Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

60 χρόνια από το θάνατο του Ναζίμ Χικμέτ: «Είμαι κομμουνιστής. Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια»

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Ήταν 14 ετών, μαθη­τής γυμνα­σί­ου, όταν ο Ναζίμ ζήτη­σε από το δάσκα­λο του, τον Κεμάλ, να ακού­σει ένα ποί­η­μα που είχε γρά­ψει. Ο δάσκα­λος δέχθη­κε και ο νεα­ρός Ναζίμ του διά­βα­σε το ποί­η­μα που είχε γρά­ψει για κάποιον γάτο, ανα­φε­ρό­με­νος στο σιω­πη­λό «σαν το χνού­δι της λεύ­κας» πάτη­μα του που ‘ταν «γρή­γο­ρο σαν πιστο­λιά». Εντυ­πω­σια­σμέ­νος απ’ την περι­γρα­φή του μικρού Χικ­μέτ για το ζώο, ο δάσκα­λος του είπε: –«Δεί­ξε μου αυτόν τον γάτο».

Την επό­με­νη μέρα, ο Χικ­μέτ του έφε­ρε το γάτο της αδελ­φής του, για τον οποίο είχε γρά­ψει το ποί­η­μα. Ήταν ένα μαδη­μέ­νο φτω­χό πλα­σμα­τά­κι, με στρα­βά πόδια, σκι­σμέ­νο αυτί και ψωρια­σμέ­νο τρί­χω­μα. -«Αν ξέρεις να λες τέτοια ψέμα­τα», του είπε ο Κεμάλ «τότε θα γίνεις σπου­δαί­ος ποιητής».

Και ο Ναζίμ έγι­νε πράγ­μα­τι σπου­δαί­ος ποι­η­τής. Της αλή­θειας και της αξιο­πρέ­πειας. Του λυγ­μού, της οργής, αλλά και της ελπί­δας. «Οπου να ‘ναι κι η γη θα ξανα­μπεί μέσα στου τοκε­τού τον ύπνο/ Κι εμείς θα περά­σου­με ακό­μη ένα χειμώνα/ Ζεσταί­νο­ντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγά­λης οργής μας/ Και της αγί­ας ελπί­δας μας».

Γεν­νη­μέ­νος στη Θεσ­σα­λο­νί­κη των αρχών του 20ου αιώ­να, ο Ναζίμ Χικ­μέτ υπήρ­ξε το ζωντα­νό παρά­δειγ­μα αυτού που περιέ­γρα­φε ο Φρ. Ένγκελς για τους εργά­τες του λόγου: Αν οι ποι­η­τές είναι ικα­νοί να προ­αι­σθά­νο­νται το μέλ­λον, τότε πιστεύω ότι μπο­ρούν ακό­μα καλύ­τε­ρα να οσφραί­νο­νται τα προ­βλή­μα­τα του παρόντος.

Ο Χικ­μέτ υπήρ­ξε μονα­δι­κός εργά­της της ποί­η­σης, έχο­ντας την ικα­νό­τη­τα να εντο­πί­ζει στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα της ταξι­κής πάλης τα στοι­χεία εκεί­να που ήταν ανα­γκαία «για να ξελα­σπώ­σου­με το μέλ­λον», για να τρα­βή­ξει η ζωή μπρο­στά. Αυτός ήταν άλλω­στε και ο σκο­πός στον οποίο αφιέ­ρω­σε τη ζωή του – να σπά­σουν οι αλυ­σί­δες της εκμε­τάλ­λευ­σης που εμπο­δί­ζουν την ανθρω­πό­τη­τα να βαδί­σει. Ο Χικ­μέτ το ήξε­ρε: «Για μένα, το λοι­πόν, το πιο εκπλη­κτι­κό, πιο επι­βλη­τι­κό, πιο μυστη­ρια­κό και πιο μεγά­λο, είναι ένας άνθρω­πος που τον μπο­δί­ζουν να βαδί­ζει, είναι ένας άνθρω­πος που τον αλυσοδένουνε».

“Γνω­ρί­ζε­τε ότι εγώ είμαι μέλος του ΚΚ από το 1923 και αυτό είναι η μόνη μου περη­φά­νια. Νομί­ζω ότι στις σχέ­σεις μετα­ξύ των κρα­τών, η πολι­τι­κή της ουδε­τε­ρό­τη­τας μπο­ρεί να είναι χρή­σι­μη και απο­τε­λε­σμα­τι­κή, όχι όμως για τους συγ­γρα­φείς. Δεν θα μπο­ρού­σα­τε, αλή­θεια, να μου πεί­τε το όνο­μα ενός μεγά­λου συγ­γρα­φέα, σε όλη την Ιστο­ρία του κόσμου, που να έμει­νε ουδέ­τε­ρος απέ­να­ντι στα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της επο­χής του. Μπο­ρεί να το πιστεύ­ει ότι είναι ουδέ­τε­ρος, και να το δια­κη­ρύσ­σει μάλι­στα, αλλά στην ουσία δεν είναι ποτέ! Οσο για μένα προ­τι­μώ να είμαι δεσμευ­μέ­νος και μάλι­στα με όλη μου τη συνείδηση…”.

— Συνέ­ντευ­ξη στο περιο­δι­κό “Lettres francaises” του Γαλ­λι­κού ΚΚ, 1958.

Ο Ναζίμ Χικ­μέτ υπήρ­ξε ποι­η­τής συνει­δη­τά στρα­τευ­μέ­νος στο πλευ­ρό της εργα­τι­κής τάξης. «Μια θρη­σκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο: Η δου­λιά του εργά­τη» έγρα­φε σε ηλι­κία μόλις 17 χρο­νών, συνο­ψί­ζο­ντας σε μια αρά­δα τη μαρ­ξι­στι­κή κοσμο­θε­ω­ρία. Δικαί­ως ο Χικ­μέτ θεω­ρεί­ται ο ποι­η­τής όχι μόνο του τουρ­κι­κού προ­λε­τα­ριά­του, αλλά της εργα­τι­κής τάξης όλου του κόσμου.

Μέλος του ΚΚ Τουρ­κί­ας από το 1923, μέσω της ποί­η­σης του βρί­σκο­νταν πάντο­τε σε κάθε σημείο όπου ηχού­σαν οι καμπά­νες των λαϊ­κών, ταξι­κών αγώ­νων, σε κάθε μέρος όπου κυριαρ­χού­σε η αδι­κία, εκεί όπου του­φε­κί­ζο­νταν η ελευ­θε­ρία και το δίκιο.

«Αν η μισή καρ­διά μου βρί­σκε­ται, για­τρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρα­τιά που κατε­βαί­νει προς το Κίτρι­νο ποτάμι

Κι ύστε­ρα, για­τρέ, την πάσα αυγή
την πάσα αυγή για­τρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρ­διά μου στην Ελλά­δα τουφεκίζεται».

«Φίλοι κι αδέλ­φια της ψυχής μου.

Εσείς που πέσα­τε στις φυλα­κές και στα νησιά της κόλα­σης, που σας κρα­τάν αλυ­σω­μέ­νους μες στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης για­τί πολε­μά­τε για την ανε­ξαρ­τη­σία, το ψωμί και τη λευ­τε­ριά του ελλη­νι­κού λαού, δεχτεί­τε την αγά­πη και τον θαυ­μα­σμό μου.

Οι λαοί της Τουρ­κί­ας και της Ελλά­δας έχου­νε τους ίδιους θανά­σι­μα μιση­τούς εχθρούς: τον αγγλο­α­με­ρι­κα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό και τους ντό­πιους λακέ­δες του.

Οι λαοί της Τουρ­κί­ας και της Ελλά­δας, φιλιω­μέ­νοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοή­θεια των φιλει­ρη­νι­κών λαών όλου του κόσμου, θα τσα­κί­σου­νε στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους.Αυτό το πιστεύω.

Ο δικός σας ένδο­ξος αγώ­νας είναι μια από τις πιο λαμπρές απο­δεί­ξεις ότι θα νική­σει η υπό­θε­ση της ειρή­νης, του ψωμιού και της λευτεριάς.

Σας σφίγ­γω όλους μ’ αγά­πη στην αγκα­λιά μου»

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
10/8/1951
Βερολίνο.

Ο Χικ­μέτ δεν θα μπο­ρού­σε να μεί­νει αδιά­φο­ρος μπρο­στά στα μεγά­λα ζητή­μα­τα της επο­χής του. Κι’ αυτό διό­τι στο επί­κε­ντρο της σκέ­ψης και δρά­σης του βρι­σκό­ταν πάντα η αγά­πη και το ειλι­κρι­νές ενδια­φέ­ρον για τον άνθρω­πο. «Είμαι κομ­μου­νι­στής. Είμαι αγά­πη απ’ την κορυ­φή ως τα νύχια» έγρα­φε στον επί­λο­γο του μυθι­στο­ρή­μα­τος του «Οι ρομαντικοί».

Στην συνέ­πεια του στην μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και τον προ­λε­τα­ρια­κό διε­θνι­σμό, ο Χικ­μέτ την πλή­ρω­σε με διώ­ξεις και φυλα­κί­σεις. Τι κι’ αν συνε­λή­φθη και με κατα­σκευα­σμέ­νες κατη­γο­ρί­ες φυλα­κί­στη­κε; Ο τούρ­κος κομ­μου­νι­στής παρέ­μει­νε αλύ­γι­στος, πιστός στις πεποι­θή­σεις του. «Το ζήτη­μα δεν είναι να είσαι φυλα­κι­σμέ­νος. Να μην παρα­δί­νε­σαι, αυτό είναι το ζήτη­μα», έγρα­φε.

Το πνεύ­μα της ανυ­πο­χώ­ρη­της ταξι­κής πάλης απο­τε­λεί κυρί­αρ­χο στοι­χείο της ποί­η­σης του. Μέσα από την τέχνη του ποι­η­τι­κού λόγου, ο Χικ­μέτ δίνει κου­ρά­γιο και δύνα­μη («Δε χύνουν δάκρυ μάτια που συνη­θί­σαν να βλέ­που­νε φωτιὲς/ δε σκύ­βουν το κεφά­λι οι μαχητὲς/ κρα­ταν ψηλά τ᾿ αστέ­ρι με περη­φά­νεια»), δίνει ελπί­δα («Υπο­μο­νή, συντρό­φοι, υπο­μο­νὴ και θα ῾ρθει μέρα η τρανὴ/ ναι θα ῾ρθει!), δεί­χνει το δρό­μο («Αν δεν καώ εγώ. Αν δεν καείς εσύ. Αν δεν καού­με εμείς/ Πώς θα γενούν τα σκο­τά­δια λάμ­ψη…»).

Πέρα­σαν 60 χρό­νια από τότε που η καρ­διά του Χικ­μέτ- το μεγά­λο «κόκ­κι­νο μήλο» που αγκά­λια­σε την ανθρω­πό­τη­τα- έπα­ψε να χτυ­πά, στις 3 Ιού­νη 1963 στη Μόσχα. Όσες δεκα­ε­τί­ες όμως κι’ αν περά­σουν, ο Ναζίμ Χικ­μέτ δεν θα ξεχα­στεί. Και αυτό διό­τι το έργο του, η ίδια η ζωή του, είναι άρρη­κτα δεμέ­νη με την ταξι­κή πάλη, με τα ευγε­νέ­στε­ρα ιδα­νι­κά της ανθρω­πό­τη­τας, τον αγώ­να για την ειρή­νη και τη συνα­δέλ­φω­ση των λαών, τη κοσμο­θε­ω­ρία του μαρ­ξι­σμού-λενι­νι­σμού και του προ­λε­τα­ρια­κού διεθνισμού.

Αναλ­λοί­ω­τος και αθά­να­τος στο χρό­νο, ο λόγος του Χικ­μέτ συνε­χί­ζει να εμπνέ­ει τους λαϊ­κούς αγώ­νες, την πάλη για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρω­πόυ από άνθρω­πο, για τον σοσια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό. Είναι ο λόγος εκεί­νος που μας συντρο­φεύ­ει- και θα μας συντρο­φεύ­ει για πάντα- «στην πιό όμορ­φη θάλασ­σα», αυτήν του αγώ­να για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο.

«Θε να πεθά­νεις, γιὰ να ζήσου­νε οι άνθρω­ποι, οι άνθρω­ποι που ποτὲ δε θα χεις δει το πρό­σω­πό τους και θα πεθά­νεις ξέρο­ντας καλὰ, πως τίπο­τα πιὸ ωραίο, πως τίπο­τα πιο αλη­θι­νό απ᾿ τη ζωὴ δεν είναι».

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και το Τελ Αβίβ και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών τίτλων στις Διπλωματικές Σπουδές (Etudes Diplomatiques) και την Δημόσια Διοίκηση (Public Policy).
Είναι αρχισυντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ατέχνως» στο οποίο αρθρογραφεί από το 2015. Είναι ιδρυτής και διαχειριστής του αγγλόφωνου ενημερωτικού ιστότοπου «In Defense of Communism» ενώ άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα μέσα ενημέρωσης.
Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Ναι, αλλά ο Στάλιν» και «Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ατέχνως.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο