Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

2 Φεβρουαρίου 1947: Φωταγωγείται η Ακρόπολη: «Να φύγουν οι Αγγλοι» — Ένας εκ των πρωταγωνιστών αφηγείται

Φλε­βά­ρης του 1947. Η Αθή­να κάτω από την μπό­τα των νέων κατα­κτη­τών, των Αγγλων και των Αμε­ρι­κα­νών. Το κρά­τος και το παρα­κρά­τος της Δεξιάς υπό την καθο­δή­γη­σή τους τρο­μο­κρα­τεί, συλ­λαμ­βά­νει, εκτο­πί­ζει, βασα­νί­ζει, δολο­φο­νεί. Μια από τις πιο σκο­τει­νές περιό­δους της νεο­ελ­λη­νι­κής ιστορίας.

Μέσα στο σκο­τά­δι της νέας τυραν­νί­ας, το βρά­δυ της 2ης του Φλε­βά­ρη του 1947, η Αθή­να «φωτί­ζε­ται» από μια επι­γρα­φή που εμφα­νί­ζε­ται στη βορι­νή μετό­πη της Ακρό­πο­λης και γρά­φει: «Να φύγουν οι Αγγλοι»!

Ηταν το απο­τέ­λε­σμα μιας παρά­τολ­μης επι­χεί­ρη­σης, που οργα­νώ­θη­κε από το ΚΚΕ και ανα­πτέ­ρω­σε το φρό­νη­μα του λαού.

Ενας από τους «δρά­στες», ο Μαρί­νος Πετρού­νιας, περι­γρά­φει στο «Ριζο­σπά­στη» της 26ης του Γενά­ρη 2001 ως εξής εκεί­νη την επιχείρηση:

Για την τοπο­θέ­τη­ση της επι­γρα­φής είχε κατα­στρω­θεί ειδι­κό επι­τε­λι­κό σχέ­διο και συγκε­κρι­μέ­να: Πριν μια βδο­μά­δα, τότε, το Φλε­βά­ρη του 1947, πήγα­με δύο μέλη του κόμ­μα­τος, όπως δεί­χνει η σχε­τι­κή φωτο­γρα­φία, επά­νω στην Ακρό­πο­λη σε ώρα επι­σκε­πτη­ρί­ου. Αφού διε­ρευ­νή­σα­με και ανα­γνω­ρί­σα­με το χώρο κατα­λή­ξα­με στη θέση που έπρε­πε να τοπο­θε­τη­θεί η φωτει­νή πινα­κί­δα, ώστε να φαί­νε­ται καλύ­τε­ρα. Η θέση αυτή ήταν στη βορι­νή μετό­πη της Ακρό­πο­λης- δεξιά του Ερε­χθεί­ου. Κρί­να­με ότι ήταν το πιο κατάλ­λη­λο μέρος ώστε να φανεί από όλη, σχε­δόν, την Αθή­να­και ιδιαί­τε­ρα από το επί­ση­μο κέντρο, τις πλα­τεί­ες Συντάγ­μα­τος και Ομό­νοιας. Επι­ση­μά­να­με από πού θα γινό­ταν η άνο­δος και το μπά­σι­μο στο χώρο που είχα­με επι­λέ­ξει. Η όλη «επι­χεί­ρη­ση» θα γινό­τα­νε ιχνη­λα­τώ­ντας, να μη μας πάρει κανέ­νας χαμπά­ρι. Και, όλα αυτά, έπρε­πε να γίνουν με από­λυ­τη ακρί­βεια. Αφού έγι­νε αυτή η προ­ε­τοι­μα­σία, απο­χω­ρή­σα­με από την Ακρό­πο­λη από­λυ­τα ευχα­ρι­στη­μέ­νοι, αφού είχα­με και τη φωτο­γρα­φία μας, ενθύμιο!

Αρχί­ζο­ντας αμέ­σως, συνε­χί­σα­με την προ­ε­τοι­μα­σία για την επι­χεί­ρη­ση. Επι­λέ­ξα­με τους πιο κατάλ­λη­λους αγω­νι­στές για τη συγκε­κρι­μέ­νη απο­στο­λή. Βρή­κα­με τους ειδι­κούς τεχνί­τες αγω­νι­στές (μαρα­γκούς, ηλε­κτρο­λό­γους και τους χώρους που θα κάνα­με την τεχνι­κή κατα­σκευή κοντά στην Ακρό­πο­λη, ώστε να μας εξυ­πη­ρε­τή­σει και στη μετα­φο­ρά της) και σε μερι­κές μέρες είμα­στε έτοι­μοι να δράσουμε.

Ξεκι­νή­σα­με απο­γευ­μα­τά­κι. Είχε σχε­δόν σκο­τει­νιά­σει. Είχα­με πάρει αρκε­τούς αγω­νι­στές, άντρες και κοπέ­λες, ο καθέ­νας στη θέση του. Μαζί μας είχα­με και τους τεχνι­κούς για ό,τι χρεια­ζό­τα­νε. Η επι­γρα­φή ήταν μεγά­λη και βαριά, είχε μεγά­λο μάκρος. Το κάθε γράμ­μα της είχε ένα μέτρο ύψος και, περί­που, 120 λαμ­πτή­ρες. Ηθε­λε μεγά­λη προ­σο­χή στη μετα­φο­ρά της. Μάλι­στα, όταν ο δρό­μος που κάνα­με ήταν ανη­φο­ρι­κός και πολ­λές φορές είχε μεγά­λο ανέ­βα­σμα, περ­νού­σα­με μέσα από δέντρα μέχρι να φτά­σου­με την άσφαλ­το στους πρό­πο­δες της Ακρό­πο­λης κάτω από το Ερέ­χθειο. Μπρο­στά πήγαι­νε ο σ. Στά­θης. Οταν φτά­σα­με στην άσφαλ­το στα­θή­κα­με και γίνα­με όλοι ζευ­γά­ρια. Είχα την ευθύ­νη της περι­φρού­ρη­σης της συνο­δεί­ας. Ημου­να «ζευ­γά­ρι» με τη σ. Γιού­λα και ελέγ­χα­με την κάθε κίνη­ση που μπο­ρού­σε να παρου­σια­στεί. Είμα­στε αρκε­τά ζευ­γά­ρια πάνω στο δρό­μο σκόρ­πια, ενώ προ­χω­ρού­σα­με ανε­βά­ζο­ντας την επι­γρα­φή στην Ακρό­πο­λη από το πέρα­σμα που είχα­με υπό­ψη μας.

Οι τεχνι­κοί ακο­λου­θού­σαν την επι­γρα­φή. Τα ζευ­γά­ρια στο δρό­μο είχαν σκορ­πί­σει και το καθέ­να, σε από­στα­ση από το άλλο στις παρυ­φές του δρό­μου, είχε πιά­σει το πόστο του. Το δικό μας ζευ­γά­ρι είχε πιά­σει θέση στην άκρη δεξιά προς την είσο­δο της Ακρό­πο­λης. Περ­νού­σε η ώρα και η δου­λιά ώσπου, κάποια στιγ­μή, σε από­στα­ση είδα να προ­βά­λει κάποιος αστυ­φύ­λα­κας. Τότε, κάθι­σα ήσυ­χα πάνω σε μια πέτρα και πήρα στα γόνα­τά μου τη συντρό­φισ­σα που κάνα­με το ζευ­γά­ρι σαν κοπέ­λα μου. Το ίδιο έκα­ναν και τα άλλα… ζευ­γα­ρά­κια και το περι­στα­τι­κό πέρα­σε, έλη­ξε χωρίς να συμ­βεί τίποτα.

Σε λίγο η επι­γρα­φή είχε μπει στη θέση της. Ο σ. ηλε­κτρο­λό­γος έκα­νε τη σύν­δε­ση με ηλε­κτρο­φό­ρο σύρ­μα μιας κολό­νας του ηλε­κτρι­κού και, στη συνέ­χεια, τον παρα­τή­ρη­σα να περ­νά­ει το καλώ­διο που έρχο­νταν από την επι­γρα­φή σ’ ένα πεύ­κο και να βάζει δια­κό­πτη στο καλώ­διο. Στο σημείο αυτό, άρχι­σαν να απο­χω­ρούν οι δυνά­μεις μας, να κατε­βαί­νουν χωρίς θόρυ­βο στην πόλη. Μόλις απο­χώ­ρη­σαν όλοι, έτρε­ξα έστρι­ψα το δια­κό­πτη και είδα­με την επι­γρα­φή να ανά­βει. Τότε, αυθόρ­μη­τα, φώνα­ξα: Ανα­ψε, άνα­ψε και θυμή­θη­κα, από το γυμνά­σιο, την Κύρου ανά­βα­ση του Ξενο­φώ­ντα, όταν φώνα­ξε με αγω­νία: Θάλατ­τα — θάλατ­τα! Δεν κρά­τη­σε όμως πολύ, έσβη­σε το σύν­θη­μα… Τότε έτρε­ξε ο ένας ηλε­κτρο­λό­γος, κάτι έφτια­ξε και άνα­ψε σταθερά.

Εφυ­γα με το Στά­θη και περ­πα­τώ­ντας βια­στι­κά φτά­σα­με στο Σύνταγ­μα. Πήγα­με προς τη Μ. Βρε­τά­νια και στα­θή­κα­με πάνω στα σκα­λιά της εισό­δου του ξενο­δο­χεί­ου, ξεχει­λί­ζο­ντας από χαρά, καθώς βλέ­πα­με την όμορ­φη επι­γρα­φή μας να λάμπει και καμαρώναμε.

Τη φωτει­νή επι­γρα­φή ‑όπως μου είπε- την είχε δει και ο σ. Ν. Κυρια­κί­δης, βαδί­ζο­ντας την οδό Αιόλου.

Αναμ­μέ­νη η επι­γρα­φή έμει­νε αρκε­τή ώρα, για­τί όπως μάθα­με εκ των υστέ­ρων οι αξιω­μα­τι­κοί της Αστυ­νο­μί­ας δεν πλη­σιά­σα­νε αμέ­σως να τη σβή­σουν, φοβού­με­νοι ότι την είχα­με παγι­δευ­μέ­νη με ηλεκτρικό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο