Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

28η Οκτωβρίου 1940: «Το ΟΧΙ του λαού» (χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη)

Δεν έχει ανά­γκη από κανό­νια και σάλ­πιγ­γες και καμπά­νες ο ελλη­νι­κός λαός, για να ξανα­θυ­μη­θεί μια φορά το χρό­νο, σαν και σήμε­ρα, το μεγά­λο του τ’ ΟΧΙ. Για­τί του το θυμί­ζουν ολη­με­ρίς κι ολο­νυ­χτίς οι ίδιοι οι και­ροί. Και σφίγ­γει τα δόντια, όπως και τότες.

Τ’ ΟΧΙ του 40 είναι μόνον του λαού και καθό­λου των δεσπο­τών του. Κι αν το πε τότες ο λαός. Όμως χρό­νια τό χε μέσα του να βρά­ζει. Και με την πρώ­την ευκαι­ρία το βρο­ντο­φώ­νη­σε και προς τα κει και προς τα δω: και στους ξένους και στους ντό­πιους επι­δρο­μείς. Ο πόλε­μος της Αλβα­νί­ας ήτα­νε πόλε­μος αντι­φα­σι­στι­κός, διμέ­τω­πος. Ήτα­νε πόλε­μος της ελευ­θε­ρί­ας και της δημο­κρα­τί­ας ενα­ντί­ον της ολο­κλη­ρω­τι­κής πανού­κλας. Έτσι μόνο εξη­γιέ­ται για­τί ο ο λαός πολέ­μη­σε με τόσο πάθος. Αν ήτα­νε να πολε­μή­σει για το ποιον φασί­στα θα έχει κύριον του, δε θα θα πολε­μού­σεν έτσι.

Ο λαός δε το πε μονά­χα τ’ ΟΧΙ με το στό­μα κι από το σπί­τι του «εκ του ασφα­λούς». Τό πε με το ντου­φέ­κι στο χέρι, στα βου­νά και στα χιό­νια. Και προ­χω­ρώ­ντας. Και νικώ­ντας. Μόνος αβο­ή­θη­τος, απα­ρά­σκευος. Χρό­νια το Μάτι του Διχτά­το­ρα μας φώνα­ζε από τα ντου­βά­ρια της Αθή­νας: «Να κοι­μά­σαι ήσυ­χος. Εγώ αγρυ­πνώ». Κι όμως εκεί­νος κοι­μό­ταν, ενώ ο λαός αγρυ­πνού­σε. Κι έτσι τόνε βρή­κε το Νυχτο­φύ­λα­κά μας στον ύπνο ο άλλος «συνά­δελ­φος!».

Αλλά για­τί δε βρή­κε στον ύπνο και το λαό; Ο λαός αγρυ­πνού­σε, για­τί δεν τον άφη­ναν οι αλυ­σί­δες του να κοι­μη­θεί. Δεν το παρα­δέ­χο­νται οι διχτά­το­ρες, πως η μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη της Ιστο­ρί­ας είναι το πάθος της Ελευ­θε­ρί­ας. Και ξαφ­νια­στή­κα­νε τότες οι δυο «συνά­δελ­φοι» με τον ηρω­ι­σμό του λαού μας. Και κυρί­ως με τη διάρ­κεια αυτού του ανα­πά­ντε­χου ηρω­ι­σμού! Ο ένας πίστευε πως τα κοκό­ρια του θα κάμνα­νε μικρόν περί­πα­το ως την Αθή­να κι ο άλλος, ως θα τέλειω­νε γρή­γο­ρα αυτό το αστείο «με λίγες ντου­φε­κιές για την τιμή των όπλων». Κι ο ελλη­νι­κός λαός τους διέ­ψευ­σε και τους δύο.

Θυμού­νται οι δημο­κρα­τι­κοί δημο­σιο­γρά­φοι κεί­νου του και­ρού, που τους έγι­νε αυστη­ρή σύστα­ση να στα­μα­τή­σου­νε τις επι­θέ­σεις τους ενα­ντί­ον του φασι­σμού, για­τί δεν μας έφται­γε ο φασι­σμός παρά οι …Ιτα­λοί! Τόσο πολύ θέλαν οι τότες αρμό­διοι ν’ αλλά­ξου­νε το νόη­μα του αντι­φα­σι­στι­κού αγώ­να που έκα­μνε ο λαός μπρος και πίσω.

* * *

Και δεν είναι η πρώ­τη φορά στην Ιστο­ρία, που ο λαός λέγει τ’ ΟΧΙ – το λέγει και το κάμνει. Μα δεν είναι κι η πρώ­τη φορά, που τ’ ΟΧΙ του λαού το σφε­τε­ρί­ζο­νται οι κύριοί του. Το ίδιο έγι­νε με την εθνι­κή μας επα­νά­στα­ση του 21 και με την Εθνι­κή μας Αντί­στα­ση το 42. Άλλος πολε­μά κι άλλος νικά.

Τ’ ΟΧΙ του λαού (όλων των λαών!) δεν είναι μια λέξη στο στό­μα. Είναι σει­σμός, που κατοι­κεί μέσα στα κόκ­κα­λά του. Εκεί δου­λεύ­ει και βρά­ζει. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές δε φαί­νε­ται, δεν ακού­γε­ται. Αλλ’ όταν έρθει η ώρα από κει μέσα πετά­γε­ται μ’ αστρα­πές και βρο­ντές η θεά Ελευ­θε­ρία. Κι ο σει­σμός κι η Ελευ­θε­ρία με κανέ­ναν τρό­πο δεν αλυσοδένονται.

 

______________________________________________

Ο Κ. Βάρ­να­λης έγρα­ψε κι ένα ποί­η­μα, με το ίδιο τίτλο «Το ΟΧΙ του λαού», το οποίο δε δημο­σί­ευ­σε. Βρέ­θη­κε στο αρχείο του και δημο­σιεύ­τη­κε στο βιβλίο του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη «Ο άγνω­στος Βάρ­να­λης και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τα». Το χρο­νο­γρά­φη­μα δημο­σιεύ­τη­κε στην «Αυγή» και πρώ­τη είναι η παρούσα.

Κώστας Βάρ­να­λης «Το ΟΧΙ του λαού»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο