Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

150 χρόνια από την παρισινή Κομμούνα: Τα συμπεράσματα για τον μαρξισμό — λενινισμό

«Τα ξημερώματα της 18ης του Μάρτη 1871, το Παρίσι ξύπνησε με τη βροντερή ιαχή: “Ζήτω η Κομμούνα!”». 
Ηταν η αρχή του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στο εξεγερμένο προλεταριάτο του Παρισιού και την αστική κυβέρνηση που είχε την έδρα της στις Βερσαλίες. 
Η Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους λαμπρότερους φάρους στην πάλη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, «το πιο υψηλό παράδειγμα του πιο περίλαμπρου προλεταριακού κινήματος του 19ου αιώνα» σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν.

«Δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας»

Με αφορ­μή τη συμπλή­ρω­ση 150 χρό­νων από τα μεγά­λα γεγο­νό­τα της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού, ο «Ριζο­σπά­στης» του Σ|Κ φιλο­ξε­νεί αρθρο­γρα­φία και αφιε­ρώ­μα­τα με σκο­πό την παρου­σί­α­ση του ιστο­ρι­κού πλαι­σί­ου της επο­χής και την ανά­δει­ξη των βασι­κών συμπε­ρα­σμά­των για την επα­να­στα­τι­κή πάλη.
Στο παρόν εισα­γω­γι­κό αφιέ­ρω­μα, που επι­με­λή­θη­κε η Ιδε­ο­λο­γι­κή Επι­τρο­πή της ΚΕ του ΚΚΕ, εστιά­ζου­με σε μια συνο­πτι­κή παρου­σί­α­ση των βασι­κών ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των της Κομ­μού­νας και του πολι­τι­κού συσχε­τι­σμού στο εσω­τε­ρι­κό της.Κομμούνα Παρισιού

Τα γεγονότα της Κομμούνας
Ο γαλλο-πρωσικός πόλεμος

Ο ταξι­κός εμφύ­λιος πόλε­μος στο Παρί­σι, που σημα­το­δό­τη­σε η Κομ­μού­να, ήταν απο­τέ­λε­σμα σει­ράς γεγο­νό­των που πυρο­δό­τη­σε ο γαλ­λο-πρω­σι­κός πόλε­μος, που ξέσπα­σε στις 20 Ιού­λη 1870 ως απο­τέ­λε­σμα του οξυ­μέ­νου αντα­γω­νι­σμού μετα­ξύ των αστι­κών τάξε­ων της Γαλ­λί­ας και της Γερμανίας.

Στις δεκα­ε­τί­ες που έχουν προη­γη­θεί έχει μετα­βλη­θεί ο οικο­νο­μι­κός και πολι­τι­κός συσχε­τι­σμός ανά­με­σα στις δύο χώρες, με τη Γερ­μα­νία να ξεπερ­νά κατά πολύ σε βιο­μη­χα­νι­κή και οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη τη Γαλ­λία και ταυ­τό­χρο­να να αυξά­νει τη στρα­τιω­τι­κή και πολι­τι­κή της ισχύ στην περιο­χή, με την προ­ώ­θη­ση της ενο­ποί­η­σης των γερ­μα­νι­κών κρα­τι­δί­ων με επί­κε­ντρο την Πρω­σία. Η αντί­θε­ση λοι­πόν ανά­με­σα στις δύο χώρες οξύ­νε­ται, αφού η Γαλ­λία βλέ­πει όχι μόνο έναν επι­κίν­δυ­νο αντα­γω­νι­στή, αλλά και μια ισχυ­ρή απει­λή στα ανα­το­λι­κά της σύνορα.

Στις 2 Αυγού­στου 1870 ξεκι­νούν οι πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις, στις οποί­ες ο γαλ­λι­κός στρα­τός χάνει διαρ­κώς έδα­φος. Στις 2 Σεπτέμ­βρη τα γαλ­λι­κά στρα­τεύ­μα­τα στο Σεντάν δέχο­νται συντρι­πτι­κό πλήγ­μα και ο αυτο­κρά­το­ρας Ναπο­λέ­ων Γ’ μαζί με τον στρα­τό του (40 στρα­τη­γοί, 4.000 αξιω­μα­τι­κοί, 84.000 άνδρες) αιχμαλωτίζονται.

Κομμούνα Παρισιού barricade Place Blanche

Το Παρίσι σε αναβρασμό

Με την είδη­ση της ήττας στο Σεντάν οξύ­νο­νται οι αντι­θέ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό της αστι­κής τάξης της Γαλ­λί­ας. Συνέρ­χε­ται το Νομο­θε­τι­κό Σώμα του Παρι­σιού και ανά­με­σα σε άλλα απο­φα­σί­ζει την κατάρ­γη­ση της μοναρ­χί­ας και την εγκα­θί­δρυ­ση της δημο­κρα­τί­ας (4 Σεπτέμ­βρη), τη δημιουρ­γία κυβέρ­νη­σης «Εθνι­κής Αμυ­νας» και την επα­να­σύ­στα­ση της Εθνο­φρου­ράς, για την υπε­ρά­σπι­ση της πόλης από τον κίν­δυ­νο της άμε­σης κατάληψης.

Στις 16 Σεπτέμ­βρη τα πρώ­τα γερ­μα­νι­κά στρα­τιω­τι­κά τμή­μα­τα εμφα­νί­ζο­νται έξω από το Παρί­σι και στις 19 του μήνα ξεκι­νά η πολιορ­κία της πόλης, κυρί­ως από τον Βορ­ρά και την Ανατολή.

Η αστι­κή τάξη, θέλο­ντας να δια­σφα­λί­σει τα γενι­κά της συμ­φέ­ρο­ντα, επι­διώ­κει ήδη από τον Οκτώ­βρη να έρθει σε συμ­φω­νία με τους Πρώ­σους. Στις 31 Οκτώ­βρη 1870 και στις 22 Γενά­ρη 1871 σημειώ­νο­νται δύο εργα­τι­κές εξε­γέρ­σεις — που απο­τυγ­χά­νουν — ως απά­ντη­ση σε κινή­σεις της αστι­κής τάξης να παρα­δώ­σει τμή­μα­τα του στρα­τού και της Εθνο­φρου­ράς στους Πρώσους.

Στις 28 Γενά­ρη, η κυβέρ­νη­ση «Εθνι­κής Αμυ­νας» υπο­γρά­φει την πλή­ρη συν­θη­κο­λό­γη­ση με τους Πρώ­σους. Οπως γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Ενγκελς:

«Τα φρού­ρια παρα­δό­θη­καν, η οχυ­ρω­μα­τι­κή γραμ­μή που περιέ­βαλ­λε το Παρί­σι αφο­πλί­στη­κε, ο τακτι­κός στρα­τός και η κινη­τή φρου­ρά παρέ­δω­σαν τα όπλα τους και θεω­ρή­θη­καν αιχ­μά­λω­τοι πολέ­μου. Η Εθνο­φυ­λα­κή όμως κρά­τη­σε τα όπλα και τα κανό­νια της και έκλει­σε μόνο ανα­κω­χή με τους νικη­τές. Οι ίδιοι οι νικη­τές δεν τόλ­μη­σαν να μπουν θριαμ­βευ­τι­κά στο Παρί­σι. Το μόνο που τόλ­μη­σαν να κατα­λά­βουν ήταν μια μικρή γωνιά του Παρι­σιού (…) Αυτοί, που 131 ολό­κλη­ρες μέρες κρά­τη­σαν περι­κυ­κλω­μέ­νο το Παρί­σι, βρέ­θη­καν οι ίδιοι περι­κυ­κλω­μέ­νοι απ’ τους οπλι­σμέ­νους εργά­τες του Παρι­σιού που πρό­σε­χαν καλά να μην περά­σει κανέ­νας Πρώ­σος τα στε­νά όρια της γωνιάς που είχε παρα­χω­ρη­θεί στους ξένους κατα­κτη­τές. Τέτοιος ήταν ο σεβα­σμός που εμπνέ­α­νε οι εργά­τες του Παρι­σιού στο στρα­τό, που μπρο­στά του είχαν κατα­θέ­σει τα όπλα όλες οι στρα­τιές της αυτο­κρα­το­ρί­ας»3.

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού Στις 18 Μάρ­τη 1871, στρα­τεύ­μα­τα της αστι­κής κυβέρ­νη­σης του Θιέρ­σου, που έχει μετα­φερ­θεί στις Βερ­σα­λί­ες, βλέ­πο­ντας ως μεγα­λύ­τε­ρο εχθρό τον οπλι­σμέ­νο λαό παρά τους Πρώ­σους κατα­κτη­τές, εισέ­βα­λαν στο Παρί­σι και απαί­τη­σαν την παρά­δο­ση των όπλων της Εθνοφρουράς.

Τα μέλη της Εθνο­φρου­ράς, με τη στή­ρι­ξη του λαού, αρνού­νται. Δια­τάσ­σε­ται επί­θε­ση του τακτι­κού στρα­τού. Οι στρα­τιώ­τες δεν υπα­κούν. Συλ­λαμ­βά­νουν τους στρα­τη­γούς των κυβερ­νη­τι­κών στρα­τευ­μά­των Λεκόντ και Τομά και τους εκτε­λούν. Οι εξε­γερ­μέ­νοι κατα­λαμ­βά­νουν το δημαρ­χείο του Παρι­σιού και υψώ­νουν την κόκ­κι­νη σημαία. Στις 20 Μάρ­τη γίνο­νται προ­σπά­θειες εξέ­γερ­σης και σε άλλες πόλεις, που όμως είτε απο­τυγ­χά­νουν είτε κατα­στέλ­λο­νται μέσα σε λίγες μέρες. Στις 26 Μάρ­τη εκλέ­γε­ται η Παρι­σι­νή Κομ­μού­να και στις 28 ανα­κη­ρύσ­σε­ται πανη­γυ­ρι­κά κυβέρνηση.

Μέσα στις 70 μέρες που κρά­τη­σε η Κομ­μού­να, μέχρι τις 28 Μάη, υλο­ποί­η­σε ένα πλού­σιο έργο που μετα­ξύ άλλων περι­λάμ­βα­νε δια­τάγ­μα­τα για: Την κατάρ­γη­ση της υπο­χρε­ω­τι­κής στρα­τιω­τι­κής θητεί­ας και την αντι­κα­τά­στα­ση του τακτι­κού στρα­τού από την Εθνο­φρου­ρά, η οποία απο­τε­λού­νταν από «όλους τους ικα­νούς άνδρες». Την κατάρ­γη­ση της αστυ­νο­μί­ας και την αντι­κα­τά­στα­σή της από την Πολι­το­φυ­λα­κή. Τη θεσμο­θέ­τη­ση του δια­χω­ρι­σμού της Εκκλη­σί­ας από το κρά­τος. Τη δημό­σια κατα­στρο­φή της λαι­μη­τό­μου. Την καθιέ­ρω­ση του μέτρου των αντι­ποί­νων ενά­ντια στους αντε­πα­να­στά­τες. Τη δημο­σιό­τη­τα των συνε­δριά­σε­ών της. Την ολο­κλη­ρω­τι­κή κατάρ­γη­ση των προ­νο­μί­ων των δημο­σί­ων υπαλ­λή­λων, θεσμο­θε­τώ­ντας την εκλο­γή και την ανα­κλη­τό­τη­τά τους. Την κατάρ­γη­ση της ποι­νι­κής και αστι­κής δικαιο­δο­σί­ας των επι­χει­ρη­μα­τιών στους τόπους δου­λειάς. Την καθιέ­ρω­ση δωρε­άν Παιδείας.Κομμούνα Παρισιού Ζήτω η Κομμούνα

Οπως σημεί­ω­νε ο Λένιν: «Η Κομ­μού­να απο­τέ­λε­σε ένα λαμπρό υπό­δειγ­μα της ικα­νό­τη­τας του προ­λε­τα­ριά­του να πραγ­μα­το­ποιεί ομό­θυ­μα τα δημο­κρα­τι­κά καθή­κο­ντα που η αστι­κή τάξη ήξε­ρε μόνο να δια­κη­ρύσ­σει»4.

Ολο το έργο της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού έδει­ξε ότι «όταν η εργα­τι­κή τάξη έρθει πια στην εξου­σία δεν μπο­ρεί να εξα­κο­λου­θεί να διοι­κεί με την παλιά κρα­τι­κή μηχα­νή, ότι η εργα­τι­κή αυτή τάξη, για να μην ξανα­χά­σει την κυριαρ­χία που μόλις έχει κατα­κτή­σει, πρέ­πει να παρα­με­ρί­σει όλη την παλιά κατα­πιε­στι­κή μηχα­νή που έως τότε είχε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ενα­ντί­ον της»5. Η μελέ­τη αυτής της προ­σπά­θειας από τους Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν έδω­σε τα απα­ραί­τη­τα συμπε­ρά­σμα­τα για τη συγκρό­τη­ση των θεω­ρη­τι­κών αρχών της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του. «Ε λοι­πόν, κύριοι, θέλε­τε να μάθε­τε τι λογής είναι αυτή η δικτα­το­ρία; Κοι­τά­χτε την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να. Αυτή ήταν η δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του»6, έγρα­φε ο Ενγκελς.

Κομμούνα Παρισιού

Η ήττα της Κομμούνας

«Δύο όμως λάθη», έγρα­φε ο Λένιν, «κατέ­στρε­ψαν τους καρ­πούς της λαμπρής νίκης. Το προ­λε­τα­ριά­το στα­μά­τη­σε στη μέση του δρό­μου: Αντί να αρχί­σει την “απαλ­λο­τρί­ω­ση των απαλ­λο­τριω­τών”, παρα­σύρ­θη­κε από το όνει­ρο να εγκα­θι­δρύ­σει ανώ­τε­ρη Δικαιο­σύ­νη σε μια χώρα που να την ενώ­νει το πανε­θνι­κό καθή­κον. Δεν κατέ­λα­βε, λ.χ., τέτοια ιδρύ­μα­τα σαν την Τρά­πε­ζα, οι θεω­ρί­ες των πρου­ντο­νι­στών για “δίκαιη ανταλ­λα­γή” κ.λπ. επι­κρα­τού­σαν ακό­μα ανά­με­σα στους σοσια­λι­στές. Το δεύ­τε­ρο λάθος είναι η υπερ­βο­λι­κή μεγα­λο­ψυ­χία του προ­λε­τα­ριά­του: Επρε­πε να εξο­ντώ­σει τους εχθρούς του. Απε­να­ντί­ας, το προ­λε­τα­ριά­το του Παρι­σιού προ­σπα­θού­σε να επι­δρά­σει ηθι­κά επά­νω τους, περι­φρό­νη­σε τη σημα­σία των καθα­ρά πολε­μι­κών ενερ­γειών στον εμφύ­λιο πόλε­μο και, αντί να στε­φα­νώ­σει τη νίκη του στο Παρί­σι με απο­φα­σι­στι­κή επί­θε­ση ενά­ντια στις Βερ­σα­λί­ες, αργο­πό­ρη­σε και έδω­σε στην κυβέρ­νη­ση των Βερ­σα­λιών τον και­ρό να συγκε­ντρώ­σει τις σκο­τει­νές δυνά­μεις και να προ­ε­τοι­μα­στεί για τη ματω­μέ­νη βδο­μά­δα του Μάη»7.

Η πτώ­ση της Κομ­μού­νας ήρθε στις 28 Μάη. Το μένος της αστι­κής τάξης της Γαλ­λί­ας ήταν τερά­στιο και ήθε­λε να δώσει «παρα­δειγ­μα­τι­κή τιμω­ρία» στους εξε­γερ­μέ­νους εργά­τες. Ετσι, στις 21 Μάη τα στρα­τεύ­μα­τα του στρα­τη­γού Μακ — Μαόν αρχί­ζουν γενι­κή επί­θε­ση ενά­ντια στο Παρί­σι. Κινη­το­ποιού­νται 130.000 καλά οπλι­σμέ­νοι και εκπαι­δευ­μέ­νοι στρα­τιώ­τες, που υπο­στη­ρί­ζο­νται από μεγά­λες μονά­δες βαρέ­ος πυρο­βο­λι­κού. Απέ­να­ντί τους βρί­σκο­νται περί­που 30.000 κομ­μου­νά­ροι, άσχη­μα οπλισμένοι.

Η αγριό­τη­τα των επι­θέ­σε­ων είναι τέτοια που η βδο­μά­δα μέχρι τις 28 του Μάη, οπό­τε ηττά­ται η Κομ­μού­να, έμει­νε στην Ιστο­ρία ως «Ματω­μέ­νη Βδο­μά­δα». «Η γη στρώ­θη­κε από τα πτώ­μα­τά τους και το φρι­κια­στι­κό αυτό θέα­μα θα χρη­σι­μεύ­σει για να δοθεί ένα μάθη­μα», έλε­γε ο Θιέρ­σος σε ένα τηλε­γρά­φη­μά του εκεί­νη την εποχή.

Παρά την ήττα της, η Παρι­σι­νή Κομ­μού­να με τον απα­ρά­μιλ­λο ηρω­ι­σμό των εξε­γερ­μέ­νων εργα­τών του Παρι­σιού απο­τέ­λε­σε την κορυ­φαία στιγ­μή της ταξι­κής σύγκρου­σης ανά­με­σα στην εργα­τι­κή και την αστι­κή τάξη κατά τον 19ο αιώ­να. Το ιστο­ρι­κό της απο­τύ­πω­μα στην ταξι­κή πάλη συμπυ­κνώ­νε­ται πολύ γλα­φυ­ρά στα περί­φη­μα λόγια του Μαρξ:

«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους»8.

  1. Παρα­πο­μπές:
  2. Κ. Μαρξ, «Ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος στη Γαλ­λία», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2011, σελ. 65
  3. Β. Ι. Λένιν, «Τα διδάγ­μα­τα της Κομ­μού­νας», «Απα­ντα», τ. 16, σελ. 475 — 478
  4. Φ. Ενγκελς, «Εισα­γω­γή» (1891) στο βιβλίο του Κ. Μαρξ «Ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος στη Γαλ­λία», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2011, σελ. 12 — 13
  5. Β. Ι. Λένιν, ό.π.
  6. Φρ. Ενγκελς, ό.π., σελ 20
  7. Φρ. Ενγκελς, ό.π., σελ. 22 — 23
  8. Β. Ι. Λένιν, ό.π.
  9. Κ. Μαρξ, ό.π., σελ. 102

✔️  Ο πολιτικός συσχετισμός στους κόλπους της Κομμούνας και η επίδρασή του στις εξελίξεις.
✔️  Τα συμπεράσματα για τον μαρξισμό — λενινισμό

Κομμούνα Παρισιού«Η Κομ­μού­να γεν­νή­θη­κε αυθόρ­μη­τα. Κανέ­νας δεν την είχε προ­ε­τοι­μά­σει συνει­δη­τά και σχε­δια­σμέ­να. (…) Στην αρχή το κίνη­μα αυτό ήταν πάρα πολύ μπερ­δε­μέ­νο και ακα­θό­ρι­στο. Προ­σχώ­ρη­σαν σ’ αυτό και πατριώ­τες που έλπι­ζαν ότι η Κομ­μού­να θα ξαναρ­χί­σει τον πόλε­μο ενά­ντια στους Γερ­μα­νούς και θα τον φέρει σε νικη­φό­ρο τέρ­μα. Το υπο­στή­ρι­ξαν και οι μικροί κατα­στη­μα­τάρ­χες που τους απει­λού­σε η κατα­στρο­φή αν δεν δινό­ταν ανα­στο­λή στην εξό­φλη­ση των γραμ­μα­τί­ων και στην κατα­βο­λή των ενοικίων (…).
Τον κύριο όμως ρόλο στο κίνη­μα αυτό τον έπαι­ζαν, φυσι­κά, οι εργά­τες (ιδί­ως οι χει­ρο­τέ­χνες του Παρι­σιού), ανά­με­σα στους οποί­ους τα τελευ­ταία χρό­νια της Δεύ­τε­ρης Αυτο­κρα­το­ρί­ας είχε γίνει δρα­στή­ρια σοσια­λι­στι­κή προ­πα­γάν­δα και πολ­λοί απ’ αυτούς ανή­καν και στη Διε­θνή. Μόνον οι εργά­τες έμει­ναν ως το τέλος πιστοί στην Κομ­μού­να»9.
Με αυτόν τον τρό­πο ο Λένιν παρου­σιά­ζει συνο­πτι­κά τη γέν­νη­ση και τη συγκρό­τη­ση της Κομ­μού­νας, η οποία, καθώς προ­έ­κυ­ψε μέσα από τις βαθιές κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις και τη ζωντα­νή ταξι­κή πάλη, περιέ­κλειε μέσα της πλή­θος αντι­φα­τι­κών στοι­χεί­ων και δυνάμεων.

Σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο τη συνα­πο­τε­λού­σαν οι εργα­τι­κές — λαϊ­κές δυνά­μεις του Παρι­σιού, η εργα­τι­κή τάξη, που αναμ­φι­σβή­τη­τα έπαι­ξε τον πρώ­το και καθο­ρι­στι­κό ρόλο, μαζί με μικρο­α­στι­κά κυρί­ως στρώ­μα­τα. Σε πολι­τι­κό επί­πε­δο συνυ­πήρ­χαν επα­να­στά­τες σοσια­λι­στές και σοσια­λι­στές δια­φό­ρων απο­χρώ­σε­ων με αντι­μο­ναρ­χι­κούς, μικρο­α­στούς και ριζο­σπά­στες δημο­κρά­τες. Ούτε ασφα­λώς μέσα στο ίδιο το προ­λε­τα­ριά­το υπήρ­χε ενιαί­ος και ξεκά­θα­ρος προ­σα­να­το­λι­σμός σε σχέ­ση με τον χαρα­κτή­ρα, τα καθή­κο­ντα και την προ­ο­πτι­κή της πάλης. Ολα αυτά απο­τυ­πώ­θη­καν βέβαια και στη σύν­θε­ση των οργά­νων της Κομ­μού­νας, όπως προ­έ­κυ­ψαν από τις εκλο­γές που έγι­ναν στις 26 Μάρ­τη και τις συμπλη­ρω­μα­τι­κές που έγι­ναν στις 16 Απρίλη.

Στα όργα­να της Κομ­μού­νας υπήρ­χαν πολ­λοί ριζο­σπά­στες δημο­κρά­τες με για­κω­βί­νι­κες παρα­δό­σεις (ανα­φέ­ρο­νται συχνά και ως «νεοϊ­α­κω­βί­νοι», οι οποί­οι ουσια­στι­κά έβλε­παν την Κομ­μού­να του 1871 ως μια απλή ανα­βί­ω­ση της επα­να­στα­τι­κής Κομ­μού­νας του 1792), ανά­με­σα στα μέλη της Α’ Διε­θνούς που εξε­λέ­γη­σαν — και πολ­λά έπαι­ξαν ηγε­τι­κό ρόλο — πλειο­ψη­φού­σαν οι μπλαν­κι­στές και οι πρου­ντο­νι­κοί, ενώ υπήρ­χαν ασφα­λώς και οπα­δοί του Μαρξ ή αγω­νι­στές που βρί­σκο­νταν κοντά στον μαρ­ξι­σμό, οι οποί­οι ως στε­λέ­χη της Κομ­μού­νας πρω­τα­γω­νί­στη­σαν στα γεγο­νό­τα. Μπο­ρού­με να ξεχω­ρί­σου­με τον Ούγ­γρο επα­να­στά­τη Λέο Φράν­κελ, στέ­λε­χος της Διε­θνούς, ο οποί­ος ανέ­λα­βε επί­τρο­πος Εργα­σί­ας, ή τον Γκου­στάβ Φλου­ράνς, ο οποί­ος γνω­ρι­ζό­ταν προ­σω­πι­κά με τον Μαρξ και θανα­τώ­θη­κε άγρια από τους βερ­σα­λιέ­ρους στις 3 Απρίλη.

Κομμούνα Παρισιού

Η επιρ­ροή δια­φό­ρων παραλ­λα­γών του μικρο­α­στι­κού σοσια­λι­σμού εδρα­ζό­ταν σε αντι­κει­με­νι­κούς, υλι­κούς παρά­γο­ντες της Γαλ­λί­ας της επο­χής. Καθώς δεν είχε πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ακό­μα σε όλο της το εύρος η ορμη­τι­κή ανά­πτυ­ξη της μεγά­λης βιο­μη­χα­νί­ας (στο βαθ­μό που είχε προη­γη­θεί στην Αγγλία, για παρά­δειγ­μα), παρέ­με­ναν πλή­θος εργα­τών που δού­λευαν σε μικρές βιο­τε­χνί­ες και εξει­δι­κευ­μέ­νοι εργά­τες που δού­λευαν σε μικρά εργα­στή­ρια, μόνοι τους ή σε μικρές ομά­δες, ειδι­κά στο Παρί­σι. Στα τμή­μα­τα αυτά της εργα­τι­κής τάξης έβρι­σκαν έδα­φος π.χ. οι ιδέ­ες του Πρου­ντόν σε σχέ­ση με την «ελεύ­θε­ρη ένω­ση» των μικρών παρα­γω­γών και τους συνεταιρισμούς.

Ο Ενγκελς, περι­γρά­φο­ντας τη σύν­θε­ση της Κομ­μού­νας και ανα­δει­κνύ­ο­ντας μέσα από τη δρά­ση των πολι­τι­κών ομά­δων και ρευ­μά­των την πολι­τι­κή χρε­ο­κο­πία τους, ανα­φέ­ρει: «Οι πρου­ντο­νι­κοί ήταν κυρί­ως υπεύ­θυ­νοι για τα οικο­νο­μι­κά δια­τάγ­μα­τα της Κομ­μού­νας, τόσο για τις αξιέ­παι­νες όσο και για τις μη αξιέ­παι­νες πλευ­ρές τους, όπως οι μπλαν­κι­στές ήταν υπεύ­θυ­νοι για τις πολι­τι­κές της πρά­ξεις και παρα­λεί­ψεις. Και στις δύο περι­πτώ­σεις, η ειρω­νεία της Ιστο­ρί­ας θέλη­σε — όπως συνή­θως συμ­βαί­νει όταν έρχο­νται στην εξου­σία οι δογ­μα­τι­κοί — να κάνουν και οι δύο το αντί­θε­το απ’ ό,τι όρι­ζε η θεω­ρία της σχο­λής τους».

Οι πρου­ντο­νι­κοί εχθρεύ­ο­νταν την οργά­νω­ση της κοι­νω­νι­κής παρα­γω­γής και μιλού­σαν για την «ελευ­θε­ρία» της εργα­σί­ας, την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία και τον αντα­γω­νι­σμό. Τι έκα­ναν όταν ανέ­λα­βαν τις οικο­νο­μι­κές υπο­θέ­σεις της Κομ­μού­νας; «Το πιο σημα­ντι­κό διά­ταγ­μα της Κομ­μού­νας θέσπι­ζε μια οργά­νω­ση της μεγά­λης βιο­μη­χα­νί­ας, ακό­μη και της χει­ρο­τε­χνί­ας, που όχι μόνο έπρε­πε να βασί­ζε­ται στην οργά­νω­ση των εργα­τών μέσα σε κάθε εργο­στά­σιο, μα και που έπρε­πε να συνε­νώ­σει όλους αυτούς τους συνε­ται­ρι­σμούς σε μια μεγά­λη ένω­ση (…) δηλα­δή ακρι­βώς το αντί­θε­το της πρου­ντο­νι­κής θεω­ρί­ας. Και γι’ αυτό η Κομ­μού­να έγι­νε επί­σης ο τάφος της σοσια­λι­στι­κής σχο­λής του Πρου­ντόν», επι­ση­μαί­νει ο Ενγκελς.

Και συνε­χί­ζει: «Οι μπλαν­κι­στές δεν είχαν καλύ­τε­ρη τύχη. Δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νοι στη σχο­λή της συνω­μο­σί­ας (…) ξεκι­νού­σαν από την άπο­ψη ότι ένας σχε­τι­κά μικρός αριθ­μός από απο­φα­σι­σμέ­νους, καλά οργα­νω­μέ­νους ανθρώ­πους είναι ικα­νοί σε μια δοσμέ­νη ευνοϊ­κή στιγ­μή όχι μόνο να πάρουν το πηδά­λιο του κρά­τους στα χέρια τους, μα ακό­μη και, με μια δρα­στή­ρια και ανε­λέ­η­τη δρά­ση, να το κρα­τή­σουν (…) Και τι έκα­νε η Κομ­μού­να, που στην πλειο­ψη­φία της απο­τε­λού­νταν από τέτοιους ακρι­βώς μπλαν­κι­στές; Σ’ όλες της τις δια­κη­ρύ­ξεις προς τους Γάλ­λους των επαρ­χιών, τους καλού­σε να σχη­μα­τί­σουν μια ελεύ­θε­ρη ομο­σπον­δία από όλες τις γαλ­λι­κές κοι­νό­τη­τες μαζί με το Παρί­σι. Η Κομ­μού­να ανα­γκά­στη­κε αμέ­σως από την αρχή να ανα­γνω­ρί­σει ότι όταν η εργα­τι­κή τάξη έρθει πια στην εξου­σία, δεν μπο­ρεί να εξα­κο­λου­θεί να διοι­κεί με την παλιά κρα­τι­κή μηχα­νή»10.

Κομμούνα Παρισιού

Τα περισ­σό­τε­ρα από τα τρα­ντα­χτά λάθη της Κομ­μού­νας, με περι­βό­η­το το ότι άφη­σε απεί­ρα­χτη την Τρά­πε­ζα της Γαλ­λί­ας, την οποία θα μπο­ρού­σε με μεγά­λη ευκο­λία να απαλ­λο­τριώ­σει, είχαν ως υπό­βα­θρο τις αντι­λή­ψεις που κυριαρ­χού­σαν, όπως στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση το σεβα­σμό προς την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία και τη δει­σι­δαι­μο­νι­κή ευσέ­βεια απέ­να­ντι στους θεσμούς της αγοράς.

Αλλο σημα­ντι­κό λάθος ήταν η αδυ­να­μία να οργα­νω­θεί κεντρι­κά η άμυ­να του Παρι­σιού μετά την εισβο­λή των βερ­σα­λιέ­ρων. Οι Κομ­μου­νά­ροι υπε­ρα­σπί­στη­καν πει­σμα­τι­κά και με το αίμα τους τα οδο­φράγ­μα­τα στις γει­το­νιές, τα οποία όμως ήταν δια­σκορ­πι­σμέ­να, χωρίς συντο­νι­σμό και στρα­τιω­τι­κό σχέ­διο. Ο ιστο­ρι­κός της Κομ­μού­νας (και δρα­στή­ριος μαχη­τής της) Π. Ο. Λισα­γκα­ρέ ανα­φέ­ρει ενδει­κτι­κά ότι οι υπε­ρα­σπι­στές της Κομ­μού­νας «δεν μπο­ρού­σαν να δουν πιο πέρα απ’ τις συνοι­κί­ες τους, ή ακό­μα κι απ’ τους δρό­μους τους. Ετσι, αντί για 200 στρα­τη­γι­κά, συμπα­γή οδο­φράγ­μα­τα, εύκο­λα να τα υπε­ρα­σπί­σεις με 7–8 χιλιά­δες άντρες, έσπει­ραν εκα­το­ντά­δες, τα οποία ήταν αδύ­να­τον να επαν­δρω­θούν επαρ­κώς»11.

Τα γεγο­νό­τα εκεί­νης της περιό­δου έδω­σαν επί­σης μια τρα­ντα­χτή από­δει­ξη της απο­τυ­χί­ας των μπα­κου­νι­κών, οι οποί­οι (αν και στα ίδια τα γεγο­νό­τα της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας είχαν ελά­χι­στη επιρ­ροή) λίγους μήνες πριν, στην εξέ­γερ­ση της Λιόν που έγι­νε μετά την ανα­τρο­πή της μοναρ­χί­ας τον Σεπτέμ­βρη του 1870, είχαν την ευκαι­ρία να δοκι­μά­σουν στην πρά­ξη τις αντι­λή­ψεις τους. Ο Μπα­κού­νιν μαζί με τους οπα­δούς του κατέ­λα­βαν το κτί­ριο του δημαρ­χεί­ου και «με ένα διά­ταγ­μα» εξήγ­γει­λαν την κατάρ­γη­ση του κρά­τους… Οπως σκω­πτι­κά ανα­φέ­ρει ο Ενγκελς, όμως, το κρά­τος, «με τη μορ­φή δύο λόχων της αστι­κής εθνο­φρου­ράς», μπή­κε ήσυ­χα — ήσυ­χα από τις πόρ­τες που είχαν αφή­σει αφύ­λα­κτες και ανά­γκα­σε «τον Μπα­κού­νιν με το θαυ­μα­τουρ­γό διά­ταγ­μα στην τσέ­πη να το βάλει στα πόδια για τη Γενεύη»12.Κομμούνα Παρισιού

Οι ανε­πάρ­κειες βέβαια της Κομ­μού­νας δεν μειώ­νουν ούτε στο ελά­χι­στο τον κοσμοϊ­στο­ρι­κό της χαρα­κτή­ρα, ούτε την ανε­πα­νά­λη­πτη, ηρω­ι­κή δρά­ση των Κομ­μου­νά­ρων.
Οπως επι­ση­μαί­νει ο Ενγκελς, «πιο αξιο­θαύ­μα­στα είναι τα τόσα σωστά πράγ­μα­τα που έκα­νε η Κομ­μού­να, μόλο που απο­τε­λού­νταν από μπλαν­κι­στές και πρου­ντο­νι­στές»13.

Εξέ­θε­σαν όμως τις αδυ­να­μί­ες του μικρο­α­στι­κού σοσια­λι­σμού και στον αντί­πο­δα επι­βε­βαί­ω­σαν τους Μαρξ — Ενγκελς και τις θεω­ρη­τι­κές και πολι­τι­κές τους επεξεργασίες.
Η Κομ­μού­να απο­τέ­λε­σε το έδα­φος πάνω στο οποίο ανα­πτύ­χθη­κε παρα­πέ­ρα η αντί­λη­ψη των Μαρξ — Ενγκελς σε σχέ­ση με τη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του, την ανά­γκη και το ρόλο συγκρο­τη­μέ­νης επα­να­στα­τι­κής πρω­το­πο­ρί­ας, και στη συνέ­χεια έδω­σε πολύ­τι­μο υλι­κό για τη λενι­νι­στι­κή αντί­λη­ψη για το επα­να­στα­τι­κό κόμμα.

Παρα­πο­μπές:
9. Β. Ι. Λένιν, «Στη μνή­μη της Κομ­μού­νας», «Απα­ντα», τ. 20, σελ. 225 – 226
10. Φρ. Ενγκελς, «Εισα­γω­γή» (1891) στο βιβλίο του Κ. Μαρξ «Ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος στη Γαλ­λία», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2011, σελ. 19 – 20
11. Π. Ο. Λισα­γκα­ρέ, «Η ιστο­ρία της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας του 1871», τομ. Β’, εκδ. «Ελεύ­θε­ρος Τύπος», Αθή­να, 2006, σελ. 88
12. Κ. Μαρξ — Φρ. Ενγκελς, «Για τον αναρ­χι­σμό», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2015, σελ. 139
13 Φρ. Ενγκελς, ό.π, σελ. 20

Επι­μέ­λεια: Ιδε­ο­λο­γι­κή Επι­τρο­πή της ΚΕ του ΚΚΕ

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο