Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

47 χρόνια από τον θάνατο του ο επαναστάτης κομμουνιστής Κώστας Βάρναλης μας άφησε άσβεστο το φως που πάντα καίει…

(μικρό αφιέ­ρω­μα)

Σαν σήμε­ρα 16 Δεκέμ­βρη 1974, ο μεγά­λος ποι­η­τής μας Κώστας Βάρ­να­λης έφυ­γε από τη ζωή σε ηλι­κία 90 χρό­νων… «Ποι­η­τή, σ’ είδα­με πάντα στο πλευ­ρό του λαού μας με σκέ­ψη και με πρά­ξη» — είχε γρά­ψει γι αυτόν ο Γιάν­νης Ρίτσος, στα 1956, με αφορ­μή τη συμπλή­ρω­ση 50 χρό­νων παρου­σί­ας του στα ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα. «Ο λόγος σου σπα­θί, νυστέ­ρι και φωτιά που φωτά­ει και φως που καί­ει. Σ’ είδα­με πάντα με την παλά­μη σου ανοι­χτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφου­γκρά­ζε­σαι πίσω απ’ τα τεί­χη τη στρογ­γυ­λή βουή του Ιστο­ρι­κού, ανα­πό­τρε­πτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μάς έδει­ξες»!

Μόσχα, 1934. Ο Κ. Βάρ­να­λης με τον Δ. Γλη­νό και τον Θ. Κανο­νί­δη, στο Α’ Συνέ­δριο Σοβιε­τι­κών Συγγραφέων

Ο τιμη­μέ­νος με το Βρα­βείο «Λένιν» για την Ειρή­νη (1959) Κώστας Βάρ­να­λης , σε εκδή­λω­ση στη Μόσχα, ανα­φε­ρό­με­νος στην κατη­γό­ρια ότι ανή­κει στη «στρα­τευ­μέ­νη Τέχνη», απά­ντη­σε με αυτά τα στα­ρά­τα λόγια:

«…το δόγ­μα “η Τέχνη δεν κάνει πολι­τι­κή” δια­ψεύ­δε­ται από τα πράγ­μα­τα. Ο Αρι­στο­φά­νης, ο Ντά­ντες, ο Θερ­βά­ντες, ο Ζολά, ο Τολ­στόι κάνου­νε πολι­τι­κή. Πολι­τι­κή κατά των “κακώς κειμένων”.
Πολι­τι­κή έξω απ’ τα δόντια. Ποιος μυθο­λό­γος της εξω­πο­λι­τι­κής Τέχνης θα ‘χει το κου­ρά­γιο να υπο­στη­ρί­ξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευ­μα­τι­κού στε­ρε­ώ­μα­τος δεν είναι μέγι­στοι δημιουρ­γοί του λόγου; Να λοι­πόν, μια από­δει­ξη πως η Τέχνη μπο­ρεί να κάνει πολι­τι­κή, χωρίς να πάψει να ‘ναι Τέχνη και μάλι­στα τρι­σμε­γά­λη. Ζήτη­μα, λοι­πόν, υπάρ­χει μόνο για το ποια πολι­τι­κή δίνει ζωή και δύνα­μη στην Τέχνη και την απλώ­νει στο χώρο και στο χρό­νο και ποια πολι­τι­κή τη χαλά­ει, τη σκο­τώ­νει και τη μετα­βάλ­λει σε καπνό χωρίς φλό­γα…».

«Μη χτυ­πάς τον αδερ­φό σου, τον αφέ­ντη τον κου­φό σου! Και στον ίδρο το δικό, γίνε συ τ’ αφε­ντι­κό. (…) «Άιντε θύμα άιντε ψώνιο | άιντε σύμ­βο­λο αιώ­νιο, αν ξυπνή­σεις μονο­μιάς θα ’ρθει ανά­πο­δα ο ντου­νιάς. Koί­τα οι άλλοι έχουν κινή­σει, έχει η πλά­ση κοκ­κι­νί­σει, άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασ­σα, άλλη γη»…

Ο Βάρ­να­λης συντά­χθη­κε με τους πρω­το­πό­ρους δια­νο­ού­με­νους, τους φοι­τη­τές, τους εργά­τες και η μαρ­ξι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία άνοι­ξε νέους ορί­ζο­ντες στην ποί­η­σή του. Ο ποι­η­τής πλα­στουρ­γός μιας «νιας ζωής» που με το όρα­μα και τον αγώ­να μετα­μορ­φώ­νει τις συνει­δή­σεις και τις δια­παι­δα­γω­γεί. Συνή­θως, ο λόγος περι­στρέ­φε­ται γύρω από τον Βάρ­να­λη ποι­η­τή, ή και τον πεζο­γρά­φο. Όμως, πίσω από το λογο­τέ­χνη βρί­σκε­ται ο φιλό­σο­φος, ο στο­χα­στής αγω­νι­στής, ο οποί­ος από τη στιγ­μή που εγκα­τα­λεί­πει τη διο­νυ­σια­κή, την αισθη­σια­κή τάση, δίνει στην ποί­η­σή του απο­κλει­στι­κά κοι­νω­νι­κό περιεχόμενο.

«Σ’ όλη τη ζωή του δασκά­λου, του λογο­τέ­χνη και
του δημο­σιο­γρά­φου, ποτέ ούτε έκα­να ούτε έγραψα
τίπο­τα παρά τη συνεί­δη­σή μου ή ενα­ντί­ον του λαού,
ενα­ντί­ον της ελευ­θε­ρί­ας του και των δικαιω­μά­των του»
(από το γράμ­μα του, το 1966, στη βρά­βευ­σή του από τους δημοσιογράφους).

Το καρά­βι που μετέ­φε­ρε εξό­ρι­στους στον Άη Στρά­τη. Στην κάτω σει­ρά, με τον μπε­ρέ ο Δ. Γλη­νός και με την τρα­γιά­σκα ο Κ. Βάρναλης

Δε θα μπο­ρού­σε να είναι δια­φο­ρε­τι­κή η πορεία του. Γνω­ρί­ζου­με πόσο συνε­πής στά­θη­κε, στα ιδα­νι­κά του. Διώ­ξεις, εξο­ρία, άρνη­ση κάθε ανα­γνώ­ρι­σης, λοι­δο­ρί­ες, ήταν το τίμη­μα της πίστης στα υψη­λά ιδα­νι­κά της κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας.

Αυτός ήταν ο Βάρ­να­λης, ο πιο ριζο­σπα­στι­κός ποι­η­τής της νεό­τε­ρης Ελλά­δας. Ο σοφός πνευ­μα­τι­κός δημιουρ­γός, ένας γνή­σιος κι αλη­θι­νός άνθρω­πος, ο μπάρ­μπα — Κώστας, ο φίλος του λαού και των προ­λε­τά­ριων. Με την τέχνη του πολέ­μη­σε το κοι­νω­νι­κό κατε­στη­μέ­νο, κατήγ­γει­λε τις αδι­κί­ες, την ανι­σό­τη­τα και τις αθλιό­τη­τές του.

Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί/με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, | οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι

Οχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Αδι­κο πολέμα!
Κι όχι μονά­χος! Με τα πλή­θη συνταιριάσου!
Τ’ άδι­κο μ’ αίμα θρέ­φε­ται! Πνί­ξε το με αίμα.

Κι άμα θα σπά­σουν οι αλυ­σί­δες τ’ αδερφού
η λευ­τε­ριά η δικιά του θάναι λευ­τε­ριά σου,
κι ανά­γκη πια δεν θα ‘χεις κανε­νός Θεού!..
Δεν είναι αλή­θεια πιο χρυ­σή απ’ την αλή­θεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεν­νη­θείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν.

«Δεν είμ’ εγώ σπο­ρά της τύχης,
ο πλα­στουρ­γός της νιας ζωής.
Εγώ ‘μαι τέκνο της Ανάγκης,
κι ώρι­μο τέκνο της Οργής»
.

O Bάρ­να­λης τάσ­σε­ται στη διά­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης αντι­μέ­τω­πος με τον παλιό αστι­κό κόσμο που πριν ανή­κε. Γι’ αυτό και θα αρνη­θεί το έργο της πρώ­της του περιό­δου. Θα κρι­τι­κά­ρει σκλη­ρά τον εαυ­τό του και θα ανοί­ξει ανα­νε­ω­μέ­νος, φρέ­σκος την και­νούρ­για περί­ο­δο. Από την και­νούρ­για θέση του κοί­τα­ξε πια πίσω του, για να δει και να κατα­δι­κά­σει τον παλιό εαυ­τό του και μαζί να κατα­δι­κά­σει την προη­γού­με­νη ιδε­α­λι­στι­κή του ποί­η­ση. Για να φτά­σει να κατα­δι­κά­σει έτσι την παλιά του τέχνη «των μωρών, των τσαρ­λα­τά­νων» χρειά­στη­κε να κατα­δι­κά­σει αδί­στα­χτα τον παλιό εαυ­τό του:

Είπα: «Ξεφορ­τώ­σου
τον παλιό εαυ­τό σου
και ξαναγεννήσου
να ‘σαι, όπως δεν είσουν…

Και συ, Νόμε, των άνο­μων ασπίδα
σαν τη μαϊ­μού από κλώ­νο σ’ άλλον πήδα
κι απ’ την κορ­φή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέ­πει ο Λαός τα πισι­νά σου.

Κ. Βάρ­να­λης (Ελεύ­θε­ρος Κόσμος, Πρόλογος)

1959. Ο Κώστας Βάρ­να­λης, στη Μόσχα, κατά την απο­νο­μή του «Βρα­βεί­ου Λένιν για την Ειρήνη»

Βάρναλης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο