Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«100 χρόνια ΚΚΕ σημαίνει σεβασμός… Σεβασμός στην ιστορία αυτού του τόπου»

Επι­μέ­λεια  / παρου­σί­α­ση Ομά­δα ¡H.lV.S!

kimoulis

«Αν μπο­ρού­με να πού­με ότι ένα από τα βασι­κά προ­βλή­μα­τα είναι ο παραι­τη­μέ­νος άνθρω­πος, ένα εξί­σου μεγά­λο πρό­βλη­μα είναι ο αμνή­μων άνθρω­πος. Και αυτό δημιουρ­γεί τερά­στιο θυμό. Μιλάς αυτήν τη στιγ­μή με έναν άνθρω­πο που ο πατέ­ρας του ήταν πολ­λά χρό­νια εξο­ρία, που μεγά­λω­σε σε ένα σπί­τι που ο τρό­πος ζωής του, οι συζη­τή­σεις του, η βιβλιο­θή­κη του είχαν άμε­ση σχέ­ση με το χώρο της αρι­στε­ράς… — όχι, δεν μου αρέ­σει πια καθό­λου η χρή­ση της λέξης αρι­στε­ρά… Μεγά­λω­σα σ’ ένα περι­βάλ­λον κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η επα­νέκ­δο­ση του έργου «Καντά­τα για τη Μακρό­νη­σο» είναι ένας τρό­πος αντίστασης

Όσο για τα 100 χρό­νια που συμπλή­ρω­σε φέτος το ΚΚΕ, «τα 100 χρό­νια είναι ΣΕΒΑΣΜΟΣ !

Σεβα­σμός στην ιστο­ρία αυτού του τόπου. Σεβα­σμός σε αυτούς που προη­γή­θη­καν ημών. Δε νοεί­ται κάτι άλλο. Είμα­στε κι εμείς εδώ.
Δε φτά­νει βεβαί­ως απλώς να το δηλώ­νου­με. Μαζί με τη δια­γρα­φή της μνή­μης μας, προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν πως ούτε καν υπάρχουμε.
Όχι, υπάρ­χου­με!. Μπερ­δε­μέ­νοι στις δια­τυ­πώ­σεις μας; Στις αντι­φά­σεις μας; Αλλο­τριω­μέ­νοι ο καθείς με τον τρό­πο του; Ναι αλλά με νύχια και με δόντια αρπαγ­μέ­νοι στη δια­τή­ρη­ση της μνή­μης μας, η οποία έχει άμε­ση σχέ­ση με την ελπί­δα ότι αυτός ο κόσμος μπο­ρεί να αλλάξει…».

[από­σπα­σμα ‑ο επί­λο­γος, της συνέ­ντευ­ξης του Γιώρ­γου Κιμού­λη στο «Ριζο­σπά­στη» με αφορ­μή το ανέ­βα­σμα της παρά­στα­σης ο «Θεί­ος Βάνιας», στο Δημο­τι­κό Θέα­τρο Πει­ραιά που σημειώ­νει μεγά­λη επι­τυ­χία (σε μετά­φρα­ση και σκη­νο­θε­σία του ίδιου, ο οποί­ος ερμη­νεύ­ει και τον ομώ­νυ­μο ρόλο)]

Το μεγα­λύ­τε­ρο δηλη­τή­ριο που έχει δηλη­τη­ριά­σει σήμε­ρα τον άνθρω­πο, είναι η έννοια της παραίτησης

Ένα κλα­σι­κό αρι­στούρ­γη­μα της ρωσι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας. Πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε στη σκη­νή το 1899. Παρ’ όλα αυτά, όπως μας λέει ο Γ. Κιμού­λης, «η ημε­ρο­μη­νία γρα­φής του έργου δεν είναι καθα­ρή. Λέγε­ται ότι έχει ολο­κλη­ρω­θεί η γρα­φή του την περί­ο­δο που γρά­φτη­κε ο “Γλά­ρος”. Ο Τσέ­χοφ είχε γρά­ψει ένα άλλο έργο, “Λέσ­σι” στα ρωσι­κά, το “Στοι­χειό του Δάσους”. Παί­χτη­κε και δεν είχε μεγά­λη επι­τυ­χία. Δια­σκεύ­α­σε αυτό το έργο και έφτια­ξε τον “Θείο Βάνια”. Πότε έγι­νε τώρα αυτή η δια­σκευή δεν είναι καθαρό». 

Για πολ­λά χρό­νια ο Βάνιας και η ανι­ψιά του Σόνια ζουν ήρε­μα στην επαρ­χία συντη­ρώ­ντας τα χτή­μα­τα και την περιου­σία της οικο­γέ­νειας. Οταν όμως φτά­νει ο πατέ­ρας της Σόνιας με τη νέα του γυναί­κα, οι ανεκ­πλή­ρω­τες επι­θυ­μί­ες και οι αντι­πα­λό­τη­τες της οικο­γέ­νειας έρχο­νται στην επι­φά­νεια… Και σε αυτό του το έργο, ο Τσέ­χοφ απο­τυ­πώ­νει την τοι­χο­γρα­φία της παρακ­μια­κής κοι­νω­νί­ας του και­ρού του. Ενώ λοι­πόν ο χώρος και ο χρό­νος είναι δοσμέ­νοι, μπο­ρεί ο θεα­τής να βρει ανα­λο­γί­ες και στο σήμερα.

«Ασυ­ζη­τη­τί είναι ένα έργο που μιλά­ει για το παρόν μας», μας λέει ο Γ. Κιμού­λης. «Παί­ζει βέβαια ρόλο και η ερμη­νεία που θα κάνεις, δηλα­δή αυτά τα οποία θα θελή­σεις να προ­βά­λεις περισ­σό­τε­ρο. Εκεί παρεμ­βάλ­λε­ται η τέχνη της σκη­νο­θε­σί­ας, της σκη­νο­γρα­φί­ας, της ενδυ­μα­το­λο­γί­ας, της μου­σι­κής και βασι­κά της υπο­κρι­τι­κής. Αρα, ναι, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι είναι ένα έργο που γρά­φτη­κε τώρα. Και με αυτήν την έννοια λέμε για έναν συγ­γρα­φέα, όταν συμ­βαί­νει αυτό, ότι είναι κλα­σι­κός». Τι ήταν όμως αυτό που επέ­λε­ξε ο ίδιος να προ­βά­λει περισσότερο;

«Το θέμα για το οποίο μιλά­ει το συγκε­κρι­μέ­νο έργο: Η γελοιό­τη­τα του παραι­τη­μέ­νου ανθρώ­που. Δεν είναι τυχαίο ότι δίπλα στα γρα­πτά του Τσέ­χοφ για τον “Θείο Βάνια” βρέ­θη­κε ο “Εκκλη­σια­στής”. “Ματαιό­της ματαιο­τή­των τα πάντα ματαιότης”. 

Βασι­κό του λοι­πόν θέμα είναι: Πώς ο άνθρω­πος παραι­τεί­ται από τη ζωή και προσ­δο­κά τον θάνα­το. Αυτό βέβαια θα μπο­ρού­σε να είναι ένα δρά­μα, ο Τσέ­χοφ όμως δε στα­μα­τά εκεί. Κατα­γρά­φει ότι ο άνθρω­πος από τη στιγ­μή που θα παραι­τη­θεί από τη ζωή πέρα από το δρα­μα­τι­κό στοι­χείο κου­βα­λά και ένα είδος γελοιό­τη­τας. Δεν υπάρ­χει πιο γελοίο πράγ­μα, έλε­γε στο “Τέλος του παι­χνι­διού” ο Μπέ­κετ, από τη δυστυ­χία, όταν κάποιος την απο­δέ­χε­ται και την περι­φέ­ρει με από­γνω­ση θεω­ρώ­ντας τη ζωή του ως μονό­δρο­μο, που του έχουν χαρά­ξει κάποιοι άλλοι.

Αυτό το είδος της γελοιό­τη­τας έχει άμε­ση σχέ­ση με την τσε­χο­φι­κή γρα­φή. Ο Τσέ­χοφ είναι παι­δί του Γκό­γκολ και του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Οχι του Τολ­στόι. Οσο κι αν τον σεβό­ταν. Ετσι, ανα­κα­λύ­πτεις την πιο βιτριο­λι­κή και εξορ­γι­σμέ­νη στά­ση του Τσέ­χοφ σε πολ­λά πράγ­μα­τα της καθε­στη­κυί­ας τάξης. Ο θυμός, πιστεύω, είναι ένας σημα­ντι­κός βατή­ρας δημιουρ­γί­ας. Υπάρ­χει μεγά­λη ανά­γκη να έρθει στην επι­φά­νεια ξανά. Για­τί χωρίς αυτόν δεν μπο­ρού­με να αλλά­ξου­με τίποτα. 

Ποια είναι λοι­πόν η σχέ­ση όλων των παρα­πά­νω με το σήμε­ρα; Μα σήμε­ρα το μεγα­λύ­τε­ρο δηλη­τή­ριο που έχει δηλη­τη­ριά­σει τον άνθρω­πο είναι η έννοια της παραίτησης». 

Για να ενι­σχύ­σει τα παρα­πά­νω φέρ­νει ως παρά­δειγ­μα τον περί­φη­μο μονό­λο­γο της Σόνιας, που κατά και­ρούς έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ένας αισιό­δο­ξος μονό­λο­γος. «Στη­ρί­ζο­νται σε μια μόνο φρά­ση, τη φρά­ση “πρέ­πει να ζήσου­με”. Δε δια­βά­ζουν όμως τι λέει μετά. Δεν έχει σχέ­ση με ύμνο ζωής ο μονό­λο­γος αυτός. Αντι­θέ­τως είναι ύμνος στο θάνα­το. Η Σόνια (υπο­κο­ρι­στι­κό της Σοφί­ας) αρνεί­ται την ίδια τη ζωή. Απελ­πι­σμέ­νη και έχο­ντας απο­δε­χτεί την ήττα της, ζει περι­μέ­νο­ντας το θάνα­το. “Το κακό είναι εδώ στη γη. Θα ξεκου­ρα­στού­με, θα ανα­παυ­θού­με, θα ανα­σά­νου­με όταν πεθά­νου­με”, λέει. Είναι τρα­γι­κά ειρω­νι­κό το φινάλε». 

 Διατηρώντας το βιτριολικό χιούμορ και θυμό του Τσέχοφ

|> Απέ­να­ντι σε αυτήν την έννοια του μονό­δρο­μου, τι έχει να πει ο Τσέχοφ; 

«Επι­λέ­γο­ντας να παρου­σιά­σει τη γελοιό­τη­τα αυτών που πιστεύ­ουν στην ανυ­παρ­ξία άλλων δρό­μων, είναι εμφα­νές ότι ο Τσέ­χοφ δεν πιστεύ­ει στο μονό­δρο­μο.

Πώς πεί­θεις τους ανθρώ­πους; Είναι μια άλλη ιστο­ρία. Ζού­με σε μία επο­χή που επι­κρα­τεί ο κυνι­σμός. Μία ψευ­δο­ρε­α­λι­στι­κή λατρεία του περί­φη­μου εφι­κτού της πολι­τι­κής. Η έννοια της αλλα­γής έχει γίνει σχε­δόν ανεκ­δο­το­λο­γι­κή. Οτι­δή­πο­τε κι αν πεις εμφα­νί­ζε­ται απέ­να­ντι ένας ειρω­νι­κός αντί­λο­γος, που επεν­δύ­ει στην κόπω­ση των ανθρώ­πων από τις αλλε­πάλ­λη­λες ήττες, και το ανα­τρέ­πει άρδην. Αυτή η ανοη­σία περί σχε­τι­κό­τη­τας των πάντων έχει επι­τρέ­ψει να δημιουρ­γη­θεί μια συνεί­δη­ση ζελέ

Μετά από τόσες απο­τυ­χί­ες πώς θα πεί­σεις τους ανθρώ­πους, λέγο­ντάς τους ότι ακρι­βώς επει­δή είναι άνθρω­ποι, όσες φορές κι αν πέσουν στα τέσ­σε­ρα πρέ­πει να σηκώ­νο­νται στα δύο; Πώς θα τους πεί­σεις πως η έννοια της λέξης επα­νά­στα­ση, εκ του επί + ανά + ίστα­μαι σημαί­νει σηκώ­νο­μαι άλλη μία φορά όρθιος; 

Πώς θα τους πεί­σεις πως η λέξη ουτο­πία δεν είναι ανοη­σία; Αντι­θέ­τως ανοη­σία είναι να ανεκ­δο­το­λο­γεί κάποιος μ’ αυτήν. Για­τί αρνού­με­νος την ουτο­πία απο­δέ­χε­ται τη δυστο­πία. Ζει προ­σαρ­μο­σμέ­νος σε μία δυστο­πι­κή ζωή. Στην ερώ­τη­ση σε τι χρη­σι­μεύ­ει η πίστη στην ουτο­πία αν είναι, όπως γρά­φει κι ο Γκα­λε­ά­νο, σαν τον ορί­ζο­ντα που όσο πιο πολύ τον πλη­σιά­ζεις τόσο πιο πολύ απο­μα­κρύ­νε­ται, μία απά­ντη­ση υπάρ­χει: Μα στο να προ­χω­ρά­με! Είναι αδια­νό­η­το να έχει απο­δε­χτεί ο άνθρω­πος ότι τα πάντα αλλά­ζουν στη φύση, και να αρνεί­ται πως το ίδιο μπο­ρεί να γίνει και στον κοι­νω­νι­κό του χώρο. Είναι αδια­νό­η­το να προ­τι­μά την προ­σαρ­μο­γή από την αλλαγή». 

Συζητώντας για τη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου, ο Γ. Κιμούλης πιάνει το νήμα από την αρχή. 

«Το ανέ­βα­σμα ενός Τσέ­χοφ έχει την πηγή του στον Στα­νι­σλάφ­σκι, που συνε­κρού­ε­το τότε με το θέα­τρο που υπήρ­χε εκεί­νη την επο­χή. Ενα θέα­τρο ρομα­ντι­κό, ένα θέα­τρο ψεύ­τι­κο, ανό­η­τα επι­κό. Ηθε­λε να μετα­φέ­ρει στη σκη­νή ένα είδος πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και να απο­μα­κρυν­θεί απ’ τον ψεύ­τι­κο ρομα­ντι­κό ηρω­ι­σμό. Ο Τσέ­χοφ δια­φω­νού­σε με τον τρό­πο που ο Στα­νι­σλάφ­σκι ανέ­βα­ζε κάποιες σκη­νές απ’ τα έργα του και το είχε εκφρά­σει σε πολ­λά γράμ­μα­τά του. 

Τα χρό­νια πέρα­σαν και επι­κρά­τη­σε η ανά­γνω­ση του Στα­νι­σλάφ­σκι, με αυτές τις τσε­χο­φι­κές ευαί­σθη­τες και αέρι­νες φυσιο­γνω­μί­ες, που το δρά­μα τους πάντα ήταν μεγα­λύ­τε­ρο από αυτές, που βαριού­νται να ζουν και που μαζί τους πολ­λές φορές βαριού­νται και οι θεατές… 

Μέχρι το 1986, που έγι­νε μια δια­φο­ρε­τι­κή ανά­γνω­ση, από τον Λιθουα­νό σκη­νο­θέ­τη Εϊμού­ντας Νεκρό­σιους, τον οποίο χάσα­με πρό­σφα­τα. Είδε την γκο­γκο­λι­κή πηγή του Τσέ­χοφ. Στη συνέ­χεια σχε­δόν ξεχά­στη­κε και επι­στρέ­ψα­με πάλι στις παλιές ανα­γνώ­σεις. Μέχρι τις αρχές του 2000, όπου και πάλι ένας Λιθουα­νός, ο Ρίμας Τού­μι­νας, έκα­νε μια ανά­γνω­ση του “Θεί­ου Βάνια” όπου είχε ανα­φο­ρές στην παρά­στα­ση του Νεκρό­σιους. Φυσι­κό είναι να έχω επη­ρε­α­στεί από αυτές. 

Με μια ειδο­ποιό δια­φο­ρά: Εγώ τώρα συνο­μι­λώ με αυτό που συμ­βαί­νει σε αυτήν τη χώρα και ειδι­κά στο χώρο του θεά­τρου. Υπάρ­χει η επι­δει­ξι­μα­νία ενός ψευ­δο-απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νου θεά­τρου. Εχει γίνει σύγ­χρο­νος θεα­τρι­κός τρό­πος έκφρα­σης η έννοια της αφή­γη­σης, της μη συμ­με­το­χής, η απο­μά­κρυν­ση από οτι­δή­πο­τε το ρεα­λι­στι­κό. Σε μια κοι­νω­νία που οι περισ­σό­τε­ροι πολί­τες δεν συμ­με­τέ­χουν, το να ανα­βαθ­μί­ζεις αυτήν τη μη συμ­με­το­χή σε έργο τέχνης είναι ιδιαί­τε­ρα επικίνδυνο. 

Οφεί­λω λοι­πόν να αντι­στα­θώ και να επι­στρέ­ψω στη βάση του ρεα­λι­σμού. Εμείς συμ­με­τέ­χου­με, δίνου­με ό,τι έχου­με και δεν έχου­με δια­τη­ρώ­ντας το βιτριο­λι­κό χιού­μορ του Τσέ­χοφ, εκφρά­ζο­ντας δηλα­δή παράλ­λη­λα με το δρά­μα τους και τη γελοιό­τη­τα των προ­σώ­πων του έργου». 

Εξίσου μεγάλο πρόβλημα και ο αμνήμων άνθρωπος

Στο τέλος της συζή­τη­σής μας δεν μπο­ρού­σα­με να μην του ανα­φέ­ρου­με και την επα­νέκ­δο­ση, προς τιμήν των 100 χρό­νων του ΚΚΕ, της «Καντά­τας για τη Μακρό­νη­σο» του Γιάν­νη Ρίτσου και του Θάνου Μικρού­τσι­κου. Σε αυτήν την επα­νέκ­δο­ση έχουν δια­τη­ρη­θεί τα αφη­γη­μα­τι­κά κομ­μά­τια, όπως είχαν ηχο­γρα­φη­θεί στον πρώ­το δίσκο του 1976, όπου συμ­με­τεί­χε και ο Γ. Κιμούλης.

«Θυμώ­νω όταν σκέ­φτο­μαι εκεί­νη την επο­χή. Για­τί συνει­δη­το­ποιώ το πόσο γρή­γο­ρα κατα­στρά­φη­κε ο μηχα­νι­σμός μνή­μης. Δεν αντι­στα­θή­κα­με, όσο έπρε­πε, σε αυτόν τον βομ­βαρ­δι­σμό της προ­σπά­θειας ενός ολό­κλη­ρου συστή­μα­τος με στό­χο να δια­γρά­ψει τη μακρά μνή­μη πολ­λών ανθρώ­πων και να τους αφή­σει να ζουν μόνον με τη βρα­χεία τους. Αν μπο­ρού­με να πού­με ότι ένα από τα βασι­κά προ­βλή­μα­τα είναι ο παραι­τη­μέ­νος άνθρω­πος, ένα εξί­σου μεγά­λο πρό­βλη­μα είναι ο αμνή­μων άνθρω­πος. Και αυτό δημιουρ­γεί τερά­στιο θυμό. Μιλάς αυτήν τη στιγ­μή με έναν άνθρω­πο που ο πατέ­ρας του ήταν πολ­λά χρό­νια εξο­ρία, που μεγά­λω­σε σε ένα σπί­τι που ο τρό­πος ζωής του, οι συζη­τή­σεις του, η βιβλιο­θή­κη του είχαν άμε­ση σχέ­ση με το χώρο της αρι­στε­ράς… - όχι, δεν μου αρέ­σει πια καθό­λου η χρή­ση της λέξης αρι­στε­ράΜεγά­λω­σα σ’ ένα περι­βάλ­λον κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι η επα­νέκ­δο­ση αυτού του έργου είναι ένας τρό­πος αντίστασης

Όσο για τα 100 χρό­νια που συμπλή­ρω­σε φέτος το ΚΚΕ, …«τα 100 χρό­νια είναι σεβασμός. 

Σεβα­σμός στην ιστο­ρία αυτού του τόπου. Σεβα­σμός σε αυτούς που προη­γή­θη­καν ημών. Δε νοεί­ται κάτι άλλο. 

Είμα­στε κι εμείς εδώ. Δε φτά­νει βεβαί­ως απλώς να το δηλώ­νου­με. Μαζί με τη δια­γρα­φή της μνή­μης μας, προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν πως ούτε καν υπάρχουμε. 

ΟΧΙ, ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ !

Μπερ­δε­μέ­νοι στις δια­τυ­πώ­σεις μας; Στις αντι­φά­σεις μας; Αλλο­τριω­μέ­νοι ο καθείς με τον τρό­πο του; 

Ναι αλλά με νύχια και με δόντια αρπαγ­μέ­νοι στη δια­τή­ρη­ση της μνή­μης μας, η οποία έχει άμε­ση σχέ­ση με την ελπί­δα ότι αυτός ο κόσμος μπο­ρεί να αλλά­ξει…».

 

πηγή

Omada

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο