Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

3 Οκτώβρη Polis Art café 19:30 — «Τα χρόνια ανάμεσα» του Βασίλη Τσιράκη

Παρου­σί­α­ση του ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος του Βασί­λη Τσι­ρά­κη «Τα χρό­νια ανά­με­σα» Δευ­τέ­ρα 3 Οκτώ­βρη Polis Art café 19:30 Πεσμα­ζό­γλου 5 και Στα­δί­ου, μετρό Πανεπιστήμιο

Για το βιβλίο θα μιλή­σουν: Ηρα­κλής Κακα­βά­νης, συγ­γρα­φέ­ας, δημο­σιο­γρά­φος — συνεκ­δό­της περιο­δι­κού “Ατέ­χνως”. Αιμι­λία Καρα­λή, φιλό­λο­γος, συγ­γρα­φέ­ας. Θανά­σης Σκρου­μπέ­λος, συγ­γρα­φέ­ας – σενα­ριο­γρά­φος Απο­σπά­σμα­τα δια­βά­ζει ο ηθο­ποιός Γιώρ­γος Ζιόβας.

ta-xronia-anamesa1

Από την πολυ­ε­θνι­κή «Σελα­νίκ» της οθω­μα­νι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, στη Σαλο­νί­κη του μεσο­πο­λέ­μου και των πρώ­των χρό­νων της Κατο­χής. Ένα μυθι­στο­ρη­μα­τι­κό πανό­ρα­μα της Θεσ­σα­λο­νί­κης από τον ερχο­μό των προ­σφύ­γων το 1922 ως τον διωγ­μό των εβραί­ων το 1943.

Μια τοι­χο­γρα­φία που ανα­κα­λώ­ντας τα μεγά­λα γεγο­νό­τα της επο­χής, όπως την ανταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών, την κρί­ση του 29–30, τον εμπρη­σμό του Κάμπελ, το Μάη του ΄36, την επι­στρά­τευ­ση και τα τρέ­να για το Άου­σβιτς, μας ταξι­δεύ­ει ως το Βερο­λί­νο του μεσο­πο­λέ­μου, τη Μόσχα των μετε­πα­να­στα­τι­κών χρό­νων και τη Βαρ­κε­λώ­νη του ισπα­νι­κού εμφύλιου.

Η Δάφ­νη, η Σμα­ρώ, ο Στέ­φα­νος, ο Ελιάν και ο Αλέ­ξαν­δρος, κεντρι­κά πρό­σω­πα του βιβλί­ου, δένο­νται συνει­δη­τά ή όχι, με την ιστο­ρία του και­ρού τους, υφί­στα­νται τις συνέ­πειές της και προ­σπα­θούν να επι­δρά­σουν στην εξέ­λι­ξή της.

Η γυναι­κεία χει­ρα­φέ­τη­ση συνα­ντά το ρεμπέ­τι­κο του μεσο­πο­λέ­μου μέσα από προσ­δο­κί­ες, συγκρού­σεις και ανα­τρο­πές, σε περιό­δους δίσε­κτες από τις οποί­ες περ­νούν δια­κρι­τι­κά οι φιγού­ρες του Γλη­νού και του Καζαν­τζά­κη, του Πασα­λί­δη και του Ζαχα­ριά­δη, αλλά και του Ναζίμ Χικ­μέτ και του Έρνεστ Χέμινγουέι.

Απόσπασμα

Το τρέ­νο διέ­σχι­ζε τους απέ­ρα­ντους σιτο­βο­λώ­νες τρεις μέρες και τρεις νύχτες, φτά­νο­ντας στη Μόσχα ο Ελιάν ξεχύ­θη­κε σαν λιμα­σμέ­νος στους δρό­μους της χιο­νι­σμέ­νης πρω­τεύ­ου­σας των εργα­τών ολά­κε­ρου του κόσμου, κατα­με­σή­με­ρο Φλε­βά­ρη μήνα ο ουρα­νός στα­χτο­κόκ­κι­νος και τα φανά­ρια στους δρό­μους αναμ­μέ­να, το χει­μώ­να το χιό­νι είναι το δέρ­μα της και το κρύο βαρύ και ξερό, σκλη­ρό σαν πέτρα και δύσκαμ­πτο σαν σίδε­ρο έκα­νε τα ρου­θού­νια των περα­στι­κών να αχνί­ζουν σαν τούρ­κι­κα χαμάμ, τα παρά­θυ­ρα των σπι­τιών καλυμ­μέ­να με πάχνη και οι βιτρί­νες λιγο­φώ­τι­στες χωρίς στο­λί­δια και μπι­χλι­μπί­δια, κάποιοι δια­βά­τες έκα­ναν ντρο­πα­λά το σταυ­ρό τους μπρο­στά από τις εκκλη­σιές και κάποιοι αμα­ξά­δες με μεγά­λες χωριά­τι­κες γενειά­δες ανα­θε­μά­τι­ζαν το νέο καθε­στώς, οι αρχό­ντοι που δεν κατα­δέ­χο­νταν να πατή­σουν το πόδι τους τη γης τώρα στρι­μώ­χνο­νταν στα τραμ, μπρο­στά στην ξυσμέ­νη από τις οβί­δες του εμφύ­λιου πρό­σο­ψη του ξενο­δο­χεί­ου Μετρο­πόλ δυο χαμί­νια δια­λα­λού­σαν τα τελευ­ταία νέα της Μοσκού Σουάρ και της Πρά­βδα, με από­φα­ση του ανω­τά­του Σοβιέτ το εμπό­ριο πολύ­τι­μων λίθων, χρυ­σού και συναλ­λάγ­μα­τος καθί­στα­ται κρα­τι­κό μονο­πώ­λιο και στα εργο­στά­σια καθιε­ρώ­νε­ται εβδο­μά­δα πέντε ημε­ρών, απέ­να­ντι από το κτί­ριο του Σοβιέτ των αντι­προ­σώ­πων ο στρα­τη­γός Σκό­μπε­λεφ, το σύμ­βο­λο της πόλης, έχει απο­συρ­θεί από το βάθρο του και στο πάρ­κο της οδού Τβέρ­σκα­για  πάνω στους ώμους του μπρού­τζι­νου αγάλ­μα­τος του Πού­σκιν κάποιοι είχαν αγκι­στρώ­σει μια κόκ­κι­νη μπέρ­τα, δυο φαντά­ροι καμα­ρώ­ναν ξαπλω­μέ­νοι στα φτε­ρά μιας επι­ταγ­μέ­νης Φορντ που διέ­σχι­ζε με ταχύ­τη­τα την πλα­τεία Στρά­στ­να­για και στο καφέ Μπομ όπου ο αέρας μύρι­ζε κατερ­γα­σμέ­νο πετσί και φτη­νό καπνό, νέοι με μακριά μαλ­λιά και δερ­μά­τι­νες μπό­τες συζη­τού­σαν καπνί­ζο­ντας πίπα, κάποιοι έβγα­ζαν από την τσέ­πη τους ένα μήλο και το κατα­βρό­χθι­ζαν σύφλου­δο και κάποιοι μασου­λού­σαν εμμο­νι­κά σπό­ρους λιοτρόπι,

Έξω στο δρό­μο τη σιω­πή τάρα­ξε το καμπα­νά­κι ενός έλκυ­θρου και το λαχά­νια­σμα ενός αλό­γου, κάτω από την παγω­μέ­νη ομί­χλη οι εργά­τες επέ­στρε­φαν από τα εργο­στά­σια ποδο­πα­τώ­ντας την καμω­μέ­νη από χιό­νι και σκό­νη κάρ­βου­νου παγω­μέ­νη λάσπη, ποι­η­τές ντυ­μέ­νοι με ρού­χα παρ­δα­λά και καπέ­λα μάγων γυρ­νού­σαν τις λέσχες απαγ­γέλ­λο­ντας «είμα­στε αυτοί που ξέρα­σε η νύχτα η φθι­σι­κιά» και πιά­νο­νταν στα χέρια για τη χάρη κάποιου «σύγνε­φου με παντε­λό­νια», ζωγρά­φοι ανε­βα­σμέ­νοι σε ανε­μό­σκα­λες ζωγρά­φι­ζαν τα δημό­σια κτί­ρια, γυναί­κες στις γωνί­ες που­λού­σαν τσι­γά­ρα, μήλα και σάντουιτς με χαβιά­ρι και κάποιοι που είχαν προ­λά­βει να παρα­χώ­σουν τα χρυ­σα­φι­κά τους, ντυ­μέ­νοι με βαριές γού­νες και γκέ­τες  παρα­τη­ρού­σαν την παν­σέ­λη­νο μέσα από ένα μονόκλ, τα παι­διά του δρό­μου που πριν την επα­νά­στα­ση ζού­σαν στους σταθ­μούς και τα υπό­γεια ουρη­τή­ρια, τα μπεζ­πρι­ζόρ­νι, με τους ψηλούς βρώ­μι­κους σκού­φους από αρνο­προ­βιά, αγκά­λια­ζαν τα καλο­ρι­φέρ στην είσο­δο των ρεστο­ράν ως ότου επι­στρέ­ψουν στα οικο­τρο­φεία του νέου καθε­στώ­τος, στην κόκ­κι­νη πλα­τεία, άνδρες γυναί­κες και παι­διά σε στοι­χη­μέ­νες τετρά­δες σε σχή­μα μαιάν­δρου σχη­μά­τι­ζαν μια τερά­στια ουρά μπρο­στά στο κου­κου­λω­μέ­νο με χιό­νι ξύλι­νο μνη­μείο του Λένιν, απέ­να­ντι η σιδε­ρέ­νια καστρό­πορ­τα του Κρεμ­λί­νου και γύρω οι περί­φη­μες εκκλη­σιές με τους ολό­χρυ­σους τρού­λους με πρώ­το τον άι Βασί­λη που καμά­ρω­νε για τη μεγα­λύ­τε­ρη καμπά­να του κόσμου με τα οκτώ μέτρα ύψος και τους δια­κό­σιους τόνους βάρος, έξω από τα θέα­τρα και τα μου­σεία ουρές, ένα άγη­μα πεζι­κού με τις μακριές ως τους αστρα­γά­λους κάπες και τα  γού­νι­να καπέ­λα διέ­σχι­ζε επι­δει­κτι­κά την Κόκ­κι­νη πλα­τεία, οι ερυ­θρο­φρου­ροί κρα­τώ­ντας βήμα αψε­γά­δια­στο έκα­ναν επί­δει­ξη της δύνα­μης της πρά­ξης, ας περι­μέ­νουν λίγο οι δια­νο­ού­με­νοι, είναι φορές που η σκέ­ψη σε κρα­τά πίσω, η πρά­ξη σε βγά­ζει πάντα μπροστά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο