Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

5 από τα πιο γνωστά τραγούδια της Βιολέτας Πάρρα

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Η Βιο­λέ­τα Πάρα (Violeta del Carmen Parra Sandoval) γεν­νη­μέ­νη το 1917 έφυ­γε από τη ζωή τέτοιες μέρες στα 50 της χρό­νια (5 Φλε­βά­ρη 1967)
Χιλια­νή τρα­γου­δί­στρια, συν­θέ­τρια, στι­χουρ­γός και λαο­γρά­φος, από τους πρω­το­πό­ρους του μουσικού–πολιτικού κινή­μα­τος «Nueva Canción Chilena».

Το 2011 γυρί­στη­κε η βιο­γρα­φι­κή ται­νία για τη ζωή της «Η Βιο­λέ­τα πήγε στο παρά­δει­σο» (τίτλος στα ισπα­νι­κά: Violeta se fue a los cielos), του Andrés Wood (Αντρές Γουντ).

Η Violeta Parra έχει κατα­γρα­φεί ως μια από τις πιο δημιουρ­γι­κές και ολο­κλη­ρω­μέ­νες καλ­λι­τέ­χνες στην ιστο­ρία της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, με τα  επα­να­στα­τι­κά τρα­γού­δια της να απο­τε­λούν τον θεμέ­λιο λίθο αυτού που χρό­νια αργό­τε­ρα θα ήταν το λεγό­με­νο «Νέο Χιλια­νό Τραγούδι».
Η Χιλια­νή τρα­γου­δί­στρια-τρα­γου­δο­ποιός και ακτι­βί­στρια έφυ­γε από αυτόν τον κόσμο, κρα­τώ­ντας στην αγκα­λιά της την ποί­η­ση του “Gracias a la vida” και άλλα ισχυ­ρά μανι­φέ­στα μελο­ποι­η­μέ­να σε μεγά­λα πολι­τι­κά έργα.

Δεί­τε και Οι Χιλια­νοί θυμού­νται τη λαο­γρά­φο Violeta Parra

Σε μια συνέ­ντευ­ξη με τη Violeta Parra το 1964 στο Παρί­σι της Γαλ­λί­ας, έλα­βε χώρα ο ακό­λου­θος διά­λο­γος μετα­ξύ της καλ­λι­τέ­χνι­δας και ενός Ελβε­τού δημοσιογράφου:

  • Βιο­λέ­τα είσαι ποι­ή­τρια, μου­σι­κός, κάνεις στα­μπω­τά σε λινά­τσα, ζωγρα­φί­ζεις. Αν σου δώσω την επι­λο­γή ενός μόνο από αυτά τα εκφρα­στι­κά μέσα, ποιο θα επέ­λε­γες; _αν είχες μόνο αυτόν τον τρό­πο έκφρασης;
  • Θα επέ­λε­γα να μεί­νω με τον κόσμο, με τους λαούς.
  • Και θα τα παρα­τού­σες όλα αυτά;
  • Είναι ο λαός που με παρα­κι­νεί να κάνω όλα αυτά τα πράγματα.

Αυτή η αυθόρ­μη­τη, διά­φα­νη συνο­μι­λία που έλα­βε χώρα ενώ η Χιλια­νή ζωγρά­φι­ζε είναι η πιο απλή και γνή­σια από­δει­ξη του πάθους της Violeta Parra: για τον απλό άνθρω­πο, τη λαϊ­κή οικογένεια!

Οι στί­χοι και το μου­σι­κό έργο των συν­θέ­σε­ων της κατά­φε­ραν να δια­σώ­σουν την πιο ακα­τέρ­γα­στη και αγνή λαο­γρα­φία της χιλια­νής γης.
Σε ένα προ­σω­πι­κό ταξί­δι ανα­ζή­τη­σης μου­σι­κών παρα­δό­σε­ων, η καλ­λι­τέ­χνι­δα όχι μόνο συνέ­λε­ξε τους ήχους της υπαί­θρου και των γει­το­νιών της χώρας της, αλλά αντι­με­τώ­πι­σε με μεγά­λη ωρι­μό­τη­τα την ακαν­θώ­δη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των αδι­κιών που γνώ­ρι­ζε ως παι­δί, όταν ο πατέ­ρας της αρρώ­στη­σε και ανα­γκά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει το σχο­λείο για να δου­λέ­ψει με τα αδέρ­φια που έπαι­ζαν επί­σης κιθάρα.
Τα επα­να­στα­τι­κά τρα­γού­δια της Βιο­λέ­τα Πάρ­ρα σημά­δε­ψαν το μου­σι­κό κίνη­μα που προ­έ­κυ­ψε γύρω από την οικο­δό­μη­ση της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας, την όλη δια­δι­κα­σία με επι­κε­φα­λής τον Σαλ­βα­δόρ Αλιέ­ντε, τις μάχες που κερ­δή­θη­καν και χάθηκαν.

Σήμε­ρα, για τον εορ­τα­σμό της 105ης επε­τεί­ου από τη γέν­νη­σή της, θυμό­μα­στε μερι­κές από τις πιο επα­να­στα­τι­κές συν­θέ­σεις και κοι­νω­νι­κές διεκ­δι­κή­σεις της.

1. Qué dirá el Santo Padre | Τι θα πει ο Άγιος Πατέρας;

Miren cómo nos hablan de libertad, cuando de ella nos privan en realidad / Miren cómo pregonan tranquilidad, cuando nos atormenta la autoridad. / ¿Qué dirá el Santo Padre que vive en Roma, que le están degollando a sus palomas?.

Miren cómo nos hablan del paraíso, cuando nos llueven penas como granizo / Miren el entusiasmo con la sentencia, sabiendo que mataban a la inocencia.

El que ofició la muerte como un verdugo, tranquilo está tomando su desayuno / Con esto se pusieron la soga al cuello, el quinto mandamiento no tiene sello.

Mientras más injusticias, señor fiscal, más fuerzas tiene mi alma para cantar / Lindo segar el trigo en el sembrao, regado con tu sangre Julián Grimau

 

Μετά τη δολο­φο­νία του Ισπα­νού πολι­τι­κού Julián Grimau το 1963, στα χέρια της δικτα­το­ρί­ας του Francisco Franco, η Violeta Parra έγρα­ψε αυτό το τρα­γού­δι που απευ­θύ­νε­ται στον Πάπα Άγιο Ιωάν­νη XXIII.

Κοί­τα πώς μας μιλούν για την ελευ­θε­ρία, όταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μας τη στε­ρούν / Κοί­τα πώς δια­κη­ρύσ­σουν την ηρε­μία, όταν η εξου­σία μας βασα­νί­ζει. / Τι θα πει ο Άγιος Πατέ­ρας που μένει στη Ρώμη, ότι του σφά­ζουν τα περιστέρια;

Κοί­τα πώς μας μιλά­νε για τον παρά­δει­σο, όταν μας πέφτουν οι λύπες σαν χαλά­ζι / Κοι­τάξ­τε ενθου­σια­σμό, ξέρο­ντας ότι σκό­τω­ναν την αθωότητα.

Αυτός που ιερούρ­γη­σε τον θάνα­το ως δήμιος, αθό­ρυ­βα παίρ­νει το πρω­ι­νό του / Με αυτό βάζουν τη θηλιά στο λαι­μό, η πέμ­πτη εντο­λή δεν έχει σφραγίδα.

Όσες περισ­σό­τε­ρες αδι­κί­ες, κύριε εισαγ­γε­λέα, τόσο περισ­σό­τε­ρη δύνα­μη έχει η ψυχή μου να τρα­γου­δή­σει / Ωραία να θερί­ζεις το σιτά­ρι στο χωρά­φι, ποτι­σμέ­νο με το αίμα σου Julián Grimau.

2. Arauco tiene una pena \ Ο Αράουκο έχει τις μαύρες του

Αυτό το τρα­γού­δι ηχο­γρα­φή­θη­κε μετα­ξύ 1961 και 1963, οι στί­χοι του είναι τρα­γι­κοί και από­λυ­τα επί­και­ροι. Αντι­κα­το­πτρί­ζει τα προ­βλή­μα­τα των Μαπού­τσε και τις αδι­κί­ες που έπρε­πε να αντι­με­τω­πί­σει η περιο­χή τους στα χέρια του αστι­κού κρά­τους. «Arauco tiene una pena» είναι σήμε­ρα μια φρά­ση που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να συμ­βο­λί­σει και να αντι­προ­σω­πεύ­σει την υπό­θε­ση των Μαπούτσε.

Ο Arauco βασα­νί­ζε­ται … δεν μπο­ρώ να σιω­πή­σω / Είναι αδι­κί­ες αιώ­νων που όλοι βλέ­πουν αλλά

Κανείς δεν το έχει θερα­πεύ­σει όντας σε θέση να το διορ­θώ­σει. / Σήκω, ξύπνα Huenchullán! (σσ. Arturo Huenchullán τότε “αρι­στε­ρό” μέλος της Βου­λής των Αντι­προ­σώ­πων της Χιλής).

Μια μέρα ο κατα­κτη­τής Huescufe (σσ. wecufe, γνω­στό και ως huecufe, wekufü, watuku, huecufu, huecubo, huecubu, huecuvu, huecuve, huecovoe, giiecubu, güecubo, güecugu, uecuvu, güecufu είναι ένας τύπος επι­βλα­βούς πνεύ­μα­τος ή δαί­μο­να στη μυθο­λο­γία των Μαπούτσε)
φτά­νει από μακριά / Ψάχνει για βου­νά από χρυ­σό που ο Ινδιά­νος δεν έψα­ξε, δεν βρή­κε ποτέ,

Για τον Ινδιά­νο το χρυ­σά­φι που λάμπει και του αρκεί είναι του ήλιου. / Σήκω, ξύπνα Curimón (σσ. Κου­ρι­μόν: μια μικρή πόλη της Χιλής προϊ­σπα­νι­κής κατα­γω­γής 5 χλμ ανα­το­λι­κά της πόλης San Felipe και 12 δυτι­κά του Los Andes, στην κοι­λά­δα Aconcagua στη μέση της δια­δρο­μής 60 του  Valparaíso).

Μετά ρέει αίμα, ο Ινδιά­νος δεν ξέρει τι να κάνει / Θα του πάρουν τη γη, πρέ­πει να την υπερασπιστεί,
Ο Ινδιά­νος πέφτει νεκρός και ο ξένος σηκώ­νε­ται ορθός / Σήκω, ξύπνα Manquilef!

 

Πού πήγε ο Lautaro Λαου­τά­ρο, χαμέ­νος στον γαλά­ζιο ουρανό /
(σσ. Ο Λαου­τά­ρο Αγγλι­κά ως Levtaru Mapudungun Lef-Traru “γρη­γο­ρό­τε­ρο γερά­κι” 1534 – 1557 ήταν ένας νεα­ρός Μαπού­τσε toqui γνω­στός για την ηγε­σία της ιθα­γε­νούς αντί­στα­σης κατά των Ισπα­νών, κατά τη διάρ­κεια του μακρο­χρό­νιου πολέ­μου Arauco).
Και η ψυχή του Galvarino παρα­σύρ­θη­κε από τον νότιο άνεμο,

Γι’ αυτό τα δέρ­μα­τα του kultrún τους κλαί­νε. / Σήκω, λοι­πόν, Callfull.
(σσ.Το kultrún είναι ένα κρου­στό όργα­νο που χρη­σι­μο­ποιεί­ται από τους Μαπού­τσε ^ Ο Γκαλ­βα­ρί­νο ήταν ένας διά­ση­μος πολε­μι­στής των Μαπού­τσε των πρώ­ι­μων χρό­νων του πολέ­μου Arauco. Πολέ­μη­σε και συνε­λή­φθη αιχ­μά­λω­τος μαζί με άλλους εκα­τόν πενή­ντα, στη μάχη του Λαγκου­νί­για ενα­ντί­ον του κυβερ­νή­τη Γκαρ­θία Χουρ­τά­δο ντε Μεντόζα.)

Από το χίλια τετρα­κό­σια που είναι ο ταλαι­πω­ρη­μέ­νος ο ινδιά­νος  / Στη σκιά της ruca του του τον βλέ­πουν να κλαψουρίζει,…
(σσ. Η ruka ή ruca είναι παρα­δο­σια­κός τύπος σπι­τιών των Μαπού­τσε, αρχι­κά στρογ­γυ­λά με κωνι­κή στέ­γη, συνή­θως κοι­νό­χρη­στα. Τα παρα­δο­σια­κά δεν έχουν παρά­θυ­ρα και απο­τε­λούν έναν ενιαίο ανοι­χτό χώρο στο εσω­τε­ρι­κό, που είναι οργα­νω­μέ­νο γύρω από ένα κεντρι­κό τζά­κι. _Οι ταξι­διώ­τες στο πρώ­το μισό του 20ού αιώ­να συνέ­κρι­ναν τις συν­θή­κες στέ­γα­σης των ruca με τις κατοι­κί­ες του Σαντιά­γο και των φτω­χών Χιλια­νών αγρο­τών που δεν ήταν Μαπούτσε)

Το Totora (σσ. γιγα­ντιαίο δέντρο) πέντε αιώ­νων δεν θα ξερα­θεί ποτέ. / Σήκω, Callupán (σσ.άλλος Μαπούτσε).
Ο Arauco έχει πιο μαύ­ρη λύπη από τη κάπα του (σσ. chamal manta frazada cobija) / Δεν είναι πια οι Ισπα­νοί που τους κάνουν να κλαίνε,
Σήμε­ρα είναι οι ίδιοι οι Χιλια­νοί που τους παίρ­νουν το ψωμί. / Σήκω, Pailahuán (σσ. κοι­νό επώ­νυ­μο Μαπούτσε).

Οι ψήφοι ήδη βρυ­χώ­νται, ακού­γο­νται για να μην φύγουν / Μα για­τί δεν θα ακου­στεί το παρά­πο­νο του Ινδια­νου; / Αν και η φωνή του Caupolicán αντη­χεί στον τάφο / Σήκω, Huenchullán!.

3. Κοίτα πώς χαμογελούν

Αφιε­ρω­μέ­νο όχι μόνο στους υπο­ψη­φί­ους στις προ­ε­κλο­γι­κές εκστρα­τεί­ες, αλλά και στις θεσμι­κές αρχές, αυτό το τρα­γού­δι ασκεί κρι­τι­κή σε δημό­σιους λει­τουρ­γούς, επι­χει­ρη­μα­τί­ες και εκκλη­σια­στι­κά μέλη για τη συμπε­ρι­φο­ρά τους προς τους φτω­χούς ανθρώ­πους, απο­κα­λώ­ντας τους υπο­κρι­τές επει­δή χρη­σι­μο­ποιούν το λαό για τα οφέ­λη και προ­σω­πι­κούς τους πλουτισμούς.

Κοί­τα πώς χαμο­γε­λούν οι πρό­ε­δροι όταν δίνουν υπο­σχέ­σεις στους αθώ­ους / Κοί­τα πώς προ­σφέ­ρουν στο σωμα­τείο, αυτόν τον κόσμο και τον άλλον, οι υποψήφιοι.

Κοί­τα πώς διπλα­σιά­ζο­νται οι όρκοι, αλλά μετά τον όρκο, διπλό μαρ­τύ­ριο / Κοί­τα το σμή­νος των αγρυ­πνών να ραντί­σουν λου­λού­δια τον μαθητή.

Κοί­τα πώς λάμπουν οι αστυ­νο­μι­κοί για να προ­σφέ­ρουν βρα­βεία στους εργά­τες / Κοί­τα πώς ντύ­νο­νται δεκα­νείς και λοχί­ες για να βάψουν κόκ­κι­να τα πεζοδρόμια.
Κοί­τα πώς βεβη­λώ­νουν το σκευο­φυ­λά­κιο με δέρ­μα­τα και καπέ­λα υπο­κρι­σί­ας / Κοί­τα πώς άσπρι­σαν το μήνα της Μαρί­ας και αρνή­θη­καν το φτω­χό φως της ημέρας.

 

Κοί­τα πώς του μπαί­νουν σφή­να να πάρει τη μαρα­κέ­τα του φτω­χού (σσ. Η maraqueta, γνω­στή και ως pan francés και άλλες ονο­μα­σί­ες, είναι ψωμά­κι με κρού­στα πολύ δημο­φι­λές στη Νότια Αμε­ρι­κή. Στη Χιλή χρο­νο­λο­γεί­ται από το 1800 και θεω­ρεί­ται εθνι­κό φαγη­τό της) / Κοί­τα πώς οι επί­ση­μοι κονιο­ποιού­νται να μετρούν τις σελί­δες του ημερολογίου.

4. Μου αρέσουν οι σπουδαστές

Στις σπου­δα­στι­κές κινη­το­ποι­ή­σεις του 2011, αυτό το εμβλη­μα­τι­κό τρα­γού­δι της Βιο­λέ­τας Πάρ­ρα απο­τέ­λε­σε και έμπνευ­ση για τον αγώ­να της λυκεια­κής και πανε­πι­στη­μια­κής νεο­λαί­ας ‑απο­λύ­τως παρα­βα­τι­κή για την Εκκλη­σία και για την επο­χή. Η καλ­λι­τέ­χνι­δα όχι μόνο χαι­ρε­τί­ζει τη συνέ­πεια και την αξία του σκο­πού των κινη­το­ποι­ή­σε­ων, υπο­δει­κνύ­ο­ντάς τους ως ελπί­δα και σπό­ρο της κοι­νω­νί­ας, αλλά και τους τοπο­θε­τεί σε μια θέση διαύ­γειας που απο­κτά­ται από την αξία της μάθη­σης, αντι­πα­ρα­βάλ­λο­ντάς την με το «κρυ­φό» στη­μό­νι που η εκκλη­σία προ­σφέ­ρει ως δήθεν αλήθεια.


Εδώ με την Mercedes Sosa

Ζήτω οι σπου­δα­στές, κήπος των χαρών / Είναι που­λιά που δεν φοβού­νται τα ζώα ή την αστυ­νο­μία / Και δεν φοβού­νται τις σφαί­ρες ή το γάβγι­σμα της αγέ­λης / Caramba y zamba la cosa (σσ. “κάτω οι κανό­νες”), ζήτω η αστρονομία.

Ζήτω οι μαθη­τές που βρυ­χώ­νται σαν τους ανέ­μους / Όταν τα ράσα ή τα συντάγ­μα­τα τους χώνουν στα αυτιά / Μικρά ελευ­θε­ρια­κά που­λιά σαν τα στοι­χειά / Caramba y zamba la cosa, ζήτω τα πειράματα.

Μου αρέ­σουν οι μαθη­τές για­τί είναι το προ­ζύ­μι / Του ψωμιού που θα βγει από το φούρ­νο με όλη του τη νοστι­μιά / Για το στό­μα του φτω­χού που τρώ­ει με πίκρα. / Caramba y zamba la cosa, ζήτω η λογοτεχνία.

Μου αρέ­σουν οι μαθη­τές για­τί σηκώ­νουν το στή­θος / Όταν τους λένε αλεύ­ρι, ξέρο­ντας ότι είναι πίτου­ρο / Και δεν κωφεύ­ουν όταν παρου­σιά­ζε­ται το δήθεν γεγο­νός / Caramba y zamba la cosa, ο Κώδι­κας Δικαίου.
Μου αρέ­σουν οι σπου­δα­στές που βαδί­ζουν στα ερεί­πια / Με τις σημαί­ες ψηλά πάει όλος ο φοι­τη­τό­κο­σμος / Είναι χημι­κοί και για­τροί, χει­ρουρ­γοί και οδο­ντί­α­τροι / Caramba y zamba la cosa, ζήτω οι ειδικοί.

Μου αρέ­σουν οι μαθη­τές που πάνε στο εργα­στή­ριο / Ανα­κα­λύ­πτουν τι κρύ­βε­ται μέσα στο εξο­μο­λο­γη­τή­ριο / Ο άνθρω­πος έχει ήδη ένα κάρο που πήγε στο καθαρ­τή­ριο / Caramba y zamba la cosa, τα επε­ξη­γη­μα­τι­κά βιβλία.
Μου αρέ­σουν οι μαθη­τές που με σαφέ­στα­τη ευγλωτ­τία / Στον ιερό μαύ­ρο ασκό κατέ­βα­σαν τα τέρα­τα / Για­τί, κύριοι, πόσο μας κρα­τά­ει η μετά­νοια; / Caramba y zamba la cosa, ζήτω όλη η επιστήμη.

5. La carta \ Η επιστολή

Το 1963, η Violeta έγρα­ψε αυτό το τρα­γού­δι από το Παρί­σι, όταν ανα­κά­λυ­ψε ότι ο αδελ­φός της Roberto είχε συλ­λη­φθεί από την κυβέρ­νη­ση του “León de Tarapacá”, του τότε προ­έ­δρου της Χιλής, Jorge Alessandri. Στο «La carta», στρέ­φε­ται ευθέ­ως κατά των εξου­σιών του αστι­κού κρά­τους, κατη­γο­ρεί τον πρό­ε­δρο χωρίς περι­στρο­φές, αντι­με­τω­πί­ζο­ντάς τον ως «αιμο­δι­ψή» και ανα­δει­κνύ­ει την πίστη της στην μαχη­τι­κό­τη­τα της κομμουνίστριας.

Μου έστει­λαν γράμ­μα ταχυ­δρο­μι­κά από νωρίς / Και σε εκεί­νο το γράμ­μα μου λένε ότι συνε­λή­φθη ο αδελ­φός μου / Και χωρίς οίκτο τον έσυ­ραν στο δρό­μο με δεσμά, ναι.
Η επι­στο­λή λέει τον λόγο που διέ­πρα­ξε ο Ρομπέρ­το ​​/ Έχο­ντας υπο­στη­ρί­ξει την απερ­γία που έτρε­χε / Αν αυτός είναι ένας λόγος, θα πάω και στη φυλα­κή, λοχία, ναι.

Τόσο μακριά περι­μέ­νω νέα / Έρχε­ται το γράμ­μα να μου πει ότι στην πατρί­δα μου δεν υπάρ­χει δικαιο­σύ­νη / Οι πει­να­σμέ­νοι ζητούν ψωμί, η πολι­το­φυ­λα­κή τους δίνει μολύ­βι, ναι!
Με αυτόν τον πομπώ­δη τρό­πο θέλουν να κρα­τή­σουν τη θέση τους / Αυτοί με θαυ­μα­στές και ουρές χωρίς να αξί­ζουν / Πηγαί­νουν και έρχο­νται από την εκκλη­σία και ξεχνούν τις εντο­λές, ναι.
Βάρ­βα­ρη αυθά­δεια και προ­δο­σία θα είχε φανεί / Να παρου­σιά­σει την γκά­φα και να σκο­τώ­σει εν ψυχρώ / Που την άμυ­να δεν την έχει με τα δύο άδεια χέρια, ναι.

Το γράμ­μα που έλα­βα μου ζητά απά­ντη­ση / Ζητώ να δια­δο­θεί σε όλο τον πληθυσμό /
Ότι το Λιο­ντά­ρι είναι αιμο­δι­ψές σε κάθε γενιά, ναι.

Ευτυχώς έχω κιθάρα να κλάψω τον πόνο μου /
Έχω και εννιά αδέρφια εκτός από αυτόν που ήταν στρατευμένος / 

Και οι εννιά είναι κομμουνιστές
με την εύνοια του δικού μας θεού μου, ναι.!!

Πηγή

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο