Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

1821 – Β’ Μέρος – Η επανάσταση έπρεπε να ξεσπάσει

Γρά­φει ο Γιάν­νης Βεντού­ρας //

Η ελλη­νι­κή επα­νά­στα­ση του 1821 υπήρ­ξε η πρώ­τη αστι­κή επα­νά­στα­ση στην Ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη ενά­ντια στους γαιο­κτή­μο­νες φεου­δάρ­χες, η οποία είχε σαν κατά­λη­ξη την ίδρυ­ση του πρώ­του αστι­κού κρά­τους στην περιο­χή. Βέβαια είχε προη­γη­θεί η επα­νά­στα­ση των Σέρ­βων το 1804 με τον Καρα­γε­ώρ­γη Πέτρο­βιτς (γνω­στό ως Καρα­γε­ώρ­γη Σερ­βί­ας) η οποία όμως έφτα­σε μέχρι το βαθ­μό της ανα­γνώ­ρι­σης της Σερ­βί­ας σε αυτό­νο­μη ηγε­μο­νία, που πλή­ρω­νε φόρους στην Πύλη. Οι τελευ­ταί­ες αστι­κές επα­να­στά­σεις στην Ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη ξέσπα­σαν έναν αιώ­να αργό­τε­ρα, η Ρώσι­κη (1905 και Φλε­βά­ρης 1917) και η Τούρ­κι­κη με τον Κεμάλ Ατα­τούρκ (1919).

Με την απο­τυ­χία των Οθω­μα­νών να κατα­λά­βουν την Βιέν­νη το 1682, στα­μά­τη­σαν και οι ληστρι­κές τους επι­θέ­σεις για την κατά­κτη­ση νέων εδα­φών. Αυτό είχε σαν απο­τέ­λε­σμα την στέ­ρη­ση εσό­δων για το κρά­τος. Ειδι­κά μετά τις ήττες στους Ρωσο­τουρ­κι­κούς πολέ­μους του 1768 και 1792 (συν­θή­κες Κιου­τσούκ-Καϊ­ναρ­τζή και Ιάσιου) το πρό­βλη­μα έγι­νε τερά­στιο. Για να ανα­πλη­ρώ­σουν τα κενά στα κρα­τι­κά ταμεία αύξη­σαν υπέ­ρο­γκα την φορο­λο­γία, όχι μόνο στους αλλό­θρη­σκους πλη­θυ­σμούς αλλά και στους μουσουλμάνους.

Μέσα σε αυτή την κατά­στα­ση, δια­δό­θη­κε ευρέ­ως η εκμί­σθω­ση δημο­σί­ων θέσε­ων στους πλειο­δό­τες ώστε να αυξη­θούν τα έσο­δα του κρά­τους! Οι πλειο­δό­τες με την σει­ρά τους επέ­βα­λαν τοπι­κούς φόρους, ενώ πολ­λοί συγ­γε­νείς και αυλι­κοί του σουλ­τά­νου διό­ρι­ζαν χρι­στια­νούς και άλλους ως τοπι­κούς υπαλ­λή­λους ένα­ντι αδράς αμοι­βής. Στο τέλος της σει­ράς αυτής ήταν οι κοτζα­μπά­ση­δες, οι οποί­οι κυριο­λε­κτι­κά λήστευαν τους χωρι­κούς. Ειδι­κά η θέση των χρι­στια­νών υπαλ­λή­λων στις οικο­νο­μι­κές υπη­ρε­σί­ες του Οθω­μα­νι­κού κρά­τους, τους επέ­τρε­πε να αγο­ρά­ζουν πολι­τι­κές και διπλω­μα­τι­κές θέσεις, να γίνο­νται διερ­μη­νείς, δρα­γου­μά­νοι έως και ηγε­μό­νες στην Μολ­δα­βία και Βλα­χία. Οι περισ­σό­τε­ροι από αυτούς προ­ήρ­χο­ντο από την αρι­στο­κρα­τία των Φαναριωτών.

Με ανά­λο­γο τρό­πο λει­τουρ­γού­σε το σύστη­μα και στην χρι­στια­νι­κή ιεραρ­χία. Ο πατριάρ­χης, για να εγκα­τα­στα­θεί στο αξί­ω­μά του, πλή­ρω­νε στο Διβά­νι (ανώ­τα­το συμ­βού­λιο) έναν μεγά­λο φόρο. Με την σει­ρά του, αυτός που­λού­σε στους κλη­ρι­κούς τις αρχιε­πι­σκο­πί­ες και τις επι­σκο­πί­ες. Αρχιε­πί­σκο­ποι και Επί­σκο­ποι που­λού­σαν κατώ­τε­ρα αξιώ­μα­τα, ενώ εισέ­πρατ­ταν και κάποια τέλη από τους παπά­δες. Οι παπά­δες που­λού­σαν «λια­νι­κώς» τις εξου­σί­ες που αγό­ρα­ζαν, και εμπο­ρεύ­ο­νταν πρά­ξεις όπως δια­θή­κες, γάμοι, βαφτί­σια, κηδεί­ες. Ειδι­κή κατη­γο­ρία της εκκλη­σί­ας απο­τε­λού­σαν οι μονα­χοί (ιδί­ως στο Άγιον όρος) οι οποί­οι σύμ­φω­να με τον ανώ­νυ­μο συγ­γρα­φέα της Ελλη­νι­κής Νομαρ­χί­ας «εκα­τό χιλιά­δες και πλέ­ον μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νοι … τρέ­φο­νται από τον ιδρώ­τα των ταλαί­πω­ρων και πτω­χών Ελλή­νων», τους στη­λί­τευε δε, για την εμπο­ρία λει­ψά­νων αγί­ων που έκα­ναν, χαρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τους ως «κοκ­κα­λο­πω­λη­τές»!

Η διαρ­κής αύξη­ση της φορο­λο­γί­ας τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες πριν την επα­νά­στα­ση του 1821, απο­τέ­λε­σε «το θερ­μο­κή­πιο της τοκο­γλυ­φί­ας» (χαρα­κτη­ρι­σμός του Λ. Παπα­νι­κο­λά­ου), με απο­τέ­λε­σμα οι χωρι­κοί να χρε­ώ­νο­νται διαρ­κώς και ανα­γκα­στι­κά να που­λά­νε τα χωρά­φια τους ένα­ντι πινα­κί­ου φακής ή να τα παρα­δί­δουν στους γαιο­κτή­μο­νες και να μπαί­νουν στην δού­λε­ψή των τσι­φλι­κά­δων, μετα­τρε­πό­με­νοι σε δου­λο­πά­ροι­κους. Τσι­φλι­κά­δες, κοτζα­μπά­ση­δες, αγά­δες, πασά­δες, «σεβά­σμιοι δεσπο­τά­δες», έπαιρ­ναν με την βία το 35% έως 70% της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής. Η φορο­λο­γία (δεκά­τη, γαιο­πρό­σο­δος κ.λπ.), η πλη­ρω­μή για παρο­χή προ­στα­σί­ας από τους κλέ­φτες, τα παρα­σπό­ρια (η ανα­γκα­στι­κή αγγα­ρεία στα χωρά­φια των γαι­κτη­μό­νων), εξα­θλί­ω­νε τα αγρο­τι­κά νοι­κο­κυ­ριά. Την τελευ­ταία «μαχαι­ριά» έδι­νε ο κεχα­γιάς του τσι­φλι­κιού (ο επι­στά­της), που άρπα­ζε το δικό του μερ­τι­κό αφή­νο­ντας τελι­κά στα χέρια του αγρό­τη το 20% της παραγωγής.
Στους ορει­νούς όγκους του Ελλα­δι­κού χώρου (Πίν­δος, Ρού­με­λη, Μάνη κ.λπ.) υπήρ­χαν ορε­σί­βιες φυλε­τι­κές κοι­νό­τη­τες, οι οποί­ες ασχο­λού­ντο με την κτη­νο­τρο­φία και ήταν χωρι­σμέ­νοι σε τσε­λι­γκά­τα και καπε­τα­νά­τα, δηλα­δή συγ­γε­νι­κές ομά­δες πολε­μι­στών. Στα μέρη αυτών των κοι­νο­τή­των υπήρ­χε δια­δε­δο­μέ­νη η ληστεία και η κλο­πή ζώων, ενώ δρα­στη­ριο­ποιού­νταν και ομά­δες κλε­φτών οι οποί­ες ακο­λου­θού­σαν τις μετα­κι­νή­σεις των ποι­με­νι­κών πλη­θυ­σμών. Ιδί­ως η επι­βο­λή ποι­με­νι­κού φόρου μόνο στους ραγιά­δες, έκα­νε πολ­λά τσε­λι­γκά­τα να στρα­φούν προς την ληστεία. Πλή­θος βοσκών των ορει­νών περιο­χών, παρεί­χαν τις υπη­ρε­σί­ες τους στους πασά­δες, στρα­το­λο­γού­με­νοι κατά δια­στή­μα­τα στα στρα­τιω­τι­κά τους τμή­μα­τα, ένα­ντι αμοι­βής (π.χ. Σου­λιώ­τες στην αυλή του Αλή Πασά). Πολ­λοί κλέ­φτες υπη­ρε­τού­σαν για ένα διά­στη­μα ως αρμα­το­λοί στην δού­λε­ψη των Τούρ­κων, και στη συνέ­χεια επέ­στρε­φαν στην παλιά τους «εργα­σία». Αυτοί απο­τέ­λε­σαν και το έμπει­ρο στρα­τιω­τι­κό τμή­μα της επα­νά­στα­σης του 1821.

Η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση το 1789, έφε­ρε τις ιδέ­ες της «πατρί­δας» και του «πατριω­τι­σμού» στο προ­σκή­νιο. Οι νέοι αστοί δια­νοη­τές με τα έργα τους, βγά­ζουν στο προ­σκή­νιο τις νέες ριζο­σπα­στι­κές αστι­κές ιδέ­ες της «ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας», της «ισό­τη­τας» και εγκω­μιά­ζουν την δυνα­τό­τη­τα της «απε­λευ­θέ­ρω­σης του γένους», δημιουρ­γώ­ντας ένα κίνη­μα που ονο­μά­στη­κε «Ελλη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός». Μια ζύμω­ση πάνω σε αυτές τις ιδέ­ες άρχι­σε να ανα­πτύσ­σε­ται τόσο στον πλη­θυ­σμό του Ελλα­δι­κού χώρου, όσο και στους Έλλη­νες των παροι­κιών του εξω­τε­ρι­κού. Κινη­τή­ρια δύνα­μη αυτών των και­νο­τό­μων ιδε­ών (όπως είπα­με και στο προη­γού­με­νο σημεί­ω­μά μας), υπήρ­ξε η νεα­ρή αστι­κή τάξη αλλά και η λαϊ­κή αγα­νά­κτη­ση (κυρί­ως των κτη­νο­τρό­φων) που εκφρα­ζό­ταν με τον «κλε­φτο­πό­λε­μο» ενα­ντί­ον της Οθω­μα­νι­κής διοί­κη­σης, φυσι­κά και ενα­ντί­ον των Ελλή­νων κοτζα­μπά­ση­δων που απο­τε­λού­σαν μέρος της.

Οι πρώ­τοι μεγά­λοι εκφρα­στές της μελ­λού­με­νης κοι­νω­νί­ας, όπως ο Ρήγας Φεραί­ος, ο Αδα­μά­ντιος Κορα­ής και άλλοι, ήρθαν σε αντι­πα­ρά­θε­ση όχι μόνο με το Οθω­μα­νι­κό κρά­τος αλλά ενα­ντιώ­θη­καν και στο Ορθό­δο­ξο Πατριαρ­χείο, που συνερ­γα­ζό­ταν στε­νά με την Πύλη. Παντού, όπου υπήρ­χαν Έλλη­νες αστοί, άρχι­σαν να δημιουρ­γού­νται μυστι­κές και συνω­μο­τι­κές οργα­νώ­σεις, όπως η μυστι­κή εται­ρεία του Ρήγα Φεραί­ου, το Ελλη­νό­γλωσ­σον Ξενο­δο­χεί­ον, η Φιλό­μου­σος Εται­ρεία των Αθη­νών (υπό την αιγί­δα των Άγγλων με πρό­ε­δρο τον Γκίλ­φορντ), η Φιλό­μου­σος Εται­ρεία της Βιέν­νης (υπό την αιγί­δα των Ρώσ­σων και επι­κε­φα­λής τον Καπο­δί­στρια) και τελι­κά το 1814, η Φιλι­κή Εταιρεία.

Η Φιλι­κή Εται­ρεία ιδρύ­θη­κε από τους έμπο­ρους (και μασό­νους) Νικό­λαο Σκου­φά, Αθα­νά­σιο Τσα­κά­λωφ και Εμμα­νου­ήλ Ξάν­θο και εξα­πλώ­θη­κε πολύ γρή­γο­ρα. Δια­φω­νώ­ντας με τις από­ψεις του Κοραή ότι το γένος έπρε­πε πρώ­τα να μορ­φω­θεί, συγκρό­τη­σε παντού επα­να­στα­τι­κές οργα­νώ­σεις. Σύμ­φω­να με τον μελε­τη­τή Γ. Φρά­γκο, ανά­με­σα στα 911 μέλη με γνω­στό επάγ­γελ­μα, οι 445 ήταν έμπο­ροι, οι 117 επι­στή­μο­νες, και μόνο 24 πλοιο­κτή­τες. Οι πλοιο­κτή­τες, παρά του ότι ήταν το πιο δυνα­μι­κό και πρω­το­πό­ρο τμή­μα της αστι­κής τάξης και παρά τον μεγά­λο ρόλο που έπαι­ξαν στις δια­δι­κα­σί­ες συγκρό­τη­σης του Ελλη­νι­κού αστι­κού κρά­τους, δεν συμ­με­τεί­χαν δρα­στή­ρια στις επα­να­στα­τι­κές οργανώσεις.

Η Φιλι­κή Εται­ρεία κατά­φερ­νε να συγκε­ντρώ­νει οικο­νο­μι­κούς πόρους και να προ­πα­γαν­δί­ζει την ιδέα της εθνι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας, όσο κανέ­νας άλλος, τον επα­να­στα­τι­κό αγώ­να, τόσο υλι­κά όσο και ιδε­ο­λο­γι­κά. Αντι­με­τώ­πι­σε ως ένα βαθ­μό τις αντι­δρά­σεις των κοτζα­μπά­ση­δων και των λοι­πών προ­ε­στών, αλλά και του υψη­λό­βαθ­μου κλή­ρου. Για να δια­σφα­λί­σει την Ρώσι­κη ανο­χή και να επε­κτα­θεί ελεύ­θε­ρα στις εκεί παροι­κί­ες, δια­μόρ­φω­σε ένα πρό­γραμ­μα λιγό­τε­ρο ριζο­σπα­στι­κό από αυτό του Ρήγα Φεραί­ου. Προ­σπά­θη­σε να καμου­φλά­ρει τον Αστι­κό χαρα­κτή­ρα της επερ­χό­με­νης επα­νά­στα­σης (για να μην έχει αντι­δρά­σεις από τον Τσά­ρο και τους Ρώσ­σους φεου­δάρ­χες), ενώ έδω­σε έμφα­ση στο θρη­σκευ­τι­κό της περιε­χό­με­νο (για να περιο­ρί­σει τις αντι­δρά­σεις του Πατριαρ­χεί­ου). Στο πρό­γραμ­μά της δεν υπήρ­χαν ανα­φο­ρές στα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και δεν ξεκα­θά­ρι­ζε ότι στους σκο­πούς τής επα­νά­στα­σης θα ήταν η δημιουρ­γία ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους, με δική του διοί­κη­ση, και δικό του στρα­τό. Η σημα­σία του τελευ­ταί­ου (μαζί με την έλλει­ψη προ­γράμ­μα­τος για την χρή­ση της γης), φάνη­κε στην διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης, αλλά και μετά από αυτήν, όταν έπρε­πε να πάρουν τις σχε­τι­κές απο­φά­σεις, πράγ­μα που οδή­γη­σε στον αλλη­λο­σπα­ραγ­μό των ηγε­τι­κών ομάδων.

Όσο πλη­σιά­ζα­με στην κρί­σι­μη χρο­νιά του 1821, τόσο και ωρί­μα­ζαν οι συν­θή­κες της επα­νά­στα­σης. Η Ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη είχε οργα­νω­θεί, είχε κάνει συμ­φω­νί­ες με άλλες αστι­κές τάξεις των Βαλ­κα­νί­ων, είχε φρο­ντί­σει να έχει την στή­ρι­ξη ή έστω την ανο­χή της Ρωσί­ας. Ο σουλ­τά­νος Μαχ­μούτ Β’ προ­σπα­θώ­ντας να ανα­συ­γκρο­τή­σει το κρά­τος του, αύξη­σε την φορο­λο­γία στους μου­σουλ­μά­νους με απο­τέ­λε­σμα να συγκρου­στεί με πασά­δες που αντι­δρού­σαν (π.χ. Αλή Πασάς Ιωαν­νί­νων). Για να μπο­ρέ­σει να αντι­με­τω­πί­σει τα έξο­δα των πολέ­μων, αύξη­σε την φορο­λο­γία στην εκκλη­σία, τους Φανα­ριώ­τες, αλλά επέ­βα­λε και νέους δασμούς (όπως ο φόρος βοσκής) που έπλη­ξαν τους Έλλη­νες φτω­χούς αγρό­τες και κτη­νο­τρό­φους. Απο­τέ­λε­σμα ήταν να ανα­στα­τω­θεί η ηγε­σία της εκκλη­σί­ας και να δημιουρ­γη­θεί, όπως είπα­με παρα­πά­νω, μεγά­λη αγα­νά­κτη­ση στον φτω­χό λαό.

Ο τερ­μα­τι­σμός των Ναπο­λε­ό­ντειων πολέ­μων το 1815, μεί­ω­σε το εμπό­ριο και συρ­ρί­κνω­σε τα κέρ­δη των Ελλή­νων πλοιο­κτη­τών, με απο­τέ­λε­σμα μεγά­λη κρί­ση στον κλά­δο της εμπο­ρι­κής ναυ­τι­λί­ας και την εμφά­νι­ση ανέρ­γων ναυ­τι­κών στα νησιά. Οι κοτζα­μπά­ση­δες που τα προη­γού­με­να χρό­νια είχαν γίνει αρκε­τά ισχυ­ροί με την ιδιο­ποί­η­ση του αγρο­τι­κού υπερ­προ­ϊ­ό­ντος και την εκμε­τάλ­λευ­ση των χωρι­κών, τώρα άρχι­σαν να επο­φθαλ­μιούν τα απέ­ρα­ντα τουρ­κι­κά κτήματα.

Μπαί­νο­ντας το 1821 όλα συναι­νού­σαν στο ότι είχε πλέ­ον δια­μορ­φω­θεί επα­να­στα­τι­κή κατά­στα­ση. Οι καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής είχαν ανα­πτυ­χθεί μέσα στο φεου­δαρ­χι­κό οθω­μα­νι­κό σύστη­μα. Η τάξη που θα ηγεί­το, η αστι­κή, είχε σχη­μα­τι­σθεί. Η ιδε­ο­λο­γία της, ο Ελλη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός, έδει­χνε ότι κυριαρ­χού­σε. Οι συμ­μα­χί­ες με τμή­μα­τα κοτζα­μπά­ση­δων, προ­ε­στών και κλη­ρι­κών, είχαν κάνει βήμα­τα. Ο φτω­χός λαός αγα­να­κτι­σμέ­νος από την εκμε­τάλ­λευ­ση, ήταν έτοι­μος να ακο­λου­θή­σει όποιον του έτα­ζε καλύ­τε­ρες μέρες.
Οι συν­θή­κες είχαν ωρι­μά­σει. Η επα­νά­στα­ση έπρε­πε να ξεσπάσει!

ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

«Στην επο­χή της Ηούς», του Γιάν­νη Βεντούρα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο