Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα

Στις 27 Απρί­λη 1941 η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή των γερ­μα­νι­κών στρα­τευ­μά­των κατη­φο­ρί­ζει από την Κηφι­σιά, ενώ ταυ­το­χρό­νως συντε­ταγ­μέ­να τμή­μα­τα εισέρ­χο­νται στην ελλη­νι­κή πρω­τεύ­ου­σα από την Ιερά Οδό.

Ολος ο κόσμος μένει κατά­κλει­στος στα σπί­τια του. Σε ένα καφε­νείο, το «ΛΟΥΞ» που βρι­σκό­ταν στη δια­σταύ­ρω­ση των λεω­φό­ρων Αλε­ξάν­δρας και Κηφι­σί­ας, απέ­να­ντι από την τότε έπαυ­λη Θων, μία Επι­τρο­πή που απο­τε­λεί­ται από τον φρού­ραρ­χο στρα­τη­γό Καβρά­κο, τον νομάρ­χη Αττι­κο­βοιω­τί­ας αντι­ναύ­αρ­χο Πεν­τζό­που­λο και τους δημάρ­χους Αθη­ναί­ων Αμβρό­σιο Πλυ­τά και Πει­ραιω­τών Μιχα­ήλ Μανού­σκο παρα­δί­δουν επι­σή­μως την πόλη των Αθη­νών στους Γερμανούς.

Τις επό­με­νες ημέ­ρες η προ­έ­λα­σή τους προς Νότο υπήρ­ξε ραγδαία. Έως τις 30 Απρι­λί­ου είχε κατα­λη­φθεί ολό­κλη­ρη η ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα και η χώρα βρέ­θη­κε υπό τρι­πλή κατο­χή: γερ­μα­νι­κή, ιτα­λι­κή και βουλγαρική

Τα όσα προη­γή­θη­καν απέ­δει­ξαν τον πραγ­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της άρχου­σας τάξης, του Παλα­τιού και των αστι­κών πολι­τι­κών κομμάτων.

Στις 21 Απρί­λη, στο Βοτο­νό­σι Μετσό­βου υπο­γρά­φε­ται το «Πρω­τό­κολ­λο Παρα­δό­σε­ως» της Ελλη­νι­κής Στρα­τιάς Ηπεί­ρου — Μακε­δο­νί­ας. Το πρω­τό­κολ­λο υπο­γρά­φουν από την Ανώ­τα­τη Γερ­μα­νι­κή Διοί­κη­ση ο αντι­στρά­τη­γος Γκρί­φε­μπεργκ και από την ελλη­νι­κή πλευ­ρά ο στρα­τη­γός Γ. Τσο­λά­κο­γλου. Ακο­λου­θεί η κατάρ­ρευ­ση και η διά­λυ­ση του στρατού.

Η κυβέρ­νη­ση έχει χάσει τον έλεγ­χο της κατά­στα­σης και δεν ξέρει καν πού βρί­σκο­νται οι Γερ­μα­νοί. Το μόνο που ενδια­φέ­ρει τους αξιω­μα­τού­χους του καθε­στώ­τος είναι να φύγουν το γρη­γο­ρό­τε­ρο από τη χώρα. Από τις 17 Απρί­λη, ενώ δίνο­νταν ακό­μη μάχες στον Ολυ­μπο και τη Δυτ. Μακε­δο­νία, έφυ­γαν οι πρί­γκι­πες, οι πρι­γκί­πισ­σες και πολ­λοί αυλι­κοί. Τη νύχτα 22 προς 23 Απρί­λη υπουρ­γοί και άλλοι επί­ση­μοι στοι­βά­χτη­καν στα πολε­μι­κά πλοία που περί­με­ναν στον Πειραιά.

«Οι πλεί­στοι με τα οικο­γε­νεί­ας των — γυναί­και, τέκνα, πεθε­ρές, κου­βερ­νά­ντες — και με τας απο­σκευάς των — μπα­ού­λα, βαλί­τσες με τουα­λέ­τες, τζά­ντες με ρου­χι­σμό, μερι­κοί με παι­χνί­δια των παι­διών των και κάποιοι με τα χρυ­σα­φι­κά τους», γρά­φει ο ναύ­αρ­χος Σακε­λα­ρί­ου και συνε­χί­ζει: «Φαί­νε­ται όμως ότι η θέα τοσού­τον ασυ­νη­θί­στου διά πολε­μι­κόν πλοί­ον φορ­τί­ου και δη εν και­ρώ πολέ­μου εξη­ρέ­θι­σε τα πλη­ρώ­μα­τα εις τοιού­τον βαθ­μόν ώστε εις την Σού­δαν εξε­δη­λώ­θη μικρά στά­σις επί της Βασι­λίσ­σης Ολγας».

Στις 23 Απρί­λη, τέσ­σε­ρις μέρες πριν πέσει η Αθή­να στα χέρια των Γερ­μα­νών, ο βασι­λιάς και η κυβέρ­νη­ση έφυ­γαν για την Κρή­τη αφή­νο­ντας …σαν οπι­σθο­φυ­λα­κή τον υφυ­πουρ­γό Ασφα­λεί­ας του μετα­ξι­κού καθε­στώ­τος Κ. Μανια­δά­κη, ο οποί­ος είχε και τη …φρο­ντί­δα να παρα­δο­θούν δέσμιοι οι 2.000 περί­που φυλα­κι­σμέ­νοι και εξό­ρι­στοι αγω­νι­στές, κυρί­ως κομμουνιστές.

Λίγο πριν μπουν οι Γερ­μα­νοί στην Αθή­να, η «Ανε­ξάρ­τη­τη Κομ­μου­νι­στι­κή Οργά­νω­ση», με επι­κε­φα­λής τον Σπύ­ρο Καλο­δί­κη, πραγ­μα­το­ποί­η­σε συγκέ­ντρω­ση στην Ομό­νοια, στην οποία αντή­χη­σαν τα συν­θή­μα­τα: «Αντί­στα­ση στους επι­δρο­μείς», «Οπλα στο λαό», «Κυβέρ­νη­ση εθνι­κής σωτη­ρί­ας», κ.ά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο