Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

75 χρόνια πριν

Γρά­φει η Σοφία Χ. Χου­δα­λά­κη //

Ο πιτσι­ρι­κάς, στη ρεσε­ψιόν του ξενο­δο­χεί­ου, άφη­σε από­το­μα το χέρι της μητέ­ρας του και πήγε στο μεγά­λο τρα­πέ­ζι που υπήρ­χε στο κέντρο του χώρου. Έβγα­λε γρή­γο­ρα από τις τσέ­πες του τα δύο αερο­πλα­νά­κια που έφε­ρε μαζί του στο ταξί­δι και άρχι­σε να παί­ζει. Στο ένα χέρι το κόκ­κι­νο στο άλλο το μαύ­ρο, έκα­ναν από­το­μες στρο­φές και κατα­βυ­θί­σεις, ενώ ο τρί­χρο­νος «βομ­βάρ­δι­ζε» με όση φωνή διέ­θε­τε το ακρι­βό χαλί γύρω από το τρα­πέ­ζι. Ήταν ευτυ­χι­σμέ­νος. Τα κατά­ξαν­θα μαλ­λιά του κομ­μέ­να ορια­κά πάνω από τα ανοι­χτά γαλά­ζια του μάτια. Το ολό­λευ­κο δέρ­μα του στο­λι­σμέ­νο από δύο ρόδι­να μωρου­δια­κά μαγου­λά­κια… η ρεσε­ψιόν γεμά­τη κόσμο και οι μισοί απ’ αυτούς να καμα­ρώ­νουν το παι­δί και τους εικο­νι­κούς  του βομ­βαρ­δι­σμούς. Ευτυ­χώς, αυτοί είναι εικο­νι­κοί. Πριν από 75 χρό­νια, ακρι­βώς την ίδια μέρα και περί­που την ίδια ώρα στις 21 Μαΐ­ου 1941, ένα άλλο παι­δί σκαρ­φά­λω­νε ξυπό­λυ­το και φορ­τω­μέ­νο με τη μικρή του αδερ­φή στους ώμους, το από­το­μο φαράγ­γι. Γύρω του πολ­λά άλλα παι­διά, μανά­δες, λεχώ­νες, για­γιά­δες και γέρο­ντες, γαν­τζώ­νο­νταν στα αιχ­μη­ρά βρά­χια για να γλι­τώ­σουν από αλη­θι­νά πυρά.

«Ήτα­νε πρωί, παι­δί μου, η μάνα είχε στή­σει τη φωτιά. Ο πατέ­ρας είχε φύγει από το χάρα­μα στα χωρά­φια. Εγώ ήμουν η μεγα­λύ­τε­ρη από τα πέντε και είχα ευθύ­νη να τα προ­σέ­χω. Ήμα­σταν έξω στην αυλή εκεί­νη την ώρα, όταν άρχι­σε να ακού­γε­ται μια βοή. Δεν κατα­λά­βαι­νες από πού ερχό­ταν, δεν φαι­νό­τα­νε τίπο­τα στην αρχή, αλλά οι γυμνές μας πατού­σες ένιω­θαν τα χώμα­τα να τρέ­μουν και θαρ­ρού­σες πως η γη ολό­κλη­ρη βρυ­χού­νταν. Τρό­μα­ξα η βοή όλο δυνά­μω­νε η γη όλο έτρε­με. Η μάνα πετά­χτη­κε από την κου­ζί­να και φώνα­ξε με όλο της το πνευ­μό­νι: “Σοφία, άρπα­ξε τα μωρά. Πρέ­πει να τρέ­ξου­με στο φαράγ­γι!” Φώνα­ζε να τρέ­ξου­με, μα το βλέμ­μα της είχε παγώ­σει στον ορί­ζο­ντα. Κατά το βορ­ρά, κατά τη θάλασ­σα, εκεί που ξάνοι­γε η αυλή μας ο ουρα­νός είχε μαυ­ρί­σει. Ένα μακρύ σκού­ρο σύν­νε­φο, που ξεκι­νού­σε από τα ανα­το­λι­κά και έφτα­νε μέχρι το Καστέ­λι, μας πλη­σί­α­ζε γρή­γο­ρα φέρ­νο­ντας μαζί του τον εκκω­φα­ντι­κό θόρυ­βο των μηχα­νών. Πάγω­σα στο πλάι της. Η θάλασ­σα τελεί­ω­νε, έφτα­ναν στην παρα­λία και άρχι­σαν να ρίχνουν τις πρώ­τες βόμ­βες. Συνέ­χι­σαν παρα­μέ­σα βομ­βαρ­δί­ζο­ντας και καί­γο­ντας. Πήρα στις πλά­τες το μωρό και από το χέρι τον έναν μου αδερ­φό. Ήμουν 11 χρο­νών, δεν άντε­χα να σηκώ­σω άλλο βάρος. Η μάνα άρπα­ξε τα κορί­τσια και τρέ­ξα­με προς τον πόρο του φαραγ­γιού. Πίσω αφή­σα­με τη φωτιά να καί­ει, την πόρ­τα του σπι­τιού να χάσκει ανοι­χτή και τον πατέ­ρα, που πρό­λα­βε να έρθει για  να πάρει το παλιό του δίκαν­νο και να φύγει τρέ­χο­ντας για τον κάμπο. Στα σπή­λια σκαρ­φά­λω­σε όλο το χωριό. Από τις δύο μπά­ντες του φαραγ­γιού τα κάθε­τα βου­νά ήταν γεμά­τα ψυχές. Κρυ­φτή­κα­με μέσα στο σκο­τά­δι, μέσα στις πιο βαθιές τρύ­πες, μέσα στις λάσπες και στους βάτους. Δεν μας πεί­ρα­ζε, παντού μπο­ρού­σα­με να σκαρ­φα­λώ­σου­με, η αγω­νία ήταν να προ­λά­βου­με να κρυ­φτού­με όλοι».

Το φαράγ­γι είναι πολύ βαθύ και πολύ στε­νό, σαν να πήρε ο Θεός το πιο κοφτε­ρό του μαχαί­ρι και να έσκι­σε το βου­νό στη μέση. Ακό­μα και σήμε­ρα η διά­βα­ση από εκεί είναι επι­κίν­δυ­νη, ειδι­κά χει­μώ­να και άνοι­ξη που οι βρο­χές προ­κα­λούν συνε­χώς κατο­λι­σθή­σεις. Κανέ­να από εκεί­να τα παι­διά δεν μπο­ρεί να εκτι­μή­σει πόσες μέρες έμει­ναν στις σπη­λιές. Δεν υπήρ­χε μέρα και νύχτα, δεν υπήρ­χε φαγη­τό, δεν υπήρ­χε τίπο­τα παρά μόνο μια έγνοια, να ανα­πνέ­ουν ήσυ­χα, να μην τους κατα­λα­βαί­νουν ούτε τα άγρια ζωντα­νά του βου­νού. Οι λίγοι γέρο­ντες που ήταν μαζί τους ανέ­λα­βαν να κατε­βαί­νουν τις νύχτες στο χωριό για να φέρ­νουν λίγο γάλα και ό,τι βρώ­σι­μο μπο­ρού­σαν για τα πιο μικρά παι­διά, κυρί­ως για να πάψουν να κλαί­νε και να μην ακούγονται.

«Εκεί μέσα, παι­δί μου, κάτσα­με δεν ξέρω πόσες μέρες, κανείς δε μετρού­σε. Ήλιο δε βλέ­πα­με παρά μόνο ακού­γα­με τα αερο­πλά­να να μπαί­νουν στο φαράγ­γι… Πανα­γιά μου αυτός ο μεταλ­λι­κός θόρυ­βος, αντι­λα­λού­σαν τα βου­νά! Πλη­σιά­ζα­νε στον πόρο και μετά στρί­βα­νε με το πλάι και γαζώ­να­νε τα όρη και από τις δύο μπά­ντες… και σεί­ο­νταν ο κόσμος από τα πυρο­βό­λα και τις μηχα­νές και χώνο­νταν μέσα στις σπη­λιές ακό­μα και τα ζώα για να σωθούν… Δεν ήρθαν να μας κατα­κτή­σουν, ήρθαν να μας σκοτώσουν».

Κάποια στιγ­μή τα αερο­πλά­να στα­μά­τη­σαν να μπαί­νουν στο φαράγ­γι και τα πρώ­τα κεφά­λια ξεκί­νη­σαν να προ­βά­λουν. Η σκό­νη από τις μάχες στον κάμπο δεν είχε κάτσει ακό­μα, όταν οι πρώ­τες μανά­δες δεν άντε­ξαν άλλο μακριά από τους γιούς τους και βάλα­νε μπρο­στά το δρό­μο να πάνε να τους βρουν. Ποιο γιο να βρεις και ποιον πατέ­ρα και ποιο αμού­στα­κο παι­δί ήτα­νε το δικό της, της καθε­μί­ας, ανά­με­σα σε εκεί­νη τη θάλασ­σα των νεκρών νιά­των; Σάρ­κες και μέταλ­λα και αγρο­τι­κά εργα­λεία και λίμνες τα αίμα­τα στους λάκ­κους… όλα ανα­κα­τε­μέ­να. Περί­που 1.400–1.500 αερο­πλά­να με τα πλη­ρώ­μα­τά τους έλα­βαν μέρος, ενώ 650 οπλι­τα­γω­γά με 20–30 άνδρες το καθέ­να έκα­νε την πρώ­τη μόνο μέρα το Αθή­να – Κρή­τη περί­που 10 φορές. Περισ­σό­τε­ροι από 6.000 ναζί σκο­τώ­θη­καν ή πνί­γη­καν. Η άλλη για­γιά – εκεί­νη της μάνας μου –έφυ­γε από το ορει­νό της χωριό για να ψάξει το μεγα­λύ­τε­ρο από τα παι­διά της. Μέρες έλει­πε. Ολό­κλη­ρο τον κάμπο όργω­σε γυρί­ζο­ντας ανά­σκε­λα ένα-ένα τα πτώ­μα­τα. Όταν γύρι­σε πίσω, ήταν ολό­κλη­ρη αίμα­τα και χώμα­τα… μα δεν είχε βρει ούτε για να θάψει. Εκεί άφη­σε τη μιλιά της. Την υπό­λοι­πη ζωή την πέρα­σε μοι­ρο­λο­γώ­ντας, με μάτια που δε στέ­γνω­σαν ποτέ, με χεί­λη που δεν μίλη­σαν ποτέ για χαρά. Ο πιο μικρός από τα παι­διά της μεγά­λω­σε, έζη­σε μέχρι τα βαθειά του γερά­μα­τα μέσα στο μαύ­ρο που­κά­μι­σο του πέν­θους ούτε στους γάμους, ούτε στα βαφτί­σια, ούτε όταν έγι­νε παπ­πούς και προ­πάπ­πους δεν το έβγαλε.

«Παι­δί μου, μετά από μέρες ήρθε ο πατέ­ρας στο σπί­τι. Ήταν σαν το φάντα­σμα, μόνο δυο μάτια υπήρ­χαν. Μετά έφυ­γε στο βου­νό, στην αντί­στα­ση. Δεν ξέρα­με πού ήταν, δεν ξέρα­με αν ζού­σε… γίνα­νε και άλλα πολ­λά  μετά… Φυλα­κές, εξο­ρί­ες, κυνη­γη­τά… Άλλη ώρα θα σου τα πω… Κου­ρά­στη­κα τώρα» 

Ο μικρού­λης συνε­χί­ζει να παί­ζει τα αερο­πλα­νά­κια του και να βομ­βαρ­δί­ζει τους κακούς. Όταν μεγα­λώ­σει, ίσως να ρωτή­σει τι έγι­νε το 1941 στην Κρή­τη. Που θα βρει απα­ντή­σεις; Ποιος θα του εξη­γή­σει ότι αυτό που έγι­νε τότε έχει όνο­μα, έχει σύμ­βο­λα, έχει οπα­δούς, έχει παρε­ού­λες πολι­τι­κών, πανε­πι­στη­μια­κών καθη­γη­τών, επι­στη­μό­νων, μορ­φω­μέ­νων και αμόρ­φω­των που φτιά­χνουν μια νέα Ιστο­ρία. Φτιά­χνουν μια Ιστο­ρία που θα του κρύ­ψει το αίμα και το χρή­μα που παί­χτη­κε τότε στις πλά­τες και των δικών του παπ­πού­δων. Μια Ιστο­ρία που χρειά­ζε­ται πάντα χει­ρα­γω­γού­με­να πλή­θη και δια­θέ­σι­μες πλά­τες σαν του πιτσιρικά…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο