Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

5 Γενάρη 1972: Ένα φρικιαστικό έγκλημα και η τελευταία εκτέλεση (του δράστη) στην Ελλάδα

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας // 

Επρό­κει­το για ένα φρι­κα­στι­κό έγκλη­μα που συγκλό­νι­σε τότε την Χου­ντο­κρα­τού­με­νη Ελλά­δα, αλλά πήρε και διε­θνείς δια­στά­σεις, ενώ «σημα­δεύ­τη­κε» και από το γεγο­νός ότι ο βασι­κός δρά­στης ήταν ο τελευ­ταί­ος στη χώρα μας που θανα­τώ­θη­κε, μέσω της θανα­τι­κής ποι­νής που του επι­βλή­θη­κε. Στη­ριγ­μέ­νοι σε ρεπορ­τάζ των εφη­με­ρί­δων της επο­χής, αλλά και σε δημο­σιεύ­μα­τα στο δια­δύ­κτιο παρου­σιά­ζου­με πλευ­ρές της πολύ­κρο­της υπόθεσης.

lumperis2

Το έγκλη­μα

Την Τετάρ­τη 5 Ιανουα­ρί­ου 1972 γύρω στις 2 τα ξημε­ρώ­μα­τα όταν ο 27χρονος Λυμπέ­ρης, έχο­ντας κατα­να­λώ­σει γερή ποσό­τη­τα αλκο­όλ, ξεκί­νη­σε με το αυτο­κί­νη­τό του για το σπί­τι της οικο­γέ­νειάς του, που βρι­σκό­ταν στη Μετα­μόρ­φω­ση Χαλαν­δρί­ου. Μαζί του ήταν οι φίλοι του, ο 18χρονος Παύ­λος Αγγε­λό­που­λος και ο 25χρονος Θεό­δω­ρος Καπρέ­τσος. Ο τρί­τος φίλος, ο 20χρονος Αθα­νά­σιος Στα­μά­της δεν πήρε μέρος στο έγκλη­μα, αλλά γνώ­ρι­ζε τι θα γινόταν.

Όταν έφτα­σαν στη μικρή μονο­κα­τοι­κία της οδού 28ης Οκτω­βρί­ου, ο Καπρέ­τσος έμει­νε απ’ έξω να κρα­τά­ει τσί­λιες και ο Λυμπέ­ρης με τον Αγγε­λό­που­λο μπή­καν στο σπί­τι έχο­ντας μαζί τους τρία μπι­τό­νια με βεν­ζί­νη. Ο πρώ­τος κατευ­θύν­θη­κε προς το δωμά­τιο της γυναί­κας του, ενώ ο άλλος πήγε στο δωμά­τιο της πεθε­ράς. Εκεί κοι­μό­ταν ήσυ­χα στην κού­νια του και ο μικρός Γιώρ­γος, που ήταν τότε μόλις ενός έτους.

Ο Αγγε­λό­που­λος στο ένα δωμά­τιο και ο Λυμπέ­ρης στο άλλο άδεια­σαν τη βεν­ζί­νη στο χώρο και πετώ­ντας από ένα αναμ­μέ­νο σπίρ­το παρέ­δω­σαν τα πάντα σε έναν πύρι­νο εφιάλ­τη. Σύντο­μα άρχι­σαν οι εκρή­ξεις λόγω της βεν­ζί­νης, το σπί­τι γέμι­σε φλό­γες και καπνούς και ακου­γό­ντου­σαν οι φρι­κτές κραυ­γές των παι­διών που και­γό­ντου­σαν ζωντανά…

Η Βασι­λι­κή, που βρι­σκό­ταν στο δωμά­τιό της μαζί με την 2χρονη κόρη της, πετά­χτη­κε από το κρε­βά­τι της και προ­σπά­θη­σε να καλέ­σει βοή­θεια. Ο Λυμπέ­ρης όμως όρμη­ξε πάνω της, την άρπα­ξε από τα μαλ­λιά και την έσπρω­ξε με μανία μέσα στις φλό­γες. Ενώ ήταν πεσμέ­νη κάτω, την πατού­σε στην κοι­λιά και το στή­θος για να μην μπο­ρέ­σει να σηκωθεί…

Ο 18χρονος Αγγε­λό­που­λος όταν άκου­σε τα ουρ­λια­χτά και συνει­δη­το­ποί­η­σε ότι και τα παι­διά ήταν τελι­κά στο σπί­τι, λύγι­σε, τρε­λά­θη­κε. Πήρε το τρί­το μπι­τό­νι βεν­ζί­νης και πήγε να το ρίξει πάνω στον Λυμπέ­ρη να τον εκδι­κη­θεί για το ψέμα του και την κατά­στα­ση που τον είχε μπλέ­ξει. Ο ψυχά­κιας μας όμως πρό­λα­βε να κρυ­φτεί και να γλυ­τώ­σει έχο­ντας μερι­κά ελα­φρά εγκαύ­μα­τα στα χέρια, το πρό­σω­πο και το ένα πόδι.

Με το σπί­τι παρα­δο­μέ­νο στις φλό­γες, τα τρα­γι­κά θύμα­τα να βιώ­νουν τις τελευ­ταί­ες μαρ­τυ­ρι­κές στιγ­μές τους και τον τόπο να μυρί­ζει καμ­μέ­νη σάρ­κα και καπνό, οι δρά­στες έφυ­γαν γρή­γο­ρα χωρίς κάποιος να τους δει.

Ο Λυμπέ­ρης απεί­λη­σε και πάλι τους συνερ­γούς του ότι αν μιλή­σουν, θα τους καθά­ρι­ζε κι αυτούς, ενώ έδω­σε στον Αθα­νά­σιο Στα­μά­τη να πετά­ξει τα καμ­μέ­να τους ρού­χα. “Ό,τι έγι­νε, έγι­νε, μη μιλή­σει κανείς”, τους είχε πει χαρακτηριστικά.

lumperis4

Τι προη­γή­θη­κε

Τα Χρι­στού­γεν­να του 1971 ο Βασί­λης Λυμπέ­ρης είχε φύγει από το σπί­τι του. Βρι­σκό­ταν σε διά­στα­ση με την γυναί­κα του Βασι­λι­κή, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, αφού κατη­γο­ρού­σε συνε­χώς την πεθε­ρά του, η οποία “της έβα­ζε λόγια”, όπως περιέ­γρα­φε. Είχε κατα­λύ­σει σε μια παν­σιόν στην οδό Σωνιέ­ρου στο κέντρο της Αθή­νας. Εκεί­νες τις ημέ­ρες θα γνω­ρί­σει παί­ζο­ντας χαρ­τιά τον Παύ­λο Αγγε­λό­που­λο. Θα του εκμυ­στη­ρευ­τεί τα προ­βλή­μα­τα που είχε στο σπί­τι του, κατη­γο­ρώ­ντας την πεθε­ρά του Αντι­γό­νη Μάρ­κου. Ήθε­λε να την “βγά­λει από την μέση” και ζήτη­σε την βοή­θειά του. Ο Αγγε­λό­που­λος αν και στην αρχή ήταν αρνη­τι­κός, τελι­κά πεί­θε­ται με αντάλ­λαγ­μα ένα αυτο­κί­νη­το και ενη­με­ρώ­νει και τον εξά­δελ­φο του Θεό­δω­ρο Καπρέ­τσο. Στις 4 Ιανουα­ρί­ου ο Λυμπέ­ρης θα τους συνα­ντή­σει σε μια ταβέρ­να. Θα επα­να­λά­βει τα σχέ­δια του. Είχε άλλω­στε προ­μη­θευ­τεί μπι­τό­νια με βεν­ζί­νη. Κατα­να­λώ­νουν μεγά­λες ποσό­τη­τες αλκο­όλ και φεύ­γουν από την ταβέρ­να. Ο Παύ­λος Αγγε­λό­που­λος θα πει αργό­τε­ρα σε μία συνέ­ντευ­ξη πως «αν δεν υπήρ­χε το ποτό, δεν θα γινό­τα­νε αυτή η καταστροφή».

Η απο­κά­λυ­ψη

Την στιγ­μή που απο­μα­κρύ­νο­νταν από την περιο­χή, το σπί­τι είχε τυλι­χτεί στις φλό­γες. Τρεις άνθρω­ποι κεί­το­νταν ήδη νεκροί, αλλά η Βασι­λι­κή ανέ­πνεε ακό­μα. Το άλλο­θι των δρα­στών ήταν συμ­φω­νη­μέ­νο. Έπαι­ζαν χαρ­τιά στο δωμά­τιο του Λυμπέ­ρη, αυτό θα έλε­γαν. Τα ξημε­ρώ­μα­τα της 5ης Ιανουα­ρί­ου, ο 30χρονος Αντώ­νης Στρογ­γυ­λού­δης περ­νώ­ντας έξω από την μονο­κα­τοι­κία που έμε­νε η αδελ­φή της γυναί­κας του, θα δει καπνούς να βγαί­νουν από το σπί­τι. Μαζί με έναν γεί­το­να έσπρω­ξαν την πόρ­τα. Το θέα­μα που αντί­κρι­σαν ήταν φρι­κτό. Τέσ­σε­ρα κορ­μιά κεί­το­νταν στο πάτω­μα. Η 55χρονη Αντι­γό­νη Μάρ­κου, η 3χρονη Πανα­γιώ­τα και ο ενός έτους Γιωρ­γά­κης ήταν νεκροί. Όμως η Βασι­λι­κή ανέ­πνεε ακό­μα. Η πρώ­τη εντύ­πω­ση που σχη­μα­τί­σθη­κε ήταν πως το σπί­τι είχε πιά­σει φωτιά και τα τέσ­σε­ρα θύμα­τα είχαν εγκλω­βι­στεί στις φλόγες.

Η Βασι­λι­κή μετα­φέ­ρε­ται στο νοσο­κο­μείο. Θα αντέ­ξει μόλις είκο­σι ώρες. Πριν “φύγει” από τη ζωή θα προ­λά­βει να μιλή­σει σε μια θεία της, που ήταν μονα­χή. “Αυτός μας έκα­ψε. Αυτός μας έρι­ξε βεν­ζί­νη και ύστε­ρα έβα­λε φωτιά. Ο κακούρ­γος το έκα­νε για να μας εκδι­κη­θή, για­τί δεν θέλα­με να πωλή­σου­με τα κτή­μα­τά μας και να του δώσου­με τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούρ­γος έκα­ψε τα παι­διά μας” είπε στη θεία της, σύμ­φω­να με όσα έγρα­φε η εφη­με­ρί­δα “Μακε­δο­νία” την επό­με­νη ημέ­ρα. Ο Λυμπέ­ρης όταν ερω­τή­θη­κε αρχι­κά για το συμ­βάν είπε ότι βρι­σκό­ταν στο δωμά­τιο του, ενώ για τα εγκαύ­μα­τά του υπο­στή­ρι­ξε ότι έψη­νε καφέ και έσκα­σε το γκαζάκι.

Μετά τις απο­κα­λύ­ψεις της γυναί­κας του ανα­γκά­στη­κε να ομο­λο­γή­σει. Θα υπο­στη­ρί­ξει ότι ήθε­λε απλώς να φοβί­σει την πεθε­ρά του για να στα­μα­τή­σει να ανα­κα­τεύ­ε­ται στην ζωή του ζευ­γα­ριού. Όμως, η γυναί­κα του λίγο πριν ξεψυ­χή­σει θα υπο­στη­ρί­ξει ότι ήθε­λε τα χρή­μα­τά της για να τα “φάει με την φιλε­νά­δα του”. Μάλι­στα, θα περι­γρά­ψει: “Ξεμυα­λί­σθη­κε και άρχι­σε να λέγη πως δεν του έφθα­ναν τα λεφτά. Έλε­γε πως χρω­στού­σε τάχα φόρους στην εφο­ρία. Για να μας κάνη τάχα να τον πιστέ­ψου­με μας έφε­ρε κάπο­τε και έναν φίλο του εφο­ρια­κό και άλλο­τε κάτι απο­δεί­ξεις παλιές. Ετσι μας τρα­βού­σε χρή­μα­τα. Η καη­μέ­νη η μητέ­ρα μου πλή­ρω­νε. Τι να κάνη; Μα το κακό παρά­γι­νε. Πάντα ήταν χρεωμένος”.

Η νεκρο­ψία του ιατρο­δι­κα­στή Σπύ­ρου Καψά­σκη έδει­ξε ότι και τα τέσ­σε­ρα θύμα­τα έφε­ραν πάνω τους εκτε­νή εγκαύ­μα­τα δευ­τέ­ρου και τρί­του βαθ­μού, οι δύο γυναί­κες στο 95% του σώμα­τός τους και τα δύο αδερ­φά­κια στο 75%.

Η κηδεία της οικο­γέ­νειας έγι­νε στις 6 Ιανουα­ρί­ου 1972 στο νεκρο­τα­φείο Χαλαν­δρί­ου-Βρι­λησ­σί­ων παρου­σία εκα­το­ντά­δων ανθρώ­πων, που θρη­νού­σαν και απο­ζη­τού­σαν δικαί­ω­ση. Δύο μικρά φέρε­τρα και δύο μεγά­λα, που έμει­ναν κλει­στά λόγω των φρι­κτών παρα­μορ­φώ­σε­ων που είχαν υπο­στεί τα σώμα­τα των άτυ­χων θυμάτων.

lumperis3

Η δίκη

Η δίκη για την υπό­θε­ση, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο Κακουρ­γιο­δι­κείο στις στις αρχές Μαΐ­ου του 1972. Οι Βασί­λης Λυμπέ­ρης και Παύ­λος Αγγε­λό­που­λος κατη­γο­ρού­νταν για τέσ­σε­ρις δολο­φο­νί­ες εκ προ­θέ­σε­ως ιδια­ζό­ντως ειδε­χθείς και δια­κε­κρι­μέ­νη φθο­ρά δια πυρός, ο Θεό­δω­ρος Καπρέ­τσος για απλή συνέρ­γεια και στις δύο πρά­ξεις των δύο προη­γου­μέ­νων, ενώ ο Θανά­σης Στα­μά­της, ο άνθρω­πος στον οποίο έδω­σαν τα ρού­χα τους μετά τη φωτιά, για υπό­θαλ­ψη εγκληματία.

“Ο εγκλη­μα­τι­κός χαρα­κτή­ρας του Λυμπέ­ρη που προ­ϋ­πήρ­χε, τελειο­ποι­ή­θη­κε με την εγκα­τά­στα­σή του στην παν­σιόν της οδού Σωνιέ­ρου και με τον έρω­τά του προς τη Μαρία Γκί­κα. Δύο, συνε­πώς, είναι τα ελα­τή­ρια του Λυμπέ­ρη: να κλη­ρο­νο­μή­σει τη σύζυ­γό του και να παντρευ­τεί τη Μαρία. Το έγκλη­μα δια­πρά­χθη­κε εν γνώ­σει του Λυμπέ­ρη ότι, όλοι βρι­σκό­ντου­σαν μέσα στο σπί­τι. Για πρώ­τη φορά στα εγκλη­μα­τι­κά χρο­νι­κά της χώρας μας, εμφα­νί­ζε­ται έγκλη­μα τέτοιων δια­στά­σε­ων. Και δεν μπο­ρεί παρά να θεω­ρη­θεί απε­χθές” είπε ο εισαγ­γε­λέ­ας στην αγό­ρευ­σή του. Μια 45λεπτη διά­σκε­ψη του δικα­στη­ρί­ου το πρω­ι­νό της Κυρια­κής 7ης Μαϊ­ού ήταν αρκε­τή για την ετυ­μη­γο­ρία. “Τετρά­κις εις θάνα­τον” είναι ποι­νή για τους Λυμπέ­ρη και Αγγε­λό­που­λο, ενώ σε τέσ­σε­ρις φορές ισό­βια κάθειρ­ξη κατα­δι­κά­στη­κε ο Καπρέ­τσος και σε τρία έτη ο Στα­μά­της για από­κρυ­ψη της εγκλη­μα­τι­κής δρά­σης των άλλων τριών. Το κοι­νό που τη παρα­κο­λού­θη­σε ξέσπα­σε σε χειροκτοτήματα.

Η εκτέ­λε­ση 

Πρώ­τος σταθ­μός του Λυμπέ­ρη ήταν οι φυλα­κές της Αίγι­νας. Θα τον κρα­τή­σουν στα πει­θαρ­χία για­τί δεχό­ταν απει­λές για τη ζωή του από άλλους κρα­τού­με­νους. Λίγο και­ρό αργό­τε­ρα, θα βρε­θεί στις φυλα­κές Αλι­καρ­νασ­σού. Θα τεθεί σε απο­μό­νω­ση, ενώ μπο­ρού­σε να βγαί­νει μόλις για μισή ώρα την ημέ­ρα από το κελί του, όταν οι υπό­λοι­ποι κρα­τού­με­νοι είχαν επι­στρέ­ψει στα δικά τους.

Στις 24 Αυγού­στου θα ενη­με­ρω­θεί πως η αίτη­ση χάρι­τος απορ­ρί­φθη­κε. Θα συντά­ξει ένα γράμ­μα προς τη μητέ­ρα του. “Σε πίκρα­να και σε γέμι­σα πόνο και θλί­ψη, καθώς και τον πατέ­ρα, τα αδέλ­φια μου, τον Γιάν­νη, τη Σοφία, το Φλω­ρά­κι και τη νονά” θα γρά­ψει ζητώ­ντας συγ­χώ­ρε­ση για τον πόνο που της προ­κά­λε­σε. Στις λίγες αρά­δες που έγρα­ψε δεν υπήρ­ξε καμία ανα­φο­ρά για την οικο­γέ­νειά του, ούτε καν για τα δύο παι­διά του, που έφυ­γαν από τα δικά του χέρια. Άφη­σε το γράμ­μα στο κρε­βά­τι του και παρα­κά­λε­σε να έλθει ο ιερέ­ας της ενο­ρί­ας για να τον κοινωνήσει.

Τα ξημε­ρώ­μα­τα της 25ης Αυγού­στου θα επι­βι­βα­στεί στο όχη­μα που τον μετέ­φε­ρε στον τόπο της εκτέ­λε­σης, το πεδίο βολής της Σχο­λής Εφέ­δρων Αξιω­μα­τι­κών Πεζι­κού. Η θανα­τι­κή ποι­νή δια τυφε­κι­σμού προ­ϋ­πο­θέ­τει εθε­λο­ντές. Έτσι, το προη­γού­με­νο από­γευ­μα ο διοι­κη­τής της ΣΕΑΠ απευ­θύν­θη­κε στους στρα­τιώ­τες και αφού περιέ­γρα­ψε γλα­φυ­ρά το έγκλη­μα του Λυμπέ­ρη, ανα­ζή­τη­σε τους πρό­θυ­μους. Τριά­ντα στρα­τιώ­τες βγή­καν μπρο­στά και επε­λέ­γη­σαν δώδεκα.

Η δια­δι­κα­σία βάση του νόμου, απαι­τού­σε ένα στρα­τιω­τι­κό από­σπα­σμα απο­τε­λού­με­νο από 12 άνδρες, αλλά μόνο τα έξι του­φέ­κια θα έπρε­πε να έχουν κανο­νι­κές σφαί­ρες προ­κει­μέ­νου κανείς να μην γνω­ρί­ζει με σιγου­ριά ποιοι σκό­τω­σαν. Η ώρα της εκτε­λέ­σης ήταν η στιγ­μή που χαρά­ζει, για να μπο­ρέ­σει ο μελ­λο­θά­να­τος να αντι­κρί­σει για τελευ­ταία φορά τον ήλιο. Ο Λυμπέ­ρης λίγα λεπτά πριν ξημε­ρώ­σει ζήτη­σε να του δέσουν τα μάτια.

Το παράγ­γελ­μα «πυρ» ακο­λού­θη­σαν πυρο­βο­λι­σμοί, που γάζω­σαν το σώμα του Βασί­λη Λυμπέ­ρη. Ήταν η σει­ρά του επι­κε­φα­λής υπο­λο­χα­γού να εκτε­λέ­σει τη χαρι­στι­κή βολή. Ήταν όμως πολύ ταραγ­μέ­νος. Ζήτη­σε από έναν επι­λο­χία να ανα­λά­βει. Ούτε εκεί­νος ήταν σε καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση. Άφη­σε το περί­στρο­φο και πήρε ένα αυτό­μα­το όπλο. Απέ­στρε­ψε το βλέμ­μα του και αντί για μια σφαί­ρα, από την κάν­νη του όπλου έφυ­γαν περισ­σό­τε­ρες παρα­μορ­φώ­νο­ντας το πρό­σω­πο του νεκρού. Ο συγκε­κρι­μέ­νος επι­λο­χί­ας θα απαλ­λα­γεί των καθη­κό­ντων του έξι μήνες αργό­τε­ρα. Δεν μπό­ρε­σε ποτέ να δια­χει­ρι­στεί αυτό που κλή­θη­κε να κάνει.

Για την ίδια μέρα είχε ορι­σθεί και η εκτέ­λε­ση του Παύ­λου Αγγε­λό­που­λου στην Κέρ­κυ­ρα. Όμως ο δικτά­το­ρας Παπα­δό­που­λος του έδω­σε χάρη λόγω του νεα­ρού της ηλι­κί­ας του, αφού την στιγ­μή τέλε­σης της δολο­φο­νί­ας δεν είχε κλεί­σει τα 18 του χρό­νια. Μετά την πτώ­ση της χού­ντας, η εσχά­τη των ποι­νών μετα­τρά­πη­κε σε ισό­βια και ο Αγγε­λό­που­λος στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’90 αποφυλακίστηκε.

Και ..ται­νία

Η υπό­θε­ση Λυμπέ­ρη μετα­φέρ­θη­κε και στον κινη­μα­το­γρά­φο. Στις 25 Σεπτεμ­βρί­ου 1972 έγι­νε η πρώ­τη προ­βο­λή της ται­νί­ας “Σατα­νά­δες της Νύχτας” που ήταν βασι­σμέ­νη στα γεγο­νό­τα που ανα­φέ­ρα­με. Σκη­νο­θέ­της της ται­νί­ας ήταν ο Μάριος Ρετσί­λας και σενα­ριο­γρά­φος ο Βασί­λης Μανου­σά­κης. Τον Βασί­λη Λυμπέ­ρη ενσάρ­κω­σε ο έξο­χος ηθο­ποιός Γιάν­νης Κατράνης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο