Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Η μεγάλη μέρα δεν άργησε… ’’ Μόλις είχα σχολάσει από το σχολειό και κατηφόριζα την Ευαγγελιστρίας να βγω στη Θησέως. Θεέ μου! Τι ήταν αυτό το ξαφνικό που είδαν τα μάτια μου. Ένα βουερό ανθρωπομάνι, να πυκνώνει από τις παρόδους της Θησέως και ν’ ανηφορίζει προς την Αθήνα. Γυναίκες, Άντρες και παιδιά. Ντυμένοι και ξυπόλυτοι, γεροί και σακατεμένοι, γνωστοί και άγνωστοι. Φιλιούνται και αγκαλιάζονται. Τραγουδούν και πανηγυρίζουν, να χαρούν την χιλιοματωμένη λευτεριά που επέστρεψε.
Σκέφτομαι πως η μάνα δεν είναι στο σπίτι να με περιμένει και χώνομαι μαζί τους. Ρίχνω τα βιβλία στον κόρφο και μπλέκομαι αγκαλιά με άλλους πιτσιρικάδες που τραγουδούσανε αντάρτικα τραγούδια.
Βγαίνουμε στη λεωφόρο Συγγρού και ανταμώνουμε τις άλλες γειτονιές. Τη Νέα Σμύρνη, το Δουργούτη, το Κουκάκι και ο χείμαρρος να φουντώνει. Στο άγαλμα του Βύρωνα λεφούσια από το Παγκράτι, την Καισαριανή, από την Νέα Ελβετία. Ανθρωποπλημμύρα από τις συνοικίες φτάνει και κατακλύζει λαίμαργα κάθε άδειο χώρο, κάθε άδειο σημείο. Ένα ατελείωτο πανηγύρι.
Η Αθήνα παραληρεί. Χαρτόνια γίνονται πλακάτ, Πουκάμισα, μαντίλες και κασκόλ γίνονται σημαίες. Χωνιά στα σταυροδρόμια σαλπίζουν το χαρμόσυνο άγγελμα και δίνουν τον τόνο στο τραγούδι. Η Αθήνα είναι λεύτερη. Γλέντι τρικούβερτο και χορός στήνεται στο Σύνταγμα. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι, λιανά και σβέλτα σαν ιτιές, ανεμίζουν την σημαία στην ταράτσα της Νομικής. Η αδούλωτη Αθήνα ξανασαίνει. Και η ψυχή και η ανάσα χείμαρρος. Ποτάμι αληθινό κι’ απλώνει, σπιθαμή τη σπιθαμή και πλημμυρίζει στράτες και σπίτια και γωνιές και πάρκα και πλατείες.
Οι ανάπηροι του Αλβανικού πολέμου, σούρνοντας τα καρότσια τους, κινάνε για το Σύνταγμα. Από κοντά και οι τραυματίες του ΕΛΑΣ, με επιδέσμους στο κεφάλι, πάνω σε δεκανίκια. Ο νικητής Λαός ξεφαντώνει. Δεν έχω λόγια να πω! Η ψυχή είναι τεράστια και πάλι δεν μπορεί να χωρέσει αυτή την ομορφάδα.
Στις εννέα το πρωί, οι Γερμανοί κατέβασαν την σβάστικα που βρώμιζε πάνω από τρία χρόνια τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Παρέδωσαν τα κλειδιά της Αθήνας και ξεκουμπίστηκαν.
Ματωμένος και τραχύς ο δρόμος που τράβηξε ο Λαός της Αθήνας, του Πειραιά, της Ελλάδας ολάκερης μέχρι να φτάσει η λύτρωση. Τούτη την ώρα της χαράς και του γλεντιού, το τίμημα ήταν βαρύ και πολυπληρωμένο.
Πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες οι νεκροί. Πενήντα χιλιάδες οι όμηροι που δεν γύρισαν ποτέ από τα γερμανικά στρατόπεδα εξόντωσης. Είκοσι χιλιάδες οι κρατούμενοι, δεκατρείς χιλιάδες τα νεκρά παλικάρια του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Χίλιες πεντακόσιες πόλεις και χωριά κατεστραμμένα. Αν μπουν στην μία πάντα της ζυγαριάς, τι πρέπει να πάρει η άλλη να ισιώσει;
Λευτεριά πραγματική. Εθνική Ανεξαρτησία, πολιτική και κοινωνική αναγέννηση, ανοικοδόμηση και προκοπή και πάνω απ’ όλα Ειρήνη.
Είχε πια πέσει το απόγευμα σαν πήρα την απόφαση να γυρίσω σπίτι. Η μάνα ήταν αναστατωμένη. Σαν την είδα να δαγκώνει τον καρπό του χεριού της κατάλαβα τι με περιμένει. Προσπάθησα να της εξηγήσω, πως τούτη τη μέρα έτσι και έτσι. Το χαβά της εκείνη, έπρεπε να μου της βρέξει για να το ανταποδώσει στα ίσα.
Παρόλα αυτά, την αλησμόνητη εκείνη ημέρα της 12ης Οκτωβρίου 1944, την έζησα και την χάρηκα με την ψυχή μου.
Το βράδυ ο Συνοικισμός Χαροκόπου έφεξε κι ο κόσμος βγήκε σαν από πάντα στο σεργιάνι…!
( Απόσπασμα από το βιβλίο μου ’’ Συνοικισμός Χαροκόπου’’ )
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.