Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

28 Φεβρουαρίου 1933: Το σκοτάδι του ναζισμού πέφτει στη Γερμανία

Στις 30 Γενά­ρη του 1933 ο Πρό­ε­δρος της Γερ­μα­νί­ας Χίντεν­μπουργκ διό­ρι­σε τον Χίτλερ καγκε­λά­ριο. Ετσι στη Γερ­μα­νία εγκα­θι­δρύ­θη­κε ανοι­χτή τρο­μο­κρα­τι­κή δικτα­το­ρία του φασι­σμού, του πιο αντι­δρα­στι­κού, δηλα­δή, κόμ­μα­τος της αστι­κής τάξης.

Σημα­ντι­κό ρόλο στην άνο­δο του Χίτλερ στην εξου­σία έπαι­ξαν οι αντι­δρα­στι­κοί κύκλοι των ΗΠΑ και της Αγγλί­ας. Οι τρά­πε­ζες και τα τραστ της Αμε­ρι­κής και της Αγγλί­ας επέν­δυ­σαν δισε­κα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια στην ανόρ­θω­ση του δυνα­μι­κού της πολε­μι­κής βιο­μη­χα­νί­ας της Γερ­μα­νί­ας έχο­ντας υπό­ψη να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη χώρα αυτή στον αγώ­να ενα­ντί­ον της Σοβιε­τι­κής Ενω­σης. Οι μεγά­λοι Αμε­ρι­κα­νοί μονο­πω­λη­τές όπως ο Μόρ­γκαν, ο Ντι­πόν, ο Ροκ­φέ­λερ και άλλοι, ενί­σχυαν για αρκε­τά χρό­νια το χιτλε­ρι­κό κόμμα.

Αρπά­ζο­ντας οι φασί­στες την εξου­σία δια­λύ­σα­νε αμέ­σως το ράιχ­σταγκ (το γερ­μα­νι­κό κοι­νο­βού­λιο) και προ­κή­ρυ­ξαν εκλο­γές για τις αρχές Μάρ­τη του 1933.

Τον πραγ­μα­τι­κό στό­χο τον απο­κά­λυ­ψε ο Χίτλερ σε μια συνε­δρί­α­ση του Υπουρ­γι­κού Συμ­βου­λί­ου: «Μπο­ρού­με αφού συντρί­ψου­με το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, να περιο­ρί­σου­με τον αριθ­μό των ψήφων του στο ράιχ­σταγκ και έτσι να πάρου­με εκεί την πλειοψηφία».

Στις 20 Φλε­βά­ρη ο Χίτλερ και ο Γκέ­ρινγκ συνα­ντή­θη­καν με 25 από τους μεγα­λύ­τε­ρους βιο­μη­χά­νους. Στη σύσκε­ψη αυτή ο Χίτλερ δήλω­σε ότι ο κύριος στό­χος του είναι να επι­βά­λει στη Γερ­μα­νία «ολο­κλη­ρω­τι­κό έλεγ­χο», να εξου­δε­τε­ρώ­σει κάθε αντι­πο­λί­τευ­ση και να δημιουρ­γή­σει έναν πανί­σχυ­ρο στρα­τό. Οι εκπρό­σω­ποι των μονο­πω­λί­ων ενέ­κρι­ναν το σχέ­διο και απο­φά­σι­σαν να συστή­σουν ταμείο με τρία εκα­τομ­μύ­ρια μάρ­κα για την υπο­στή­ρι­ξη του φασι­στι­κού κόμ­μα­τος στις εκλογές.

Για να συντρί­ψουν το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, οι φασί­στες οργά­νω­σαν μια πρω­τά­κου­στη πρό­κλη­ση: τη νύχτα προς την 27η Φλε­βά­ρη έβα­λαν φωτιά στο κτί­ριο του Ράιχ­σταγκ και κατη­γό­ρη­σαν γι’ αυτό τους κομ­μου­νι­στές. Κύριος οργα­νω­τής της πρό­κλη­σης ήταν ο Γκέ­ρινγκ. Αργό­τε­ρα μπρο­στά σε ένα στε­νό κύκλο συνερ­γα­τών του Χίτλερ ομο­λό­γη­σε: «Ο μονα­δι­κός άνθρω­πος που ξέρει πραγ­μα­τι­κά το Ράιχ­σταγκ είμαι εγώ, για­τί έβα­λα φωτιά σ’ αυτό».

Ο χιτλε­ρι­κοί, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον εμπρη­σμό σαν πρό­σχη­μα, έκα­ναν μαζι­κές συλ­λή­ψεις αντι­φα­σι­στών με βάση κατα­λό­γους που είχαν προ­ε­τοι­μά­σει. Στις 28 Φλε­βά­ρη του 1933 το έγκλη­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται: Υστε­ρα από πρό­τα­ση της χιτλε­ρι­κής κυβέρ­νη­σης, ο Χίντεν­μπουργκ ανέ­στει­λε με έκτα­κτο διά­ταγ­μα όλα τα άρθρα του Συντάγ­μα­τος της Βαϊ­μά­ρης που εγγυό­νταν την ελευ­θε­ρία του ατό­μου, του λόγου, του Τύπου, των συγκε­ντρώ­σε­ων και της ίδρυ­σης συν­δι­κα­λι­στι­κών οργανώσεων.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο