Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

130 χρόνια Τέλμαν ήταν η αρχή

Γρά­φει ο Anton Saefkow //

Στις 16 Απρι­λί­ου συμπλη­ρώ­θη­καν 130 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Έρνστ Τέλ­μαν, ενός από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ηγέ­τες του παγκό­σμιου κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος στον 20ο αιώ­να. Με αφορ­μή αυτό το γεγο­νός η γερ­μα­νι­κή εφη­με­ρί­δα junge Welt είχε στο φύλ­λο της 16/4/2016 ένα μικρό σχε­τι­κό αφιέ­ρω­μα. Αυτό περι­λάμ­βα­νε, εκτός μιας μικρής εισα­γω­γής, τρία περι­στα­τι­κά από τη ζωή του Τέλ­μαν, όπως αυτά κατα­γρά­φο­νται στο βιβλίο „Thälmann, ein Report“ των ιστο­ρι­κών E.Czichon, H.Marohn και R.Dobrawa (εκδό­σεις Wiljo Heinen), καθώς κι ένα άρθρο του Τέλ­μαν πάνω στα συμπε­ρά­σμα­τα από την απερ­γία των λιμε­νερ­γα­τών του Αμβούρ­γου το 1926.

Ακο­λου­θεί ένα κομ­μά­τι του εισα­γω­γι­κού σημειώ­μα­τος της εφη­με­ρί­δας, καθώς και τα τρία αυτά περιστατικά:

„Έρνστ Τέλ­μαν, Φορ­το­εκ­φορ­τω­τής, Αμβούρ­γο“, αυτό ανα­γρα­φό­ταν στο ψηφο­δέλ­τιο για τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 1932. Τίπο­τα παρα­πά­νω. Κι όμως, ακό­μη κι αυτή η πλη­ρο­φο­ρία έλε­γε πολ­λά. Η σύγκρι­ση με τους συνυ­πο­ψη­φί­ους του και τη κοι­νω­νι­κή θέση αυτών, ακό­μη κι αν κάποιος σήμε­ρα δε γνω­ρί­ζει τη πολι­τι­κή κατά­στα­ση της επο­χής, μας δίνει να κατα­λά­βου­με τις συν­θή­κες και το επί­πε­δο της ταξι­κής πάλης στην τελευ­ταία περί­ο­δο της Δημο­κρα­τί­ας της Βαϊμάρης.

«Παύ­λος φον Χίντεν­μπουργκ, πρό­ε­δρος του Ράιχ, Στρα­τη­γός, Βερο­λί­νο». «Αδόλ­φος Χίτλερ, ανώ­τα­τος κρα­τι­κός λει­τουρ­γός του κρα­τι­δί­ου του Μπρά­ουν­σβαϊγκ, Μόνα­χο». Ένα χρό­νο αργό­τε­ρα ο στρα­τη­γός κι ο λει­τουρ­γός θα έδι­ναν τα χέρια, επι­σφρα­γί­ζο­ντας έτσι επί­ση­μα την τρο­μο­κρα­τι­κή και πολε­μι­κή σύμπλευ­ση στρα­τού, μονο­πω­λια­κού κεφα­λαί­ου και φασι­στι­κού κόμ­μα­τος μαζών. Τη μέρα εκεί­νη ο φορ­το­εκ­φορ­τω­τής θα συμπλή­ρω­νε ήδη κάποιες βδο­μά­δες στη φυλα­κή, από την οποία ποτέ δε θα ξανά­βγαι­νε ζωντα­νός. Ο Τέλ­μαν δολο­φο­νή­θη­κε τον Αύγου­στο του 1944, μετά από 11 χρό­νια απο­μό­νω­σης, από τους Ναζί στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Μπού­χεν­βαλντ. Η εφη­με­ρί­δα «λαϊ­κός παρα­τη­ρη­τής» θα διέ­δι­δε τότε την «είδη­ση» πως είχε χάσει τη ζωή του «κατά τη διάρ­κεια μιας τρο­μο­κρα­τι­κής επί­θε­σης στη περιο­χή της Βαϊμάρης».

(…)

(1)

Το Γενά­ρη του 1926 έφτα­σαν στο ΚΚΓ πλη­ρο­φο­ρί­ες πως ένας από τους δολο­φό­νους της Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ και του Καρλ Λίμπ­κνεχτ δού­λευε στο χυτή­ριο Weichbrod & Friedrich στο Βερο­λί­νο. Ο Τέλ­μαν μίλη­σε με τον επι­κε­φα­λής του 14ου τμή­μα­τος του RFB* (περιο­χή Neukölln) Fritz Lange και του ανα­κοί­νω­σε την από­φα­ση πως ο δολο­φό­νος Otto Runge (που κυκλο­φο­ρού­σε με το όνο­μα Rabold) έπρε­πε να τιμω­ρη­θεί δημό­σια. Στη συζή­τη­σή τους τόνι­σε πως μπο­ρεί μεν το ΚΚΓ και το RFB να μην είναι υπο­στη­ρι­κτές της ατο­μι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας, δε βλά­πτει όμως μπρο­στά στην επέ­τειο της δολο­φο­νί­ας των δύο κομ­μου­νι­στών ηγε­τών να δοθεί ένα γερό μάθη­μα σε έναν από τους δολο­φό­νους. Δεν έπρε­πε όμως σε καμία περί­πτω­ση το χτύ­πη­μα να απο­βεί θανα­τη­φό­ρο, ενώ η όλη επι­χεί­ρη­ση έπρε­πε να εκτε­λε­στεί από παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό (χωρίς εμφα­νή σύν­δε­ση με το κόμ­μα και το RFB).

Το σχέ­διο προ­έ­βλε­πε πως θα πιά­να­νε τον Runge στη πύλη του εργο­στα­σί­ου κατά το σχό­λα­σμα και θα τον τσά­κι­ζαν στο ξύλο. Τη περί­ο­δο εκεί­νη ο σοσιαλ­δη­μο­κρά­της αστυ­νο­μι­κός διοι­κη­τής του Βερο­λί­νου Karl Zörgiebel είχε προ­χω­ρή­σει σε σχε­τι­κό περιο­ρι­σμό των δια­δη­λώ­σε­ων στη πόλη. Συγκε­κρι­μέ­να, δεν επέ­τρε­πε καμία δημό­σια συνά­θροι­ση που δεν είχε αναγ­γελ­θεί εκ των προ­τέ­ρων στην αστυ­νο­μία. Αξιο­ποιώ­ντας αυτή την απα­γό­ρευ­ση, το 6ο τμή­μα του RFB Βερο­λί­νου (περιο­χή Kreuzberg) προ­κά­λε­σε την ώρα που είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί η όλη επι­χεί­ρη­ση έναν θαυ­μά­σιο αντι­πε­ρι­σπα­σμό: Με τις στο­λές τους, με λάβα­ρα, με μου­σι­κά όργα­να, δημιουρ­γώ­ντας όσο θόρυ­βο μπο­ρού­σαν, ξεκί­νη­σαν πορεία λίγα στε­νά παρα­πέ­ρα από το εργο­στά­σιο. Όλη η αστυ­νο­μι­κή δύνα­μη της περιο­χής έπε­σε πάνω τους, ώστε να εμπο­δί­σει όσους τόλ­μη­σαν ν’ αμφι­σβη­τή­σουν την απα­γό­ρευ­ση συναθροίσεων!

Οι σύντρο­φοι του 14ου τμή­μα­τος του RFB εντω­με­τα­ξύ είχαν δια­σκορ­πι­στεί παντού γύρω από το εργο­στά­σιο και περί­με­ναν το σήμα, όταν θα πρό­βαλ­λε από τη πύλη ο Runge. O Fritz Lange ήταν υπεύ­θυ­νος να τον ανα­γνω­ρί­σει και να ειδο­ποι­ή­σει. Δεν ήταν και τόσο εύκο­λο, διό­τι δεν υπήρ­χε κάποια πρό­σφα­τη ή αντι­προ­σω­πευ­τι­κή φωτο­γρα­φία. Έτσι, όταν στο σχό­λα­σμα της βάρ­διας το μπου­λού­κι των εργα­τών είχε ήδη απο­μα­κρυν­θεί από το εργο­στά­σιο, πολ­λοί άρχι­σαν ν’ ανα­ρω­τιού­νται μήπως τους είχε ξεφύ­γει ο Runge μέσα στο πλή­θος. Κι όμως, εμφα­νί­ζε­ται ξάφ­νου καθυ­στε­ρη­μέ­νος ένας με σηκω­μέ­νο το για­κά του σακα­κιού του, κρα­τώ­ντας παρα­μά­σχα­λα έναν βρώ­μι­κο χαρ­το­φύ­λα­κα. Ο Lange τον πλη­σιά­ζει, τον περιερ­γά­ζε­ται και τον ρωτά­ει: «Είσαι ο Runge;». «Όχι, Rabold λέγο­μαι». Ο Lange του δίνει μια γερή καρ­πα­ζιά, σήμα στους υπό­λοι­πους για να ορμή­ξουν. Έφα­γε χοντρό ξύλο. Κάποια στιγ­μή άφη­σαν το δολο­φό­νο της Ρόζας μπρο­στά σ’ ένα ψιλι­κα­τζί­δι­κο, απ’ όπου και ειδο­ποί­η­σε την αστυ­νο­μία. Μέχρι να φτά­σει αυτή, όλοι οι συμ­με­τέ­χο­ντες είχαν εξα­φα­νι­στεί στα στε­νά. Ο Runge μετα­φέρ­θη­κε στο κοντι­νό­τε­ρο νοσο­κο­μείο. Όμως κι εκεί το ΚΚΓ είχε κάνει παρέμ­βα­ση, ενη­με­ρώ­νο­ντας προ­σω­πι­κό και ασθε­νείς ποιος επρό­κει­το να μετα­φερ­θεί ως τραυ­μα­τί­ας στο νοσο­κο­μείο. Με την άφι­ξή του ξέσπα­σαν σφο­δρές αντι­δρά­σεις: Ασθε­νείς, υπάλ­λη­λοι, νοση­λεύ­τριες, τραυ­μα­τιο­φο­ρείς, κανείς δεν ήθε­λε το δολο­φό­νο στο χώρο. Ο Rabold ανα­γκα­στι­κά μετα­φέρ­θη­κε ξανά σε κάποιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο νοσοκομείο.

Λίγες εβδο­μά­δες αργό­τε­ρα ένας αξιω­μα­τι­κός του τοπι­κού αστυ­νο­μι­κού τμή­μα­τος έπια­σε τον Lange και του είπε: «Καλά, νομί­ζεις δε ξέρου­με ποιος του­λού­μια­σε τον Runge;». Όταν ο Lange δήλω­σε ανή­ξε­ρος, ο αστυ­νο­μι­κός του είπε πως αμέ­σως είχαν εμφα­νι­στεί στο τμή­μα από το «πολι­τι­κό» της ασφά­λειας, ερευ­νώ­ντας την υπό­θε­ση: «Μην ανη­συ­χείς όμως, από εμάς δε μίλη­σε κανείς. Πάντως το στή­σα­τε πολύ καλά το πράγ­μα. Ο τύπος πήρε ό,τι του άξι­ζε». Ο αξιω­μα­τι­κός ήταν σοσιαλδημοκράτης.

(2)

To ΚΚΓ στις βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές αύξα­νε συνε­χώς την επιρ­ροή του, όπως φαί­νε­ται τόσο στην οργα­νω­τι­κή του ανά­πτυ­ξη όσο και στα εκλο­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Όσο μεγά­λη επι­τυ­χία κι αν σημεί­ω­νε όμως στα αστι­κά κέντρα, στην ύπαι­θρο η επιρ­ροή του παρέ­με­νε ελά­χι­στη. Αυτό είχε φανεί πολύ καθα­ρά και στο δημο­ψή­φι­σμα του 1926 για τη απαλ­λο­τρί­ω­ση της περιου­σί­ας των ευγενών.

Στη Κ.Ε. του ΚΚΓ υπήρ­χε το τμή­μα υπαί­θρου, το οποίο ήταν υπεύ­θυ­νο για την επε­ξερ­γα­σία θέσε­ων και τη δου­λειά στους εργά­τες γης, στους μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες της υπαί­θρου, στο υπη­ρε­τι­κό προ­σω­πι­κό των αγροι­κιών και στους μικρούς αγρό­τες. Για πολ­λά χρό­νια υπεύ­θυ­νος του τμή­μα­τος ήταν ο Χάιν­ριχ Ράου, που ήταν επί­σης βου­λευ­τής του κόμματος. 

Στα πλαί­σια μιας καμπά­νιας που είχε απο­φα­σί­σει το τμή­μα υπαί­θρου, κάποια στιγ­μή βρέ­θη­κε και ο Έρνστ Τέλ­μαν σε ένα χωριό κοντά στο Zossen, ώστε να μιλή­σει σε μια συγκέ­ντρω­ση εργα­τών γης. Πριν την αναγ­γελ­θεί­σα συγκέ­ντρω­ση λοι­πόν ο Τέλ­μαν, μαζί με όσους τον συνό­δευαν, καθό­ταν στο παν­δο­χείο της περιο­χής και συζη­τού­σε με άλλους επι­σκέ­πτες. Ο κτη­μα­τί­ας της περιο­χής είχε λάβει γνώ­ση πως στε­λέ­χη του ΚΚΓ είχαν φτά­σει στο χωριό, οπό­τε κάποια στιγ­μή εμφα­νί­στη­κε, κρα­τώ­ντας το καμου­τσί­κι του στο χέρι, στο παν­δο­χείο του χωριού. Ένας από τους παρό­ντες θυμά­ται: «Άρχι­σε να ρωτά­ει επί­μο­να τον Τέλ­μαν: „Ποιος είστε; Ποιος σας κάλε­σε; Τι ζητά­τε εδώ;“ Ο Τέλ­μαν του απά­ντη­σε ήρε­μα: „Ποιος σας δίνει το δικαί­ω­μα να ζητά­τε τη ταυ­τό­τη­τά μου; Και καταρ­χήν μια στοι­χειώ­δη ευγέ­νεια θα επέ­βαλ­λε να καλω­σο­ρί­σε­τε τους ξένους που βρί­σκε­τε μπαί­νο­ντας στο παν­δο­χείο του τόπου σας“. 

Ο κτη­μα­τί­ας έχα­σε τα λόγια του. Κατα­κόκ­κι­νος, τρέ­μο­ντας ολό­κλη­ρος από οργή, άρχι­σε να ουρ­λιά­ζει: „Ποιός νομί­ζε­τε ότι είστε και τολ­μά­τε να με προ­σβάλ­λε­τε εμέ­να, αναι­δέ­στα­τε; Δε ξέρε­τε ποιος είμαι; Σ’ εμέ­να ανή­κει αυτός ο τόπος. Είμαι στη διοί­κη­ση του δήμου. Εγώ ορί­ζω ποιος μπο­ρεί να παρευ­ρί­σκε­ται εδώ! Να το θυμά­στε αυτό!“ Ο Τέλ­μαν χαμο­γέ­λα­σε, άρπα­ξε το καμου­τσί­κι με το οποίο έπαι­ζε ο κτη­μα­τί­ας και το πέτα­ξε στη γωνία του δωμα­τί­ου: „Μπο­ρεί εδώ ακό­μη να συνη­θί­ζε­τε ν’ απει­λεί­τε με βίτσες τους κολί­γους σας, αλλά ν’ απει­λεί­τε μ’ αυτό έναν επι­σκέ­πτη από το Βερο­λί­νο, αυτό ξεχά­στε το!“ Ο κτη­μα­τί­ας εξορ­γι­σμέ­νος απαι­τού­σε να πετά­ξουν έξω από το παν­δο­χείο αυτό τον αλή­τη, ο σερ­βι­τό­ρος όμως δεν κου­νή­θη­κε. Με τις φωνές και τη φασα­ρία εμφα­νί­στη­κε ο δια­χει­ρι­στής του παν­δο­χεί­ου, ο οποί­ος κινή­θη­κε να εκτε­λέ­σει τις εντο­λές του κτη­μα­τία. Πλη­σιά­ζο­ντας τον Τέλ­μαν δέχτη­κε μια γρο­θιά από έναν απ’ τους συνο­δούς του, έπε­σε κάτω και ανα­ζή­τη­σε τη φυγή, με τους εργά­τες γης που ήταν στο χώρο να ξεσπούν σε γέλια. Ο κτη­μα­τί­ας ήταν εκτός εαυ­τού: „Φωνάξ­τε τη χωρο­φυ­λα­κή“ και απευ­θυ­νό­με­νος στον Τέλ­μαν „Συλ­λαμ­βά­νε­στε! Σας συλ­λαμ­βά­νω εγώ ο ίδιος!“. Όλοι γελού­σαν, ενώ ο κτη­μα­τί­ας έβγαι­νε έξω. Ένας από τους εργά­τες είπε σκε­πτι­κός: Τώρα θα ξεσπά­σει πάνω μας. 

Σε λίγο εμφα­νί­στη­κε ο χωρο­φύ­λα­κας, ακο­λου­θού­με­νος από το κτη­μα­τία και ανα­κοι­νώ­νο­ντας στο Τέλ­μαν πως συλ­λαμ­βά­νε­ται. Ερω­τώ­με­νος από τον Τέλ­μαν για τους λόγους της σύλ­λη­ψης, του ανέ­φε­ρε: Προ­σβο­λή του κτη­μα­τία, πρό­κλη­ση σωμα­τι­κών βλα­βών στο δια­χει­ρι­στή και δια­τά­ρα­ξη οικια­κής ειρή­νης. Στη συζή­τη­ση που ακο­λού­θη­σε κάποια στιγ­μή ο χωρο­φύ­λα­κας ζήτη­σε με τη σει­ρά του τα προ­σω­πι­κά στοι­χεία του αντι­δρα­στι­κού αυτού ξένου. Όταν ο Τέλ­μαν του έδει­ξε τη βου­λευ­τι­κή του ταυ­τό­τη­τα, ρώτη­σε αυθόρ­μη­τα: „Μα στ’ αλή­θεια είστε ο Τέλ­μαν, ο βου­λευ­τής;“ Επέ­στρε­ψε τη βου­λευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα, υπο­κλί­θη­κε κι απο­μα­κρύν­θη­κε, παίρ­νο­ντας μαζί του και το κτηματία. 

Η συγκέ­ντρω­ση το από­γευ­μα ήταν εξαι­ρε­τι­κά πετυ­χη­μέ­νη. Είχε καλε­στεί και ο κτη­μα­τί­ας, ο οποί­ος ωστό­σο δεν εμφα­νί­στη­κε. Έστει­λε έπει­τα γράμ­μα στον Τέλ­μαν, όπου του ζητού­σε συγ­γνώ­μη. Το γράμ­μα τυπώ­θη­κε σε φυλ­λά­διο και μοι­ρά­στη­κε στο χωριό».

(3)

Ένας σύγ­χρο­νος του Τέλ­μαν από το Αμβούρ­γο γρά­φει: «Το Αμβούρ­γο είχε πάνω από 120.000 άνερ­γους. Πολ­λοί από αυτούς χρη­σι­μο­ποιού­σαν τον ελεύ­θε­ρό τους χρό­νο, ώστε πέρα από το επί­δο­μα ανερ­γί­ας και τις φιλαν­θρω­πί­ες να εξα­σφα­λί­σουν και με το ψάρε­μα για την οικο­γέ­νειά τους λίγο φαγη­τό επι­πλέ­ον. Το να κατα­λά­βει πώς σκέ­πτο­νταν όλοι αυτοί είχε για το Τέλ­μαν τερά­στιο ενδια­φέ­ρον. Κάθο­νταν λοι­πόν όλοι στη σει­ρά με το καλά­μι τους στο χέρι, το λεγό­με­νο „μαστί­γιο της πείνας“. 

Ο Τέλ­μαν διά­λε­γε ένα σημείο που ήταν σχε­τι­κά πολ­λοί μαζε­μέ­νοι, καθό­ταν στο γρα­σί­δι, ξεκι­νού­σε να στρί­βει τσι­γά­ρα και να τα μοι­ρά­ζει δεξιά κι αρι­στε­ρά. Παράλ­λη­λα έπια­νε κου­βέ­ντα για το αν τσι­μπά­νε τα ψάρια και μετά από λίγο ξεκι­νού­σε να ρωτά­ει περισ­σό­τε­ρα: Για το επάγ­γελ­μα, την οικο­γέ­νεια, το πόσο και­ρό ήταν ο άλλος άνερ­γος. Σίγα σιγά όλο και κάποιος ανοί­γο­νταν περισ­σό­τε­ρο, φτά­νο­ντας να συζη­τά­ει για τη συνο­λι­κή κατά­στα­ση. Τότε τους πέτα­γε ο Τέλ­μαν (σε λιμα­νί­σια διά­λε­κτο): „Δε γίνε­ται ρε φίλε, δε μπο­ρεί να συνε­χι­στεί έτσι αυτή η κατά­στα­ση“. Διά­φο­ροι τσι­μπού­σα­νε και ξεκι­νού­σαν να λένε τη γνώ­μη τους: „Τ’ αφε­ντι­κά εκεί πάνω, αυτοί φταί­νε“. Αυτό το χαρα­κτη­ρι­σμό χρη­σι­μο­ποιού­σα­νε για τη κυβέρ­νη­ση στο Βερο­λί­νο και στο δημαρ­χείο του Αμβούρ­γου. Τότε κι ο Τέλ­μαν προ­σε­κτι­κά ξεκι­νού­σε να κάνει ερω­τή­σεις, τί βλέ­πουν να κινεί­ται εκεί, τί πιθα­νό­τη­τες έβλε­παν για κάποια αλλα­γή, πώς θα μπο­ρού­σε αυτή να έρθει. Όταν τους είχε φτά­σει εκεί, ξεκι­νού­σε κι ίδιος πλέ­ον να λέει τις από­ψεις και προ­τά­σεις του, να εξη­γεί ποια είναι η αιτία της μίζε­ρης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Πάντα όμως παρα­μέ­νο­ντας ανώ­νυ­μος… Αυτό το παι­χνί­δι το συνέ­χι­ζε για μια ώρα περί­που, με όλο και περισ­σό­τε­ρους να μαζεύ­ο­νται εκεί γύρω, να λένε τη γνώ­μη τους και τη συζή­τη­ση ν’ ανά­βει όλο και περισ­σό­τε­ρο. Παράλ­λη­λα εγώ πάντα έπρε­πε να κάθο­μαι εκεί κοντά και να κατα­γρά­φω για τον Τέλ­μαν κάθε σημα­ντι­κό επι­χεί­ρη­μα που ακου­γό­τα­νε».

*Rotfrontkämpferbund, «Ένω­ση των μαχη­τών του κόκ­κι­νου μετώ­που»: Μετω­πι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης στη Δημο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης, επι­φορ­τι­σμέ­νη με το ζήτη­μα της μαζι­κής λαϊ­κής αυτοάμυνας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο