Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

24 Ιουλίου 1944: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Της Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή — Παπα­δά­κη //

Και στα σχο­λειά θα φουρ­του­νιά­ζουν των παι­διών τα στή­θη σαν αρχι­νά ο δάσκα­λος : «Της Καλ­λι­θέ­ας η μάχη…».

Της Καλ­λι­θέ­ας τη μάχη! Αν τύχει νάνοι απ’ τη γενιά μας ο δάσκα­λος Ίσως να μπο­ρέ­σει να τη διη­γη­θεί με τη ζωντά­νια που πρέ­πει. Για­τί η Ιστο­ρία δε γρά­φε­ται με την πέν­να. Τη γρά­φει το αίμα, η αυτο­θυ­σία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπο­ρού­νε να την εξι­στο­ρή­σουν. Αργό­τε­ρα σα θ’ ανα­δι­φά τα χαρ­τιά ο Ιστο­ρι­κός η μνή­μη θάχει πια χάσει τη θέρ­μη της. Για αυτά τώρα, ναι τώρα, πρέ­πει να γρά­φου­με τις Ιστο­ρί­ες. Για να κρα­τή­σουν τη φλό­γα που τις έχει γεν­νή­σει. Εμείς που τα ζήσα­με τα ηρω­ι­κά τού­τα χρό­νια έχου­με κάποιο Ιερό χρέ­ος γι’ αυτό.

Δευ­τέ­ρα ξημέ­ρω­μα. 24 Ιου­λί­ου. Η Καλ­λι­θέα είναι ανά­στα­τη. Ξυπνη­μέ­νοι μεσ’ στα χαρά­μα­τα απ’ το ξαφ­νι­κό ξέσπα­σμα της μάχης στρι­φο­γυ­ρί­ζου­με μέσα στα σπί­τια. Κάπου κάπου, ανά­με­σα από τους όλμους και τις χει­ρο­βομ­βί­δες ακού­γε­ται απει­λη­τι­κή η φωνή των τσολιάδων.

— Τους άτι­μους! Μας φάγα­νε τον Κατσί­δη! Πάει κι ο Μήτσος κι ο Γιάννης…

— Αντέ­χει μωρέ, ακό­μη το σπίτι;

— Αντέ­χει, λέει! Φρού­ριο γίνη­κε το κατα­ρα­μέ­νο! Πέντε ώρες τώρα χτυ­πιέ­ται αλύ­πη­τα και δεν παρα­δί­νε­ται. Στρω­μέ­νοι είναι oι δρό­μοι από τσο­λιά­δες και χωρι­φυ­λά­κους. Ακούς δέκα παλιό­παι­δα να μας ρεζι­λέ­ψουν έτσι.

— Μα σάμπως είναι μόνο το σπί­τι; Σε κάθε γωνιά απα­ντού­με κι ένα μετε­ρί­ζι…  Έχου­νε έρθει φαί­νε­ται Ελα­σί­τες κι από το Βύρω­να κι από τα Σφαγεία…

Ύστε­ρα πάλι σιγή. Mια σφαί­ρα σφη­νώ­νε­ται στο παρά­θυ­ρό μου. Τρο­μαγ­μέ­νοι μαζευό­μα­στε στις γωνιές. Μα τον έρη­μο δρό­μο γεμί­ζει άξαφ­να ένας θρή­νος. Ανοί­γου­με λίγο το παρά­θυ­ρο. Γυναί­κες τρέ­χουν ανα­μα­λιά­ρες στους δρόμους.

Κι ο Χάρης! Κι ο Χάρης! «Λιο­ντά­ρι μου» φώνα­ζε κλαί­γο­ντας ο πατέ­ρας. Τού­χαν πει πως σκο­τώ­θη­κε ο λεβέ­ντης του και πήγαι­νε να τον δει. Η Καλ­λι­θέα δεν μπο­ρεί να το πιστέ­ψει. Ο Χάρης! Σκο­τώ­θη­κε ο Χάρης! Κανείς δεν τολ­μού­σε να περά­σει από τη γωνιά πού­χε στή­σει το πολυ­βό­λο του. Πέντε ώρες τώρα θέρι­ζε και δε χόρ­ται­νε: Θεριό είχε γίνει.

Ο Χάρης! Τόμορ­φο λαο­γέν­νη­το παι­δί της Καλλιθέας.

— «Αφή­στε με μένα», είπε στα παλι­κά­ρια που που πήγαν να τον σηκώ­σουν. «Εγώ πάω πια. Κρα­τά­τε καλά τη μάχη».

Συντριμ­μέ­νοι κλεί­νου­με το παρά­θυ­ρο. Τι θακού­σου­με ακόμη!

***

Η μάχη έχει απ’ ώρα κοπά­σει. Οι δρό­μοι ξανα­γε­μί­ζουν σιγά σιγά κόσμο. Kι όλοι τρέ­χουν αλα­λια­σμέ­νοι για την οδό Μπι­ζα­νί­ου. Μια είδη­ση μετα­δί­δε­ται από στό­μα σε στό­μα. «Αυτο­κτό­νη­σαν μα δεν παρα­δό­θη­καν!» Πάμε να το δια­πι­στώ­σου­με πως εδώ στη μικρή Καλ­λι­θέα μας γίνη­κε αυτό το μεγά­λο πρά­μα. Δεν ξέρου­με ακό­μη αν φύγαν oι γκε­στα­πί­τες κι οι Γερ­μα­νοί. Μα δε φοβού­μα­στε πια. Η ψυχή μας φού­ντω­σε από τη φλό­γα των δικά παλικαριών.

Προ­σκύ­νη­μα έχει γίνει τα σπί­τι. Όλη η Καλ­λι­θέα μαζεύ­τη­κε κει. Συντρίμ­μια οι πόρ­τες και τα παρά­θυ­ρα. Κόσκι­νο από τις σφαί­ρες οι τοίχοι.

Τα ηρω­ι­κά κορ­μιά τάχουν σηκώ­σει. Μα το πάτω­μα είναι πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο από αίμα. Ένα προ­δο­τι­κό δάχτυ­λο χάρα­ξε μ΄ αυτό αγκυ­λω­τούς σταυ­ρούς γύρω στους τοίχους.

Κανείς δεν μιλεί στην αρχή. Μα λίγο λίγο η αγα­νά­κτη­ση, ο θαυ­μα­σμός, η κατά­πλη­ξη γίνο­νται λόγια. Οι γεί­το­νοι που παρα­κο­λου­θού­σαν πίσω από τις γρί­λιες τη γιγα­ντο­μα­χία, δεν έχουν στα­μα­τη­μό. Μια λεπτο­μέ­ρεια ο ένας, ένα όνο­μα ο άλλος, ο τρί­τος κάποια συμπλή­ρω­ση. Κι η Ιστο­ρία φωτί­ζε­ται λίγο λίγο.

***

Μια δεκα­πε­ντα­ριά επα­να­στά­τες κοι­μό­ντου­σαν κεί­νο το βρά­δυ στον κήπο ενός σχο­λειού δίπλα. Άξαφ­να ο σκο­πός σάλ­πι­σε κίν­δυ­νο Το στέ­κι είχε κυκλω­θεί. Τα παι­διά πολέ­μη­σαν λιο­ντα­ρί­σια. Μερι­κά ξέφυ­γαν. Δυο πιά­στη­καν και του­φε­κί­στη­καν κει στον τόπο. Δέκα πρό­φτα­σαν και μπή­καν σ’ αυτό το σπί­τι. Δυο χήρες και τρία παι­διά που το κατοι­κού­σαν από­μει­ναν από­μει­ναν άφω­νοι από το φόβο. Πέντε ώρες πολέ­μη­σαν δίχως ανα­σα αλλη­κά­ρια. Άπαρ­το κάστρο γίνη­κε το σπί­τι. Όλμοι, πολυ­βό­λα, χει­ρο­βομ­βί­δες χτυ­πού­σαν αλύ­πη­τα από τις γύρω ταρά­τσες. Βρο­χή τα βλή­μα­τα γκρέ­μι­ζαντ οίχους. Οι γκε­στα­πί­τες και οι λογής προ­δό­τες που τόχαν κυκλώ­σει σωριά­ζο­νταν όλο και πιο περισ­σό­τε­ρο γύρω του. Και πήραν τα τηλέ­φω­να και κάλε­σαν τους συμ­μά­χους τους.

  • Βοή­θεια, χάνου­με τη μάχη.

Κι οι Γερ­μα­νοί κατέ­βη­καν. Παρα­δο­θεί­τε, φώνα­ζαν τότε στους δέκα λεβέ­ντες. Ελπί­δα δεν έχε­τε πια. Κατε­βαί­νουν οι Γερμανοί.

Μα τα παλι­κά­ρια απά­ντη­σαν όλα με μια βοή.

Ο Ε‑ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ Ετσι συλ­λα­βι­στά δυο και τρεις φορές.

Φρύ­α­ξαν oι προ­δό­τες κι οι Γερ­μα­νοί πού­χαν κατε­βεί σε βοή­θειά­τους. Η μάχη φού­ντω­σε. Τα κου­φώ­μα­τα πέφταν συντρίμ­μια, τρά­ντα­ζε ο κοσμος. Μα το πολυ­βό­λο μέσα από το παρά­θυ­ρο θέρι­ζε ακατάπαυτα.

Άξαφ­να φάνη­κε μια πετσέ­τα σ’ ένα κοντά­ρι. Λεύ­κη σημαία, φώνα­ξαν με χαρά οι προ­δό­τες. Παύ­σα­τε πυρ! θα παρα­δο­θούν. Έχου­με δω δυο γυναί­κες και τρία παι­διά. Πάρ­τε τος έξω,  θα πεθά­νουν απ’ την τρο­μά­ρα. Και βγή­κε η εκβια­στι­κή απόφαση.

Μόνο αν μας τους παρα­δώ­σει ένας από σας θα σωθού. Αλλιώς θα πεθά­νουν μαζί σας.

