Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

1821 – Μέρος Δ’ – Η «φαγωμάρα» των Ελλήνων

Γρά­φει ο Γιάν­νης Βεντού­ρας //

Μέσα στις πρώ­τες βδο­μά­δες της Ελλη­νι­κής επα­νά­στα­σης, άρχι­σαν να πραγ­μα­το­ποιού­νται οι πρώ­τες μεταρ­ρυθ­μί­σεις και οι ανα­γκαί­ες τομές στις ξεπε­ρα­σμέ­νες φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις γαιο­κτη­σί­ας. Αυτές βέβαια δεν έγι­ναν χωρίς αντι­δρά­σεις από τους εκπρο­σώ­πους του παλιού, και χωρίς την σκλη­ρή αντι­πα­ρά­θε­ση των αντί­πα­λων τάξε­ων και ομά­δων, πράγ­μα που συμ­βαί­νει σε κάθε επα­να­στα­τι­κό μετα­σχη­μα­τι­σμό της κοινωνίας.

Στις 20–26 Μαΐ­ου του 1821, διε­ξή­χθη στις Καλ­τε­ζές Αρκα­δί­ας η πρώ­τη συνέ­λευ­ση των επα­να­στα­τη­μέ­νων. Η μαζι­κή συμ­με­το­χή των αγρο­τών στον ένο­πλο αγώ­να, είχε σαν απο­τέ­λε­σμα να απο­φα­σι­σθεί η κατάρ­γη­ση των προ­σω­πι­κών φόρων (όπως ο κεφα­λι­κός), καθώς και οι πολυά­ριθ­μοι τοπι­κοί φόροι που είχαν σχέ­ση με την αγο­ρα­πω­λη­σία των δημό­σιων θέσε­ων. Αυτό είχε ως απο­τέ­λε­σμα, τα χωρά­φια που είχε ο κάθε αγρό­της στην δού­λε­ψή του, να περά­σουν στην κατο­χή τους με πλή­ρη κυριό­τη­τα. Δια­τη­ρή­θη­κε μόνο ο έγγειος φόρος (η δεκά­τη) και το γεώ­μο­ρο, δηλα­δή ο φόρος στα πρώ­ην τουρ­κι­κά κτή­μα­τα που χαρα­κτη­ρί­σθη­καν «εθνι­κά κτήματα».

Τα μέτρα όμως αυτά δεν ικα­νο­ποιού­σαν την αγρο­τιά που απαι­τού­σε να γίνει δια­νο­μή των απέ­ρα­ντων «εθνι­κών κτη­μά­των». Ειδι­κά οι ακτή­μο­νες, που εργά­ζο­νταν στα κτή­μα­τα αυτά, και που απο­τε­λού­σαν το μεγα­λύ­τε­ρο τμή­μα των επα­να­στα­τών, απαι­τού­σαν, ώσπου να έρθει ο και­ρός για να γίνει η δια­νο­μή, να απαλ­λα­γούν από το γεώ­μο­ρο, ως αντάλ­λαγ­μα για την στρα­τιω­τι­κή τους υπηρεσία.

Οι καπε­τα­ναί­οι και οι κοτζα­μπά­ση­δες, αν και υπό­σχο­νταν ότι όλα θα γίνουν μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, δεν είχαν όμως καθό­λου σκο­πό να ικα­νο­ποι­ή­σουν τους πόθους των αγρο­τών. Οι καπε­τα­ναί­οι που νέμο­νταν τα εισο­δή­μα­τα των επαρ­χιών, ήθε­λαν να συνε­χί­σουν να τα εισπράτ­τουν, με πρό­σχη­μα τις πολε­μι­κές ανά­γκες. Οι κοτζα­μπά­ση­δες από την μεριά τους, αντα­γω­νι­ζό­ντου­σαν τους καπε­τα­ναί­ους για την αρχη­γία των στρα­τιω­τι­κών σωμά­των, επει­δή οι αρχη­γοί ήταν αυτοί που εισέ­πρατ­ταν τα εισο­δή­μα­τα των επαρ­χιών. Ο Ν. Σπη­λιά­δης (Φιλι­κός και αγω­νι­στής) στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι οι στρα­τιώ­τες του Φανα­ριού (Ολυ­μπί­ας) λιπο­τά­κτη­σαν επει­δή οι αρχη­γοί τους δεν τήρη­σαν την συμ­φω­νία για την μη είσπρα­ξη του φόρου.

Για να μπο­ρέ­σουν να επι­βλη­θούν στους ανε­ξέ­λεγ­κτους οπλαρ­χη­γούς, η συνέ­λευ­ση των Καλ­τε­ζών συγκρό­τη­σε μια προ­σω­ρι­νή διοί­κη­ση, γνω­στή ως γερου­σία των Καλ­τε­ζών. Η γερου­σία αυτή απο­τέ­λε­σε το έμβρυο μιας κεντρι­κής εξου­σί­ας και η οποία ανέ­λα­βε την συγκέ­ντρω­ση των δημό­σιων εσό­δων. Με τα έσο­δα αυτά εξα­σφα­λί­σθη­κε η κίνη­ση του στό­λου (επει­δή οι νοι­κο­κυ­ραί­οι των νησιών δεν ήθε­λαν να κινούν τα πλοία με δικά τους έξο­δα) και η τακτι­κή μισθο­δο­σία των Μανια­τών του Πετρό­μπεη, επει­δή αυτοί δεν ήθε­λαν να πολε­μούν έξω από την Μάνη χωρίς μισθό. Ο Πετρό­μπε­ης ήθε­λε να κατα­λά­βει και την θέση του αρχι­στρά­τη­γου, αλλά αυτή την ορε­γό­ταν και ο Κολο­κο­τρώ­νης. Στο τέλος απο­δέ­χθη­κε την θέση του Πρό­ε­δρου της γερου­σί­ας, θυσιά­ζο­ντας το μπε­η­λί­κι της Μάνης.

Στην ίδρυ­ση της πρώ­της γερου­σί­ας πρω­το­στά­τη­σε το κόμ­μα των Δελη­γιαν­ναί­ων (πρού­χο­ντες Καρύ­ται­νας, Μεσ­ση­νί­ας) οι οποί­οι ήθε­λαν στην κυριο­λε­ξία να διαρ­πά­ξουν την εθνι­κή γη, και για αυτό δεν ήθε­λαν να υπάρ­χει ισχυ­ρή κεντρι­κή εξου­σία η οποία θα τους στα­μα­τού­σε. Η γερου­σία των Καλ­τε­ζών ήρθε αμέ­σως σε ρήξη με τον Δ. Υψη­λά­ντη (ο οποί­ος ήθε­λε να γίνει αρχι­στρά­τη­γος και να συγκε­ντρώ­σει στα χέρια του όλην την εξου­σία), καθώς και με το αχαϊ­κό κόμ­μα, το οποίο απο­τε­λού­σαν κυρί­ως προ­ε­στοί που είχαν σχέ­σεις με τους Υψη­λά­ντη­δες. Ο Υψη­λά­ντης απαι­τού­σε την οργά­νω­ση τακτι­κού στρα­τού, πράγ­μα που ερχό­ταν σε σύγκρου­ση με τα συμ­φέ­ρο­ντα των οπλαρ­χη­γών και των τοπι­κών αρχό­ντων, εφό­σον θα περιό­ρι­ζε την εξου­σία τους.

Ταυ­τό­χρο­να στην ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα τα καπε­τα­νά­τα, που συν­δε­ό­ντου­σαν με τον εξε­γερ­μέ­νο Αλή πασά, είχαν κινη­θεί μόνο αφού έμα­θαν ότι ο σουλ­τά­νος θα τα κτυ­πού­σε και όχι για να συμ­με­τέ­χουν στον ξεση­κω­μό της Πελο­πον­νή­σου. Στη διοι­κη­τι­κή της οργά­νω­ση πρω­το­στά­τη­σαν οι πρού­χο­ντες, δημιουρ­γώ­ντας τον Νοέμ­βρη του 1821 την «Γερου­σία» της Δυτι­κής χέρ­σου Ελλά­δας (με τους Αλεξ. Μαυ­ρο­κορ­δά­το και Χρη­στά­κη Στάι­κο) και τον «Άρειο Πάγο» της Ανα­το­λι­κής Χέρ­σου Ελλά­δας (με τους Θεό­δω­ρο Νέγρη και Άνθι­μο Γαζή). Αυτό είχε σαν απο­τέ­λε­σμα τον περιο­ρι­σμό, ως ένα βαθ­μό, της δύνα­μης των οπλαρ­χη­γών, αλλά και να απο­μα­κρυν­θεί ο αγώ­νας από την επιρ­ροή του Αλή πασά και να συν­δε­θεί με το υπό­λοι­πο Ελλη­νι­κό κίνη­μα. Βρι­σκό­μα­στε λίγες βδο­μά­δες μετά την άλω­ση της Τρο­πο­λι­τσάς και υπήρ­χε επι­τα­κτι­κή η ανά­γκη να δημιουρ­γη­θούν διοι­κη­τι­κές δομές στις ελευ­θε­ρω­μέ­νες περιοχές.

Οι εξε­λί­ξεις όμως στην ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα, έδω­σαν την δυνα­τό­τη­τα στους δευ­τε­ρο­κλα­σά­τους πρού­χο­ντες και προ­ε­στούς της Πελο­πον­νή­σου, σε συνερ­γα­σία με το στρα­τιω­τι­κό κόμ­μα και τον Δ. Υψη­λά­ντη, να ανα­συ­στή­σουν την 1η Δεκέμ­βρη 1821 την «πελο­πον­νη­σια­κή γερου­σία». Αυτοί οι μικρό­τε­ροι προ­ε­στοί, ενα­ντιω­νό­ντου­σαν στην εκποί­η­ση της γης, επει­δή θα κατέ­λη­γε στα χέρια των μεγά­λων αρχό­ντων και αρνιό­ντου­σαν να δια­τε­θούν τα πλού­σια εισο­δή­μα­τα της Πελο­πον­νή­σου για τις ανά­γκες της υπό­λοι­πης χώρας και των πλοιο­κτη­τών. Με την εκλο­γή του Δ. Υψη­λά­ντη στην προ­ε­δρία της πελο­πον­νη­σια­κής γερου­σί­ας, οι νησιώ­τες, οι οποί­οι είχαν δηλώ­σει απαι­τή­σεις πάνω στις «εθνι­κές γαί­ες», παρα­γκω­νί­σθη­καν, και αυτοί στρά­φη­καν με το μέρος των μεγά­λων αρχό­ντων της Πελοποννήσου.

Η ενο­ποί­η­ση όμως των επί μέρους διοι­κή­σε­ων σε εθνι­κό επί­πε­δο ήταν τελεί­ως απα­ραί­τη­τη, έτσι απο­φα­σί­σθη­κε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί στις 20 Δεκέμ­βρη και 16 Γενά­ρη στην Επί­δαυ­ρο η πρώ­τη Εθνο­συ­νέ­λευ­ση. Σε αυτήν πήραν μέρος αντι­πρό­σω­ποι από τις τρεις γερου­σί­ες και από μερι­κά νησιά και απο­τέ­λε­σε ορό­ση­μο στην πορεία του αγώ­να επι­σφρα­γί­ζο­ντας την μετε­ξέ­λι­ξή του από ανταρ­σία σε επα­νά­στα­ση. Πάνω από το ένα τρί­το των αντι­προ­σώ­πων ήταν προ­ε­στοί, οι οποί­οι σε συνερ­γα­σία με τους κλη­ρι­κούς, προ­κει­μέ­νου να μην χάσουν τα προ­νό­μιά τους, στό­χευαν να εγκα­θι­δρύ­σουν ένα ολι­γαρ­χι­κό σύστη­μα με στοι­χεία του οθω­μα­νι­κού μηχα­νι­σμού διοί­κη­σης. Οι Φιλι­κοί και οι αστοί δια­νο­ού­με­νοι από την χέρ­σο Ελλά­δα σε συνερ­γα­σία με οπλαρ­χη­γούς που ανα­δεί­χθη­καν στις μάχες ζητού­σαν πιο ριζο­σπα­στι­κές αλλα­γές. Στην πρώ­τη εκτε­λε­στι­κή κυβέρ­νη­ση συμ­με­τεί­χαν 3 γαιο­κτή­μο­νες (Δελη­γιάν­νης, Κανα­κά­ρης, Λογο­θέ­της), 1 πλοιο­κτή­της (Ορλάν­δος) και 1 αστός πολι­τι­κός (Μαυ­ρο­κορ­δά­τος). Οι εκπρό­σω­ποι των λαϊ­κών στρω­μά­των παρα­με­ρί­στη­καν εντελώς.

Το Σύνταγ­μα της Επι­δαύ­ρου που ψηφί­στη­κε καταρ­γού­σε τα φεου­δαρ­χι­κά προ­νό­μια, απα­γό­ρευε την δου­λεία και τα βασα­νι­στή­ρια, ανα­γνώ­ρι­ζε την ισο­νο­μία, απα­γό­ρευε την εκποί­η­ση των «εθνι­κών κτη­μά­των» χωρίς συγκα­τά­θε­ση του κοι­νο­βου­λί­ου. Δια­κή­ρυ­ξε ως επι­κρα­τού­σα θρη­σκεία αυτήν της Ανα­το­λι­κής Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σί­ας καθώς και την ανο­χή σε κάθε άλλη θρη­σκεία. Δεν προ­έ­βλε­πε τον θεσμό του αρχη­γού κρά­τους, ενώ δια­κή­ρυ­ξε την αιρε­τό­τη­τα των δημό­σιων θέσε­ων καταρ­γώ­ντας την αγο­ρα­πω­λη­σία τους. Το πρώ­το σύνταγ­μα ήταν απο­τέ­λε­σμα συμ­βι­βα­σμού των δια­φο­ρε­τι­κών πολι­τι­κών τάσε­ων και κοι­νω­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων, ενώ έστει­λε στις καλέν­δες το αίτη­μα των λαϊ­κών στρω­μά­των για δια­νο­μή της γης. Η αντι­κα­τά­στα­ση των εμβλη­μά­των της Φιλι­κής εται­ρεί­ας και των Υψη­λά­ντη­δων με την γαλα­νό­λευ­κη σημαία, εξέ­φρα­ζε τις κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις που συν­δε­ό­ντου­σαν με την θάλασ­σα και το εμπό­ριο. Παρά του ότι δια­τη­ρή­θη­καν οι τοπι­κές διοι­κή­σεις (για να συγκρα­τη­θούν οι οπλαρ­χη­γοί με τις απαι­τή­σεις τους), μπή­καν τα θεμέ­λια μιας κεντρι­κής εξου­σί­ας, προ­ϋ­πό­θε­ση ενός ενιαί­ου εθνι­κού κράτους.

Στις 29 Μαρ­τί­ου 1823 και εν μέσω μαχών, συνήλ­θε στο Άστρος η Β’ εθνο­συ­νέ­λευ­ση με 230 εκλέ­κτο­ρες. Εκεί έγι­νε προ­σπά­θεια να συγκε­ντρω­θεί η Διοί­κη­ση, καταρ­γώ­ντας τις επι­μέ­ρους διοι­κή­σεις και γερου­σί­ες. Υπέρ της ενί­σχυ­σης της εκτε­λε­στι­κής εξου­σί­ας τάχτη­καν οι Παπα­φλέσ­σας, Νέγρης, Πετι­με­ζάς, δηλα­δή τα πιο ριζο­σπα­στι­κά στοι­χεία της επα­νά­στα­σης, αλλά και μερι­κοί που ήθε­λαν να επι­βάλ­λουν τα ιδιο­τε­λή συμ­φέ­ρο­ντά τους. Στην εθνο­συ­νέ­λευ­ση είχαν την πλειο­ψη­φία οι κοτζα­μπά­ση­δες και επι­κρά­τη­σαν στο Εκτε­λε­στι­κό (δηλα­δή την κυβέρ­νη­ση). Οι Φιλι­κοί όμως συμ­μά­χη­σαν με τους οπλαρ­χη­γούς (Υψη­λά­ντης, Ανδρού­τσος, Πλα­πού­τας, Νέγρης, Κολο­κο­τρώ­νης, Πετμε­ζάς, Σισί­νης και άλλοι) και το Φθι­νό­πω­ρο του 1823 συγκε­ντρώ­θη­καν και απο­φά­σι­σαν να αντι­στα­θούν στο εκτε­λε­στι­κό. Αυτοί αρνιό­ντου­σαν να που­λη­θούν οι «εθνι­κές γαί­ες» που ήταν το μόνο περιου­σια­κό στοι­χείο του νέου κρά­τους το οποίο μπο­ρού­σε να μπει ενέ­χυ­ρο για την λήψη δανεί­ων από τις δυνά­μεις της Ιεράς Συμ­μα­χί­ας. Ο Κολο­κο­τρώ­νης όμως, παίρ­νο­ντας ως αντάλ­λαγ­μα την θέση του αντι­προ­έ­δρου στο Εκτε­λε­στι­κό, πέρα­σε στο στρα­τό­πε­δο των κοτζα­μπά­ση­δων και αφού ήρθε σε σύγκρου­ση με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, τον ανά­γκα­σε να ζητή­σει την προ­στα­σία του Κου­ντου­ριώ­τη και να κατα­φύ­γει στην Ύδρα για να σωθεί.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό το γεγο­νός που στις 28 Νοέμ­βρη 1823 ο Πάνος Κολο­κο­τρώ­νης και ο Νικη­τα­ράς με 200 αρμα­τω­μέ­νους, εισέ­βα­λαν στην συνε­δρί­α­ση του βου­λευ­τι­κού σώμα­τος και απει­λώ­ντας με πρα­ξι­κό­πη­μα, τους ανά­γκα­σαν να δια­λυ­θούν. Στην συνέ­χεια δημιουρ­γού­νται δύο κυβερ­νή­σεις η μία στο Κρα­νί­δι και η άλλη στο Ναύ­πλιο. Ο Μια­ού­λης στις 2 Μαρ­τί­ου 1824 πολιορ­κεί το Ναύ­πλιο, ενώ στις 31 Μαρ­τί­ου Λόντος και Ζαΐ­μης πολιορ­κούν την Τρί­πο­λη και υπο­χρε­ώ­νουν τον Κολο­κο­τρώ­νη να την εγκα­τα­λεί­ψει. Στην συνέ­χεια, επει­δή οι Κοτζα­μπά­ση­δες αθέ­τη­σαν τις συμ­φω­νί­ες με τον Θ. Κολο­κο­τρώ­νη, αυτός δίνει εντο­λή στον Πάνο Κολο­κο­τρώ­νη να πολιορ­κή­σει το Άργος. Να σημειώ­σου­με ότι επει­δή σε κάθε φάση τα οικο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της κάθε μιας ομά­δας ήταν δια­φο­ρε­τι­κά, οι αλλα­γές στρα­το­πέ­δων και συμ­μά­χων ήταν συνεχείς.

Σύντο­μα όμως άρχι­σε ο δανει­σμός και μεγά­λα τμή­μα­τά του κατέ­λη­γαν στις τσέ­πες των ηγε­τών, ενώ μεγά­λο τμή­μα του πρώ­του δανει­σμού δεν έφθα­σε ποτέ στην Ελλά­δα. Η κυβέρ­νη­ση που εκλέ­χθη­κε στις εκλο­γές του 1824 πέρα­σε στα χέρια των Στε­ρε­ο­ελ­λα­δι­τών και των νησιω­τών. Οι κοτζα­μπά­ση­δες αρνή­θη­καν να πλη­ρώ­νουν φόρο και δήλω­σαν ότι δεν την ανα­γνω­ρί­ζουν. Ταυ­τό­χρο­να επει­δή ο δανει­σμός απέ­κλειε την δια­νο­μή γης, οι στρα­τιω­τι­κοί και οι αγρό­τες ενα­ντιώ­θη­καν στην κυβέρ­νη­ση. Μέσα στην κατά­στα­ση αυτή άρχι­σαν (Οκτώ­βρης 1824 – Γενά­ρης 1825) αιμα­τη­ρές συγκρού­σεις μετα­ξύ των υπο­στη­ρι­κτών της κυβέρ­νη­σης και των εχθρών της. Στρα­τεύ­μα­τα του Καραϊ­σκά­κη, Μακρυ­γιάν­νη, Γκού­ρα και Παπα­φλέσ­σα κατέ­λα­βαν την Αρκα­δία πολε­μώ­ντας τους Κολο­κο­τρώ­νη, Λόντο, Νικη­τα­ρά. Πολ­λές πόλεις σε Αρκα­δία, Ηλεία, Αχα­ΐα λεη­λα­τή­θη­καν από τα κυβερ­νη­τι­κά στρα­τεύ­μα­τα, ενώ πολ­λοί λιπο­τα­κτού­σαν από τον στρα­τό των Πελο­πον­νη­σί­ων λόγω χρη­μά­των που τους έτα­ζαν οι αντί­πα­λοι. Σε αυτό τον εμφύ­λιο κατόρ­θω­σε να επι­κρα­τή­σει η κεντρι­κή εξου­σία, η οποία έχο­ντας το χρή­μα των δανεί­ων, έκα­νε ένα βήμα προς τον αστι­κό συγκε­ντρω­τι­σμό, παρα­τάσ­σο­ντας τακτι­κό στρα­τό ένα­ντι σε ατά­κτους. Κολο­κο­τρώ­νης, Σισί­νης, Νοτα­ράς και Δελη­γιαν­ναί­οι φυλα­κί­στη­καν στην Ύδρα, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερ­μα­νός συνε­λή­φθη στην Γαστού­νη Ηλείας.

Ο εμφύ­λιος της περιό­δου 1823–1825, που διε­ξή­χθη ταυ­τό­χρο­να με τον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να, καθώς και οι αμέ­σως επό­με­νοι, δεν ήταν μία ιδιαί­τε­ρη Ελλη­νι­κή περί­πτω­ση, αλλά απο­τε­λού­σε το γενι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό μιας τάξης που αγω­νί­ζε­ται να κατα­λά­βει την εξου­σία. Συνε­πώς η ελλη­νι­κή επα­νά­στα­ση του 1821, δεν ήταν μόνο εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή, αλλά και βαθιά κοι­νω­νι­κή – ταξι­κή. Η ανερ­χό­με­νη αστι­κή τάξη ήθε­λε να ξεμπερ­δεύ­ει με τους φεου­δαρ­χι­κούς θεσμούς και τους εκφρα­στές τους (Τούρ­κους και Έλλη­νες), και να προ­χω­ρή­σει στον καπι­τα­λι­στι­κό μετα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας. Ήταν μια προ­ο­δευ­τι­κή επα­νά­στα­ση, επει­δή προ­χω­ρού­σε την κοι­νω­νία σε ένα υψη­λό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό στά­διο ανά­πτυ­ξης και ο εμφύ­λιος δεν ήταν «φαγω­μά­ρα», αλλά η αντι­κει­με­νι­κή ανά­γκη της δια­πά­λης δια­φο­ρε­τι­κών τάξε­ων και ομά­δων συμ­φε­ρό­ντων για την εξουσία.

Τα προη­γού­με­να Α ΜΕΡΟΣ / Β ΜΕΡΟΣ / Γ ΜΕΡΟΣ

«Στην επο­χή της Ηούς», του Γιάν­νη Βεντούρα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο