Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

5 Ιουλίου 1934 — Η ματωμένη Πέμπτη: Η μεγαλύτερη εκδήλωση αλληλεγγύης και μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στην αμερικανική ιστορία

«Ματω­μέ­νη Πέμ­πτη»: Στις ΗΠΑ, η αστυ­νο­μία πυρο­βο­λεί κατά απερ­γών λιμε­νερ­γα­τών και σκο­τώ­νει δύο, κατά τη διάρ­κεια της απερ­γί­ας των εργα­τών του λιμα­νιού του Σαν Φραν­σί­σκο και ολό­κλη­ρης της Δυτι­κής Ακτής, η οποία διήρ­κε­σε 83 μέρες. 109 άνθρω­ποι τραυματίζονται.

Ήταν η μεγα­λύ­τε­ρη εκδή­λω­ση αλλη­λεγ­γύ­ης, και μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες απερ­γί­ες στην αμε­ρι­κα­νι­κή ιστορία,η γενι­κή απερ­γία το καλο­καί­ρι του 1934 που παρέ­λυ­σε το Σαν Φραν­τσί­σκο, όταν όλα τα συν­δι­κά­τα της πόλης έσπευ­σαν σε βοή­θεια των δοκι­μα­ζό­με­νων ναυτεργατών.

Αλληλεγγύη στο Εμπαρκαντέρο

Το Σαν Φραν­τσί­σκο ήταν μια πόλη με 600.000 κατοί­κους γεμά­τη κίνη­ση. Κέντρο της και πηγή ζωής ήταν το λιμά­νι. Ομως εκεί­νοι που έδι­ναν ζωή στην πόλη, εκεί­νοι που έκα­ναν τη σπου­δαιό­τε­ρη δου­λειά, οι λιμε­νερ­γά­τες, που φόρ­τω­ναν και ξεφόρ­τω­ναν τα πλοία και έκα­ναν την πόλη πλού­σια με το εμπό­ριο, καθώς και οι ναυ­τι­κοί, που επάν­δρω­ναν τα καρά­βια, κέρ­δι­ζαν το 1933 κάτι περισ­σό­τε­ρο από 10 δολά­ρια την εβδο­μά­δα. Για την ακρί­βεια, ο μέσος εβδο­μα­διαί­ος μισθός των λιμε­νερ­γα­τών ήταν 10,45 δολά­ρια, ενώ οι ειδι­κευ­μέ­νοι και ανει­δί­κευ­τοι ναυ­τι­κοί έπαιρ­ναν 53 και 36 δολά­ρια το μήνα αντίστοιχα.

Σπου­δαιό­τε­ρο ήταν το γεγο­νός ότι οι εργά­τες στη ναυ­τι­λία είχαν τη θέση δου­λο­πά­ροι­κων, χωρίς δικαιώ­μα­τα μέσα σε μία βιο­μη­χα­νι­κή απο­λυ­ταρ­χία, στη ναυ­τι­λια­κή βιο­μη­χα­νία, που εισέ­πρατ­τε εκα­τομ­μύ­ρια επί εκα­τομ­μυ­ρί­ων με τη μορ­φή κρα­τι­κών επι­χο­ρη­γή­σε­ων, σύμ­φω­να με την έρευ­να της γερου­σια­στι­κής επι­τρο­πής Μπλακ. Μερι­κοί ναυ­τερ­γά­τες ανή­καν σε μία δια­βρω­μέ­νη, που­λη­μέ­νη οργά­νω­ση, το Διε­θνές Συν­δι­κά­το Ναυ­τι­κών, ακό­μη λιγό­τε­ροι ανή­καν στο μαχη­τι­κό Βιο­μη­χα­νι­κό Συν­δι­κά­το Ναυ­τερ­γα­τών (της TUUL). Στην ουσία όμως ο κλά­δος παρέ­με­νε ανορ­γά­νω­τος. Οι λιμε­νερ­γά­τες από το 1919 είχαν εξα­να­γκα­στεί να γρα­φτούν μέλη σε ένα κατα­σκεύ­α­σμα της ναυ­τι­λια­κής βιο­μη­χα­νί­ας με το όνο­μα Συν­δι­κά­το της Γαλά­ζιας Βίβλου, μια οργά­νω­ση της εργο­δο­σί­ας ελεγ­χό­με­νη από γκάν­γκ­στερ, οι οποί­οι ανά­γκα­ζαν τους κακο­πλη­ρω­μέ­νους εργά­τες να τους δωρο­δο­κούν για να βρουν δουλειά.

Συνη­θι­σμέ­νος τρό­πος πρό­σλη­ψης ήταν ο σχη­μα­τι­σμός ενός μεγά­λου πλή­θους λιμε­νερ­γα­τών γύρω από τον αρχιερ­γά­τη μέσα στη μέση του δρό­μου. Ο κάθε εργά­της ζού­σε με την ελπί­δα ότι θα τον διά­λε­γαν για τη δου­λειά. Ο άνερ­γος έψα­χνε ή περί­με­νε να πιά­σει δου­λειά τρεις με τέσ­σε­ρις μέρες. Οταν προ­σλαμ­βα­νό­ταν μπο­ρού­σε να εργα­στεί μέχρι και είκο­σι τέσ­σε­ρις ή τριά­ντα έξι συνε­χό­με­νες ώρες σε μια μόνο βάρ­δια. Οι ναυ­τι­κοί, επί­σης, οι οποί­οι όταν ξεμπάρ­κα­ραν έμε­ναν άνερ­γοι για μακρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, δού­λευαν δεκα­τέσ­σε­ρις με δεκα­έ­ξι ώρες την ημέρα.

Το 1933, κάτω από την επί­δρα­ση του NIRA και της παρα­γρά­φου 7(A) και από την πίε­ση των αφό­ρη­των συν­θη­κών εργα­σί­ας, οι λιμε­νερ­γά­τες του Σαν Φραν­τσί­σκο και όλων των ακτών του Ειρη­νι­κού άρχι­σαν να συρ­ρέ­ουν στη Διε­θνή Ενω­ση Λιμε­νερ­γα­τών της AFL. Γνω­ρί­ζο­ντας το ποιόν του προ­έ­δρου της, του Τζό­ζεφ Π. Ράιαν[1], ήταν απο­φα­σι­σμέ­νοι να επι­βά­λουν στο συν­δι­κά­το τον έλεγ­χο της βάσης. Ανά­με­σα στα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη τους ήταν ένας έξυ­πνος λιμε­νερ­γά­της με τρα­χύ πρό­σω­πο, ο Χάρι Μπρί­τζες. Ο χαρα­κτή­ρας του ήταν σκλη­ρός και από­το­μος, μα είχε σαν αρε­τές του μία ακλό­νη­τη εντι­μό­τη­τα και πίστη στην ικα­νό­τη­τα και το δικαί­ω­μα των απλών εργα­τών να δια­χει­ρί­ζο­νται μόνοι τους τις υπο­θέ­σεις τους.

Αν και ο ομο­σπον­δια­κός νόμος υπο­χρέ­ω­νε τους εφο­πλι­στές να διε­ξά­γουν συλ­λο­γι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με συν­δι­κά­το της αρε­σκεί­ας των εργα­ζο­μέ­νων, εκεί­νοι αρνού­νταν να συμ­μορ­φω­θούν και παρέ­βαι­ναν το νόμο χωρίς ενδοια­σμούς. Επι­πλέ­ον το Σεπτέμ­βρη του 1933 απέ­λυ­σαν τέσ­σε­ρις ηγέ­τες του συν­δι­κά­του. Οταν το τοπι­κό εργα­τι­κό συμ­βού­λιο απαί­τη­σε να επα­να­προ­σλη­φθούν, οι λιμε­νερ­γά­τες συσπει­ρώ­θη­καν γύρω από τη Διε­θνή Ενω­ση Λιμε­νερ­γα­τών (ILA) με τόση ομο­θυ­μία που το Συν­δι­κά­το της Γαλά­ζιας Βίβλου «λίγο έφτα­σε να δια­φέ­ρει από ένα γρα­φείο με αριθ­μό τηλεφώνου».

Μετά την άρνη­ση της εργο­δο­σί­ας να δια­πραγ­μα­τευ­τεί και να ανα­γνω­ρί­σει το συν­δι­κά­το για μια περί­ο­δο πολ­λών μηνών, δώδε­κα χιλιά­δες λιμε­νερ­γά­τες από το Σαν Φραν­τσί­σκο, το Σιάτλ, την Τακό­μα, το Πόρ­τλαντ, το Σαν Πέντρο, το Σαν Ντιέ­γκο, το Στό­κτον, το Μπέ­λιν­γκαμ, το Αμπερ­ντίν, το Γκρέις Χάρ­μπορ, την Αστό­ρια και άλλα λιμά­νια του Ειρη­νι­κού κατέ­βη­καν σε απερ­γία στις 9 του Μάη 1934 και ώρα 8 μ.μ. Ακο­λού­θη­σε το Βιο­μη­χα­νι­κό Συν­δι­κά­το Ναυ­τερ­γα­τών και στις 23 του Μάη απερ­γού­σαν οκτώ συν­δι­κά­τα ναυ­τι­λια­κών επαγ­γελ­μά­των, 35.000 εργά­τες πηγαι­νο­έρ­χο­νταν στα λιμά­νια και δεν έπια­ναν δουλειά.

Η πρω­το­φα­νής αστυ­νο­μι­κή αγριό­τη­τα μετέ­τρε­ψε την απερ­γία των ναυ­τι­κών σε γενι­κή απερ­γία 127.000 εργα­τών του Σαν Φραν­τσί­σκο. Αυτό­μα­τα κάθε κίνη­ση στα­μά­τη­σε μετα­τρέ­πο­ντας το Σαν Φραν­τσί­σκο σε πόλη-φάντα­σμα. Οι αστυ­νο­μι­κοί καθο­δη­γού­νταν από τη Βιο­μη­χα­νι­κή Ενω­ση, τη σύμπρα­ξη των ισχυ­ρό­τε­ρων πλου­το­κρα­τών της πόλης, η οποία είχε σχη­μα­τι­στεί το 1919 με τη μορ­φή Επι­τρο­πής για το Νόμο και την Τάξη και στό­χο τη διά­λυ­ση μιας παρό­μοιας απερ­γί­ας στο λιμά­νι, και που από τότε είχε εξε­λι­χθεί έτσι ώστε να γίνει ο πραγ­μα­τι­κός κυβερ­νή­της του Σαν Φραν­τσί­σκο. Η παρα­μι­κρή δήλω­ση των στε­λε­χών της οργά­νω­σης γινό­ταν πρώ­τη είδη­ση στις εφη­με­ρί­δες. Επαι­ζε καθο­ρι­στι­κό ρόλο στις εκλο­γές δημάρ­χων, κυβερ­νη­τών και μελών του Κογκρέ­σου. Δια­τη­ρού­σε ένα ισχυ­ρό λόμπι στην Ουά­σιγ­κτον. Ηταν η πιο ισχυ­ρή ομά­δα στα παρά­λια του Ειρη­νι­κού: Τα μέλη της ήταν ιδιο­κτή­τες ναυ­τι­λια­κών εται­ρειών, απο­βα­θρών, απο­θη­κών, σιδη­ρο­δρό­μων, τρα­πε­ζών, εται­ρειών κοι­νής ωφε­λεί­ας και πίστης, κοι­νο­πρα­ξιών ακι­νή­των, ασφα­λι­στι­κών εται­ρειών και αξιω­μα­τού­χων της πολιτείας.

Στις 9 του Μάη και ώρα 8 μ.μ. τα στε­λέ­χη της Βιο­μη­χα­νι­κής Ενω­σης και του Εμπο­ρι­κού Επι­με­λη­τη­ρί­ου του Σαν Φραν­τσί­σκο ανα­κοί­νω­σαν πως δεν υπήρ­χε θέμα προς δια­πραγ­μά­τευ­ση. Το μόνο που υπήρ­χε ήταν μια κομ­μου­νι­στι­κή εξέ­γερ­ση, η οποία έπρε­πε να κατα­στα­λεί. Αντι­προ­σω­πευ­τι­κή των δηλώ­σε­ων που γέμι­ζαν τις εφη­με­ρί­δες ήταν του Τζ. Μ. Μέι­λαρντ του νεό­τε­ρου, προ­έ­δρου του Εμπο­ρι­κού Επιμελητηρίου:

«Η απερ­γία στο λιμά­νι του Σαν Φραν­τσί­σκο έχει ξεφύ­γει από κάθε έλεγ­χο. Δεν έχου­με να κάνου­με με μια σύγκρου­ση ανά­με­σα στον εργο­δό­τη και τον εργα­ζό­με­νο — ανά­με­σα στο κεφά­λαιο και την εργα­σία — αλλά με μια ταχέ­ως εξα­πλω­νό­με­νη σύγκρου­ση ανά­με­σα στις αμε­ρι­κά­νι­κες αρχές και τον αντια­με­ρι­κά­νι­κο ριζο­σπα­στι­σμό… η ευη­με­ρία της επι­χεί­ρη­σης και της βιο­μη­χα­νί­ας, ολό­κλη­ρο το έθνος αντι­με­τω­πί­ζει κίν­δυ­νο από αυτή την κρίση».

Το λιμά­νι πρέ­πει να ανοί­ξει, δήλω­ναν στε­λέ­χη οργα­νώ­σε­ων της εργο­δο­σί­ας. Η αστυ­νο­μία πρέ­πει να δια­λύ­σει τις απερ­για­κές γραμ­μές μπρο­στά από τις αποβάθρες.

Τα αιτή­μα­τα των λιμε­νερ­γα­τών ήταν ένα δολά­ριο αμοι­βή την ώρα, έξι ώρες εργα­σί­ας την ημέ­ρα, τριά­ντα ώρες τη βδο­μά­δα και προ­σλή­ψεις μέσα από το συν­δι­κά­το, όμως τα στε­λέ­χη της Βιο­μη­χα­νι­κής Ενω­σης μιλού­σαν για «κόκ­κι­νη επα­νά­στα­ση» και ζητού­σαν την άμε­ση κατα­στο­λή της. Ο Τύπος, ο άμβω­νας και το ραδιό­φω­νο καλ­λιερ­γού­σαν συντο­νι­σμέ­να την υστε­ρία ενά­ντια στους εργά­τες που πάλευαν για να βελ­τιώ­σουν τη ζωή τους. Διά­φο­ρες ιστο­ρί­ες δημο­σιεύ­ο­νταν στις εφη­με­ρί­δες, όπως η πρω­το­σέ­λι­δη ιστο­ρία της Κρο­νίκλ με τίτλο: «Κόκ­κι­νος στρα­τός βαδί­ζει ενα­ντί­ον της πόλης». Σε ένα σημείο διαβάζουμε:

«Αντα­πο­κρί­σεις ανα­φέ­ρουν ότι ο κομ­μου­νι­στι­κός στρα­τός σχε­δί­α­ζε την κατα­στρο­φή σιδη­ρο­δρο­μι­κών και οδι­κών αρτη­ριών για να δια­κο­πούν οι μετα­φο­ρές και κατό­πιν οι επι­κοι­νω­νί­ες. Το Σαν Φραν­τσί­σκο και η περιο­χή του κόλ­που έγι­ναν το επί­κε­ντρο του κόκ­κι­νου αγώ­να με σκο­πό την κατά­κτη­ση της εξουσίας.

»Η πρώ­τη προει­δο­ποί­η­ση ότι οι κομ­μου­νι­στι­κές δυνά­μεις πλη­σί­α­ζαν στα σύνο­ρα της Βόρειας Καλι­φόρ­νιας ήρθε από τον Τζ. Ρ. Γκί­βεν, αρχιε­πι­στά­τη της Σάου­θερν Πασί­φικ στο Ντάν­σμπουιρ, προς το μηχα­νι­κό του περι­φε­ρεια­κού οδι­κού δικτύ­ου της πολι­τεί­ας, Φρεντ Ου. Χέι­ζελ­γουντ, ο οποί­ος έστει­λε αμέ­σως ανα­φο­ρά στο διευ­θυ­ντή δημό­σιων έργων της πολι­τεί­ας Ερλ Λι Κέλι».

Ο Τζό­ζεφ Π. Ράιαν, πρό­ε­δρος του Διε­θνούς Συν­δι­κά­του Λιμε­νερ­γα­τών, αλλά και συνερ­γά­της των γκάν­γκ­στερ της Νέας Υόρ­κης, ήρθε βια­στι­κά απ’ τη Νέα Υόρ­κη για να κατευ­νά­σει τους απερ­γούς. Οταν δεν κατά­φε­ρε να ξεπου­λή­σει τους εργά­τες, έπαι­ξε το γνω­στό ρόλο του, σαν φλο­γε­ρός μαχη­τής ενά­ντια στον κομ­μου­νι­σμό. Δήλω­σε ότι η απερ­γία ήταν κομ­μου­νι­στι­κή συνω­μο­σία και τρο­φο­δό­τη­σε ξανά τις εφη­με­ρί­δες με πρω­το­σέ­λι­δα άρθρα. Εσπευ­σε από την Ουά­σιγ­κτον και ο υφυ­πουρ­γός Εργα­σί­ας Εντουαρντ Μακ Γκρέι­ντι, ο οποί­ος είχε στο ενερ­γη­τι­κό του τη διά­λυ­ση της απερ­γί­ας των γου­νερ­γα­τών στη Νέα Υόρ­κη. Οταν απέ­τυ­χε να πεί­σει τους απερ­γούς να εγκα­τα­λεί­ψουν το αίτη­μα για το συν­δι­κά­το, δήλω­σε με τη σει­ρά του πως η απερ­γία ήταν «κόκ­κι­νη επανάσταση».

Το σκη­νι­κό είχε στη­θεί και η αστυ­νο­μία ανυ­πο­μο­νού­σε. Οι εργο­δό­τες ανα­κοί­νω­σαν ότι θα διέ­λυαν τις απερ­για­κές γραμ­μές στις απο­βά­θρες του Εμπαρ­κα­ντέ­ρο στις 3 του Ιού­λη 1934 . Στις 1.27 μ.μ., ενώ οι δια­δη­λω­τές είχαν κατα­κλύ­σει το χώρο μπρο­στά από τις απο­βά­θρες, οι ατσά­λι­νες πύλες της απο­βά­θρας 38 σηκώ­θη­καν, μπρο­στά πήγαι­ναν οκτώ περι­πο­λι­κά και ακο­λου­θού­σαν πέντε φορ­τη­γά φορ­τω­μέ­να εμπο­ρεύ­μα­τα. Ο Μάικ Κουίν, που έγρα­ψε την ιστο­ρία της απερ­γί­ας, περι­γρά­φει το γεγονός:

«Ενας εκκω­φα­ντι­κός βόμ­βος ήρθε από την πλευ­ρά των απερ­γών. Στο μπρο­στι­νό μέρος της πομπής των αυτο­κι­νή­των στε­κό­ταν πάνω στο μαρ­σπιέ ενός περι­πο­λι­κού ο αρχη­γός της αστυ­νο­μί­ας Τόμας Μ. Χέρτ­κορν, βγή­κε από το περι­πο­λι­κό κρα­δαί­νο­ντας το ρεβόλ­βερ του και φώνα­ξε: “Το λιμά­νι άνοιξε!”

»Με από­λυ­τη σύμπνοια οι δια­δη­λω­τές προ­χώ­ρη­σαν μπρο­στά. Το Εμπαρ­κα­ντέ­ρο έγι­νε ένα τερά­στιο κου­βά­ρι μαχό­με­νων αντρών. Τού­βλα πετού­σαν στον αέρα και γκλομπ έπε­φταν στα κεφά­λια. Οι αστυ­νο­μι­κοί άνοι­ξαν πυρ με τα όπλα τους. Τα δακρυ­γό­να έσκα­γαν μέσα στις γραμ­μές των απερ­γών και τους έπνι­γαν μέσα στα σύν­νε­φα της ήττας. Οι απερ­γοί έρι­χναν έφιπ­πους αστυ­νο­μι­κούς από τις σέλες και τους χτυ­πού­σαν στο πεζοδρόμιο.

»Το λιθό­στρω­το του Εμπαρ­κα­ντέ­ρο γέμι­σε πεσμέ­νους άντρες και το γκρί­ζο του χρώ­μα βάφτη­κε κόκ­κι­νο από το αίμα.

»Δυνά­μεις αστυ­νο­μι­κών, που έμοια­ζαν με τέρα­τα από τον Αρη μέσα στα ειδι­κά κρά­νη τους και τις αντια­σφυ­ξιο­γό­νες μάσκες, άνοι­γαν δρό­μο πετώ­ντας δακρυγόνα…».

Οι μάχες συνε­χί­στη­καν για τέσ­σε­ρις ώρες μπρο­στά σε ένα τερά­στιο πλή­θος κατοί­κων του Σαν Φραν­τσί­σκο. Περί­που η μισή πόλη είχε μαζευ­τεί στους λόφους που υψώ­νο­νταν πάνω από το λιμά­νι και παρα­κο­λου­θού­σε. Δύο αερο­πλά­να γεμά­τα περί­ερ­γους έκα­ναν κύκλους χαμη­λά πάνω από το αιμα­τη­ρό πεδίο της μάχης. Η αγριό­τη­τα εκεί­νης της μέρας δεν ήταν παρά ο πρό­λο­γος της «ματω­μέ­νης Πέμ­πτης ». Η επό­με­νη μέρα, μετά την πρώ­τη επί­θε­ση της αστυ­νο­μί­ας, ήταν η 4η του Ιού­λη[2]. Με κοι­νή συναί­νε­ση έγι­νε ανα­κω­χή μίας μέρας πριν συνε­χι­στεί η μάχη στις 5 του Ιού­λη, μέρα Πέμ­πτη . Ο Κουίν γράφει:

«Δεν υπήρ­ξαν προ­κα­ταρ­κτι­κά αυτή τη φορά. Η μάχη συνε­χί­στη­κε από το σημείο που είχε στα­μα­τή­σει… Χιλιά­δες κατέ­κλυ­σαν τους γύρω λόφους. Χωρίς να το ξέρουν οι γονείς τους, πολ­λά αγό­ρια του γυμνα­σί­ου και των κολε­γί­ων φόρε­σαν παλιά ρού­χα και κατέ­βη­καν να πολε­μή­σουν στο πλευ­ρό των συν­δι­κα­λι­στών. Εκα­το­ντά­δες εργά­τες ξεκί­νη­σαν για τη δου­λειά, μα άλλα­ξαν γνώ­μη και έτρε­ξαν να ενω­θούν με τους διαδηλωτές».

Στις 8 π.μ. ανέ­λα­βε δρά­ση η αστυ­νο­μία. Μια εφη­με­ρί­δα έγραψε:

«Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις έγι­νε χρή­ση εμε­το­γό­νων αερί­ων αντί για τα σχε­τι­κά αβλα­βή δακρυ­γό­να. Δεκά­δες απερ­γοί και άσχε­τοι πολί­τες αχρη­στεύ­τη­καν από τη φοβε­ρή ναυ­τία που προ­κα­λού­σαν τα αέρια. Επε­σαν όλα τα προ­σχή­μα­τα κατά τις χθε­σι­νές μάχες. Οι αστυ­νο­μι­κοί ανα­λάμ­βα­ναν δρά­ση με τα περί­στρο­φα στα χέρια. Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν πολ­λές δεσμί­δες από σφαί­ρες και τα πολυ­βό­λα ηχού­σαν όλη τη μέρα».

Ομως, οι απερ­γοί και οι χιλιά­δες που τους συμπα­ρα­στέ­κο­νταν συνέ­χι­σαν να πολε­μούν με τα χέρια τους ενά­ντια στις σφαί­ρες και τις βόμ­βες. Τα μόνα τους όπλα ήταν τού­βλα και πέτρες. Εκα­το­ντά­δες τραυ­μα­τί­στη­καν σοβα­ρά. Δύο σκο­τώ­θη­καν: Οι Νικ Μπορ­ντουάζ και Χάουαρντ Σπί­ρι. Ο Σπί­ρι ήταν λιμε­νερ­γά­της, ο Μπορ­ντουάζ ήταν μάγει­ρας, μέλος του Συν­δι­κά­του Μαγεί­ρων και του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Κάποιος δημο­σιο­γρά­φος της «Κρό­νικλ» περιέ­γρα­ψε την αιμα­το­χυ­σία και παρατήρησε:

«Μην τη θεω­ρή­σε­τε μία οχλο­κρα­τι­κή εκδή­λω­ση. Ηταν εκα­τό εκδη­λώ­σεις μαζί, μικρές και μεγά­λες. Μην τη θεω­ρή­σε­τε μία μάχη. Ηταν δεκά­δες μάχες μαζί».

Οι μάχες μαί­νο­νταν όλη μέρα. Εφτα­σαν ενι­σχύ­σεις από άλλα συν­δι­κά­τα και πλαι­σί­ω­σαν τις σκλη­ρά δοκι­μα­ζό­με­νες γραμ­μές των απερ­γών. Οι εργά­τες τόνι­ζαν πως «αν χάσου­με τώρα, δεν θα υπάρ­ξει ξανά συν­δι­κά­το στο Φρί­σκο!»[3].Οι αστυ­νο­μι­κοί χτυ­πώ­ντας με τα κλομπ και τραυ­μα­τί­ζο­ντας εκα­το­ντά­δες περα­στι­κούς και περί­ερ­γους εισέ­βα­λαν στα γρα­φεία του Συν­δι­κά­του Λιμε­νερ­γα­τών και τα κατά­στρε­ψαν. Προς το τέλος της μέρας ο κυβερ­νή­της Μέριαμ κάλε­σε την εθνο­φρου­ρά. Κατέ­φτα­σε δύνα­μη δύο χιλιά­δων αντρών με πλή­ρη οπλι­σμό. Ο Χάρι Μπρί­τζες είπε: «Δεν μπο­ρού­με να αντέ­ξου­με στην επί­θε­ση αστυ­νο­μι­κών, πολυ­βό­λων και εθνοφρουρών».

Η εργο­δο­σία νόμι­σε ότι είχε κερ­δί­σει, αλλά είχε κάνει λάθος. Η απερ­γία βρι­σκό­ταν ακό­μα στην αρχή. «Εκεί­νη τη νύχτα», γρά­φει ο Κουίν, «το Σαν Φραν­τσί­σκο δονή­θη­κε από τις έντο­νες συζη­τή­σεις. Κάθε σπί­τι ή τόπος συγκέ­ντρω­σης βού­ι­ζε από τις κου­βέ­ντες. Κου­δού­νια και τηλέ­φω­να χτυ­πού­σαν. Οι γεί­το­νες έκα­ναν επι­σκέ­ψεις… Δύο άνθρω­ποι είχαν σκο­τω­θεί εν ψυχρώ. Η εξου­σία απο­κά­λυ­ψε το βίαιο και αυταρ­χι­κό πρό­σω­πό της. Το πρωί βρή­κε την πόλη στο πόδι. Κανέ­νας δεν είχε κοι­μη­θεί… Η γενι­κή απερ­γία σφυ­ρη­λα­τή­θη­κε μέσα στα σπί­τια των απλών ανθρώ­πων του Σαν Φραντσίσκο».

Το Συν­δι­κά­το Ελαιο­χρω­μα­τι­στών, τοπι­κή οργά­νω­ση 1.158, κάλε­σε σε γενι­κή απερ­γία. Σχε­δόν αμέ­σως αντα­πο­κρί­θη­κε το Συν­δι­κά­το Μηχα­νουρ­γών, τοπι­κή 68. Αλλά οι εργά­τες έπρε­πε πρώ­τα να θάψουν τους νεκρούς τους. Περισ­σό­τε­ροι από 35.000 συνό­δε­ψαν τα φέρε­τρα. Η αστυ­νο­μία είχε εξα­φα­νι­στεί καθώς η πορεία των αγέ­λα­στων εργα­τών περ­νού­σε μέσα από το κέντρο της πόλης. Ενας δημο­σιο­γρά­φος έγρα­ψε για τους σκοτωμένους:

«Οταν ζού­σαν δεν γύρι­ζε κανείς να τους κοι­τά­ξει σαν περ­νού­σαν απ’ τους δρό­μους του Σαν Φραν­τσί­σκο. Οταν όμως πέθα­ναν, σχη­μα­τί­στη­κε κατά μήκος της οδού Μάρ­κετ μια εντυ­πω­σια­κή και ευλα­βι­κή πομπή που συγκλό­νι­σε ολό­κλη­ρη την πόλη».

Ο Κουίν γρά­φει για την κηδεία:

«Η μπά­ντα ενός συν­δι­κά­του έπα­ψε το πέν­θι­μο εμβα­τή­ριο του Μπε­τό­βεν. Ποτέ προη­γού­με­να η μου­σι­κή του μεγά­λου μου­σουρ­γού δεν ταί­ρια­ξε τόσο πολύ με τον ανθρώ­πι­νο θρή­νο όσο τώρα. Αργά — μόλις που προ­χω­ρού­σαν — οι νεκρο­φό­ρες μπή­καν στην οδό Μάρ­κετ. Ακο­λού­θη­σε η τερά­στια πομπή με αργά, ρυθ­μι­κά βήμα­τα. Τα πρό­σω­πα ήταν συσπα­σμέ­να και σοβα­ρά. Οι άνθρω­ποι κρα­τού­σαν με επι­ση­μό­τη­τα τα καπέ­λα στο στή­θος τους. Σιγά σιγά, σαν ένα παχύρ­ρευ­στο υγρό, η ογκώ­δης πομπή ξεχύ­θη­κε στην οδό Μάρκετ.

Οι οδη­γοί των τραμ ακι­νη­το­ποί­η­σαν τα οχή­μα­τα. Οσο περ­νού­σε η πορεία, εκεί­νοι στέ­κο­νταν σιω­πη­λοί με τα πηλή­κιά τους στο στή­θος και τα κεφά­λια τους ψηλά.

Κανέ­νας δε χαμο­γε­λού­σε από το ατέ­λειω­το πλή­θος. Οι άνθρω­ποι στα πεζο­δρό­μια παρα­κο­λου­θού­σαν ξέσκε­ποι και με χαμη­λω­μέ­να κεφά­λια. Κάποιοι άλλοι κοι­τού­σαν την πομπή με τον πανι­κό ζωγρα­φι­σμέ­νο στα μάτια. Εδώ κι εκεί καλο­ντυ­μέ­νοι επι­χει­ρη­μα­τί­ες… είχαν μεί­νει έκπλη­κτοι από το θέα­μα, μα εξα­κο­λου­θού­σαν να φορούν τα καπέ­λα τους. Από­το­μες φωνές ακού­στη­καν μέσα από την πομπή: “Βγάλ­τε τα καπέ­λα σας!”

Ο τόνος της φωνής ήταν επι­τα­κτι­κός και η αντί­δρα­ση άμε­ση. Με γρή­γο­ρες και νευ­ρι­κές κινή­σεις οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες έβγα­λαν τα καπέ­λα τους. Οι ώρες περ­νού­σαν, μα το πλή­θος κατέ­κλυ­ζε ακα­τά­παυ­στα και με πρω­το­φα­νή μαζι­κό­τη­τα την οδό Μάρκετ».

Τα τοπι­κά συν­δι­κά­τα όλης της πόλης συνέρ­χο­νταν και απο­φά­σι­ζαν την κήρυ­ξη γενι­κής απερ­γί­ας. Στις συζη­τή­σεις που έγι­ναν, τονί­στη­κε η συμ­βο­λή των κομ­μου­νι­στών στον αγώ­να των λιμε­νερ­γα­τών και ναυ­τι­κών. Οι κομ­μου­νι­στές και άλλοι μαρ­ξι­στές έπαι­ξαν απο­φα­σι­στι­κό ρόλο σε κάθε μεγά­λη απερ­γία από την επο­χή της απερ­γί­ας των σιδη­ρο­δρο­μι­κών (το 1877) και μετά. Οι συν­δι­κα­λι­στές δήλω­ναν πως αν το εργα­τι­κό κίνη­μα του Σαν Φραν­τσί­σκο δεχό­ταν την κοκ­κι­νο­φο­βία της εργο­δο­σί­ας, αυτό θα σήμαι­νε και ταυ­τό­χρο­νη παρα­δο­χή της διά­σπα­σης, των χαμη­λών μισθών και των πολ­λών ωρών εργα­σί­ας. Στις 10 του Ιού­λη το Εργα­τι­κό Συμ­βού­λιο της Αλα­μέ­ντα υπο­στή­ρι­ξε επί­ση­μα τη γενι­κή απερ­γία. Στις 12 του Ιού­λη οι ισχυ­ρές τοπι­κές οργα­νώ­σεις του Συν­δι­κά­του Φορ­τη­γα­τζή­δων στο Σαν Φραν­τσί­σκο και το Οκλαντ εξέ­δω­σαν έκκλη­ση για ενό­τη­τα και αλλη­λεγ­γύη και τάχθη­καν υπέρ της γενι­κής απεργίας.

Ο Ουί­λιαμ Γκριν έστει­λε τηλε­γρα­φή­μα­τα που απα­γό­ρευαν την απερ­γία. Ομως, στις 15 του Ιού­λη περί­που 160 τοπι­κά συν­δι­κά­τα της AFL, δηλα­δή 127.000 εργά­τες, κήρυ­ξαν απερ­γία για την επό­με­νη μέρα.

Οι εργά­τες των τυπο­γρα­φεί­ων και των εργο­στα­σί­ων ηλε­κτρι­κής ενέρ­γειας δεν απέρ­γη­σαν, απο­τέ­λε­σαν όμως εξαί­ρε­ση, καθώς τα μέλη όλων των άλλων συν­δι­κά­των δεν έπια­σαν δου­λειά το πρωί της 16ης του Ιού­λη. Ο Κουίν γράφει:

«Η απερ­γία σημεί­ω­σε επι­τυ­χία πέρα από κάθε πρό­βλε­ψη. Ουσια­στι­κά, παρέ­λυ­σε εντε­λώς η βιο­μη­χα­νία. Τα μεγά­λα εργο­στά­σια άδεια­σαν και ερή­μω­σαν. Τα τραμ εξα­φα­νί­στη­καν από τους δρό­μους. Τα κατα­στή­μα­τα έκλει­σαν. Ο γιγα­ντιαί­ος μηχα­νι­σμός του εμπο­ρί­ου μετα­τρά­πη­κε σε άψυ­χο και ανί­σχυ­ρο ερείπιο.

Η εργα­τι­κή τάξη είχε απο­συρ­θεί. Η ζωή, το αίμα των κατα­στη­μά­των και των βιο­μη­χα­νιών, οι εργά­τες, εξα­φα­νί­στη­καν και άφη­σαν πίσω τους σιω­πη­λά κτί­ρια που περιεί­χαν επεν­δε­δυ­μέ­να κεφά­λαια πολ­λών εκα­τομ­μυ­ρί­ων. Τα τερά­στια μηχα­νή­μα­τα φάντα­ζαν τώρα σαν άχρη­στα παλιοσίδερα…

Ολα έμε­ναν όπως τα είχαν αφή­σει οι εργά­τες — τα εργα­λεία, ο εξο­πλι­σμός, οι μηχα­νές, οι πρώ­τες ύλες και τα κτί­ρια. Οταν οι άνθρω­ποι απέρ­γη­σαν, πήραν μόνο ό,τι τους ανή­κε — την εργα­σία τους. Ηταν όμως σαν να έπαιρ­ναν τα πάντα, για­τί ο πολύ­πλο­κος μηχα­νι­σμός που άφη­σαν πίσω τους δεν είχε καμιά αξία και κανέ­να νόη­μα χωρίς τους εργά­τες. Τα μηχα­νή­μα­τα ήταν η προ­έ­κτα­ση της εργα­σί­ας, δημιουρ­γή­θη­καν και εξαρ­τώ­νται από αυτήν.

Οι εργά­τες απο­τε­λού­σαν τη ζωή και την ενέρ­γεια. Οι ιδιο­κτή­τες απέ­μει­ναν με το πτώ­μα στα χέρια.

Οι δρό­μοι που οδη­γού­σαν στην πόλη γέμι­σαν από τις πικε­το­φο­ρί­ες. Τίπο­τα δεν κου­νιό­ταν αν δεν έδι­νε άδεια η επι­τρο­πή των απερ­γών. Οι εργά­τες κανό­νι­ζαν τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, οι εργο­δό­τες έλεγ­χαν ένα σημα­ντι­κό παρά­γο­ντα. Μέσα από τη “συντη­ρη­τι­κή πτέ­ρυ­γα” είχαν την πλειο­ψη­φία στη Γενι­κή Απερ­για­κή Επι­τρο­πή. Αυτή η “συντη­ρη­τι­κή πτέ­ρυ­γα”, όμως, είχε να αντι­με­τω­πί­σει μια ισχυ­ρή προ­ο­δευ­τι­κή μειο­ψη­φία και δεν τολ­μού­σε να ενα­ντιω­θεί ανοι­χτά στη θέλη­ση της μάζας των εργαζομένων».

Στρα­τεύ­μα­τα με δύνα­μη τρεις χιλιά­δες άντρες στάλ­θη­καν στην πόλη, αλλά δεν έφε­ραν κανέ­να απο­τέ­λε­σμα. Πλή­θη πολι­το­φυ­λά­κων ορκί­στη­καν έκτα­κτοι αστυ­νο­μι­κοί και οπλί­στη­καν με κλομπ και όπλα, αλλά οι εργά­τες παρέ­με­ναν στα σπί­τια τους έχο­ντας πλή­ρη επί­γνω­ση της δύνα­μής τους. Οταν στα­μά­τη­σαν τη δου­λειά στα­μά­τη­σε να κινεί­ται και ο κόσμος. Ολα τα μετα­ξω­τά καπέ­λα, τα δολά­ρια και τα όπλα δεν μπο­ρού­σαν να τον ξανα­θέ­σουν σε κίνη­ση χωρίς εκείνους.

Οι πολι­το­φύ­λα­κες απο­δύ­θη­καν σε ένα όργιο παρα­νο­μί­ας. Κατά­στρε­ψαν γρα­φεία συν­δι­κά­των, έκα­ναν επι­δρο­μές σε λέσχες αλλο­δα­πών και χτύ­πη­σαν τους θαμώ­νες τους, λεη­λά­τη­σαν προ­ο­δευ­τι­κά βιβλιο­πω­λεία και σκόρ­πι­σαν στο δρό­μο τα βιβλία και τα φυλ­λά­δια. Οι αστυ­νο­μι­κοί παρα­τη­ρού­σαν απα­θείς τους πολι­το­φύ­λα­κες να κατα­στρέ­φουν τα γρα­φεία της «Ουέ­στερν Ονόρ­κερ», κομ­μου­νι­στι­κής εφη­με­ρί­δας που υπο­στή­ρι­ζε την απερ­γία. Παρα­κο­λου­θού­σαν αμέ­το­χοι καθώς λεη­λα­τού­νταν τα γρα­φεία του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, του Βιο­μη­χα­νι­κού Συν­δι­κά­του Ναυ­τερ­γα­τών, τα συσ­σί­τια του ILA, ο Σύν­δε­σμος Εργα­τών Παλαιών Πολε­μι­στών, ο Οίκος Εργα­τών της περιο­χής Μίσιον.

Και οι αστυ­νο­μι­κοί παρα­νό­μη­σαν όταν συνέ­λα­βαν πεντα­κό­σιους ηλι­κιω­μέ­νους ανέρ­γους, πεντα­κό­σια ανή­μπο­ρα ναυά­για της ζωής, με την κατη­γο­ρία της κομ­μου­νι­στι­κής συνω­μο­σί­ας. «Το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα εξου­δε­τε­ρώ­θη­κε στο Σαν Φραν­τσί­σκο», ανα­κοί­νω­σε ο αστυ­νό­μος Τζ. Τζ. Ο’Μί­ρα, επι­κε­φα­λής της αντιεξ­τρε­μι­στι­κής αστυ­νο­μι­κής δύνα­μης, πριν γίνει γνω­στό ότι κανέ­νας από τους ηλι­κιω­μέ­νους άντρες δεν ήταν κομ­μου­νι­στής. Τελι­κά αφέ­θη­καν ελεύθεροι.

Η βία των αστυ­νο­μι­κών και των πολι­το­φυ­λά­κων δεν εμπό­δι­σε την επι­τυ­χία της απερ­γί­ας. Η πόλη έμοια­ζε με τάφο στις 16 του Ιού­λη. Τίπο­τα δεν κινή­θη­κε στις 17. Το Σαν Φραν­τσί­σκο ήταν πόλη — φάντα­σμα στις 18. Ομως, καθε­μιά από αυτές τις μέρες, η «συντη­ρη­τι­κή πτέ­ρυ­γα» πετύ­χαι­νε τη στα­δια­κή χαλά­ρω­ση της απερ­γί­ας. Την πρώ­τη μέρα επι­τρά­πη­κε να ανοί­ξουν τα εστια­τό­ρια. Την επο­μέ­νη το μέτρο επε­κτά­θη­κε σε ορι­σμέ­να φορ­τη­γά. Την επο­μέ­νη εξαι­ρέ­θη­καν και άλλοι κλά­δοι. Δια­δί­δο­νταν φήμες ότι η απερ­γία είχε λήξει. Μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες κινη­το­ποι­ή­σεις στην ιστο­ρία της αμε­ρι­κά­νι­κης εργα­τι­κής τάξης τερ­μα­τί­στη­κε στις 19 του Ιού­λη, όταν οι Ντιλ, Βαντε­λέρ και Κίντ­γου­ελ, συντη­ρη­τι­κά στε­λέ­χη της AFL, αφού αρνή­θη­καν τη διε­ξα­γω­γή ονο­μα­στι­κής ψηφο­φο­ρί­ας, ανα­κοί­νω­σαν ότι το κεντρι­κό εργα­τι­κό σώμα ψήφι­σε τη λήξη της γενι­κής απερ­γί­ας με ψήφους 191 ένα­ντι 174.

Αλλά οι εργά­τες επέ­στρε­ψαν στις εργα­σί­ες τους σαν να πανη­γύ­ρι­ζαν για κάποια νίκη. Ακού­μπη­σαν τα χέρια τους στους δια­κό­πτες, τις βαλ­βί­δες, τα τιμό­νια και τα μηχα­νή­μα­τα και τους έδω­σαν ζωή. Οι ναυ­τι­κοί και οι λιμε­νερ­γά­τες, αφού ματαί­ω­σαν όλες τις προ­σπά­θειες να δια­σπα­στούν τα οκτώ συν­δι­κά­τα που απερ­γού­σαν, έμει­ναν στα­θε­ροί στις απερ­για­κές γραμ­μές τους αλλά με ενι­σχυ­μέ­νη δύνα­μη. Η αστυ­νο­μία στα­μά­τη­σε τις επι­θέ­σεις της. Οι εθνο­φρου­ροί κρα­τή­θη­καν μακριά από τους απερ­γούς. Οι εργά­τες είχαν κάνει επί­δει­ξη της δύνα­μής τους και οι μεγι­στά­νες της Βιο­μη­χα­νι­κής Ενω­σης, οι οποί­οι τώρα πολε­μού­σαν μετα­ξύ τους, δεν επι­θυ­μού­σαν να γευ­τούν ξανά την ενό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης.

Στις 30 του Ιού­λη οι 35.000 εργά­τες στη ναυ­τι­λία ξανά­πια­σαν δου­λειά. Μέσα στις λίγες βδο­μά­δες της απερ­γί­ας οι λιμε­νερ­γά­τες είχαν κατα­κτή­σει το εξά­ω­ρο, τις τριά­ντα ώρες τη βδο­μά­δα και να πλη­ρώ­νο­νται συν 50% στις υπε­ρω­ρί­ες. Οι μισθοί ανέ­βη­καν ενε­νή­ντα πέντε σεντς την ώρα και 1,40 δολά­ρια για υπε­ρω­ρί­ες. Μα πάνω από όλα είχαν κερ­δί­σει τις προ­σλή­ψεις μέσα από το συν­δι­κά­το, μια μέθο­δο για δημο­κρα­τι­κές προ­σλή­ψεις χωρίς την οποία το συν­δι­κά­το θα αδυ­να­τού­σε να προ­στα­τέ­ψει τις κατα­κτή­σεις του.

Οι ναυ­τι­κοί επέ­στρε­ψαν στις εργα­σί­ες τους υπό τον όρο να εξα­σφα­λι­στεί η ανα­γνώ­ρι­ση του Διε­θνούς Συν­δι­κά­του Ναυ­τι­κών. Επει­δή όμως το συν­δι­κά­το βρι­σκό­ταν κάτω από τον έλεγ­χο μιας αντι­δρα­στι­κής κλί­κας υπο­ταγ­μέ­νης στα συμ­φέ­ρο­ντα των εφο­πλι­στών, οι κατα­κτή­σεις των ναυ­τι­κών ήταν ελά­χι­στες. Αντί­θε­τα, επει­δή το τοπι­κό συν­δι­κά­το των λιμε­νερ­γα­τών ήταν στα χέρια των εργα­τών της βάσης, οι κατα­κτή­σεις των μελών του ήταν πολύ περισσότερες.

Ο ηγέ­της της βάσης Χάρι Μπρί­τζες εξε­λέ­γη πρό­ε­δρος του παραρ­τή­μα­τος Σαν Φραν­τσί­σκο της Διε­θνούς Ενω­σης Λιμε­νερ­γα­τών και αργό­τε­ρα ανέ­λα­βε την προ­ε­δρία ολό­κλη­ρης της περι­φε­ρεια­κής οργά­νω­σης της δυτι­κής ακτής. Από εκεί­νη τη στιγ­μή μπή­κε στο στό­χα­στρο της αντί­δρα­σης. Είχε δια­πρά­ξει το ασυγ­χώ­ρη­το αμάρ­τη­μα: Είχε πετύ­χει να γίνει αύξη­ση στους μισθούς. Είχε μειώ­σει τις ώρες εργα­σί­ας. Είχε βάλει περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα στους φακέ­λους της μισθο­δο­σί­ας των εργα­τών. Είχε μετα­μορ­φώ­σει τους εργα­ζο­μέ­νους σε ανθρώ­πους με δικαί­ω­μα λόγου στις απο­φά­σεις σχε­τι­κά με την πρό­σλη­ψή τους. Αν και δεν τα έκα­νε όλα αυτά μόνος του, του­λά­χι­στον είχε παί­ξει σημα­ντι­κό ρόλο στην επί­τευ­ξη των στό­χων των εργαζομένων.

Από την ώρα που ο Μπρί­τζες έπαι­ξε σπου­δαίο ρόλο στις αυξή­σεις των μισθών, για την ισχυ­ρή Βιο­μη­χα­νι­κή Ενω­ση του Σαν Φραν­τσί­σκο ήταν κομ­μου­νι­στής. Δεν ήταν δυνα­τό να εξα­γο­ρα­στεί ή να τρο­μο­κρα­τη­θεί, να δωρο­δο­κη­θεί ή να απει­λη­θεί. Γι’ αυτό έπρε­πε να εξου­δε­τε­ρω­θεί. Δεν είχε καμιά σημα­σία αν ήταν κομ­μου­νι­στής ή όχι. Είχε συνερ­γα­στεί με τους κομ­μου­νι­στές και ήταν αδιάφθορος.

Σε τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές περι­πτώ­σεις επι­στρά­τευ­σαν επί­λε­κτους χαφιέ­δες, επί­ορ­κους και εγκλη­μα­τί­ες και τους απεί­λη­σαν πως αν δεν κατέ­θε­ταν ό,τι τους έλε­γαν, θα έμπαι­ναν στη φυλα­κή. Σε τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές περι­πτώ­σεις οι ομο­σπον­δια­κές αρχές ή οι ένορ­κοι στα δικα­στή­ρια κατέ­λη­ξαν στο συμπέ­ρα­σμα ότι ο Μπρί­τζες δεν ήταν κομ­μου­νι­στής, αλλά ήταν στό­χος μιας καλά σχε­δια­σμέ­νης σκευω­ρί­ας και αντι­κεί­με­νο πρω­το­φα­νούς διωγ­μού. Ακό­μα και το Ανώ­τα­το Δικα­στή­ριο των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών έβγα­λε την ίδια από­φα­ση. Παρ’ όλα αυτά, τα μεγά­λα συμ­φέ­ρο­ντα των ακτών του Ειρη­νι­κού διε­νερ­γούν τώρα (1955 — σ.τ.μ.) την πέμ­πτη προ­σπά­θεια να στή­σουν σκευω­ρία ενά­ντια στον Χάρι Μπρί­τζες[4].

Ομως, οι εργά­τες γνω­ρί­ζουν ότι όλες αυτές οι προ­σπά­θειες γίνο­νται για­τί ο Μπρί­τζες ήταν ηγε­τι­κό στέ­λε­χος στη γενι­κή απερ­γία του Σαν Φραν­τσί­σκο το 1934 , η οποία απο­τέ­λε­σε εκδή­λω­ση της αδιά­σπα­στης ενό­τη­τας και πηγή έμπνευ­σης για την αμε­ρι­κά­νι­κη εργα­τι­κή τάξη. Επαι­ξε απο­φα­σι­στι­κό ρόλο στην αύξη­ση των μισθών και έξω από το Σαν Φραν­τσί­σκο. Εδω­σε το σύν­θη­μα για ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες μάχες και μεγα­λύ­τε­ρες νίκες.

 

[1] Το 1953 ο Τζό­ζεφ Π. Ράιαν διώ­χτη­κε από τη θέση του προ­έ­δρου της Διε­θνούς Ενω­σης Λιμε­νερ­γα­τών και παρα­πέμ­φθη­κε σε δίκη για κλο­πή χρη­μά­των του συν­δι­κά­του τα οποία προ­ό­ρι­ζε για την κατα­πο­λέ­μη­ση του κομμουνισμού.

[2] Η εθνι­κή γιορ­τή των ΗΠΑ (σ.τ.μ.).

[3] Λαϊ­κή ονο­μα­σία του Σαν Φραν­τσί­σκο (σ.τ.μ.).

[4] «Μνη­μείο ανθρώ­πι­νης μισαλ­λο­δο­ξί­ας» χαρα­κτή­ρι­σε τη δίω­ξη του Μπρί­τζες το μέλος του Ανώ­τα­του Δικα­στη­ρί­ου Φρανκ Μέρ­φι. Ο συνά­δελ­φος του Ντά­γκλας δια­πί­στω­σε το 1945 ότι ο Μπρί­τζες ήταν υπεύ­θυ­νος μόνο «για τη μαχη­τι­κή υπε­ρά­σπι­ση του συν­δι­κα­λι­σμού» και ποτέ δεν ήταν ένο­χος για «ανα­τρε­πτι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα που απα­γο­ρεύ­ει ο νόμος».Ο κοσμή­το­ρας της Νομι­κής Σχο­λής του Χάρ­βαρντ, Τζέιμς Λάντις, μετά από σει­ρά ακρο­ά­σε­ων το 1939, συμπέ­ρα­νε ότι ο Μπρί­τζες «δεν είναι μέλος ούτε σχε­τί­ζε­ται κατά κάποιον τρό­πο με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα». Περιέ­γρα­ψε ένα μάρ­τυ­ρα κατη­γο­ρί­ας στην υπό­θε­ση Μπρί­τζες σαν «ψεύ­τη κατά την ιδία του ομο­λο­γία», «παθο­λο­γι­κό» και «διε­φθαρ­μέ­νο» και άλλους σαν «προ­κα­τει­λημ­μέ­νους, αμε­τρο­ε­πείς και αυταρχικούς».

 

(Από την ένθε­τη έκδο­ση του Ριζο­σπά­στη: “ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Στιγ­μές από την άγνω­στη ιστο­ρία του εργα­τι­κού κινή­μα­τος των ΗΠΑ”)

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο