Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

150 χρόνια από την γέννηση της Μαρίας Κιουρί

“Το φόρε­μά της είναι σκού­ρο με ελά­χι­στο ντε­κολ­τέ, τα χέρια της φαγω­μέ­να από τα οξέα, είναι γυμνά. Δεν τα στο­λί­ζει ούτε μια βέρα. Ολό­γυ­ρά της στρα­φτο­κο­πούν στα πλα­τιά ντε­κολ­τέ τα ωραιό­τε­ρα δια­μά­ντια της αυτο­κρα­το­ρί­ας. Περιερ­γά­ζε­ται με αλη­θι­νή ευχα­ρί­στη­ση τα βαρύ­τι­μα κοσμή­μα­τα και παρα­τη­ρεί με έκπλη­ξη ότι και οι άντρας της που είναι συνή­θως τόσο αφη­ρη­μέ­νος, έχει κι αυτός τα μάτια καρ­φω­μέ­να στα κολιέ και στα αδα­μα­ντο­κόλ­λη­τα περιδέραια.

-Δεν φαντα­ζό­μουν πως υπάρ­χουν τέτοια κοσμή­μα­τα, του λέει το βρά­δυ επι­στρέ­φο­ντας στο σπίτι.

Εκεί­νος βάζει τα γέλια. “Σκέ­ψου” συνέ­χι­σε εκεί­νη, “ότι σε όλο το δεί­πνο, μια και δεν είχα τι να κάνω, βρή­κα ένα παι­χνί­δι. Υπο­λό­γι­ζα πόσα εργα­στή­ρια θα μπο­ρού­σαν να φτια­χτούν με τα πετρά­δια που φορού­σε στο λαι­μό της καθε­μιά από τις προ­σκε­κλη­μέ­νες. Όταν ήρθε η ώρα για τις ομι­λί­ες είχα φτά­σει σ’ ένα αστρο­νο­μι­κό νούμερο!”
“Ξένη”, για­τί ήταν αλη­θι­νή, σε ένα ψεύ­τι­κο κόσμο, με γυμνά χέρια που δάμα­ζαν τα μέταλ­λα, και ατί­θα­σες ξαν­θές μπού­κλες να στε­φα­νώ­νουν ένα μέτω­πο που πίσω του ανθού­σε η σκέ­ψη, απέ­να­ντι στις “κουπ” που γέμι­ζαν το εντός τους κενό με φλυαρίες…

Ήταν 7 Νοεμ­βρί­ου 1867, όταν στην οδό Νοβολ­πί­κι στην Βαρ­σο­βία, στην οικο­γέ­νεια του καθη­γη­τή Φυσι­κής και Μαθη­μα­τι­κών Βλα­ντι­σλάβ Σκλο­ντόβ­σκι, γεν­νιό­ταν η κόρη του Μαρία, το στερ­νο­παί­δι του σπιτιού.

Θα μεγα­λώ­σει μέσα στην αγά­πη που όμως την σκε­πά­ζει μια βαριά σκιά. Δεν θυμή­θη­κε ποτέ να την έχει φιλή­σει η μητέ­ρα της. Μόνο ένα τρυ­φε­ρό χάδι στην καμπύ­λη του μετώ­που της. Για­τί η κυρία Σκλο­ντόβ­σκα παρου­σί­α­σε τα πρώ­τα συμ­πτώ­μα­τα φυμα­τί­ω­σης όταν γεν­νή­θη­κε η Μαρία και παρά τους για­τρούς, επί πέντε χρό­νια, το κακό προ­χω­ρού­σε στα­θε­ρά. Η κυρία Σκλο­ντόβ­σκα χρη­σι­μο­ποιού­σε το δικό της σερ­βί­τσιο και δεν φιλού­σε ποτέ τον γιό και τις κόρες της. Τα μικρά λίγα ήξε­ραν για την φοβε­ρή αρρώ­στια, αλλά κάτι μάντευαν στην θλί­ψη που σκί­α­ζε το πρό­σω­πο του καθη­γη­τή και στη φρά­ση “Θεέ μου κάνε καλά τη μητέ­ρα μας” που είχαν προ­σθέ­σει στην βρα­δυ­νή προ­σευ­χή τους.

Το πρώ­το συνα­πά­ντη­μα με τον θάνα­το συνέ­βη το 1876 όταν πέθα­νε από τύφο η αδελ­φή της Ζόσια, ενώ δύο χρό­νια μετά, το 1878, πέθα­νε η μητέ­ρα της. Η Μαρία μαθαί­νει απο νωρίς πως η ζωή είναι σκλη­ρή και εφε­ξής θα την αντι­με­τω­πί­σει με άγρια περη­φά­νια και χωρίς καρτερία.

Ένα χρυ­σό μετάλ­λιο, λόγω των επι­δό­σε­ών της, σφρα­γί­ζει τις γυμνα­σια­κές της σπου­δές στις 12 Ιου­νί­ου 1883.

Η μεγά­λη της αδελ­φή Μπρό­νια έχει ανα­λά­βει όλες τις δου­λειές του σπι­τιού, όμως μέσα της σιγο­καί­ει ένας πόθος, ένα κρυ­φό όνει­ρο: Να σπου­δά­σει Ιατρι­κή στο Παρί­σι, για­τί εκεί­να τα χρό­νια δεν επι­τρε­πό­ταν στις κοπέ­λες να σπου­δά­σουν στο Πανε­πι­στή­μιο στην Πολω­νία. Έχει μαζέ­ψει ένα μικρό “κομπό­δε­μα”, όμως οι σπου­δές και η δια­μο­νή στο εξω­τε­ρι­κό κοστί­ζουν ακριβά.

Η Μαρία δεν δίστα­σε και έπια­σε δου­λειά ως “εσω­τε­ρι­κή δασκά­λα” σε κάποια οικο­γέ­νεια εξα­σφα­λί­ζο­ντας τρο­φή, στέ­γη και ένα μισθό που θα έστελ­νε στην αδελ­φή της.
Δού­λε­ψε έτσι για 8 χρό­νια, όμως το πάθος της μάθη­σης την καί­ει και αυτή. Παρα­κο­λού­θη­σε στη Βαρ­σο­βία το Κινη­τό Πανε­πι­στή­μιο, μια σει­ρά δηλα­δή ‑παρά­νο­μων- μαθη­μά­των ανα­το­μί­ας, φυσι­κής, ιστο­ρί­ας και κοι­νω­νιο­λο­γί­ας από εθε­λο­ντές δασκά­λους. Ήταν στον αριθ­μό 66 της οδού Κρα­κο­βί­ας στο βάθος μιας αυλής με πασχαλιές.
Θέλει να μελε­τή­σει Φυσι­κή και Χημεία, ενώ παράλ­λη­λα δωρί­ζει τις γνώ­σεις της, παρα­δί­δο­ντας μαθή­μα­τα στις εργά­τριες μιας βιο­τε­χνί­ας ρούχων.

Μια πρό­σκλη­ση από την Μπρό­νια, το 1891, της επι­τρέ­πει να εγκα­τα­στα­θεί στο Παρί­σι στο σπί­τι της αδελ­φής της, στην λεω­φό­ρο Ζαν Ζωρές, τότε οδός Γερ­μα­νί­ας, για να παρα­κο­λου­θή­σει μαθή­μα­τα στη σχο­λή Θετι­κών Επι­στη­μών της Σορβόννης.

«Παίρ­νω τον ήλιο και τον εκσφεν­δο­νί­ζω…» Το δεκεμ­βριά­τι­κο φως ρίχνει τις χλο­μές του ακτί­νες στο μεγά­λο αμφι­θέ­α­τρο. Τα νεα­νι­κά κεφά­λια σκυμ­μέ­να αντι­γρά­φουν τις εξι­σώ­σεις που χαρά­ζει στον πίνα­κα το χέρι του καθη­γη­τή Πολ Απέλ.

Στα πρώ­τα έδρα­να ένα κορί­τσι χαμο­γε­λά εκστα­τι­κά. Τη μεγά­λη καμπύ­λη του μετώ­που της, στε­φα­νώ­νουν ατί­θα­σες ξαν­θές μπού­κλες. Πώς είναι δυνα­τόν να θεω­ρεί κανείς την επι­στή­μη “στε­γνή”;

Καθώς ήταν αδύ­να­τον να μελε­τή­σει, λόγω της συνε­χούς κίνη­σης στο ιατρείο της αδελ­φής της και του συζύ­γου της, απο­φα­σί­ζει να μεί­νει μόνη της, διά­βα­ζε συνε­χώς και μόνο οι λιπο­θυ­μί­ες από την κόπω­ση της υπεν­θύ­μι­ζαν ότι έπρε­πε που και που να τρώει.

Κάνει αιμα­τη­ρές οικο­νο­μί­ες. Πηγαι­νο­έρ­χε­ται με τα πόδια στην Σορ­βόν­νη και όταν αρχί­ζει να νυχτώ­νει κατα­φεύ­γει στην βιβλιο­θή­κη Σεν­Ζε­νε­βιέβ όπου καί­ει το φωτα­έ­ριο και είναι ζεστά.

Το 1893 κατέ­κτη­σε την πρώ­τη θέση στις εξε­τά­σεις για το πτυ­χίο των Φυσι­κών Επι­στη­μών και το 1894 τη δεύ­τε­ρη θέση για το πτυ­χίο των Μαθηματικών.

Επι­στρέ­φο­ντας στη Βαρ­σο­βία, της δόθη­κε μια υπο­τρο­φία 600 ρου­βλί­ων που προ­ο­ρι­ζό­ταν για άξιους φοι­τη­τές. Λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, μετρώ­ντας όπως πάντα, δεκά­ρα — δεκά­ρα, από την πρώ­τη της αμοι­βή για μια μελέ­τη, επέ­στρε­ψε 600 ρού­βλια στον γραμ­μα­τέα του ιδρύ­μα­τος, που έμει­νε άναυ­δος από τη χει­ρο­νο­μία της.

Η ίδια δέχθη­κε την υπο­τρο­φία ως μια ένδει­ξη εμπι­στο­σύ­νης. Θα το ένιω­θε σαν ατι­μία αν κρα­τού­σε έστω και μια στιγ­μή παρα­πά­νω αυτά τα χρή­μα­τα που, με την επι­στρο­φή τους, θα μπο­ρού­σαν να είναι στή­ριγ­μα για κάποια άλλη φτω­χή κοπέ­λα που θα ήθε­λε να σπουδάσει.

Η συνάντηση με τον Πιερ

Το 1894, η Εται­ρεία Προ­ώ­θη­σης της Εθνι­κής Βιο­μη­χα­νί­ας είχε ανα­θέ­σει στη Μαρία μια μελέ­τη και είχε ανά­γκη από ένα εργα­στή­ριο, στην ανεύ­ρε­ση του οποί­ου την βοή­θη­σε ο Πολω­νός καθη­γη­τής Κοβάλ­σκι που την έφε­ρε σε επα­φή με έναν λαμπρό επι­στή­μο­να, τον Πέτρο Κιου­ρί, ο οποί­ος ένιω­σε αμέ­σως έλξη για τη νεα­ρή συνά­δελ­φό του.

Παντρεύ­τη­καν χωρίς νυφι­κό, βέρες, γαμή­λια δεξί­ω­ση — και βέβαια χωρίς θρη­σκευ­τι­κό μυστή­ριο. Αλλά και χωρίς συμ­βο­λαιο­γρά­φο, αφού δεν είχαν τίπο­τε άλλο εκτός από δύο αστρα­φτε­ρά ποδή­λα­τα, που αγό­ρα­σαν την προη­γου­μέ­νη με το δώρο σε “μετρη­τά” που τους είχε κάνει ένας εξά­δελ­φός τους και με τα οποία σκό­πευαν όλο το καλο­καί­ρι να αλω­νί­σουν τις εξοχές!

Στις 12 Σεπτεμ­βρί­ου 1897 απέ­κτη­σαν την κόρη τους Ειρή­νη, ενώ η Μαρία απέ­κτη­σε και την άδεια διδα­σκα­λί­ας στη Μέση Εκπαίδευση.

Προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νη για το διδα­κτο­ρι­κό της, ενδια­φέρ­θη­κε για τις εργα­σί­ες του Γάλ­λου φυσι­κού Ανρί Μπε­κε­ρέλ, ο οποί­ος είχε παρα­τη­ρή­σει ότι τα άλα­τα ενός σπά­νιου μετάλ­λου, του ουρα­νί­ου, χωρίς προη­γού­με­νη επί­δρα­ση του φωτός, εξέ­πε­μπαν, αυτό­μα­τα, κάποιες άγνω­στου είδους ακτί­νες και το αίνιγ­μα ήταν η προ­έ­λευ­σή τους.
Η Μαρία βρή­κε το θέμα της: Μελέ­τη των ακτί­νων του ουρα­νί­ου, το οποίο εγκα­τα­λεί­πει προ­σω­ρι­νά και μελε­τά όλα τα γνω­στά σώμα­τα. Οι ενώ­σεις ενός άλλου στοι­χεί­ου, του θορί­ου, εκπέ­μπουν επί­σης αυτό­μα­τα ακτί­νες όμοιες με εκεί­νες του ουρανίου.

Μελε­τώ­ντας δείγ­μα­τα ορυ­κτών απο­κλεί­ει βαθ­μιαία εκεί­να που δεν περιέ­χουν ουρά­νιο και θόριο, όμως εκεί­να που τα περιέ­χουν εκπέ­μπουν πολύ πιο ισχυ­ρή ακτι­νο­βο­λία από όση «κανο­νι­κά» θα ανα­με­νό­ταν αν περιεί­χαν μόνο ουράνιο.

Δια­τυ­πώ­νει μια τολ­μη­ρή υπό­θε­ση: Τα ορυ­κτά κρύ­βουν σίγου­ρα ένα νέο υλι­κό που ακτι­νο­βο­λεί, ένα νέο χημι­κό στοιχείο!

Ο Πιέρ εγκα­τα­λεί­πει τις δικές του έρευ­νες, ενώ­νο­ντας τις προ­σπά­θειές του με τις δικές της το Μάη του 1898.

Ανα­ζη­τούν την ιδιαί­τε­ρα ενερ­γή ουσία σε ένα ορυ­κτό του ουρα­νί­ου, τον πισ­σου­ρα­νί­τη, δια­χω­ρί­ζο­ντας με χημι­κή ανά­λυ­ση τα συστα­τι­κά του στοι­χεία και μετρώ­ντας τη ραδιε­νέρ­γεια του καθενός.

Τελι­κά, εντο­πί­ζουν τη ραδιε­νέρ­γεια σε δύο κυρί­ως χημι­κά στοι­χεία του πισ­σου­ρα­νί­τη. Αυτό σημαί­νει πως υπάρ­χουν δύο δια­φο­ρε­τι­κά και­νούρ­για στοιχεία.

Τον Ιού­λη του 1898 ήταν σε θέση να ανα­κοι­νώ­σουν την ανα­κά­λυ­ψη και των δύο, πρώ­τα εκεί­νου που ονο­μά­στη­κε πολώ­νιο προς τιμή της πατρί­δας της Μαρί­ας και μετά του ραδί­ου, από το οποίο πήρε το όνο­μά της η ραδιε­νέρ­γεια (ενέρ­γεια που εκπέ­μπε­ται από το ράδιο).

Προ­σπα­θώ­ντας να παρα­σκευά­σουν σε καθα­ρή μορ­φή τα δύο στοι­χεία, οι Κιου­ρί δού­λε­ψαν τέσ­σε­ρα ολό­κλη­ρα χρό­νια σε μια παρά­γκα, καθώς το επί­ση­μο Πανε­πι­στή­μιο της Σορ­βόν­νης δεν τους παρα­χω­ρού­σε εργα­στή­ριο, ούτε τους επιδοτούσε.

Ο πισ­σου­ρα­νί­της ήταν πανά­κρι­βος. Τον κατερ­γά­ζο­νταν τα μεταλ­λεία του Γιο­ά­χιμ­σταλ στη Βοη­μία. Οι Κιου­ρί σκέ­φθη­καν ότι αφού το πολώ­νιο και το ράδιο βρί­σκο­νται στο ορυ­κτό, θα βρί­σκο­νται και στα κατά­λοι­πά του και έτσι ζήτη­σαν από αυστρια­κούς συνα­δέλ­φους τους να μεσο­λα­βή­σουν στα μεταλ­λεία της Βοη­μί­ας. Οι Κιου­ρί θα πλή­ρω­ναν τα κατά­λοι­πα από τις πενι­χρές τους οικονομίες.

Στά­θη­καν τυχε­ροί, αφού το εργο­στά­σιο στη Βοη­μία απο­φά­σι­σε να δια­θέ­σει δωρε­άν έναν τόνο κατά­λοι­πα σε αυτούς τους δύο …παρά­φρο­νες που έλε­γαν ότι τα χρειάζονται.

Στα 1902, μετά από υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες σε συν­θή­κες απί­στευ­της στέ­ρη­σης, φτώ­χειας και δου­λειάς, η Μαρία Κιου­ρί πέτυ­χε να παρα­σκευά­σει ένα δέκα­το του γραμ­μα­ρί­ου καθα­ρό ράδιο και ένα εικο­στό καθα­ρό πολώνιο.

Ο Πιέρ Κιου­ρί ανα­κη­ρύ­χθη­κε καθη­γη­τής στη Σορ­βόν­νη το 1904, όμως εργα­στή­ριο δεν του παρα­χώ­ρη­σαν ποτέ. Του είχαν προ­τεί­νει το 1900 έδρα στη Γενεύη, που αν γινό­ταν δεκτή θα έλυ­νε το βιο­πο­ρι­στι­κό τους πρό­βλη­μα, όμως θα έπρε­πε να εγκα­τα­λεί­ψουν τις έρευ­νες. Οι Κιου­ρί αρνή­θη­καν. Η Μαρία διο­ρί­στη­κε καθη­γή­τρια Φυσι­κής στη Σχο­λή Θηλέ­ων των Σεβρών.

Η σπα­τά­λη δυνά­με­ων για να μπο­ρέ­σουν να επι­βιώ­σουν ήταν πολύ μεγά­λη. Το 1902 η Μαρία συγκλο­νί­ζε­ται από το θάνα­το του πατέ­ρα της, ενώ το 1903, χρο­νιά που γεν­νιέ­ται η κόρη τους Εύα, ο Πιέρ Κιου­ρί δίνει διά­λε­ξη στη Γενεύη για το ράδιο.

Στις 25 Ιου­νί­ου 1903 στην Σορ­βόν­νη η Μαρία απα­ντά στους τρείς ενδε­δυ­μέ­νους με επί­ση­μο ένδυ­μα κ.κ. Μπου­τί, Λιπ­μάν και Μουα­σάν και περι­μέ­νει την από­φα­σή αυτών των αυστη­ρών ανθρώ­πων που την ανα­κοι­νώ­νει ο κ. Λιπ­μάν, ο πρώ­τος της δάσκα­λος: “Το Πανε­πι­στή­μιον των Παρι­σί­ων σας απο­νέ­μει τον τίτλο του διδά­κτο­ρος των Φυσι­κών Επι­στη­μών με τον βαθ­μόν ‘Άρι­στα’ ”.

Στις 10 Δεκέμ­βρη 1903, η Ακα­δη­μία Επι­στη­μών της Στοκ­χόλ­μης ανα­κοί­νω­σε ότι το βρα­βείο Νόμπελ Φυσι­κής απο­νέ­με­ται κατά το ήμι­συ στον Ανρί Μπε­κε­ρέλ και κατά το ήμι­συ στο ζεύ­γος Κιου­ρί, οι οποί­οι δεν μπό­ρε­σαν να παρευ­ρε­θούν στην τελετή.

Ενδει­κτι­κό του ήθους τους είναι το γεγο­νός ότι δεν κατο­χύ­ρω­σαν τις μεθό­δους τους για την απο­μό­νω­ση των στοι­χεί­ων, επει­δή θεω­ρού­σαν ότι δε συμ­βά­δι­ζε με το επι­στη­μο­νι­κό πνεύ­μα, καθώς η επι­στή­μη είναι κοι­νω­νι­κή κατά­κτη­ση και η «κατο­χύ­ρω­ση» (πατέ­ντα) εμπο­δί­ζει τη συνέ­χι­ση της επι­στη­μο­νι­κής έρευ­νας από τους επόμενους.

Η σημα­σία της πρά­ξης αυτής είναι ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη, διό­τι οι Κιου­ρί ανα­κά­λυ­ψαν πως η ακτι­νο­βο­λία του ραδί­ου κατέ­στρε­φε τους καρ­κι­νι­κούς όγκους.
Στις 19 Απρί­λη 1906, η ζωή της Μαρί­ας Κιου­ρί άδεια­σε από­το­μα, καθώς ο Πιέρ σκο­τώ­θη­κε σε τρο­χαίο δυστύχημα.

Στις 13 Μάη απο­φα­σί­στη­κε η έδρα του Πιέρ Κιου­ρί να δοθεί στην Μαρία. Γινό­ταν η πρώ­τη γυναί­κα στη Γαλ­λία που της δινό­ταν έδρα πανε­πι­στη­μί­ου, ενώ ήταν επί­σης η πρώ­τη γυναί­κα που έδω­σε διά­λε­ξη στη Σορβόννη.

Πριν ξεκι­νή­σει για τη διά­λε­ξη στους φοι­τη­τές, κοί­τα­ξε τις σημειώ­σεις του Πιέρ και ξεκί­νη­σε το μάθη­μα με την ίδια ακρι­βώς φρά­ση που εκεί­νος είχε κλεί­σει την προη­γού­με­νη παράδοση.

Το Δεκέμ­βρη του 1911 η Μαρία Κιου­ρί τιμή­θη­κε με το Νόμπελ Χημείας.

Υπε­βλή­θη σε εγχεί­ρη­ση, καθώς τα νεφρά της ήταν σε φρι­κτή κατά­στα­ση, ενώ στη διάρ­κεια του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου «όργω­σε» τη Γαλ­λία, με το πρώ­το «ακτι­νο­λο­γι­κό όχη­μα» δικής της έμπνευ­σης, σώζο­ντας χιλιά­δες τραυματίες.

Υπο­λο­γί­ζε­ται ότι η ίδια, με τα χρή­μα­τα που είχε συγκε­ντρώ­σει από τα δύο βρα­βεία Νόμπελ, έστη­σε περί­που 250 ακτι­νο­λο­γι­κούς θαλά­μους στα πολε­μι­κά μέτωπα.

Το 1922 εξε­λέ­γη μέλος της Διε­θνούς Επι­τρο­πής Πνευ­μα­τι­κής Συνερ­γα­σί­ας, της Κοι­νω­νί­ας των Εθνών ενώ το 1932 εγκαι­νί­α­σε το Ινστι­τού­το Ραδί­ου στη Βαρσοβία.

Το 1944, το Πολω­νι­κό Πανε­πι­στή­μιο ονο­μά­στη­κε προς τιμήν της: Μαρία Σκλο­ντόφ­σκι — Κιουρί.

Η επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα, σε ένδει­ξη σεβα­σμού προς το πρό­σω­πό της έδω­σε το όνο­μά της σε μονά­δα μέτρη­σης της ραδιε­νέρ­γειας (το κιου­ρί ή Ci) και στο υπε­ρου­ρά­νιο τεχνη­τό χημι­κό στοι­χείο κιού­ριο (Cm), με ατο­μι­κό αριθ­μό 96.

Τον τελευ­ταίο και­ρό, οι για­τροί ανα­κά­λυ­πταν αφύ­σι­κα συμ­πτώ­μα­τα στο αίμα της. Ο καθη­γη­τής Ρεγκό σημεί­ω­σε. «Η κυρία Κιου­ρί μπο­ρεί να κατα­με­τρη­θεί ανά­με­σα στα μακρο­πρό­θε­σμα θύμα­τα των ραδιε­νερ­γών σωμά­των, που ανα­κά­λυ­ψαν ο σύζυ­γός της και η ίδια».

Στη διάρ­κεια της αγω­νί­ας έβγα­ζε μικρά βογκη­τά πόνου και κάποια παρά­πο­να γεμά­τα απο­ρία. Ως το τέλος, η έννοιά της ήταν η δου­λειά της “οι παρά­γρα­φοι των κεφα­λαί­ων… Να τις κάνου­με όλες όμοιες… Σκέ­φτη­κα αυτή την ανακοίνωση…”

Στις 4 Ιου­λί­ου 1934 εντα­φιά­στη­κε δίπλα στον άντρα της στο κοι­μη­τή­ριο του Σο, παρου­σία μόνο των στε­νών συνερ­γα­τών της. Τα αδέλ­φια της έρι­ξαν στον τάφο της μια χού­φτα χώμα πολω­νι­κής γης.

Το 1995, τα οστά της μετα­φέρ­θη­καν στο Πάν­θε­ον, στο μαυ­σω­λείο στο οποίο βρί­σκο­νται θαμ­μέ­νοι οι «μεγά­λοι άνδρες» της Γαλλίας.

Ένα χρό­νο μετά το θάνα­τό της, ένας πελώ­ριος τόμος προ­στέ­θη­κε στα επι­στη­μο­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα της βιβλιο­θή­κης του Ινστι­τού­του Ραδί­ου. Ήταν το μήνυ­μά της στη νέα γενιά, στους νέους ερα­στές της επι­στή­μης, αλλά και στην ανθρω­πό­τη­τα: Στο γκρί­ζο εξώ­φυλ­λο, το όνο­μα του συγ­γρα­φέα: «Κυρία Πιέρ Κιου­ρί — Καθη­γή­τρια στη Σορ­βόν­νη — Βρα­βείο Νόμπελ Φυσι­κής, Βρα­βείο Νόμπελ Χημεί­ας». Από κάτω μονο­λε­κτι­κός ο φοβε­ρός τίτλος: «Ραδιε­νέρ­γεια».

Γιώρ­γος Μηλιώ­νης / Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο