Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Επρόκειτο για ένα φρικαστικό έγκλημα που συγκλόνισε τότε την Χουντοκρατούμενη Ελλάδα, αλλά πήρε και διεθνείς διαστάσεις, ενώ «σημαδεύτηκε» και από το γεγονός ότι ο βασικός δράστης ήταν ο τελευταίος στη χώρα μας που θανατώθηκε, μέσω της θανατικής ποινής που του επιβλήθηκε. Στηριγμένοι σε ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, αλλά και σε δημοσιεύματα στο διαδύκτιο παρουσιάζουμε πλευρές της πολύκροτης υπόθεσης.
Το έγκλημα
Την Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 1972 γύρω στις 2 τα ξημερώματα όταν ο 27χρονος Λυμπέρης, έχοντας καταναλώσει γερή ποσότητα αλκοόλ, ξεκίνησε με το αυτοκίνητό του για το σπίτι της οικογένειάς του, που βρισκόταν στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου. Μαζί του ήταν οι φίλοι του, ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος και ο 25χρονος Θεόδωρος Καπρέτσος. Ο τρίτος φίλος, ο 20χρονος Αθανάσιος Σταμάτης δεν πήρε μέρος στο έγκλημα, αλλά γνώριζε τι θα γινόταν.
Όταν έφτασαν στη μικρή μονοκατοικία της οδού 28ης Οκτωβρίου, ο Καπρέτσος έμεινε απ’ έξω να κρατάει τσίλιες και ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν στο σπίτι έχοντας μαζί τους τρία μπιτόνια με βενζίνη. Ο πρώτος κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της γυναίκας του, ενώ ο άλλος πήγε στο δωμάτιο της πεθεράς. Εκεί κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του και ο μικρός Γιώργος, που ήταν τότε μόλις ενός έτους.
Ο Αγγελόπουλος στο ένα δωμάτιο και ο Λυμπέρης στο άλλο άδειασαν τη βενζίνη στο χώρο και πετώντας από ένα αναμμένο σπίρτο παρέδωσαν τα πάντα σε έναν πύρινο εφιάλτη. Σύντομα άρχισαν οι εκρήξεις λόγω της βενζίνης, το σπίτι γέμισε φλόγες και καπνούς και ακουγόντουσαν οι φρικτές κραυγές των παιδιών που καιγόντουσαν ζωντανά…
Η Βασιλική, που βρισκόταν στο δωμάτιό της μαζί με την 2χρονη κόρη της, πετάχτηκε από το κρεβάτι της και προσπάθησε να καλέσει βοήθεια. Ο Λυμπέρης όμως όρμηξε πάνω της, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσπρωξε με μανία μέσα στις φλόγες. Ενώ ήταν πεσμένη κάτω, την πατούσε στην κοιλιά και το στήθος για να μην μπορέσει να σηκωθεί…
Ο 18χρονος Αγγελόπουλος όταν άκουσε τα ουρλιαχτά και συνειδητοποίησε ότι και τα παιδιά ήταν τελικά στο σπίτι, λύγισε, τρελάθηκε. Πήρε το τρίτο μπιτόνι βενζίνης και πήγε να το ρίξει πάνω στον Λυμπέρη να τον εκδικηθεί για το ψέμα του και την κατάσταση που τον είχε μπλέξει. Ο ψυχάκιας μας όμως πρόλαβε να κρυφτεί και να γλυτώσει έχοντας μερικά ελαφρά εγκαύματα στα χέρια, το πρόσωπο και το ένα πόδι.
Με το σπίτι παραδομένο στις φλόγες, τα τραγικά θύματα να βιώνουν τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές τους και τον τόπο να μυρίζει καμμένη σάρκα και καπνό, οι δράστες έφυγαν γρήγορα χωρίς κάποιος να τους δει.
Ο Λυμπέρης απείλησε και πάλι τους συνεργούς του ότι αν μιλήσουν, θα τους καθάριζε κι αυτούς, ενώ έδωσε στον Αθανάσιο Σταμάτη να πετάξει τα καμμένα τους ρούχα. “Ό,τι έγινε, έγινε, μη μιλήσει κανείς”, τους είχε πει χαρακτηριστικά.
Τι προηγήθηκε
Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, αφού κατηγορούσε συνεχώς την πεθερά του, η οποία “της έβαζε λόγια”, όπως περιέγραφε. Είχε καταλύσει σε μια πανσιόν στην οδό Σωνιέρου στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνες τις ημέρες θα γνωρίσει παίζοντας χαρτιά τον Παύλο Αγγελόπουλο. Θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου. Ήθελε να την “βγάλει από την μέση” και ζήτησε την βοήθειά του. Ο Αγγελόπουλος αν και στην αρχή ήταν αρνητικός, τελικά πείθεται με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και ενημερώνει και τον εξάδελφο του Θεόδωρο Καπρέτσο. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Θα επαναλάβει τα σχέδια του. Είχε άλλωστε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».
Η αποκάλυψη
Την στιγμή που απομακρύνονταν από την περιοχή, το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν συμφωνημένο. Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη, αυτό θα έλεγαν. Τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου, ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας έξω από την μονοκατοικία που έμενε η αδελφή της γυναίκας του, θα δει καπνούς να βγαίνουν από το σπίτι. Μαζί με έναν γείτονα έσπρωξαν την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό. Τέσσερα κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Όμως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες.
Η Βασιλική μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Θα αντέξει μόλις είκοσι ώρες. Πριν “φύγει” από τη ζωή θα προλάβει να μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή. “Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθή, γιατί δεν θέλαμε να πωλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας” είπε στη θεία της, σύμφωνα με όσα έγραφε η εφημερίδα “Μακεδονία” την επόμενη ημέρα. Ο Λυμπέρης όταν ερωτήθηκε αρχικά για το συμβάν είπε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του, ενώ για τα εγκαύματά του υποστήριξε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι.
Μετά τις αποκαλύψεις της γυναίκας του αναγκάστηκε να ομολογήσει. Θα υποστηρίξει ότι ήθελε απλώς να φοβίσει την πεθερά του για να σταματήσει να ανακατεύεται στην ζωή του ζευγαριού. Όμως, η γυναίκα του λίγο πριν ξεψυχήσει θα υποστηρίξει ότι ήθελε τα χρήματά της για να τα “φάει με την φιλενάδα του”. Μάλιστα, θα περιγράψει: “Ξεμυαλίσθηκε και άρχισε να λέγη πως δεν του έφθαναν τα λεφτά. Έλεγε πως χρωστούσε τάχα φόρους στην εφορία. Για να μας κάνη τάχα να τον πιστέψουμε μας έφερε κάποτε και έναν φίλο του εφοριακό και άλλοτε κάτι αποδείξεις παλιές. Ετσι μας τραβούσε χρήματα. Η καημένη η μητέρα μου πλήρωνε. Τι να κάνη; Μα το κακό παράγινε. Πάντα ήταν χρεωμένος”.
Η νεκροψία του ιατροδικαστή Σπύρου Καψάσκη έδειξε ότι και τα τέσσερα θύματα έφεραν πάνω τους εκτενή εγκαύματα δευτέρου και τρίτου βαθμού, οι δύο γυναίκες στο 95% του σώματός τους και τα δύο αδερφάκια στο 75%.
Η κηδεία της οικογένειας έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1972 στο νεκροταφείο Χαλανδρίου-Βριλησσίων παρουσία εκατοντάδων ανθρώπων, που θρηνούσαν και αποζητούσαν δικαίωση. Δύο μικρά φέρετρα και δύο μεγάλα, που έμειναν κλειστά λόγω των φρικτών παραμορφώσεων που είχαν υποστεί τα σώματα των άτυχων θυμάτων.
Η δίκη
Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο στις στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία.
“Ο εγκληματικός χαρακτήρας του Λυμπέρη που προϋπήρχε, τελειοποιήθηκε με την εγκατάστασή του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου και με τον έρωτά του προς τη Μαρία Γκίκα. Δύο, συνεπώς, είναι τα ελατήρια του Λυμπέρη: να κληρονομήσει τη σύζυγό του και να παντρευτεί τη Μαρία. Το έγκλημα διαπράχθηκε εν γνώσει του Λυμπέρη ότι, όλοι βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι. Για πρώτη φορά στα εγκληματικά χρονικά της χώρας μας, εμφανίζεται έγκλημα τέτοιων διαστάσεων. Και δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απεχθές” είπε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του. Μια 45λεπτη διάσκεψη του δικαστηρίου το πρωινό της Κυριακής 7ης Μαϊού ήταν αρκετή για την ετυμηγορία. “Τετράκις εις θάνατον” είναι ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρία έτη ο Σταμάτης για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών. Το κοινό που τη παρακολούθησε ξέσπασε σε χειροκτοτήματα.
Η εκτέλεση
Πρώτος σταθμός του Λυμπέρη ήταν οι φυλακές της Αίγινας. Θα τον κρατήσουν στα πειθαρχία γιατί δεχόταν απειλές για τη ζωή του από άλλους κρατούμενους. Λίγο καιρό αργότερα, θα βρεθεί στις φυλακές Αλικαρνασσού. Θα τεθεί σε απομόνωση, ενώ μπορούσε να βγαίνει μόλις για μισή ώρα την ημέρα από το κελί του, όταν οι υπόλοιποι κρατούμενοι είχαν επιστρέψει στα δικά τους.
Στις 24 Αυγούστου θα ενημερωθεί πως η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Θα συντάξει ένα γράμμα προς τη μητέρα του. “Σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά” θα γράψει ζητώντας συγχώρεση για τον πόνο που της προκάλεσε. Στις λίγες αράδες που έγραψε δεν υπήρξε καμία αναφορά για την οικογένειά του, ούτε καν για τα δύο παιδιά του, που έφυγαν από τα δικά του χέρια. Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να έλθει ο ιερέας της ενορίας για να τον κοινωνήσει.
Τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου θα επιβιβαστεί στο όχημα που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού. Η θανατική ποινή δια τυφεκισμού προϋποθέτει εθελοντές. Έτσι, το προηγούμενο απόγευμα ο διοικητής της ΣΕΑΠ απευθύνθηκε στους στρατιώτες και αφού περιέγραψε γλαφυρά το έγκλημα του Λυμπέρη, αναζήτησε τους πρόθυμους. Τριάντα στρατιώτες βγήκαν μπροστά και επελέγησαν δώδεκα.
Η διαδικασία βάση του νόμου, απαιτούσε ένα στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες, αλλά μόνο τα έξι τουφέκια θα έπρεπε να έχουν κανονικές σφαίρες προκειμένου κανείς να μην γνωρίζει με σιγουριά ποιοι σκότωσαν. Η ώρα της εκτελέσης ήταν η στιγμή που χαράζει, για να μπορέσει ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Ο Λυμπέρης λίγα λεπτά πριν ξημερώσει ζήτησε να του δέσουν τα μάτια.
Το παράγγελμα «πυρ» ακολούθησαν πυροβολισμοί, που γάζωσαν το σώμα του Βασίλη Λυμπέρη. Ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Ήταν όμως πολύ ταραγμένος. Ζήτησε από έναν επιλοχία να αναλάβει. Ούτε εκείνος ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Άφησε το περίστροφο και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Απέστρεψε το βλέμμα του και αντί για μια σφαίρα, από την κάννη του όπλου έφυγαν περισσότερες παραμορφώνοντας το πρόσωπο του νεκρού. Ο συγκεκριμένος επιλοχίας θα απαλλαγεί των καθηκόντων του έξι μήνες αργότερα. Δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί αυτό που κλήθηκε να κάνει.
Για την ίδια μέρα είχε ορισθεί και η εκτέλεση του Παύλου Αγγελόπουλου στην Κέρκυρα. Όμως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος του έδωσε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αφού την στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια και ο Αγγελόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφυλακίστηκε.
Και ..ταινία
Η υπόθεση Λυμπέρη μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1972 έγινε η πρώτη προβολή της ταινίας “Σατανάδες της Νύχτας” που ήταν βασισμένη στα γεγονότα που αναφέραμε. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Μάριος Ρετσίλας και σεναριογράφος ο Βασίλης Μανουσάκης. Τον Βασίλη Λυμπέρη ενσάρκωσε ο έξοχος ηθοποιός Γιάννης Κατράνης.