Τα παλ­λη­κά­ρια δεχτή­καν τη θυσία. Άλλο δε γινό­ταν. Ένας θάπρε­πε να παραδοθεί.

Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναί­κες και τα παι­διά σώθη­καν κι ο ηρω­ι­κός Επο­νε­λα­σί­της του­φε­κί­στη­κε στον τόπο ύστε­ρα απ’ την επί­μο­νη άρνη­ση να  μαρτυρήσει.

Δεν μπο­ρού­σα να πιστέ­ψω τ’ αυτιά μου, έλε­γε ο δάσκα­λος που καθό­ταν αντί­κρυ. «Ναι ή όχι» του φώνα­ζαν. «Όχι»!» είπε κοι­τά­ζο­ντάς τους κατάματα.

Και τον σκό­τω­σαν κει στον τόπο.

Κεί­νη τη στιγ­μή συμπλή­ρω­σε άλλος γεί­το­νας, ακού­στη­καν απ’ το σπί­τι τρα­γού­δια. Τα παι­διά μ’ όλη τη δύνα­μη και τη φλό­γα της ψυχής τους ψάλ­λαν τον Ύμνο. Ύστε­ρα ακού­στη­καν μερι­κοί πυρο­βο­λι­σμοί. Τίπο­τε άλλο… Το σπί­τι βυθί­στη­κε στη σιγη.

  • Ετοι­μά­ζουν έξο­δο σίγου­ρα, φώνα­ζαν ο!ι πολιορ­κη­τές και ζητού­σαν να βάλουν φωτιά στο σπί­τι. Μια ομά­δα σίμω­σε λίγο λίγο δει­λά κι είδε τα παλι­κά­ρια να πλέ­νε στο αίμα τους. Τις ύστε­ρες σφαί­ρες τις φύλα­ξαν για τον εαυ­τό τους.

***

Βρά­δυ της ίδιας μέρας. Νύχτω­σε πια, Ένα καντη­λά­κι φέγ­γει στο περ­βά­ζι του παρα­θύ­ρου. Στε­φά­νια παντού, ορθά στην ταρά­τσα, κρε­μα­σμέ­να στους τοί­χους, ταμπέ­λες, χαρ­τιά. Μια γριού­λα τρι­γυ­ρί­ζει κλαί­ο­ντας. Τα παι­δία ψαχου­λεύ­ουν τα χαρ­τια και δια­βά­ζουν. Οι οργα­νώ­σεις πάνε κι έρχο­νται κα φέρ­νουν αφιε­ρώ­μα­τα. Οι Ελσ­σί­τες ψάχνουν τους τοί­χους να βρού­νε λίγο χώρο ανά­με­σα στις τρύ­πες να γρά­ψουν δυο λόγια. «Κάστρο δεν ήταν μ’ άντε­ξε σαν κάστρο». «Δια­βά­τη πες στους Έλλη­νες πώς πέσα­με για την πατρί­δα». Ο κόσμος περ­νά και ρίχνει λου­λού­δια πάνω στα πηγ­μέ­να αίμα­τα της αυλής.

Οιψυ­χές είναι γεμά­τες συγκί­νη­ση. Τα μάτια δεν ξεκολ­λούν απ’ το σπί­τι που γίνη­κε άξαφ­να βωμός και προ­σκύ­νη­μα του λαού. Καλό­τυ­χο! Τη νύχτα τού­τη, όπως γίνε­ται μια φορά στα χίλια χρό­νια κατέ­βη­καν και τομοί­ρα­ναν, oι Μοί­ρες. Και μπή­κε ολόι­σα στην αθανασία.

***

Η Καλ­λι­θέα, η Αθή­να, ολά­κε­ρη η Ελλό­δα είναι ελεύ­θε­ρη πια! τρει­σή­μι­σι μήνες πέρα­σαν από τότες. Στο πάν­θεο του αγώ­να πήραν με τη σει­ρά τους τη θέση τους oι ηρω­ι­κές γει­το­νιές. Ανά­με­σά τους και η Καλ­λι­θέα κρά­τα τη δική της τιμη­τι­κή θέση. Και το σπι­τά­κι — κάστρο, δίπλα στ’ αδέρ­φι του το κάστρο — σπι­τά­κι του Υμητ­τού συνα­γω­νί­ζε­ται το Κού­γκι και τα’  Αρκά­δι. Σ’ ένα λευ­κό μάρ­μα­ρο χαραγ­μέ­νο γαλά­ζια ένα επί­γραμ­μα τα’ ονο­μά­ζει και­νούρ­γιο χάνι Γρα­βιάς. Δεν έχει, δεν μπο­ρεί νάχει ίδιο­χτή­τη πια. Ανή­κει στην Ελλά­δα, θα γίνει μου­σείο. Και τα ηρω­ι­κά παλι­κά­ρια που τα’ απο­θα­νά­τι­σαν, ένας αστε­ρι­σμός από δικά λαμπρά αστέ­ρια, θα στο­λί­ζουν πάντα την Ιστορία.

 

(Γραμ­μέ­νο λίγους μήνες μετ’α για το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά»)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο