Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

50 χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη

Πενή­ντα χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται από τον θάνα­το του «πατριάρ­χη του ρεμπέ­τι­κου», του ανε­πα­νά­λητ­που Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη, στις 8 Φλε­βά­ρη 1972.

Ενας εκ των σπου­δαιό­τε­ρων Ελλή­νων συν­θε­τών του λαϊ­κού τρα­γου­διού, ο Μάρ­κος γεν­νή­θη­κε στις 10 Μάη 1905, στο συνοι­κι­σμό Σκα­λί της Ανω Χώρας στην Ερμού­πο­λη της Σύρου. Ηταν ο πρώ­τος από τα έξι παι­διά του Δομέ­νι­κου και της Ελπί­δας Βαμ­βα­κά­ρη , οι οποί­οι ήταν φτω­χοί αγρό­τες – χωρίς κλή­ρο – και ασχο­λού­νταν και με άλλες δου­λειές για να μεγα­λώ­σουν τα παι­διά τους. Εζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια στη Σύρο και σε ηλι­κία 12 χρο­νών ήρθε στην Αθή­να. Εμα­θε μπου­ζού­κι και μπα­γλα­μά στο στρα­τό. Η πιο δημιουρ­γι­κή περί­ο­δος για τον Βαμ­βα­κά­ρη ήταν η πεντα­ε­τία 1935 – 1940. Ως το 1960 εμφα­νι­ζό­ταν τακτι­κά σε κέντρα. Σιγά σιγά όμως οι μάντρες και τα κου­τού­κια άρχι­σαν να μετα­βάλ­λο­νται σε κοσμι­κά κέντρα. Ο Μάρ­κος γύρι­σε στο σπί­τι του, κοντά στη γυναί­κα του και τα τρία του παιδιά.

Ο Μάρ­κος είχε γρά­ψει, όπως ο ίδιος έλε­γε, περισ­σό­τε­ρα από 3.000 τρα­γού­δια, μετα­ξύ των οποί­ων πολ­λά πραγ­μα­τι­κά αρι­στουρ­γή­μα­τα. Είναι βιω­μα­τι­κός συν­θέ­της και αυτο­βιο­γρα­φι­κός. Γρά­φει ο ίδιος στί­χους, μελο­ποιεί και τρα­γου­δά γεγο­νό­τα της ζωής του, π.χ., τη γέν­νη­σή του, τα επαγ­γέλ­μα­τα που έκα­νε, αρρα­βώ­νες, γάμους, δια­ζύ­γιο, αρρώστιες.

Ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης είναι η ρίζα του λαϊ­κού τρα­γου­διού της επο­χής του, καθώς τα τρα­γού­δια του αντα­να­κλούν με μαγεία τα μου­σι­κά «ακού­σμα­τα» της πρώ­της τρια­κο­ντα­ε­τί­ας του 20ού αιώ­να στην Ελλά­δα και τα βιώ­μα­τα της πλειο­ψη­φί­ας του ελλη­νι­κού λαού που άρχι­σε να συρ­ρέ­ει, και λόγω των «από­το­μων», όπως η Μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, ιστο­ρι­κών μετα­βο­λών στα μεγά­λα αστι­κά κέντρα, με πρώ­τη την Αθή­να και ιδιαί­τε­ρα τον Πει­ραιά και τις φτω­χο­γει­το­νιές του.

Το σημα­ντι­κό­τε­ρο στοι­χείο της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Μάρ­κου , που αντα­να­κλά­ται και στα τρα­γού­δια του, είναι η στά­ση ζωής που κρά­τη­σε και η οποία είναι μονα­δι­κή περί­πτω­ση για τα δεδο­μέ­να του κοι­νω­νι­κού του περί­γυ­ρου, σε σχέ­ση πάντα με την επο­χή του: Οντας οικο­γε­νειάρ­χης απεί­χε πολύ από το υπαρ­κτό «πρό­τυ­πο» του «ρεμπέ­τη» της επο­χής, που τα «πετά όλα». Ταυ­τό­χρο­να δεν προ­έ­βη σε καμιά «παρα­χώ­ρη­ση» του έργου του για «χάρη» της οικο­γέ­νειας. Ο Μάρ­κος δε θα συμ­με­τά­σχει σε «επι­τρο­πές καλ­λι­τε­χνών» των εται­ριών δίσκων, που πρώ­τος αυτός άνοι­ξε τις πόρ­τες τους για τους «λαϊ­κούς» καλ­λι­τέ­χνες. Ο Μάρ­κος δε θα επι­τρέ­ψει να λογο­κρι­θεί κανέ­να τρα­γού­δι του για να «περά­σει»…

Ηταν ο άνθρω­πος που όταν έκλει­σαν οι πόρ­τες γι’ αυτόν, δε θα διστά­σει να πάρει τους δρό­μους – που τόσο καλά ήξε­ρε από τη βασα­νι­σμέ­νη παι­δι­κή του ηλι­κία – και να βγει παρέα με το γιο του Στέ­λιο για «σφουγ­γά­ρα» στην Κοκκινιά.

Ο Μάρ­κος θα κρα­τή­σει μια περή­φα­νη στά­ση σε όλη του τη ζωή και όταν είδε ότι «στε­νεύ­ουν τα περά­σμα­τα», τα κοι­νω­νι­κά, θα απο­συρ­θεί στην αυλή του, εμμέ­νο­ντας στο δικό του τρό­πο γρα­φής και γλώσ­σας των τραγουδιών.

Με αυτά και με τη συμπε­ρι­φο­ρά του μιλού­σε, με αυτά έλε­γε ό,τι είχε να πει, και όταν οι επο­χές άλλα­ξαν, εκεί­νος παρέ­μει­νε στα «δικά του». Ισως δεν είχε τίπο­τα άλλο να πει, ίσως ασυ­νεί­δη­τα αισθα­νό­ταν ή ότι έπρε­πε να αλλά­ξει τον κόσμο ή ότι έπρε­πε να αλλά­ξει ο ίδιος. Το να αλλά­ξει τον κόσμο ίσως ήταν πολύ βαρύ για τους ώμους του μάγκα της Σύρας και των Ταμπου­ριών. Το να αλλά­ξει ο ίδιος ήταν εξί­σου βαρύ. Εκεί­νος είχε μάθει αλλιώς. Στο δικό του λεξι­λό­γιο η λέξη «ελιγ­μός» ήταν άγνωστη!

Προ­τί­μη­σε την αξιο­πρέ­πεια και την πικρή σιωπή…

Αφού έδω­σε ένα έργο που επη­ρέ­α­σε όλους τους επό­με­νους, ο δημιουρ­γός της «Φρα­γκο­συ­ρια­νής», του «Κάβου­ρα», του «Αντι­λα­λούν οι φυλα­κές» «έφυ­γε» σε ηλι­κία 67 χρό­νων, σε ένα διά­δρο­μο του «Ερυ­θρού Σταυ­ρού» στις 8 Φλε­βά­ρη 1972, πικρα­μέ­νος και κου­ρα­σμέ­νος. Τα τρία τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του, με άσχη­μη υγεία, είχε σχε­δόν ξεχα­στεί από τους φίλους του και ελά­χι­στοι τον επισκέπτονταν.

Πως έγραψα την «Φραγκοσυριανή»

Αφη­γεί­ται σχε­τι­κά ο Μάρ­κος Βαμβακάρης:

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγα­πού­σε πολύ, διό­τι κι εγώ ήμουν Συρια­νός και το είχαν καμά­ρι οι Συρια­νοί. Κάθε καλο­και­ρά­κι με περί­με­ναν να πάω στη Σύρα να παί­ξω και να γλε­ντή­σει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπά­τη, τον αδερ­φό μου τον μικρό και τον πια­νί­στα Ροβερ­τά­κη και πήγα για πρώ­τη φορά στη Σύρο, σχε­δόν είκο­σι χρό­νια αφ’ ότου έφυ­γα από το νησί. Πρω­τό­παι­ξα, λοι­πόν, σ’ ένα μαγα­ζί στην παρα­λία, μαζεύ­τη­κε όλος ο κόσμος. Κάθε βρά­δυ γέμι­ζε ο κόσμος το μαγα­ζί κι έκα­τσα περί­που δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαι­ζα και τρα­γου­δού­σα, κοί­τα­ζα πάντα κάτω, αδύ­να­το να κοι­τά­ξω τον κόσμο, τα έχα­να. Εκεί όμως που έπαι­ζα, σηκώ­νω μια στιγ­μή το κεφά­λι και βλέ­πω μια ωραία κοπέ­λα. Τα μάτια της ήταν μαύ­ρα. Δεν ξανα­σή­κω­σα το κεφά­λι, μόνο το βρά­δυ την σκε­φτό­μουν, την σκε­φτό­μουν… Πήρα, λοι­πόν, μολύ­βι κι έγρα­ψα πρόχειρα:

Μία φού­ντω­ση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φρα­γκο­συ­ρια­νή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πώς την λέγα­νε ούτε κι εκεί­νη ξέρει πως γι ’ αυτήν μιλά­ει το τρα­γού­δι. Όταν γύρι­σα στον Πει­ραιά, έγρα­ψα τη Φραγκοσυριανή».

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο