Και στα σχολειά θα φουρτουνιάζουν των παιδιών τα στήθη σαν αρχινά ο δάσκαλος : «Της Καλλιθέας η μάχη…».
Της Καλλιθέας τη μάχη! Αν τύχει νάνοι απ’ τη γενιά μας ο δάσκαλος Ίσως να μπορέσει να τη διηγηθεί με τη ζωντάνια που πρέπει. Γιατί η Ιστορία δε γράφεται με την πέννα. Τη γράφει το αίμα, η αυτοθυσία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπορούνε να την εξιστορήσουν. Αργότερα σα θ’ αναδιφά τα χαρτιά ο Ιστορικός η μνήμη θάχει πια χάσει τη θέρμη της. Για αυτά τώρα, ναι τώρα, πρέπει να γράφουμε τις Ιστορίες. Για να κρατήσουν τη φλόγα που τις έχει γεννήσει. Εμείς που τα ζήσαμε τα ηρωικά τούτα χρόνια έχουμε κάποιο Ιερό χρέος γι’ αυτό.
Δευτέρα ξημέρωμα. 24 Ιουλίου. Η Καλλιθέα είναι ανάστατη. Ξυπνημένοι μεσ’ στα χαράματα απ’ το ξαφνικό ξέσπασμα της μάχης στριφογυρίζουμε μέσα στα σπίτια. Κάπου κάπου, ανάμεσα από τους όλμους και τις χειροβομβίδες ακούγεται απειλητική η φωνή των τσολιάδων.
— Τους άτιμους! Μας φάγανε τον Κατσίδη! Πάει κι ο Μήτσος κι ο Γιάννης…
— Αντέχει μωρέ, ακόμη το σπίτι;
— Αντέχει, λέει! Φρούριο γίνηκε το καταραμένο! Πέντε ώρες τώρα χτυπιέται αλύπητα και δεν παραδίνεται. Στρωμένοι είναι oι δρόμοι από τσολιάδες και χωριφυλάκους. Ακούς δέκα παλιόπαιδα να μας ρεζιλέψουν έτσι.
— Μα σάμπως είναι μόνο το σπίτι; Σε κάθε γωνιά απαντούμε κι ένα μετερίζι… Έχουνε έρθει φαίνεται Ελασίτες κι από το Βύρωνα κι από τα Σφαγεία…
Ύστερα πάλι σιγή. Mια σφαίρα σφηνώνεται στο παράθυρό μου. Τρομαγμένοι μαζευόμαστε στις γωνιές. Μα τον έρημο δρόμο γεμίζει άξαφνα ένας θρήνος. Ανοίγουμε λίγο το παράθυρο. Γυναίκες τρέχουν αναμαλιάρες στους δρόμους.
Κι ο Χάρης! Κι ο Χάρης! «Λιοντάρι μου» φώναζε κλαίγοντας ο πατέρας. Τούχαν πει πως σκοτώθηκε ο λεβέντης του και πήγαινε να τον δει. Η Καλλιθέα δεν μπορεί να το πιστέψει. Ο Χάρης! Σκοτώθηκε ο Χάρης! Κανείς δεν τολμούσε να περάσει από τη γωνιά πούχε στήσει το πολυβόλο του. Πέντε ώρες τώρα θέριζε και δε χόρταινε: Θεριό είχε γίνει.
Ο Χάρης! Τόμορφο λαογέννητο παιδί της Καλλιθέας.
— «Αφήστε με μένα», είπε στα παλικάρια που που πήγαν να τον σηκώσουν. «Εγώ πάω πια. Κρατάτε καλά τη μάχη».
Συντριμμένοι κλείνουμε το παράθυρο. Τι θακούσουμε ακόμη!
***
Η μάχη έχει απ’ ώρα κοπάσει. Οι δρόμοι ξαναγεμίζουν σιγά σιγά κόσμο. Kι όλοι τρέχουν αλαλιασμένοι για την οδό Μπιζανίου. Μια είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. «Αυτοκτόνησαν μα δεν παραδόθηκαν!» Πάμε να το διαπιστώσουμε πως εδώ στη μικρή Καλλιθέα μας γίνηκε αυτό το μεγάλο πράμα. Δεν ξέρουμε ακόμη αν φύγαν oι γκεσταπίτες κι οι Γερμανοί. Μα δε φοβούμαστε πια. Η ψυχή μας φούντωσε από τη φλόγα των δικά παλικαριών.
Προσκύνημα έχει γίνει τα σπίτι. Όλη η Καλλιθέα μαζεύτηκε κει. Συντρίμμια οι πόρτες και τα παράθυρα. Κόσκινο από τις σφαίρες οι τοίχοι.
Τα ηρωικά κορμιά τάχουν σηκώσει. Μα το πάτωμα είναι πλημμυρισμένο από αίμα. Ένα προδοτικό δάχτυλο χάραξε μ΄ αυτό αγκυλωτούς σταυρούς γύρω στους τοίχους.
Κανείς δεν μιλεί στην αρχή. Μα λίγο λίγο η αγανάκτηση, ο θαυμασμός, η κατάπληξη γίνονται λόγια. Οι γείτονοι που παρακολουθούσαν πίσω από τις γρίλιες τη γιγαντομαχία, δεν έχουν σταματημό. Μια λεπτομέρεια ο ένας, ένα όνομα ο άλλος, ο τρίτος κάποια συμπλήρωση. Κι η Ιστορία φωτίζεται λίγο λίγο.
***
Μια δεκαπενταριά επαναστάτες κοιμόντουσαν κείνο το βράδυ στον κήπο ενός σχολειού δίπλα. Άξαφνα ο σκοπός σάλπισε κίνδυνο Το στέκι είχε κυκλωθεί. Τα παιδιά πολέμησαν λιονταρίσια. Μερικά ξέφυγαν. Δυο πιάστηκαν και τουφεκίστηκαν κει στον τόπο. Δέκα πρόφτασαν και μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι. Δυο χήρες και τρία παιδιά που το κατοικούσαν απόμειναν απόμειναν άφωνοι από το φόβο. Πέντε ώρες πολέμησαν δίχως ανασα αλληκάρια. Άπαρτο κάστρο γίνηκε το σπίτι. Όλμοι, πολυβόλα, χειροβομβίδες χτυπούσαν αλύπητα από τις γύρω ταράτσες. Βροχή τα βλήματα γκρέμιζαντ οίχους. Οι γκεσταπίτες και οι λογής προδότες που τόχαν κυκλώσει σωριάζονταν όλο και πιο περισσότερο γύρω του. Και πήραν τα τηλέφωνα και κάλεσαν τους συμμάχους τους.
- Βοήθεια, χάνουμε τη μάχη.
Κι οι Γερμανοί κατέβηκαν. Παραδοθείτε, φώναζαν τότε στους δέκα λεβέντες. Ελπίδα δεν έχετε πια. Κατεβαίνουν οι Γερμανοί.
Μα τα παλικάρια απάντησαν όλα με μια βοή.
Ο Ε‑ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ Ετσι συλλαβιστά δυο και τρεις φορές.
Φρύαξαν oι προδότες κι οι Γερμανοί πούχαν κατεβεί σε βοήθειάτους. Η μάχη φούντωσε. Τα κουφώματα πέφταν συντρίμμια, τράνταζε ο κοσμος. Μα το πολυβόλο μέσα από το παράθυρο θέριζε ακατάπαυτα.
Άξαφνα φάνηκε μια πετσέτα σ’ ένα κοντάρι. Λεύκη σημαία, φώναξαν με χαρά οι προδότες. Παύσατε πυρ! θα παραδοθούν. Έχουμε δω δυο γυναίκες και τρία παιδιά. Πάρτε τος έξω, θα πεθάνουν απ’ την τρομάρα. Και βγήκε η εκβιαστική απόφαση.
Μόνο αν μας τους παραδώσει ένας από σας θα σωθού. Αλλιώς θα πεθάνουν μαζί σας.
Τα παλληκάρια δεχτήκαν τη θυσία. Άλλο δε γινόταν. Ένας θάπρεπε να παραδοθεί.
Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά σώθηκαν κι ο ηρωικός Επονελασίτης τουφεκίστηκε στον τόπο ύστερα απ’ την επίμονη άρνηση να μαρτυρήσει.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τ’ αυτιά μου, έλεγε ο δάσκαλος που καθόταν αντίκρυ. «Ναι ή όχι» του φώναζαν. «Όχι»!» είπε κοιτάζοντάς τους κατάματα.
Και τον σκότωσαν κει στον τόπο.
Κείνη τη στιγμή συμπλήρωσε άλλος γείτονας, ακούστηκαν απ’ το σπίτι τραγούδια. Τα παιδιά μ’ όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής τους ψάλλαν τον Ύμνο. Ύστερα ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί. Τίποτε άλλο… Το σπίτι βυθίστηκε στη σιγη.
- Ετοιμάζουν έξοδο σίγουρα, φώναζαν ο!ι πολιορκητές και ζητούσαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια ομάδα σίμωσε λίγο λίγο δειλά κι είδε τα παλικάρια να πλένε στο αίμα τους. Τις ύστερες σφαίρες τις φύλαξαν για τον εαυτό τους.
***
Βράδυ της ίδιας μέρας. Νύχτωσε πια, Ένα καντηλάκι φέγγει στο περβάζι του παραθύρου. Στεφάνια παντού, ορθά στην ταράτσα, κρεμασμένα στους τοίχους, ταμπέλες, χαρτιά. Μια γριούλα τριγυρίζει κλαίοντας. Τα παιδία ψαχουλεύουν τα χαρτια και διαβάζουν. Οι οργανώσεις πάνε κι έρχονται κα φέρνουν αφιερώματα. Οι Ελσσίτες ψάχνουν τους τοίχους να βρούνε λίγο χώρο ανάμεσα στις τρύπες να γράψουν δυο λόγια. «Κάστρο δεν ήταν μ’ άντεξε σαν κάστρο». «Διαβάτη πες στους Έλληνες πώς πέσαμε για την πατρίδα». Ο κόσμος περνά και ρίχνει λουλούδια πάνω στα πηγμένα αίματα της αυλής.
Οιψυχές είναι γεμάτες συγκίνηση. Τα μάτια δεν ξεκολλούν απ’ το σπίτι που γίνηκε άξαφνα βωμός και προσκύνημα του λαού. Καλότυχο! Τη νύχτα τούτη, όπως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κατέβηκαν και τομοίραναν, oι Μοίρες. Και μπήκε ολόισα στην αθανασία.
***
Η Καλλιθέα, η Αθήνα, ολάκερη η Ελλόδα είναι ελεύθερη πια! τρεισήμισι μήνες πέρασαν από τότες. Στο πάνθεο του αγώνα πήραν με τη σειρά τους τη θέση τους oι ηρωικές γειτονιές. Ανάμεσά τους και η Καλλιθέα κράτα τη δική της τιμητική θέση. Και το σπιτάκι — κάστρο, δίπλα στ’ αδέρφι του το κάστρο — σπιτάκι του Υμηττού συναγωνίζεται το Κούγκι και τα’ Αρκάδι. Σ’ ένα λευκό μάρμαρο χαραγμένο γαλάζια ένα επίγραμμα τα’ ονομάζει καινούργιο χάνι Γραβιάς. Δεν έχει, δεν μπορεί νάχει ίδιοχτήτη πια. Ανήκει στην Ελλάδα, θα γίνει μουσείο. Και τα ηρωικά παλικάρια που τα’ αποθανάτισαν, ένας αστερισμός από δικά λαμπρά αστέρια, θα στολίζουν πάντα την Ιστορία.
(Γραμμένο λίγους μήνες μετ’α για το περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά»)