Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

100 χρόνια ΚΚΕ. Η σφραγίδα της Μακρόνησου

Γρά­φει ο Πάνος Αλε­πλιώ­της //

Ήρθαν ξερι­ζω­μέ­νοι από ένα χωριό της Αδρια­νού­πο­λης και τους άδεια­σαν σένα χωριό του Κιλ­κίς. Εκεί γεννήθηκε.

Ήθε­λε να σπου­δά­σει. Τάπαιρ­νε τα γράμ­μα­τα. Περί­με­νε όμως ο πατέ­ρας του να τελειώ­σει το Δημο­τι­κό να τον πάρει στα πρό­βα­τα. Δεν άκου­σε τους δάσκα­λους που λέγαν, κρί­μα το παι­δί. Τον βρή­κε το ΕΑΜ το 43. «Μικρός είσαι, περ­νά­τε τα μπλό­κα με τα πρό­βα­τα, σας ξέρουν οι Γερ­μα­νοί. Θα κρύ­βεις μηνύ­μα­τα  για τους αντάρ­τες. Θα σαι Αετό­που­λο για να βοη­θή­σεις να διώ­ξου­με τους  Γερμανούς».

Έφυ­γαν οι Γερ­μα­νοί διωγ­μέ­νοι και βρέ­θη­κε στα 17 πρό­ω­ρα και προ­λη­πτι­κά  στρα­το­λο­γη­μέ­νος χωρίς όπλο να κατε­βαί­νει από το μετα­γω­γι­κό στη Μακρό­νη­σο γιά ανα­μόρ­φω­ση, με τρία νού­με­ρα μεγα­λύ­τε­ρη στο­λή. Οι φρου­ροί σε παρά­τα­ξη με τις ζωστή­ρες στο χέρι τους περί­με­ναν. «Πες  ρε ότι δεν είσαι κομ­μου­νι­στής». «Δεν ξέρω» απο­κρι­νό­ταν για­τί δεν ήξε­ρε. Δεν είχε προ­λά­βει να μάθει για­τί μπή­κε στο χωριό ο Παπα­δό­που­λος του Κιλ­κίς με την ταγ­μα­τα­λή­τι­κη συμ­μο­ρία του και το κρα­τού­σε όμηρο.

Αφού πέρα­σαν από τις ζωστή­ρες τον περιέ­λα­βε ένας Δεκα­νέ­ας που ήταν συντοπίτης.

« Αν τον βρω έξω θα τον σκο­τώ­σω» σκε­φτό­ταν. Τον είχε στο μάτι και τον τυραν­νού­σε να κου­βα­λά­ει πέτρες, αφά­νες τις έλε­γαν. Αφά­νες, αφά­νες, αφά­νες. Χωρίς νόη­μα να τις κου­βα­λά από στοί­βα σε στοί­βα. « Ήμουν μια στα­λιά αδύ­να­τος σαν σκελετός».

«Τις πιο μεγά­λες το πατριω­τά­κι μου» έλε­γε ο Δεκα­νέ­ας και γελού­σε. «Έμει­να εκεί κοντά τέσ­σα­ρα χρό­νια μέχρι που τελεί­ω­σε ο εμφύ­λιος και μετά. Έφυ­γα σχε­δόν 21 χρο­νών με άσπρα μαλ­λιά. Γνώ­ρι­σα μεγά­λους ανθρώ­πους εκεί που πίστευαν αλη­θι­νά. Εγώ ήμουν πάντα ο μικρός για τα θελή­μα­τα. Είμα­σταν ορντι­νάν­τσες του Σαρά­φη εγώ κιο Βέγ­γος και έτσι για λίγο γλύ­τω­σα τις αφά­νες και τα άλλα. Τι ποιά άλλα; Ε δεν θα μιλά­με γιαυ­τά. Έμα­θα και για τον κομ­μου­νι­σμό. Η Μακρό­νη­σος μού­βα­λε την σφρα­γί­δα της. Δεν μπή­κα στο κόμ­μα αλλά απο­φά­σι­σα να το ακολουθώ».

«Χρό­νια μετά έφτια­χναν την δεύ­τε­ρη σιδη­ρο­δρο­μι­κή γραμ­μή από Θεσ­σα­λο­νί­κη για τα σύνο­ρα. Ξεφόρ­τω­ναν μεγά­λες πέτρες τα φορ­τη­γά και εργά­τες με τις βαριο­πού­λες τις έσπα­γαν και έστρω­ναν τα μικρό­τε­ρα κομ­μά­τια ανά­με­σα στις ράγες. Σκλη­ρή δου­λειά. Εγώ έπαιρ­να το Ωτο­μο­τρίς για να πάω στην δου­λειά και τον είδα. Ιδρω­μέ­νος, βρώ­μι­κος καθό­ταν πάνω σε μια μεγά­λη πέτρα με την βαριο­πού­λα δίπλα του και ξαπό­σται­νε. Ήταν ο Δεκα­νέ­ας! Είπα να κατέ­βω να τον αρπά­ξω και στο λεπτό ξανα­γύ­ρι­σε το μυα­λό μου. Αυτή την δου­λειά του έδω­σαν για βρα­βείο που βασά­νι­ζε κομ­μου­νι­στές σκέ­φτη­κα. Να σπά­ει πέτρες! Όλος ο θυμός και η εκδί­κη­ση που σκε­φτό­μουν έφυ­γε από μέσα μου. Αυτός θα ζει την δική του Μακρό­νη­σο σε όλη του την ζωή και θα σπά­ει πέτρες, σκέ­φτη­κα. Σχε­δόν τον λυπή­θη­κα, αυτή θάταν η τιμω­ρία του, μονο­λό­γη­σα και γύρι­σα αλλού το βλέμμα».

Το σπί­τι δύο δωμά­τια και τουα­λέ­τα έξω, τόχτι­σε μόνος του με τού­βλα από την παλιά κερ­κί­δα ενός γηπέ­δου. Τον απέ­λυαν τον Δεκέμ­βρη και τον ξανα­έ­παιρ­ναν τον Γενά­ρη στην καλύ­τε­ρη. 17 χρό­νια αγω­νία κάθε χρό­νο. Λόγω Μακρό­νη­σου. Η χού­ντα τον έδιω­ξε για τον ίδιο λόγο. Η δημο­κρα­τία τον ξανα­πή­ρε πάλι προ­σω­ρι­νό, τρί­μη­να, εξά­μη­να, χρό­νο βαριά-βαριά μέχρι την σύντα­ξη. Δεν ήταν δικός τους. Είχε κάνει στην Μακρό­νη­σο. Ψωμί δεν είχε πολ­λές φορές το σπί­τι. Είχε όμως Τολ­στόι, Ντο­στο­γιέφ­σκι, Καζαν­τζά­κη, Λου­ντέ­μη και Εγκυ­κλο­παί­δεια.  Έθα­ψε τα «ύπο­πτα», μια νύχτα σ ένα διπλα­νό χωρά­φι όταν ήρθε η χού­ντα. Κάθε βδο­μά­δα έδι­νε παρών στο τμή­μα και έβγαι­νε με πιό άσπρα μαλ­λιά κάθε φορά.  Είχε για πάντα την σφρα­γί­δα της Μακρόνησου.

Έτρε­με από την εξά­ντλη­ση και τα χημι­κά. Επέ­με­νε όμως να τον πάω. «Όχι μέχρι μέσα. Δεν θέλω να με λυπη­θούν» και τρα­βή­χτη­κε από το χέρι μου που τον στή­ρι­ζε. Βγή­κε από το παρα­βάν, έρι­ξε τον φάκε­λο στην κάλ­πη  και τον πήγα στο αμά­ξι. «Ευτυ­χώς δεν χάσα­με τον ψήφο» είπε φωνα­χτά στον εαυ­τό του. Μετά από  λίγους μήνες πέθα­νε ο πατέ­ρας μου, ο Μακρονησιώτης.

________________________________________________________________________________________________

Πάνος Αλεπλιώτης Δημοτικός σύμβουλος Πυλαίας Θεσσαλονίκης 87/90 και 99/2002. Αντιδήμαρχος Πυλαίας από το 1987 έως και το 1990 και από το 1999 έως και το 2000. Εργάστηκε σαν γεωλόγος, περιβαλλοντολόγος και χωροτάκτης. Από το 2011 διαμένει στην Σουηδία στην πόλη Σβεγκ του δήμου Χεργιεντάλεν και εργάζεται ως διευθυντής τεχνικών και κοινωνικής υποδομής.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο