Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

120 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Λογοθετίδη

Φέτος συμπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια από τη γέν­νη­ση ενός από τους κορυ­φαί­ους ηθο­ποιούς — και για πολ­λούς ο σημα­ντι­κό­τε­ρος Έλλη­νας κωμι­κός, που ακό­μη και σήμε­ρα αγα­πιέ­ται από το κοι­νό, νέους και παι­διά, μέσα από τις λιγο­στές ται­νί­ες που πρωταγωνίστησε.

Πρό­κει­ται για τον θρυ­λι­κό Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη, που για περί­που τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες διέ­πρε­ψε στο ελλη­νι­κό θέα­τρο και αγα­πή­θη­κε από τους θεα­τρό­φι­λους και χάρι­σε χιλιά­δες ώρες γέλιου σε ένα λαό που το είχε ανά­γκη περισ­σό­τε­ρο και από το ψωμί. Πολύ σωστά ο Ι.Μ. Πανα­γιω­τό­που­λος είχε πει: «Ο Λογο­θε­τί­δης υπήρ­ξε ο άνθρω­πος του λαού, που ένιω­σε το λαό και που έπαι­ξε για το λαό».

Ο Βασί­λης Λογο­θε­τί­δης γεν­νή­θη­κε στο Μυριό­φυ­το Θρά­κης το 1898 (δεν γνω­ρί­ζου­με την ακρι­βή ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης) και το πραγ­μα­τι­κό του επί­θε­το ήταν Ταυ­λα­ρί­δης. Το Λογο­θε­τί­δης το καθιέ­ρω­σε με το ντε­μπού­το του στο θέα­τρο το 1919, όταν βρέ­θη­κε στο θία­σο της Μαρί­κας Κοτο­πού­λη, με τον οποίο συνερ­γά­στη­κε μέχρι το 1946, με ένα μικρό διά­λειμ­μα. Τα νεα­νι­κά του χρό­νια τα έζη­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και το 1915 απο­φοί­τη­σε από το περί­φη­μο Ζωγρά­φειο Γυμνάσιο.

Στη ζωή, όπως και πολ­λοί άλλοι μεγά­λοι κωμι­κοί, ο Λογο­θε­τί­δης δεν θύμι­ζε τον αει­κί­νη­το κωμι­κό που έβγα­ζε γέλιο ακό­μη και από μια ματιά του. Ήταν μονα­χι­κός και δού­λευε ακα­τά­παυ­στα. Ήταν ανυ­πό­κρι­τα σεμνός, συνε­σταλ­μέ­νος, δεν του άρε­σαν οι κοσμι­κό­τη­τες. Ήταν πολύ καλός εργο­δό­της, δεν πρό­σε­χε την υγεία του, κάπνι­ζε και έπι­νε πολύ και από τη δεκα­ε­τία του 1940 ξεκί­νη­σαν τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, κάτι που όμως δεν τον έκα­νε να μειώ­σει ούτε τις παρα­στά­σεις, ούτε τις κατα­χρή­σεις. Ο Δημή­τρης Μυράτ είχε διη­γη­θεί ότι κάποια στιγ­μή, στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950, που τον είδε αδιά­θε­το, τον ρώτη­σε για­τί αυτο­κτο­νεί και εκεί­νος του απά­ντη­σε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά: «Το είπες, αυτοκτονώ».

Παρό­τι μικρο­κα­μω­μέ­νος, φαλα­κρός (πολ­λές φορές έπαι­ζε με περου­κί­νι — και το έφε­ρε βαρέ­ως) και μάλ­λον άσχη­μος, είχε μεγά­λη επι­τυ­χία στις γυναί­κες. Ο Μυράτ, ζεν πρε­μιέ της επο­χής, δεν μπο­ρού­σε να κατα­νο­ή­σει τις κατα­κτή­σεις του στο γυναι­κείο φύλο και το 1963 είχε δηλώ­σει: «Δεν υπήρ­ξε ποτέ ωραί­ος, αλλά είναι κι αυτό ένα παρά­ξε­νο χαρα­κτη­ρι­στι­κό των κωμι­κών, αρέ­σουν στις γυναί­κες. Ο Λογο­θε­τί­δης είχε εξαι­ρε­τι­κή επι­τυ­χία. Σκυ­λιά­ζα­με οι νεό­τε­ροι του θιά­σου, ο Μινω­τής, εγώ, παρι­στά­να­με τους καρ­διο­κα­τα­κτη­τές επί σκη­νής, τις κατα­κτή­σεις εκτός θεά­τρου τις είχε εκεί­νος…». Η πολύ­χρο­νη σχέ­ση του με την πολύ νεό­τε­ρη ηθο­ποιό Ίλυα Λιβυ­κού απο­τε­λεί μία από τις κλα­σι­κές ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες διά­ση­μου ζευ­γα­ριού, που δεν επι­ση­μο­ποι­ή­θη­κε με γάμο.

Στο Θέατρο

Στη θεα­τρι­κή σκη­νή ανέ­βη­κε κατά τύχη. Όπως ανα­φέ­ρε­ται από τη Φίνος Φιλμ, ο νεα­ρός Λογο­θε­τί­δης, με τη σπιν­θη­ρο­βό­λα ματιά, είχε φύγει από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη με την κοπέ­λα του, διό­τι οι γονείς τούς βάζα­νε εμπό­δια στη σχέ­ση τους. Άστε­γοι και χωρίς χρή­μα­τα, βρή­κα­νε κατα­φύ­γιο στο θία­σο Κοτο­πού­λη. Ωστό­σο, ο Λογο­θε­τί­δης δεν ήταν ένα άγνω­στο πρό­σω­πο για τη Μαρί­κα Κοτο­πού­λη κι αυτό για­τί τον είχε δει σε ερα­σι­τε­χνι­κή παρά­στα­ση στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και την είχε ενθου­σιά­σει. Η Κοτο­πού­λη του είχε πει ότι είσαι «γεν­νη­μέ­νος κωμι­κός». Μετά την πολύ­χρο­νη παρα­μο­νή του στο θία­σο της Κοτο­πού­λη το καλο­καί­ρι του 1947 συνερ­γά­στη­κε με την σπου­δαία ηθο­ποιό και θια­σάρ­χη της επο­χής κυρία Κατε­ρί­να (Ανδρε­ά­δη) και το χει­μώ­να του ίδιου έτους έφτια­ξε το δικό του θίασο.

Ο Λογο­θε­τί­δης έπαι­ξε σε περισ­σό­τε­ρα από 300 θεα­τρι­κά έργα! Πάνω από 200 ξένα έργα και κάπου 100 ελλη­νι­κές κωμω­δί­ες των Ψαθά, Σακελ­λά­ριου, Γιαν­να­κό­που­λου, Μελά, Ρού­σου κα, κατα­φέρ­νο­ντας με τις ερμη­νεί­ες του να λυγί­σει και τους «σκλη­ρούς» κρι­τι­κούς της επο­χής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μ. Καρα­γά­τσης ήταν σχε­δόν πάντα επαι­νε­τι­κός στις κρι­τι­κές του προς τον Λογοθετίδη.

Στο σινεμά

Ο Βασί­λης Λογο­θε­τί­δης ήταν και από τους πρώ­τους ηθο­ποιούς του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, όταν εκεί­νες τις επο­χές το πιο κοντι­νό στού­ντιο ήταν στην… Αίγυ­πτο. Η λατρεία του όμως για το θεα­τρι­κό σανί­δι, δεν του άφη­νε χρό­νο για τα πλα­τό. Έπαι­ξε σε μόλις 12 ται­νί­ες, τις περισ­σό­τε­ρες από τις οποί­ες τις είχε ανε­βά­σει προη­γου­μέ­νως και στο θέα­τρο, ενώ τις επτά τις γύρι­σε ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος και δύο ο Γιώρ­γος Τζαβέλλας.

Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται το 1933 στην ται­νία «Κακός δρό­μος», που γυρί­στη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη από τον Ερτο­γρούλ Μου­σχίν και σε δια­σκευή της ομώ­νυ­μης νου­βέ­λας του Γρη­γο­ρί­ου Ξενό­που­λου. Ήταν από τις πρώ­τες ομι­λού­σες ται­νί­ες του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, στην οποία συμ­με­τέ­χουν μερι­κά από τα μεγα­λύ­τε­ρα ονό­μα­τα της υπο­κρι­τι­κής, όπως η Μαρί­κα Κοτο­πού­λη (στη μία και μονα­δι­κή της εμφά­νι­ση στο σινε­μά — μετά δεν ήθε­λε να ξανα­κού­σει για κινη­μα­το­γρά­φο) και η Κυβέλη.

Το 1948 γύρι­σε τη «Μαντάμ Σου­σού», σε σκη­νο­θε­σία του θεα­τράν­θρω­που Τάκη Μου­ζε­νί­δη παί­ζο­ντας τον Πανα­γιω­τά­κη και τη μαντάμ Σου­σού η Μαρί­κα Νέζερ. Κινη­μα­το­γρα­φι­κά η ται­νία δεν έχει κάτι το ιδιαί­τε­ρο, δεδο­μέ­νου ότι ο Μου­ζε­νί­δης ήξε­ρε μόνο από θέατρο.

Την ίδια χρο­νιά όμως κάνει και την πρώ­τη του και ίσως μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες του. «Οι Γερ­μα­νοί ξανάρ­χο­νται», σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­κου Σακελ­λά­ριου και σενά­ριο Σακελ­λά­ριου-Γιαν­να­κό­που­λου και παρα­γω­γή Φίνου. Η ται­νία είχε τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία. Αυτή θα μπο­ρού­σε να λογι­στεί ως και η πρώ­τη του εμφά­νι­ση στη μεγά­λη οθό­νη, σε ηλι­κία 50 ετών.

Το 1952 γυρί­ζει το «Ένα βότσα­λο στη λίμνη» σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­κου Σακελ­λά­ριου και σενά­ριο Σακελ­λά­ριου-Γιαν­να­κό­που­λου. Είναι η πρώ­τη ται­νία από τις τρεις που γυρί­στη­καν στο Κάι­ρο μέσα σε τρία χρό­νια. Ο Λογο­θε­τί­δης έχει βρει πλέ­ον τους κινη­μα­το­γρα­φι­κούς κώδι­κες, έχει αφαι­ρέ­σει την περιτ­τή θεα­τρι­κό­τη­τα και απο­γειώ­νει την ερμη­νεία του, δεδο­μέ­νου ότι κατα­φέρ­νει να υπη­ρε­τεί δύο αντί­θε­τους χαρα­κτή­ρες υπο­δειγ­μα­τι­κά. Και αυτόν του σπα­γκο­ραμ­μέ­νου συντη­ρη­τι­κού νοι­κο­κύ­ρη και αυτόν του γλεν­τζέ γυναικά.

Τον επό­με­νο χρό­νο (1953) γυρί­ζει τη «Σάντα Τσι­κί­τα», πάλι σε σκη­νο­θε­σία Σακε­λά­ριου και σενά­ριο του γνω­στού παρα­πά­νω διδύ­μου. Ο Λογο­θε­τί­δης δίνει ρέστα στο ρόλο ενός φτω­χού φοβι­σμέ­νου υπαλ­λή­λου που θέλει να παντρευ­τεί και ψάχνει για χρήματα.

Το 1954 προ­βάλ­λε­ται η επί­σης κλα­σι­κή ται­νία «Δεσποι­νίς ετών 39» σε σκη­νο­θε­σία Σακελ­λά­ριου. Ο Λογο­θε­τί­δης παί­ζει το ρόλο ενός γερο­ντο­πα­λί­κα­ρου που θέλει να παντρέ­ψει την γερο­ντο­κό­ρη μεγα­λύ­τε­ρη και άσχη­μη αδελ­φή του.

Το 1955 γυρί­ζει το «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», με τους ίδιους συντε­λε­στές σε σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο. Ο Λογο­θε­τί­δης ερμη­νεύ­ει το ρόλο ενός γυναι­κά που απα­τά τη γυναί­κα του, ενώ την ίδια χρο­νιά θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε μία από τις δέκα καλύ­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες όλων των εποχών.

Πρό­κει­ται για την αξέ­χα­στη «Κάλ­πι­κη λίρα». Είναι η πρώ­τη σπον­δυ­λω­τή ελλη­νι­κή παρα­γω­γή, σε σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο του εξαι­ρε­τι­κού Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα, μου­σι­κή του Μάνου Χατζι­δά­κι και παρα­γω­γή της «Ανζερ­βός». Ο Τζα­βέλ­λας, σαφώς επη­ρε­α­σμέ­νος από τον ιτα­λι­κό νεο­ρε­α­λι­σμό, δίνει μία άψο­γη ηθο­γρα­φία και μαζί την ευκαι­ρία στον Λογο­θε­τί­δη να συνα­γω­νι­στεί με τους καλύ­τε­ρους πρω­τα­γω­νι­στές της επο­χής και να κερ­δί­σει τις εντυ­πώ­σεις με την πιο λιτή ερμη­νεία του, καθώς εδώ είναι σκη­νο­θε­τη­μέ­νος με κινη­μα­το­γρα­φι­κούς όρους και με κομ­μέ­νες τις ευκο­λί­ες της θεα­τρι­κής μανιέ­ρας. Μαζί του η Ίλυα Λιβυ­κού, ενώ στα άλλα σκετς πρω­τα­γω­νι­στούν εξαι­ρε­τι­κά Ορέ­στης Μακρής, Λαυ­ρέ­ντης Δια­νέλ­λος, Μίμης Φωτό­που­λος, Σπε­ράν­τζα Βρα­νά και Δημή­τρης Χορν — Έλη Λαμπέτη.

Το 1956 ο Λογο­θε­τί­δης δημιουρ­γεί μια ανε­πα­νά­λη­πτη ερμη­νεία πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στη θαυ­μά­σια αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία «Ο ζηλια­ρό­γα­τος» και πάλι σε σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα, μου­σι­κή Μάνου Χατζι­δά­κι και παρα­γω­γή «Ανζερ­βός». Τον επό­με­νο χρό­νο, ο Λογο­θε­τί­δης, που έχει πλέ­ον αρχί­σει να έχει προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, πρω­τα­γω­νι­στεί στην ται­νία «Δελη­σταύ­ρου και υιός».

Το 1958 ο Λογο­θε­τί­δης κάνει το κύκνειο άσμα του στον κινη­μα­το­γρά­φο, με τη δυνα­τή σάτι­ρα «Ένας ήρως με παντού­φλες», σε σκη­νο­θε­σία Σακελ­λά­ριου και σενά­ριο Σακελ­λά­ριου-Γιαν­να­κό­που­λου. Ερμη­νεύ­ει το ρόλο ενός στρα­τη­γού εν απο­στρα­τεία που ζει μέσα στη φτώ­χεια και που πέφτει θύμα ενός κυκλώ­μα­τος που λυμαί­νε­ται τα χρή­μα­τα του κράτους.

Την ίδια χρο­νιά, το 1958 γύρι­σε και την ται­νία μικρού μήκους «Κάτω από τους ουρα­νο­ξύ­στες», ένα ουσια­στι­κά άγνω­στο φιλμ, σε σκη­νο­θε­σία του ντο­κι­μα­ντε­ρί­στα Βασί­λη Μάρου, σενά­ριο Δημή­τρη Ψαθά και αμε­ρι­κα­νι­κή παρα­γω­γή. Πιθα­νό­τα­τα ο Λογο­θε­τί­δης γύρι­σε την ται­νία κατά τη διάρ­κεια της πετυ­χη­μέ­νης περιο­δεί­ας του στην Αμε­ρι­κή το 1957.

Το τέλος

Το Σάβ­βα­το, στις 20 Φεβρουα­ρί­ου 1960, πεθαί­νει στο σπί­τι του από καρ­δια­κή συγκο­πή, σε ηλι­κία 62 ετών, ενώ ετοι­μα­ζό­ταν να πάει στο θέα­τρό του. Η είδη­ση του θανά­του του έγι­νε πρω­το­σέ­λι­δο στις εφη­με­ρί­δες. Μετά από εντο­λή του τότε πρω­θυ­πουρ­γού Κώστα Καρα­μαν­λή, η κηδεία του έγι­νε δημο­σία δαπά­νη στο Μητρο­πο­λι­τι­κό Ναό Αθη­νών, παρου­σία της πολι­τι­κής ηγε­σί­ας και πλή­θους λαού, που υπο­λο­γί­ζε­ται σε 50.000 Αθη­ναί­ους. Τάφη­κε στο Α’ Νεκρο­τα­φείο και ελλεί­ψει συγ­γε­νών, τα συλ­λυ­πη­τή­ρια δέχο­νταν οι συνά­δελ­φοί του ηθοποιοί…

Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ

Βασί­λης Λογο­θε­τί­δης, «υπήρ­ξε ο άνθρω­πος του λαού, που ένιω­σε τον λαό και που έπαι­ξε για τον λαό»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο