή της ΚΔ κατά την επί­λυ­ση όλων των ζητη­μά­των του εργα­τι­κού κινή­μα­τος “να ξεκι­νά από τις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες και τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της κάθε χώρας και να απο­φεύ­γει, ως κανό­να, την άμε­ση ανά­μει­ξη στις εσω­ορ­γα­νω­τι­κές υπο­θέ­σεις των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των”. Επί­σης, ανέ­φε­ρε: “…υπο­λο­γί­ζο­ντας την άνο­δο και πολι­τι­κή ωρι­μό­τη­τα των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των και των ηγε­τι­κών τους στε­λε­χών (…) και έχο­ντας επί­σης υπό­ψη ότι κατά τη διάρ­κεια του παρό­ντος πολέ­μου μια σει­ρά τμη­μά­των ανα­κί­νη­σαν ζήτη­μα διά­λυ­σης της ΚΔ ως καθο­δη­γη­τι­κού κέντρου του διε­θνούς εργα­τι­κού κινή­μα­τος, το Προ­ε­δρείο της ΕΕ της ΚΔ μη έχο­ντας σε συν­θή­κες παγκο­σμί­ου πολέ­μου τη δυνα­τό­τη­τα να συγκα­λέ­σει Συνέ­δριο επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του να θέσει προς επι­κύ­ρω­ση στα τμή­μα­τα της ΚΔ την παρα­κά­τω πρό­τα­ση: Η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής (…) να διαλυθεί”.

Ο Ι. Β. Στά­λιν αιτιο­λό­γη­σε την αυτο­διά­λυ­ση, λέγο­ντας, ανά­με­σα σε άλλα ότι “ξεσκε­πά­ζει την ψευ­τιά των χιτλε­ρι­κών ότι η «Μόσχα» δήθεν σκο­πεύ­ει να παρεμ­βαί­νει στη ζωή των άλλων κρα­τών και να τα «μπολ­σε­βι­κο­ποι­ή­σει»”.

Η από­φα­ση αυτο­διά­λυ­σης της ΚΔ ερχό­ταν σε πλή­ρη αντί­θε­ση με τις αρχές που υπη­ρέ­τη­σαν την ίδρυ­σή της. Βρι­σκό­ταν σε αντί­θε­ση με το πνεύ­μα και το γράμ­μα του Κομ­μου­νι­στι­κού Μανι­φέ­στου, με την αρχή του Προ­λε­τα­ρια­κού Διε­θνι­σμού, με την ανά­γκη, μέσα σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες, να υπάρ­χει ενιαία επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των ενά­ντια στον διε­θνή ιμπεριαλισμό.

Απο­τε­λεί δια­φο­ρε­τι­κό ζήτη­μα η διε­ρεύ­νη­ση της οργα­νω­τι­κής μορ­φής που πρέ­πει να έχει η ενό­τη­τα του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος, ο τρό­πος λει­τουρ­γί­ας της και βεβαί­ως πάντα με προ­ϋ­πό­θε­ση τη δια­μόρ­φω­ση ενιαί­ας επα­να­στα­τι­κής στρατηγικής.

12. Μετά τον Β΄ Παγκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στι­κό Πόλε­μο, πρό­βα­λε επι­τα­κτι­κά η ανά­γκη ενιαί­ας δρά­σης του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος απέ­να­ντι στην ενιαία διε­θνή αντε­πί­θε­ση του ιμπε­ρια­λι­σμού. Έκφρα­σή της ήταν η συγκρό­τη­ση, στη Σκλάρ­σκα Πορέ­μπα της Πολω­νί­ας (22 — 28 Σεπτέμ­βρη 1947) του Γρα­φεί­ου Πλη­ρο­φο­ριών (Κομιν­φόρμ), από αντι­προ­σώ­πους 9 Κομ­μου­νι­στι­κών και Εργα­τι­κών Κομ­μά­των (ΕΣΣΔ, Γιου­γκο­σλα­βί­ας, Ρου­μα­νί­ας, Βουλ­γα­ρί­ας, Πολω­νί­ας, Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας, Ουγ­γα­ρί­ας, Γαλ­λί­ας και Ιτα­λί­ας). Στην ιδρυ­τι­κή σύσκε­ψη καθο­ρί­στη­κε ως σκο­πός του η ανταλ­λα­γή πλη­ρο­φο­ριών και ο συντο­νι­σμός δρά­σης. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το Γρα­φείο Πλη­ρο­φο­ριών έπαι­ξε καθο­δη­γη­τι­κό ρόλο στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα, αν και σε καμία περί­πτω­ση δεν μπο­ρού­σε να καλύ­ψει την ανά­γκη συγκρό­τη­σης νέας Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς. Δια­λύ­θη­κε το 1956, ως απο­τέ­λε­σμα της δεξιάς οπορ­του­νι­στι­κής στρο­φής (έπει­τα από το 20ό Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ) και κρί­σης στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνημα.

Νέες πιο χαλα­ρές μορ­φές συντο­νι­σμού της δρά­σης του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος απο­τέ­λε­σαν στη συνέ­χεια οι διε­θνείς δια­σκέ­ψεις Κομ­μου­νι­στι­κών και Εργα­τι­κών Κομ­μά­των, οι οποί­ες δεν δια­μόρ­φω­σαν προ­ϋ­πο­θέ­σεις ενιαί­ας επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής απέ­να­ντι στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστημα.

Το ΚΚΕ και η Κομμουνιστική Διεθνής

13. Πριν από την ίδρυ­ση της ΚΔ, το Σοσια­λι­στι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας (ΣΕΚΕ, μετέ­πει­τα ΚΚΕ), δια­κή­ρυ­ξε στο Ιδρυ­τι­κό του Συνέ­δριο (17 — 23 Νοέμ­βρη 1918) ότι “κηρύσ­σει εαυ­τό τμή­μα της Διε­θνούς ηνω­μέ­νον και συν­δε­δε­μέ­νον μετά των κομ­μά­των όλων των χωρών, τα οποία αγω­νί­ζο­νται διά την ανα­τρο­πήν της Διε­θνούς κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και τον θρί­αμ­βον του Διε­θνούς σοσιαλισμού”.

Το Α΄ Εθνι­κό Συμ­βού­λιο του ΣΕΚΕ (31 Μάη — 5 Ιού­νη 1919) απο­κή­ρυ­ξε την οπορ­του­νι­στι­κή γραμ­μή της Β΄ Διε­θνούς και έδω­σε εντο­λή στην ΚΕ να ξεκι­νή­σει η προ­ε­τοι­μα­σία για την προ­σχώ­ρη­ση του Κόμ­μα­τος στην Κομ­μου­νι­στι­κή Διεθνή.

Το ΣΕΚΕ, με εκπρό­σω­πο τον Δημο­σθέ­νη Λιγδό­που­λο, συμ­με­τεί­χε τον Γενά­ρη του 1920 στην ίδρυ­ση της Βαλ­κα­νι­κής Κομ­μου­νι­στι­κής Ομο­σπον­δί­ας (ΒΚΟ).

Το 2ο Συνέ­δριο του ΣΕΚΕ (18 — 25 Απρί­λη 1920) απο­φά­σι­σε την προ­σχώ­ρη­ση του Κόμ­μα­τος στην ΚΔ, απο­δε­χό­με­νο τις αρχές και τα ψηφί­σμα­τά της. Απο­φά­σι­σε ακό­μα την προ­σθή­κη στο όνο­μα του Κόμ­μα­τος του όρου “Κομ­μου­νι­στι­κό”, γεγο­νός που αντα­να­κλού­σε τις νέες επε­ξερ­γα­σί­ες στρα­τη­γι­κής και συν­δε­ό­ταν με την πρό­θε­ση σύν­δε­σης με την ΚΔ.

Ακο­λού­θη­σε περί­ο­δος εσω­κομ­μα­τι­κής δια­πά­λης με τις δυνά­μεις που εξέ­φρα­ζαν τη δεξιά παρέκ­κλι­ση μέσα στο Κόμ­μα και αμφι­σβη­τού­σαν την επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή της ΚΔ, στο όνο­μα των “εθνι­κών ιδιομορφιών”.

Τελι­κά, το 3ο Έκτα­κτο Συνέ­δριο του ΣΕΚΕ (Κ) (26 Νοέμ­βρη — 3 Δεκέμ­βρη 1924) απο­φά­σι­σε τη ρητή απο­δο­χή των Απο­φά­σε­ων της ΚΔ και της ΒΚΟ και τη μετο­νο­μα­σία του Κόμ­μα­τος σε Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα της Ελλά­δας (Ελλη­νι­κό Τμή­μα της Κομ­μου­νι­στι­κής Διεθνούς).

Το ΚΚΕ δέχτη­κε μεγά­λη βοή­θεια από την ΚΔ. Ταυ­τό­χρο­να, η ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή ωρί­μαν­σή του συν­δε­ό­ταν ανα­πό­φευ­κτα με την πορεία του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος, αφού η ΚΔ λει­τουρ­γού­σε ως παγκό­σμιο κόμμα.

Οι συνε­χείς αλλα­γές — δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στη γραμ­μή της ΚΔ (π.χ. για το περιε­χό­με­νο της εργα­το­α­γρο­τι­κής κυβέρ­νη­σης), η προ­βλη­μα­τι­κό­τη­τα βασι­κών θέσε­ων και επε­ξερ­γα­σιών της (π.χ. η στρα­τη­γι­κή της “αρι­στε­ρής δημο­κρα­τί­ας” και η κατη­γο­ριο­ποί­η­ση των χωρών στο 6ο Συνέ­δριο), επέ­δρα­σαν αρνη­τι­κά στη δια­μόρ­φω­ση της στρα­τη­γι­κής του.

Η όποια κρι­τι­κή στην ΚΔ είναι μέρος της αυτο­κρι­τι­κής του ΚΚΕ, δεν μηδε­νί­ζει την Ιστο­ρία και τη συνει­σφο­ρά της, δεν αναι­ρεί και την ευθύ­νη κάθε κόμ­μα­τος — τμή­μα­τός της απέ­να­ντι στο εργα­τι­κό — λαϊ­κό κίνη­μα της χώρας του και διεθνώς.

14. Στη συνε­δρί­α­ση της ΚΕ του ΚΚΕ (2 Ιού­νη 1943) έγι­νε απο­δε­κτή η Από­φα­ση του Προ­ε­δρεί­ου της ΕΕ της ΚΔ για τη διά­λυ­σή της. Η Από­φα­ση της ΚΕ ανέ­φε­ρε ότι “η διά­λυ­ση (…) είναι σήμε­ρα η μόνη ενδε­δειγ­μέ­νη πρά­ξη σωστής μαρ­ξι­στι­κής πολι­τι­κής”. Επί­σης ότι “η από­φα­ση της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς είναι η λογι­κή συνέ­πεια και εξέ­λι­ξη της γραμ­μής που καθό­ρι­σε η ίδια από το 7ο Συνέ­δριό της” καθώς και ότι “η διά­λυ­ση βγά­ζει κάθε εμπό­διο για τη στε­ρέ­ω­ση του εθνι­κού αγώ­να”. Αργό­τε­ρα, το 7ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ (1 — 6 Οκτώ­βρη 1945) εξέ­δω­σε ψήφι­σμα για τη “διε­θνή πολι­τι­κή ενό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης”. Το ψήφι­σμα εξέ­φρα­ζε “την ευχή να ενσω­μα­τω­θούν το γρη­γο­ρό­τε­ρο όλα τα εργα­τι­κά Κόμ­μα­τα του κόσμου, που πιστεύ­ουν στο σοσια­λι­σμό, ανε­ξάρ­τη­τα από απο­χρώ­σεις, σε μια νέα ενιαία διε­θνή πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης”. Επί της ουσί­ας, έβλε­πε το ζήτη­μα στη βάση της σύμπρα­ξης των ΚΚ με τα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά σε μια Διεθνή.

15. Για το ΚΚΕ, το ζήτη­μα της ολο­κλη­ρω­μέ­νης εκτί­μη­σης της στρα­τη­γι­κής, της πορεί­ας και της αυτο­διά­λυ­σης της ΚΔ παρα­μέ­νει σήμε­ρα ανοι­κτό για παρα­πέ­ρα διε­ρεύ­νη­ση. Σημα­ντι­κός παρά­γο­ντας για τη συνέ­χι­ση της μελέ­της απο­τε­λεί η συγκέ­ντρω­ση των απα­ραί­τη­των πηγών που αφο­ρούν τις συζη­τή­σεις στα Όργα­να της ΚΔ, στα Όργα­να του ΚΚ(μπ), τις διμε­ρείς συζη­τή­σεις των κομ­μά­των που εκπρο­σω­πού­νταν στην Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή της ΚΔ.

Η ανα­γκαιό­τη­τα διε­θνούς οργά­νω­σης του επα­να­στα­τι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος πηγά­ζει από τον διε­θνή χαρα­κτή­ρα της ταξι­κής πάλης. Το ζήτη­μα της ιδε­ο­λο­γι­κής ενό­τη­τας και της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής είναι καθή­κον και του κάθε ΚΚ, ενώ ο βαθ­μός προ­ώ­θη­σής της είναι το μεγά­λο ζητού­με­νο και στις μέρες μας.

Το 20ό Συνέ­δριο του ΚΚΕ (30 Μάρ­τη — 2 Απρί­λη 2017) επι­βε­βαί­ω­σε “ότι η ανα­συ­γκρό­τη­ση και ανά­πτυ­ξη του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος απο­τε­λούν μόνι­μο, στα­θε­ρό καθή­κον του Κόμ­μα­τός μας”, που “πηγά­ζει από τον παγκό­σμιο χαρα­κτή­ρα της ταξι­κής πάλης”. Ότι “το Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα βρί­σκε­ται σε υπο­χώ­ρη­ση, δυσκο­λεύ­ε­ται να αντι­δρά­σει στην επί­θε­ση του ταξι­κού αντι­πά­λου, η οποία γίνε­ται όχι μόνο με κατα­σταλ­τι­κά αλλά και με ιδε­ο­λο­γι­κά — πολι­τι­κά μέσα, με την επί­δρα­ση του οπορ­του­νι­σμού”. Το ΚΚΕ ανα­πτύσ­σει πρω­το­βου­λί­ες, για να δια­μορ­φω­θούν οι όροι που θα δώσουν ώθη­ση στην υιο­θέ­τη­ση κοι­νής στρα­τη­γι­κής των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των μέσα από διά­φο­ρες πρό­σφο­ρες μορ­φές, π.χ. την Ευρω­παϊ­κή Κομ­μου­νι­στι­κή Πρω­το­βου­λία, τη “Διε­θνή Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση”, ενώ παρα­μέ­νει για το Κόμ­μα μας ο στό­χος της συγκρό­τη­σης ενός μαρ­ξι­στι­κού — λενι­νι­στι­κού πόλου στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα. Το ΚΚΕ έχει επί­γνω­ση ότι “η δια­δι­κα­σία της επα­να­στα­τι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης θα είναι αργό­συρ­τη, βασα­νι­στι­κή, ευά­λω­τη, θα στη­ρι­χτεί στην κατά­κτη­ση της ικα­νό­τη­τας των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των να δυνα­μώ­νουν ολό­πλευ­ρα στη χώρα τους ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά και οργα­νω­τι­κά. Ξεπερ­νώ­ντας λαθε­μέ­νες θέσεις που κυριάρ­χη­σαν στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα τις προη­γού­με­νες δεκα­ε­τί­ες και ανα­πα­ρά­γο­νται με διά­φο­ρες μορ­φές σήμε­ρα. Χτί­ζο­ντας γερές βάσεις στην εργα­τι­κή τάξη, σε στρα­τη­γι­κούς κλά­δους της οικο­νο­μί­ας, ενι­σχύ­ο­ντας την παρέμ­βα­σή τους στο εργα­τι­κό — λαϊ­κό κίνη­μα”, θα δυνα­μώ­σει το κάθε ΚΚ, θα συν­δυά­σει την επα­να­στα­τι­κή δρά­ση με την επα­να­στα­τι­κή θεωρία.

Παρα­μέ­νει επί­και­ρο το σύν­θη­μα του “Κομ­μου­νι­στι­κού Μανι­φέ­στου”: “Προ­λε­τά­ριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!”»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο