Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

60 χρόνια από τη δολοφονία Λαμπράκη — Ο Γκοτζαμάνης μου είχε πει: «Απόψε θα σκοτώσω άνθρωπο…»

«Σκό­τω­σαν έναν άνθρω­πο και έκα­ναν μια οικο­γέ­νεια, έξι άτο­μα, κομ­μου­νι­στές. Μοιά­ζει με το σύν­θη­μα: Ενας στο χώμα χιλιά­δες στον αγώνα».

Μιλά­ει ένας απλός άνθρω­πος, που πριν από 18 χρό­νια έγι­νε ξαφ­νι­κά το πρό­σω­πο της ημέ­ρας. Το όνο­μά του δέθη­κε με το μεγά­λο πολι­τι­κό έγκλη­μα που σημά­δε­ψε τη δεκα­ε­τία του ’60. Και πέρα­σε μαζί του στην ιστο­ρία: Γιώρ­γος Σωτηρ­χό­που­λος λου­στρα­δό­ρος επίπλων.

Ο παπ­πούς τρομοκράτης…

Γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στο «Κου­λέ — καφέ» της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο πατέ­ρας του ήταν υπάλ­λη­λος στην Εται­ρεία Υδά­των, πρό­ε­δρος, μια επο­χή, της συνοι­κια­κής οργά­νω­σης του Λαϊ­κού Κόμ­μα­τος. Ο παπ­πούς του ήταν ο περι­βό­η­τος «μπάρ­μπα — Γιώρ­γης» της Χωρο­φυ­λα­κής, ο φόβος και ο τρό­μος της Θεσσαλονίκης. (…)

«Απέ­να­ντί μας — λέει ο Γιώρ­γος — καθό­ταν ένας καπνερ­γά­της, ο Τάκης ο Πανά­γος. Ηταν ο μόνος κομ­μου­νι­στής στη γει­το­νιά μας. Οταν δεν έτρω­γα το φαΐ μου η μάνα μου με φοβέ­ρι­ζε: “Φάε για­τί θα σε φάει ο Πανά­γος ο κομμουνιστής”!

Φώνα­ζε και την άκου­γε όλη η γει­το­νιά. Μια μέρα με στα­μά­τη­σε ο Πανά­γος στο δρό­μο. “Αμα δεν θέλεις — μου είπε — να τρως το φαΐ σου, μη το τρως. Και μη φοβά­σαι, εγώ δεν θα σε φάω”.

Τεσ­σά­ρων χρο­νών ήμου­να τότε το 1935. Το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό κήρυγ­μα που μας έκα­ναν δεν περιγράφεται. (…)

Το ’55 παντρεύ­τη­κα μια κοπέ­λα από ακρο­δε­ξιά οικο­γέ­νεια. Μαύ­ρος, πίσ­σα ήταν ο πεθε­ρός μου. Και το ’62, όταν πια είχαν γεν­νη­θεί η Αγγε­λι­κού­λα κι ο Αλέ­ξης μου, άνοι­ξα δικό μου μαγα­ζί στην οδό Γεωρ­γί­ου Σταύ­ρου 10, στο κέντρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ηταν ένα μαγα­ζί απλό. Το μόνο του στο­λί­δι ήταν μια εικό­να του Χρι­στού που είχα κερ­δί­σει σε μια λαχειοφόρο.

«Από­ψε θα σκοτώσω…»

Εκεί κοντά έκα­νε πιά­τσα με το τρί­κυ­κλό του ο Γκο­τζα­μά­νης, ο “Παο­κτσής”. Αυτός μου μετέ­φε­ρε τα έπι­πλα. Ο Γκο­τζα­μά­νης έβλε­πε την εικό­να του Χρι­στού στο μαγα­ζί και με πέρ­να­γε για αγα­θό. Μου είχε εμπι­στο­σύ­νη. Ετσι κύλη­σε ο χρό­νος μέχρι το πρωί της 22 Μάη 1963, που του ζήτη­σα να μου μετα­φέ­ρει τ’ από­γευ­μα κάτι έπι­πλα. “Εχω δου­λιά, δεν μπο­ρώ”, μου είπε. Εγώ επέ­μει­να: “Θα σε πλη­ρώ­σω καλά. Θα σου δώσω παρα­πά­νω λεφτά”. “Δεν μπο­ρώ — απά­ντη­σε — μην επι­μέ­νεις. Από­ψε θα κάνω τη μεγα­λύ­τε­ρη τρέ­λα της ζωής μου. Μέχρι που θα σκο­τώ­σω άνθρω­πο”. Δεν του έδω­σα σημα­σία. Την άλλη μέρα διά­βα­σα στην εφη­με­ρί­δα για το “τρο­χαίο ατύ­χη­μα” του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη. Αλλά δεν ήταν τρο­χαίο, ήταν δολο­φο­νία. Και ‘γω τόξερα.

Είπα να πάω στην αστυ­νο­μία να το καταγ­γεί­λω, αλλά σκέ­φτη­κα ότι μπο­ρεί να την έπνι­γαν τη δου­λιά. Δεν είχα το θάρ­ρος να πάω στα γρα­φεία της ΕΔΑ μόνος μου. Εστει­λα τον παρα­γυιό μου. “Τ’ αφε­ντι­κό μου ξέρει την αλή­θεια — τους είπε — ελά­τε στο μαγα­ζί να σας την πει”.

Ηρθε ο Νίκος ο Τζέν­νος και ο Σύλ­λας ο Παπα­δη­μη­τρί­ου. Με συμ­βού­λε­ψαν να πάω στον εισαγ­γε­λέα, αφού μου επι­ση­μά­να­νε τις επι­πτώ­σεις που θα μπο­ρού­σε να είχε η απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας. Μου μίλη­σαν στα­ρά­τα κι αυτό μου έκα­νε εντύ­πω­ση. Πάλαι­ψα όλη νύχτα με τον εαυ­τό μου και το πρωί πήγα στον εισαγγελέα».

Οι «επι­πτώ­σεις» άρχι­σαν από τον εισαγ­γε­λέα Παπα­ντω­νί­ου, που του κάρ­φω­σε την ερώ­τη­ση μπρο­στά στον αρχη­γό της Χωρο­φυ­λα­κής Βαρδουλάκη:

- Πόσα χρό­νια είσαι οργα­νω­μέ­νος στην ΕΔΑ και ποιος σ’ έστειλε;

Οταν του απά­ντη­σε ότι δεν ανή­κε σε κανέ­να πολι­τι­κό κόμ­μα και ότι είχε πάει να κατα­θέ­σει αυτά που ήξε­ρε, ο Παπα­ντω­νί­ου τον έστει­λε στον Σαρ­τζε­τά­κη. «Ο Σαρ­τζε­τά­κης — συνε­χί­ζει ο Γιώρ­γος — μου φέρ­θη­κε καλά. Με ανέ­κρι­νε κάμπο­ση ώρα και μου ζήτη­σε να ξανα­πάω την άλλη μέρα για να δώσω συμπλη­ρω­μα­τι­κή κατά­θε­ση. Εφυ­γα από το γρα­φείο του και τρά­βη­ξα για το μαγα­ζί μου.

Η οδός Γεωρ­γί­ου Σταύ­ρου ήταν γεμά­τη ασφαλίτες…

Την επό­με­νη μέρα πηγαί­νο­ντας στην Εισαγ­γε­λία και τη στιγ­μή που βρι­σκό­μου­να μπρο­στά στο γρα­φείο στρα­το­λο­γί­ας, ένιω­σα ένα χέρι να με αρπά­ζει από το σβέρ­κο και να με τρα­βά­ει. Πρό­λα­βα και είδα δίπλα μου ένα ημι­φορ­τη­γό. Υστε­ρα ένα βαρύ πλήγ­μα με χτύ­πη­σε πίσω στο κεφά­λι. Συνήλ­θα στο δημο­τι­κό νοσο­κο­μείο σ’ έναν θάλα­μο με 20 άδεια κρεβάτια. (…)

Δεν άργη­σε να φανεί κι η αδελ­φή μου η μεγά­λη, που ήταν τότε πρό­ε­δρος της οργά­νω­σης της ΕΡΕ στο “Κου­λέ καφέ”. “Γιώρ­γο — μου είπε — μίλη­σα με τον Μήτσου (σημ. υπο­στρά­τη­γο της Χωρο­φυ­λα­κής). Αν αναι­ρέ­σεις αυτά που είπες θα σου δώσουν δια­μέ­ρι­σμα στου Βότση”.

“Αργά το βρά­δυ ανοί­γει η πόρ­τα και μπαί­νει ο Μήτσου. Πως έπε­σες βρε Σωτηρ­χό­που­λε;”, μου λέει ειρω­νι­κά. “Δεν έπε­σα, με χτύ­πη­σαν”, του απα­ντώ. “Ελα, βρε παι­δί μου, μην κάνεις έτσι κι εμείς θα τα βρού­με. Είμα­στε από την ίδια οικο­γέ­νεια”, μου ξανα­λέ­ει ειρωνικά. (…)

Στο νοσο­κο­μείο έμει­να πέντε μέρες. Οταν βγή­κα μου έδω­σαν δυο χωρο­φύ­λα­κες για σωμα­το­φύ­λα­κες. Σύντο­μα ξανα­πή­γα στο μαγα­ζί μου αλλά… οι πελά­τες άρχι­σαν σιγά — σιγά να αραιώ­νουν και σε λίγο και­ρό δεν είχα καθό­λου δου­λιά. Μου κάνα­νε και μήνυ­ση για ψευ­δή καταγ­γε­λία. Δεν είχαν όμως τα κότσια να φέρουν την υπό­θε­ση του τραυ­μα­τι­σμού μου στο ακρο­α­τή­ριο και με απάλ­λα­ξαν με βού­λευ­μα. Εκλει­σα το μαγα­ζί μου και ήρθα οικο­γε­νεια­κώς στην Αθήνα».

(…) Μόλις άκου­γαν οι εργο­δό­τες το όνο­μά του τον έδιω­χναν. Κι αν πήγαι­νε κάποιος να τον προ­σλά­βει σε δυο — τρεις μέρες, το πολύ μια εβδο­μά­δα μάθαι­νε γι’ αυτόν και τον απέλυε. (…)

«Τυχαία συνα­ντή­θη­κα μια μέρα με κάποιο Θεσ­σα­λο­νι­κιό, γνω­στό μου, που είχε έκθε­ση επί­πλων κι έψα­χνε για λου­στρα­δό­ρο. Με πήρε στη δου­λιά του. Αυτός γνω­ρι­ζό­ταν με τον συνταγ­μα­τάρ­χη Καμου­τσή που ήταν αστυ­νο­μι­κός διευ­θυ­ντής στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όταν δολο­φο­νή­θη­κε ο Λαμπρά­κης. Ο Καμου­τσής έμα­θε από τον εργο­δό­τη μου ότι βρι­σκό­μουν στην Αθή­να και με πλη­σί­α­σε. Μου ζήτη­σε να τον βοη­θή­σω και ν’ αλλά­ξω την κατά­θε­ση στη δίκη. “Θα σας ενι­σχύ­σω οικο­νο­μι­κά και σένα και τον Χατζηα­πο­στό­λου”, μου είπε.

Ο Χατζηα­πο­στό­λου (σημ. ήταν εκεί­νος που σάλ­τα­ρε στο τρί­κυ­κλο των δολο­φό­νων, πάλε­ψε μαζί τους και τους ανά­γκα­σε να στα­μα­τή­σουν) βρι­σκό­ταν εκεί­νο τον και­ρό στην Αθή­να. Τον βρή­κα, τα είπα­με κι απο­φα­σί­σα­με να συνα­ντη­θού­με με τον Καμου­τσή για να βγά­λου­με λαυράκι». (…)

Ενά­μι­σι εκατομμύριο

«Εσύ — είπε στον Χατζηα­πο­στό­λου — να πεις στη δίκη ότι ανέ­βη­κες στο τρί­κυ­κλο και έπια­σες τον Γκο­τζα­μά­νη αλλά έτρε­χε κι η αστυ­νο­μία από πίσω. Και συ Σωτηρ­χό­που­λε να πεις ότι σε πλη­σί­α­σαν άνθρω­ποι της ΕΔΑ και σου ζήτη­σαν να πεις αυτά που είπες. Εμείς θα σας δώσου­με χρή­μα­τα και οικο­γε­νεια­κά δια­βα­τή­ρια». Του ζητή­σα­με δυο εκα­τομ­μύ­ρια. Του φάνη­καν πολ­λά. Το παζα­ρέ­ψα­με, κατα­λή­ξα­με στο ενά­μι­σι εκα­τομ­μύ­ριο. Υστε­ρα πήγα­με στην ΕΔΑ και τα είπα­με όλα. Από την ΕΔΑ ειδο­ποι­ή­θη­κε ο Υπουρ­γός Δημό­σιας Τάξε­ως κ. Πολυ­χρο­νί­δης και την άλλη μέρα συνε­λή­φθη ο Καμού­τσης επ’ αυτο­φώ­ρω την ώρα που βρι­σκό­μα­σταν στο γρα­φείο του. Επει­δή, όμως, δεν βρή­καν χρή­μα­τα στα συρ­τά­ρια του, τον τιμώ­ρη­σαν μόνο με διοι­κη­τι­κή ποι­νή και τον απο­στρά­τευ­σαν. Εμάς μας άσκη­σαν δίω­ξη για ψευ­δή καταγ­γε­λία. (…) Προ­φυ­λα­κί­στη­κα και ‘γω στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ. Εκα­να τρεις αιτή­σεις για απο­φυ­λά­κι­ση με εγγύ­η­ση και απορ­ρί­φθη­καν κι οι τρεις με το αιτιο­λο­γι­κό ότι ήμουν… επι­κίν­δυ­νος! Εμε­να προ­φυ­λα­κι­σμέ­νος εννέα ολό­κλη­ρους μήνες. (…)

Στο Εφε­τείο δια­τη­ρή­θη­κε η ποι­νή και οδη­γή­θη­κα και πάλι στις φυλα­κές για να εκτί­σω ένα υπό­λοι­πο τεσ­σά­ρων ημε­ρών που χρώ­στα­γα. Απο­φυ­λα­κί­στη­κα στις 19 Απρί­λη 1967. Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα μ’ έπια­σε η αστυ­νο­μία του Ταύ­ρου και μου ζήτη­σε να υπο­γρά­ψω δήλωση!

«Στείλ­τε με εξο­ρία, δεν υπο­γρά­φω», είπα στον διοικητή. (…)

***

Ηταν 22 Μάη 1963 όταν ο Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης χτυ­πή­θη­κε θανά­σι­μα, μετά από εκδή­λω­ση της ΕΕΔΥΕ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να «φύγει» απ’ τη ζωή στις 27 του μήνα.

Ο Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης ήταν βαλ­κα­νιο­νί­κης και υφη­γη­τής της Μαιευ­τι­κής — Γυναι­κο­λο­γί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο της Αθή­νας, αντι­πρό­ε­δρος της ΕΕΔΥΕ, ενώ το 1961 είχε εκλε­γεί βου­λευ­τής με το ΠΑΜΕ (Παν­δη­μο­κρα­τι­κό Αγρο­τι­κό Μέτω­πο), που ήταν μια εκλο­γι­κή συνερ­γα­σία της ΕΔΑ με το Εθνι­κό Αγρο­τι­κό Κόμμα.

Η δρά­ση του ήταν πλού­σια και μαχη­τι­κή, με εμβλη­μα­τι­κή στιγ­μή την 1η Μαρα­θώ­νια Πορεία Ειρή­νης, τον Απρί­λη του 1963.

Εναν μήνα μετά, βρι­σκό­με­νος στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, χτυ­πή­θη­κε με λοστό στο κεφά­λι από τον Μανώ­λη Εμμα­νου­λί­δη, ο οποί­ος επέ­βαι­νε στο τρί­κυ­κλο που οδη­γού­σε ο Σπύ­ρος Γκο­τζα­μά­νης. Αμφό­τε­ροι ήταν τύποι του υπο­κό­σμου και μέλη της οργά­νω­σης «Καρ­φί­τσα» που καθο­δη­γού­σαν η Χωρο­φυ­λα­κή και η Ασφά­λεια Θεσσαλονίκης.

Στις 27 Μάη, ο Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης πέθα­νε στο νοσο­κο­μείο ΑΧΕΠΑ όπου είχε μετα­φερ­θεί σε κωμα­τώ­δη κατά­στα­ση. Η κηδεία του αγω­νι­στή έγι­νε στις 28 Μάη στην Αθή­να, με τη συμ­με­το­χή χιλιά­δων λαού και ενώ οι λαϊ­κές αντι­δρά­σεις είχαν ξεκι­νή­σει ήδη μια μέρα μετά το δολο­φο­νι­κό χτύπημα.

Για την απο­κά­λυ­ψη της συμ­με­το­χής του Κοτζα­μά­νη στη δολο­φο­νία του Λαμπρά­κη, καθο­ρι­στι­κός ήταν ο ρόλος του επι­πλο­ποιού Γιώρ­γου Σωτηρ­χό­που­λου, όπως φαί­νε­ται και απ’ την αφή­γη­σή του στον «Ριζο­σπά­στη» στις 24.5.1983.

Η ιστο­ρι­κή έρευ­να, όπως σημειώ­νε­ται στον Γ1’ Τόμο του Δοκι­μί­ου Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, δεν έχει πλή­ρως απο­κα­λύ­ψει τα βαθύ­τε­ρα αίτια και τη μεθό­δευ­ση της δολο­φο­νι­κής επί­θε­σης κατά του Γρη­γό­ρη Λαμπράκη.

Αν και οι πολι­τι­κές ευθύ­νες της δολο­φο­νί­ας Λαμπρά­κη βαρύ­νουν αναμ­φί­βο­λα την κυβέρ­νη­ση Καρα­μαν­λή, είναι φανε­ρό ότι η δολο­φο­νία απο­τέ­λε­σε πλήγ­μα ενα­ντί­ον του ίδιου και της κυβέρ­νη­σής του.

Απ’ αυτή την άπο­ψη, φαί­νε­ται πιο πιθα­νή η εκδο­χή, κεφα­λή της συνω­μο­σί­ας και εκτέ­λε­σης του σχε­δί­ου να ήταν το Παλά­τι. Βέβαια, η δολο­φο­νία Λαμπρά­κη απο­τέ­λε­σε και ένα ηχη­ρό χτύ­πη­μα ενα­ντί­ον του αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού — αντι­πο­λε­μι­κού κινήματος.

Εξή­ντα χρό­νια μετά, συνε­χί­ζου­με τον αγώ­να ενά­ντια στις συμ­μα­χί­ες των ιμπε­ρια­λι­στών και τους πολέ­μους τους, αγω­νι­ζό­μα­στε — όπως σημειώ­νει και η ΕΕΔΥΕ — για «ν’ ανοί­ξει ο δρό­μος, για πραγ­μα­τι­κή ειρή­νη, φιλία, ευη­με­ρία, αμοι­βαία και επω­φε­λή συνερ­γα­σία των λαών! Αυτή θα είναι η μεγα­λύ­τε­ρη τιμή στη μνή­μη του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη και των αμέ­τρη­των άλλων αγω­νι­στών του λαού μας!».

Βλ. περισ­σό­τε­ρα:

Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, τόμ. Γ1, «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2021, σελ. 479–483.

«Ριζο­σπά­στης», 28.5.2017.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης.

60 χρό­νια από τη δολο­φο­νία του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη: «Όρκος στο Λαμπρά­κη, χρέ­ος στη ζωή…»

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο