Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

1821 – Μέρος Γ’ – Η φωτιά ανάβει

Γρά­φει ο Γιάν­νης Βεντού­ρας //

Οι Φανα­ριώ­τες, δηλα­δή μια ομά­δα πλού­σιων Ελλή­νων που κατοι­κού­σαν στη συνοι­κία Φανά­ρι πέριξ του Πατριαρ­χεί­ου, είχαν καλές σχέ­σεις με τον Σουλ­τά­νο, απο­λαμ­βά­νο­ντας πολ­λά προ­νό­μια και κατα­λαμ­βά­νο­ντας υψη­λές διοι­κη­τι­κές θέσεις στο Οθω­μα­νι­κό κρά­τος. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι, για πολ­λές δεκα­ε­τί­ες πριν την επα­νά­στα­ση του 1821, μονο­πω­λού­σαν τις θέσεις ηγε­μό­να στην Μολ­δο­βλα­χία. Νικό­λα­ος Μαυ­ρο­γέ­νης, Μιχα­ήλ Δρά­κος-Σού­τσος, Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος, Ιωάν­νης Καρα­τζάς, Αλέ­ξαν­δρος Μου­ρού­ζης και άλλοι, διο­ρί­σθη­καν κατά δια­στή­μα­τα ως βασι­λιά­δες – ηγε­μό­νες σε Μολ­δα­βία και Βλαχία.

Στις 18 Γενά­ρη του 1821, πεθαί­νει ο ηγε­μό­νας της Βλα­χί­ας Αλέ­ξαν­δρος Ν. Σού­τσος (πιθα­νό­τα­τα τον δηλη­τη­ρί­α­σαν μέλη της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας) και αρχί­ζει μια σκλη­ρή δια­μά­χη για την κατά­λη­ψη του στέμ­μα­τος, και την εκμε­τάλ­λευ­ση του αγρο­τι­κού πλη­θυ­σμού. Για τα θλι­βε­ρά εκεί­να γεγο­νό­τα μας δίνουν πλη­ρο­φο­ρί­ες ο Η. Φωτει­νός και ο ιστο­ρι­κός απο­λο­γη­τής των Υψη­λά­ντη­δων, Φιλή­μο­νας, ενώ ο ιστο­ρι­κός Κ. Παπα­ρη­γό­που­λος ανα­ρω­τιό­ταν για αυτήν την δια­μά­χη: «είναι ήδη άρα­γε ανα­γκαί­ον να διέλ­θω­μεν δια μακρών την ελε­ει­νήν εκεί­νην ιστορίαν;».

Hgemones

Σκαρ­λά­τος Καλ­λι­μά­χης, Μιχα­ήλ Σού­τσος και άλλοι Φανα­ριώ­τες συμ­με­τεί­χαν στην διεκ­δί­κη­ση του θρό­νου. Ο Αλέ­ξαν­δρος Υψη­λά­ντης, πρί­γκη­πας και υπο­στρά­τη­γος του Τσά­ρου, επο­φθαλ­μιού­σε τους θρό­νους Μολ­δα­βί­ας και Βλα­χί­ας για λογα­ρια­σμό του. Υπήρ­χε όμως και το ντό­πιο εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα, με ηγέ­τη τον Τού­ντορ Βλα­ντι­μι­ρέ­σκου, που ήθε­λε να λυτρώ­σει τις παρα­δου­νά­βιες χώρες από την μάστι­γα των Φανα­ριω­τών. Ο Αλ. Υψη­λά­ντης έρχε­ται σε συμ­φω­νία με τον Βλα­ντι­μι­ρέ­σκου, και ελπί­ζο­ντας στην υπο­στή­ρι­ξη των Ρώσων, στις 22 Φλε­βά­ρη του 1821 εκδί­δει προ­κή­ρυ­ξη ανε­ξαρ­τη­σί­ας των παρα­δου­νά­βιων χωρών και σηκώ­νει την σημαία της επα­νά­στα­σης στο Ιάσιο. Ήδη από τις 23 του Γενά­ρη, ο Βλα­ντι­μι­ρέ­σκου είχε κάνει την δική του δια­κή­ρυ­ξη και ζητού­σε από την Πύλη μετα­ξύ άλλων, μεί­ω­ση φόρων και την εξο­ρία πολ­λών Φανα­ριω­τών. Ταυ­τό­χρο­να συγκέ­ντρω­σε στρα­τό και προ­έ­λαυ­νε προς το Βουκουρέστι.

Στις 21 Μαρ­τί­ου 1821 ο Βλα­ντι­μι­ρέ­σκου κατέ­λα­βε το Βου­κου­ρέ­στι όπου ήρθε και τον συνά­ντη­σε ο Υψη­λά­ντης. Εκεί συνή­ψαν νέα συμ­βι­βα­στι­κή συμ­φω­νία, αλλά σύντο­μα ο Βλα­ντι­μι­ρέ­σκου αντι­λή­φθη­κε ότι ο Υψη­λά­ντης ήθε­λε τους θρό­νους της Μολ­δο­βλα­χί­ας για δικό του λογα­ρια­σμό και η συμ­μα­χία τους δεν κρά­τη­σε για πολύ. Τα στρα­τεύ­μα­τα του σουλ­τά­νου, με την συγκα­τά­θε­ση του Τσά­ρου, προ­χω­ρού­σαν να κτυ­πή­σουν τους εξε­γερ­μέ­νους και τον Μάιο ανα­κα­τέ­λα­βαν το Βου­κου­ρέ­στι, ενώ στις 7 Ιου­νί­ου 1821 συντρί­βουν τα στρα­τεύ­μα­τα του Υψη­λά­ντη στο Δρα­γα­τσά­νι και κατα­στέλ­λουν την επανάσταση.

Μερι­κούς μήνες νωρί­τε­ρα είχαν ξεσπά­σει συγκρού­σεις του τούρ­κι­κου στρα­τού με τον πασά των Ιωαν­νί­νων Αλή, τον οποί­ον είχαν συντρέ­ξει να βοη­θή­σουν οι παλαιοί εχθροί του, οι Σου­λιώ­τες. Η πολιορ­κία των Ιωαν­νί­νων συνε­χι­ζό­ταν μέχρι τα τέλη του 1821, με απο­τέ­λε­σμα να απα­σχο­λού­νται εκεί ικα­νές στρα­τιω­τι­κές μονάδες.
Οι ταυ­τό­χρο­νες πολε­μι­κές συγκρού­σεις των τούρ­κων στην Μολ­δο­βλα­χία και την Ήπει­ρο, έδω­σαν την δυνα­τό­τη­τα στην απο­μα­κρυ­σμέ­νη Πελο­πόν­νη­σο να ξεση­κω­θεί. Παρά την εσφαλ­μέ­νη εντύ­πω­ση στην οποία μας έχουν υπο­βάλ­λει, ότι δήθεν η επα­νά­στα­ση του 1821 άρχι­σε στις 25 Μαρ­τί­ου στην Αγία Λαύ­ρα, το λάβα­ρο της επα­νά­στα­σης σηκώ­θη­κε στις 17 Μαρ­τί­ου 1821 στην Αρε­ό­πο­λη της Λακωνίας.

Στις 18 ή 20 Μαρ­τί­ου, οι Πετμε­ζαί­οι χτυ­πούν στρα­τιω­τι­κή ομά­δα του βοε­βό­δα Καλα­βρύ­των και στη συνέ­χεια αρχί­ζει η πολιορ­κία της πόλης και η κατά­λη­ψή της. Στις 21 ή 23 Μαρ­τί­ου ο οπλαρ­χη­γός Πανα­γιώ­της Καρα­τζάς πολιορ­κεί τους τούρ­κους στο κάστρο της Πάτρας. Ο Καρα­τζάς ήταν δημο­φι­λής στον λαό με απο­τέ­λε­σμα να προ­κα­λέ­σει τον φθό­νο των κοτζα­μπά­ση­δων, οι οποί­οι στις 4 Σεπτεμ­βρί­ου 1821 όπλι­σαν το χέρι του Θάνου Κου­μα­νιώ­τη και τον δολοφόνησαν.

Στις 22 Μαρ­τί­ου 1821 ολο­κλη­ρώ­νε­ται η περι­κύ­κλω­ση της Καλα­μά­τας και την επό­με­νη ο αγάς Αρνα­ού­το­γλου παρα­δί­δει την πόλη, ενώ την ίδια μέρα ο Ανδρέ­ας Λόντος κηρύσ­σει την επα­νά­στα­ση στην Βοστί­τσα (το σημε­ρι­νό Αίγιο). Στις 24 Μαρ­τί­ου 1821 ο Πανουρ­γιάς και ο δεσπό­της Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας κηρύσ­σουν την επα­νά­στα­ση στην Στε­ρεά Ελλάδα.

Στις επό­με­νες μέρες, μία-μία οι πόλεις της Στε­ρε­άς Ελλά­δας (Λαμία, Λιδω­ρί­κι, Λει­βα­διά, Αγρί­νιο κ.λπ) ξεση­κώ­νο­νται και ταυ­τό­χρο­να Ύδρα, Σπέ­τσες, Ψαρά, Σάμος, μπαί­νουν στο αγώ­να, ενώ οι Τούρ­κοι για αντί­ποι­να, απαγ­χο­νί­ζουν μερι­κούς Φανα­ριώ­τες και τον πατριάρ­χη Γρη­γό­ριο Ε’ (ο οποί­ος εν τω μετα­ξύ, είχε προ­λά­βει να αφο­ρί­σει τους επα­να­στά­τες). Σκλη­ρές μάχες, με νίκες αλλά και ήττες διε­ξά­γο­νται σε όλο τον Ελλα­δι­κό χώρο αλλά και στην θάλασσα.

Σημα­ντι­κό­τα­τος σταθ­μός για την επι­τυ­χία της επα­νά­στα­σης ήταν η άλω­ση της Τρι­πο­λι­τσάς στις 23 Σεπτέμ­βρη του 1821. Μέσα στα τεί­χη της Τρί­πο­λης είχαν συγκε­ντρω­θεί περί­που 30.000 άμα­χοι Τούρ­κοι και Εβραί­οι καθώς και χιλιά­δες ένο­πλοι. Επί μήνες οπλαρ­χη­γοί από όλη την Πελο­πόν­νη­σο όλο και πλη­σί­α­ζαν την Τρί­πο­λη λεη­λα­τώ­ντας τούρ­κι­κες περιου­σί­ες, συγκρο­τώ­ντας μικρά στρα­τό­πε­δα για να στα­μα­τούν τις εξό­δους των Τούρ­κι­κων στρα­τευ­μά­των. Μην ξεχνά­με ότι στην πλειο­ψη­φία τους οι επα­να­στά­τες ήταν επαγ­γελ­μα­τί­ες αρμα­το­λοί και κλέ­φτες. Όσο έσφιγ­γε ο κλοιός, τόσο οι πλού­σιες οικο­γέ­νειες Τούρ­κων προ­σέγ­γι­ζαν τους Έλλη­νες οπλαρ­χη­γούς και με πλου­σιο­πά­ρο­χα ανταλ­λάγ­μα­τα δια­πραγ­μα­τευό­ντου­σαν την ασφα­λή τους ανα­χώ­ρη­ση, κου­βα­λώ­ντας ολό­κλη­ρη την κινη­τή τους περιου­σία. Ο Ρεϊ­μπώ ανα­φέ­ρει ότι, με εξαί­ρε­ση τον Νικη­τα­ρά, οι οπλαρ­χη­γοί (Μαυ­ρο­μι­χα­λαί­οι, Μπου­μπου­λί­να κ.λπ) θησαύ­ρι­σαν, ενώ ο Θεό­δω­ρος Κολο­κο­τρώ­νης “αρί­στευ­σε” σε αυτό το όργιο χρηματισμού.

Στις 23 Σεπτέμ­βρη, ενώ οι θάνα­τοι από πεί­να και αρρώ­στιες ήταν εκα­το­ντά­δες, και ενώ συνε­χι­ζό­ντου­σαν οι δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για την παρά­δο­ση της πόλης, οι Έλλη­νες επα­να­στά­τες κατορ­θώ­νουν να μπουν μέσα και να την αλώ­σουν στην κυριο­λε­ξία. Επί τρεις ημέ­ρες τα στρα­τεύ­μα­τα του Κολο­κο­τρώ­νη σφα­γί­α­ζαν αμά­χους, γυναί­κες, παι­διά, Τούρ­κους και Εβραί­ους, ενώ ταυ­τό­χρο­να βασά­νι­ζαν, έκαι­γαν, σού­βλι­ζαν και λεη­λα­τού­σαν. Στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του ο Μακρυ­γιάν­νης, ανα­φέ­ρε­ται με απο­τρο­πια­σμό στην βάρ­βα­ρη σφα­γή, λέγο­ντας ότι όλοι οι λιθό­κτι­στοι δρό­μοι της Τρι­πο­λι­τσάς είχαν μετα­τρα­πεί σε ρυά­κια με αίμα αμά­χων, ενώ τα άλο­γα περ­πα­τού­σαν πάνω στα πτώ­μα­τα. Παρό­μοιες είναι οι αφη­γή­σεις των Κολο­κο­τρώ­νη, Φωτά­κου, Φιλή­μω­να, Τερ­τσέ­τη και άλλων. Πάνω από 10.000 (ίσως και 30.000) υπο­λο­γί­ζο­νται τα θύμα­τα αυτής της αχρεί­α­στης βαρ­βα­ρό­τη­τας, που αμαύ­ρω­σε την εικό­να των επα­να­στα­τη­μέ­νων, ενώ όλο το Εβραϊ­κό στοι­χείο σχε­δόν εξα­φα­νί­στη­κε. Οι μόνοι που γλύ­τω­σαν σχε­δόν ανέ­πα­φοι, ήταν οι ένο­πλοι Αρβα­νί­τες, οι οποί­οι είχαν έρθει σε προ­σω­πι­κή συμ­φω­νία με τον Κολο­κο­τρώ­νη και τους επέ­τρε­ψε, ένα­ντι αδράς αμοι­βής, να φύγουν ανενόχλητοι.Μετά την άλω­ση της Τρι­πο­λι­τσάς και την εδραί­ω­ση της επα­νά­στα­σης στην Πελο­πόν­νη­σο, οι επα­να­στά­τες ήταν έτοι­μοι να αρχί­σουν τις μετα­ξύ τους συζη­τή­σεις για το πώς θα διοι­κη­θούν οι απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες περιο­χές, τι θα αλλά­ξει στον τρό­πο φορο­λο­γί­ας, πώς θα δια­νε­μη­θεί η γη που ερχό­ταν στα χέρια τους.

Η αδύ­να­μη, και σχε­τι­κά ολι­γά­ριθ­μη αστι­κή τάξη, η οποία είχε και την πρω­το­βου­λία της επα­νά­στα­σης, επι­θυ­μού­σε ένα συγκε­ντρω­τι­κό κρά­τος, με σύνταγ­μα και κοι­νο­βού­λιο, με κατάρ­γη­ση των τοπι­κών αγο­ρών και την δημιουρ­γία ενιαί­ας εθνι­κής αγο­ράς. Την βόλευε να υπάρ­χει ισχυ­ρή κεντρι­κή εξου­σία ή οποία θα έχει την δυνα­τό­τη­τα να συγκε­ντρώ­νει κρα­τι­κά έσο­δα, με τα οποία θα στή­ρι­ζε την διε­θνή κίνη­ση του εμπο­ρι­κού στό­λου. Ταυ­τό­χρο­να το εφο­πλι­στι­κό κεφά­λαιο διεκ­δι­κού­σε μέρος των τούρ­κι­κων κτη­μά­των που θα εθνι­κο­ποιού­ντο, ώστε να απο­ζη­μιω­θούν για την συμ­με­το­χή τους στον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώνα.

Από την άλλη μεριά, οι αρμα­το­λοί και οι προ­ε­στοί, ήταν αντί­θε­τοι με την δημιουρ­γία ισχυ­ρού συγκε­ντρω­τι­κού κρά­τους, επει­δή δεν ήθε­λαν να χάσουν τα τοπι­κά προ­νό­μια που είχαν. Αντί­θε­τα ήθε­λαν να αυξή­σουν την κατά τόπους εξου­σία τους και τα προ­νό­μιά τους, τόσο στην φορο­λο­γία των αγρο­τών, όσο και στο τοπι­κό εμπόριο.
Οι φτω­χοί ιδιο­κτή­τες γης και οι ακτή­μο­νες αγρό­τες, μετά την κατάρ­γη­ση του κεφα­λι­κού φόρου που έγι­νε με το ξέσπα­σμα της επα­νά­στα­σης, προσ­δο­κού­σαν να απο­κτή­σουν πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα, να περιο­ρι­στούν τα προ­νό­μια του κλή­ρου και των προ­ε­στών και να κατα­φέ­ρουν έστω μια μικρή δια­νο­μή γης. Αυτοί, παρό­λο που απο­τε­λού­σαν την πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού, δεν μπο­ρού­σαν να δια­μορ­φώ­σουν έναν ισχυ­ρό πόλο με καθα­ρά πολι­τι­κά αιτήματα.

Οι Φανα­ριώ­τες και ο ανώ­τε­ρος κλή­ρος είχαν παρα­μεί­νει στην ουτο­πι­κή προσ­δο­κία να συστή­σουν ξανά μια πολυ­ε­θνι­κή Βυζα­ντι­νή Αυτο­κρα­το­ρία. Αυτό τον σκο­πό πίστευαν ότι θα τον πετύ­χαι­ναν με μεταρ­ρυθ­μί­σεις μέσα στο Οθω­μα­νι­κό κρά­τος και όχι με την δημιουρ­γία ενός ανε­ξάρ­τη­του Ελλη­νι­κού κράτους.

Με αυτές τις δια­φο­ρε­τι­κές προ­θέ­σεις και προσ­δο­κί­ες, οι επα­να­στα­τη­μέ­νοι Έλλη­νες προ­σήλ­θαν στην Α’ Εθνο­συ­νέ­λευ­ση της Επιδαύρου.

Τα προη­γού­με­να Α ΜΕΡΟΣ / Β ΜΕΡΟΣ

«Στην επο­χή της Ηούς», του Γιάν­νη Βεντούρα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο