Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

100 χρόνια Οκτωβριανή Επανάσταση – Ποιήματα ενός λαϊκού ποιητή από την Κέρκυρα

Τα Ατέ­χνως με αφορ­μή τα 100 χρό­νια από την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση ξεκί­νη­σε από τις 4 Ιου­νί­ου λογο­τε­χνι­κό αφιέ­ρω­μα στον κόκ­κι­νο Οχτώ­βρη και στον Λένιν. Αν έχε­τε κάτι να μας προ­τεί­νε­τε σχε­τι­κό ή να μας υπο­δεί­ξε­τε, περι­μέ­νου­με το μήνυ­μά σας στο [email protected].

Συνε­χί­ζου­με το αφιέ­ρω­μα με ανα­φο­ρά και εκλο­γή ελλή­νων λογο­τε­χνών που εμπνεύ­στη­καν από την Οχτω­βρια­νή Επανάσταση.

***

Ο Κερ­κυ­ραί­ους ποι­η­τής Σπύ­ρος Νικο­κά­βου­ρας θαμπω­μέ­νος από την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Λένιν και το ρόλο του στην Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, του αφιέρ­σε το ακό­λου­θο ποίημα:

Λένιν

Ήρθα για να φωτί­σω το σκοτάδι

Από­στο­λος θεού με τ’ άγιο ρήμα

Ήρθα για να σηκώ­σω το μαγνάδι

Που κρύ­βει της τιμής τους το άθεο κρίμα

 

Για Σμύρ­να, για λιβά­νι, ούτε για χρήμα

Δεν ήρθα — τέτοιο ας μού­πα­νε ψεγάδι

Ήρθα μόνο και διά­νοι­ξα τον Άδη

Κι έβα­λα τον οχτρό μέσα στο μνήμα

 

Ήρθα κι έβα­λα άτια, που ως άγια φλόγα

Θα πετα­χτεί στην οικου­μέ­νη πάσα

Το χέρι το μικρό που μας ευλογά

Κι έπια­νε της ζωής μας την ανάσα

Το θέρι­σα. Κι αχο­λο­γά ο αιθέρας:

«Καθα­ρί­στε τη γης, βρω­μεί το τέρας»

Ο Σπύ­ρος Νικο­κά­βου­ρας χαι­ρε­τί­ζει την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση αμέ­σως μετά το θρί­αμ­βό της, απο­κα­λώ­ντας την «Άνασ­σα»

Φλό­γα ιερή χερου­βι­κής θυσίας

ξαν­θά γαλά­ζια σύν­νε­φα στοιβάζει

και στο άτι το αχα­λί­νω­το ανεβάζει

το σατα­νά ρηγάρ­χη. που Μεσσίας

λογιέ­ται, και με κύμα φαντασίας

θεο­τι­νής αστρά­φτει, το μαράζι

στα τάρ­τα­ρα πετώ­ντας και φωνάζει

με σάλ­πιγ­γα χρυ­σήν αθανασίας.

Ανα­στή­τω η ζωή, το φως του χρόνου,

απ’ τα ψηλά στην οικου­μέ­νη στέλλω

Της μεγα­λη­γο­ρί­ας από θρόνου

Χερου­βι­κού την Άνασ­σα, αναγγέλλω

και λύο­νται πλιά του σκό­τους τα μυστήρια

θεο­φα­νεί­ας λαού τα νικητήρια.

 

Ο Σπύ­ρος Νικο­κά­βου­ρας γεν­νή­θη­κε στην Κέρ­κυ­ρα, στο χωριό Σφα­κε­ρά, το 1883, και πέθα­νε το 1952. Αυτο­δί­δα­χτος, ταλα­ντού­χος λογο­τέ­χνης, δεν έκα­νε σπου­δές· απο­τε­λεί χαρα­κτη­ρι­στι­κή περί­πτω­ση λαϊ­κού ποι­η­τή, ο οποί­ος από το πάθος του για την ποί­η­ση και λόγω της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας του χώρου όπου ανα­τρά­φη­κε, εξε­λί­χτη­κε σε αξιό­λο­γο δημιουρ­γό, με μια ιδιό­τυ­πη σύμ­μει­ξη της δημώ­δους λαϊ­κής έμπνευ­σης και του έντε­χνου ποι­η­τι­κού οίστρου. Ανή­συ­χο και ερευ­νη­τι­κό πνεύ­μα, φιλο­πε­ρί­ερ­γος, φιλο­μα­θής και φιλο­τά­ξι­δος, στην ουσία αδι­κή­θη­κε από τις συν­θή­κες, διό­τι παρά τις προ­σπά­θειες που κατέ­βα­λε να ανοί­ξουν οι ορί­ζο­ντες του ‑με τα ταξί­δια του, για παρά­δειγ­μα, στην Αίγυ­πτο, την Ιτα­λία και τη Γαλλία‑, η θεω­ρη­τι­κή κατάρ­τι­ση και η λογο­τε­χνι­κή σκευή του του στέ­ρη­σαν τις μεγά­λες απο­γειώ­σεις. Αλλά και οι περι­στά­σεις δεν τον ευνό­η­σαν ισόρ­ρο­πα, διό­τι γρή­γο­ρα έχα­σε τον καθο­δη­γη­τή και δάσκα­λο του Κων­στα­ντί­νο Θεο­τό­κη, κυρί­ως όμως για­τί η ακμή του συνέ­πε­σε με την παρακ­μή της Κερ­κυ­ραϊ­κής σχο­λής και το μαρά­ζω­μα της εντό­πιας λογο­τε­χνί­ας. […] (από τη σελ. 9 του βιβλίου)

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στο περιο­δι­κό Νου­μάς, ενώ αργό­τε­ρα εργά­στη­κε και για άλλα έντυ­πα της περιό­δου, όπως τα Γράμ­μα­τα της Αλε­ξάν­δρειας, τον Βωμό και τον Μαύ­ρο Γάτο της Αθή­νας, την Κερ­κυ­ραϊ­κή ανθο­λο­γία κ.ά. Ένα μέρος του ανέκ­δο­του έργου του περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο του Ποι­η­τι­κά έργα (Κέρ­κυ­ρα, 1925) μαζί με το βιβλι­κό Άσμα ασμά­των, μετά­φρα­ση σε ομοιο­κα­τά­λη­κτους δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βους. Τα έργα του σε γενι­κές γραμ­μές περιέ­χουν τα ποι­η­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα της τελευ­ταί­ας περιό­δου της Επτα­νη­σια­κής σχο­λής και παρου­σιά­ζουν συγ­γέ­νεια με τα αντί­στοι­χα του Μαβί­λη, του Μαρ­τζώ­κη και του Ζαν Μορε­άς. Πολ­λά από αυτά είναι εμπνευ­σμέ­να από επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες της επο­χής του, ενώ σε άλλα είναι έκδη­λη η νεο­κλα­σι­κή φυσιο­λα­τρία που απο­τε­λού­σε πρό­τυ­πο των ποι­η­τών της εποχής.

Συμ­με­τεί­χε στο Σοσια­λι­στι­κό Όμι­λο της Κέρ­κυ­ρας (και αργό­τε­ρα στο ΣΕΚΕ) με το Ντί­νο Θεο­τό­κη και τους: Αρι­στο­τέ­λη Σίδε­ρη, Σ. Παξι­νό, Ειρή­νη Δεν­δρι­νού, Νίκο Λευτεριώτη.

Στα 1914 δημο­σιεύ­ο­νται στο αλε­ξαν­δρι­νό περιο­δι­κό «Γράμ­μα­τα» μερι­κά από τα πρώ­τα του σοσια­λι­στι­κά σονέ­τα, όπως «Ρεβο­λου­σιόν» και «Χάος». Στην ρώσι­κη Επα­νά­στα­ση, γραμ­μέ­να πριν το 1920, ανα­φέ­ρο­νται και τα σονέ­τα του «Εγερ­τή­ριο» και «Εξέλ­σιορ».
Σημειώ­νε­ται σε άρθρο του «Ριζο­σπα­στη» στις 29 Σεπτέμ­βρη 1977: «Οι μαθη­τές Σπύ­ρος Νικο­κά­βου­ρας και Νίκος Λευ­τε­ριώ­της ξεπέ­ρα­σαν το δάσκα­λό τους Ντί­νο Θεο­τό­κη σε ιδε­ο­λο­γι­κή σιγου­ριά στην πρώ­τη περί­ο­δο ύστε­ρα από την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Ο Θεο­τό­κης προ­σκολ­λη­μέ­νος στη ρεφορ­μι­στι­κή γερ­μα­νι­κή σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία μπή­κε στην υπη­ρε­σία του Βενι­ζέ­λου και τάχτη­κε υπέρ του πολέ­μου, όπως ο Κάου­τσκι, ο Πλε­χά­νωφ κλπ. Ενώ αυτός στά­θη­κε δάσκα­λος για τους νεό­τε­ρούς του σοσια­λι­στές της Κέρ­κυ­ρας, τελι­κά γεμά­τος πλά­νες δεν μπό­ρε­σε να προ­χω­ρή­σει ως την απο­δο­χή του λενι­νι­στι­κού επα­να­στα­τι­κού δρό­μου. Ταλα­ντεύ­τη­κε πολύ, αλλά έστω και απο­τρα­βηγ­μέ­νος και νιώ­θο­ντας συντρι­βή από την ιδε­ο­λο­γι­κή του ταλά­ντευ­ση σ’ ένα από τα τελευ­ταία σονέ­τα της σει­ράς αυτής (10–9‑1919) αφή­νει να φανεί πως στο βάθος έμε­νε πάντα σοσιαλιστής…»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο