Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

9 ΜΑΗ: ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Ένα μικρό μόλις δείγ­μα σε τρα­γού­δια που εμψύ­χω­σαν, μαχη­τι­κο­ποί­η­σαν, ύμνη­σαν τους αγώ­νες των λαών όλου του κόσμου ενά­ντια στον φασι­σμό. Σοβιε­τι­κά τρα­γού­δια για τη μεγά­λη επο­ποι­ία του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, αλλά και τρα­γού­δια των Ελλή­νων, των Γάλ­λων και των Ιτα­λών ανταρ­τών. Τρα­γού­δια από την άλλη άκρη του Ατλα­ντι­κού που συμπο­ρεύ­ο­νταν με τους αγώ­νες και τις αγω­νί­ες αυτών που τσά­κι­ζαν το φασισμό…

Ο Ιερός Πόλεμος

Ο Ιερός πόλε­μος είναι η “ναυαρ­χί­δα” των αντι­φα­σι­στι­κών τρα­γου­διών. Γρά­φτη­κε τον Ιού­νιο του 1941 σε μου­σι­κή του σπου­δαί­ου Αλε­ξά­ντρ Αλε­ξα­ντρόφ, ιδρυ­τή της περί­φη­μης Χορω­δί­ας του Κόκ­κι­νου στρα­τού και συν­θέ­τη του ύμνου της ΕΣΣΔ. Οι στί­χοι ήταν του Βασί­λι Λεμπέ­ντεφ Κού­ματς. Στις 24 Ιου­νί­ου του 1941, η εφη­με­ρί­δα Ισβέ­στια δημο­σί­ευ­σε το ποί­η­μα του Κού­ματς που ξεκι­νού­σε με τον στίχο:

«Υψώ­σου μεγά­λη χώρα.
Σήκω για τον Ιερό πόλεμο,
να τσα­κί­σου­με τις μαύ­ρες ορδές των φασιστών…».

Το ποί­η­μα διά­βα­σε ο Αλε­ξα­ντρόφ όπου και το μελο­ποί­η­σε μέσα σε μια μέρα. Λέγε­ται ότι τρα­γου­δή­θη­κε για πρώ­τη φορά στις 26 Ιου­νί­ου του 1941 έξω από τον σιδη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό Μπε­λα­ρού­σκι στη Μόσχα από το 1/4 της χορω­δί­ας για­τί οι υπό­λοι­ποι έφευ­γαν για το μέτωπο.

Kατιούσα — Ύμνος του ΕΑΜ — Fischia Il Vento

Η Κατιού­σα είναι σοβιε­τι­κό τρα­γού­δι και μιλά­ει για την Κατε­ρί­να (υπο­κο­ρι­στι­κό Κατιού­σα) που στέ­κε­ται στις όχθες ενός ποτα­μού και στέλ­νει ένα τρα­γού­δι στον γκρί­ζο αετό, τον σύντρο­φο της, που πολε­μά­ει για την πατρί­δα. Παρου­σιά­στη­κε πρώ­τη φορά το φθι­νό­πω­ρο του 1938 από τη κρα­τι­κή τζαζ ορχή­στρα με την Βαλε­ντί­να Μπα­τι­στσέ­βα και με την έναρ­ξη του Β παγκο­σμί­ου πολέ­μου έγι­νε ιδιαί­τε­ρα δημο­φι­λές τραγούδι.

«Δώστε χαι­ρε­τί­σμα­τα από την Κατιού­σα στον πολε­μι­στή στην άκρη των συνόρων.
Πεί­τε του να θυμη­θεί αυτό το κορίτσι,
να ακού­σει τη φωνή της να του τραγουδάει,
να προ­στα­τεύ­σει την πατρί­δα».

Ύμνος του ΕΑΜ

Ο Βασί­λης Ρώτας το 1942 πάνω σε αυτή τη μελω­δία γρά­φει τον θρυ­λι­κό Υμνο του ΕΑΜ.

«Το ΕΑΜ μας έσω­σε απ’ την πεί­να θα μας σώσει και πάλι απ’ την σκλαβιά
κι έχει πρό­γραμ­μα λαο­κρα­τία, ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Εχει ενώ­σει όλο τον λαό μας, έχει την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ,
κι έχει πρό­γραμ­μα λαο­κρα­τία, ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ».

Fischia Il Vento

Ο Ιτα­λός Φελί­τσε Κατσιό­νε το 1943 γρα­φεί πάλι στην ίδια μελω­δία το Fischia Il Vento (Σφυ­ρί­ζει ο αέρας) όπου και μαζί με το Bella Ciao γίνο­νται τα σημα­ντι­κό­τε­ρα ανταρ­τι­κά τρα­γού­δια της χωράς.

«Ο άνε­μος σφυ­ρί­ζει και η καται­γί­δα μαί­νε­ται με χαλα­σμέ­να παπού­τσια και όμως πρέ­πει να πας,
για να κατα­κτή­σεις την κόκ­κι­νη άνοιξη ,
εκεί που ανα­τέλ­λει ο ήλιος».

Μαύρη είναι η νύχτα (1943)

Τρα­γού­δι συν­δε­δε­μέ­νο στην ψυχή του σοβιε­τι­κού λαού κατά τη διάρ­κεια του μεγά­λου Πατριω­τι­κού Πολέ­μου. Λυρι­κό και τρυ­φε­ρό, δια­πο­τι­σμέ­νο με το αίσθη­μα της νοσταλ­γί­ας για τα αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα των στρα­τιω­τών που ήταν μακριά, ξεφεύ­γει από τα γνώ­ρι­μα εμβα­τή­ρια αλλα παρα­μέ­νει ηρω­ι­κό μέσα στην απλό­τη­τα του. Γρά­φτη­κε για την ται­νία του Λεο­νίντ Λού­κοφ «Οι δυο στρα­τιώ­τες» το 1943 σε στί­χους του Βλα­ντί­μιρ Αγκά­τοφ και μου­σι­κή του Νική­τα Μπο­γκο­σλό­σκι. Εγι­νε πολύ δημο­φι­λές εξαι­τί­ας της ερμη­νεί­ας του Μάρκ Μπερνές.

«Μαυ­ρη νύχτα και μόνο οι σφαί­ρες σφυ­ρί­ζουν στη στέπα
έχω πίστη σε σένα αγά­πη μου κι αυτή η πίστη με προ­φυ­λάσ­σει από τις σφαίρες
είμαι χαρού­με­νος και ήρε­μος στη μάχη του θανάτου
για­τί ξέρω ότι ότι κι αν συμ­βεί θα με συνα­ντή­σεις γεμά­τη αγά­πη».

Το εμβατήριο των υπερασπιστών της Μόσχας 1941

Πρό­κει­ται για ένα ρωσι­κό στρα­τιω­τι­κό εμβα­τή­ριο που γρά­φτη­κε κατά τη διάρ­κεια της Μάχης της Μόσχας από τον Κόκ­κι­νο στρα­τό. Η μου­σι­κή είναι του Μπό­ρις Μοκρού­σοφ και οι 5 στί­χοι του ποι­ή­μα­τος ανή­κουν στον Αλε­ξέι Σουρ­κόφ και πρω­το­δη­μο­σιέ­υ­τη­καν στην εφη­με­ρί­δα του Κόκ­κι­νου στρα­τού στις 3 Νοεμ­βρί­ου του 1941.

Το 1942 ηχο­γρα­φή­θη­κε για τις ανά­γκες του βρα­βευ­μέ­νου με Οσκαρ ντο­κι­μα­ντέρ Η Μόσχα αντε­πι­τί­θε­ται των Ιλία Κοπά­λιν και Λεο­νίντ Βαρ­λά­μοφ κι έγι­νε παγκό­σμια γνωστό.

«Αφθαρ­τος τοί­χος, ατσά­λι­νη άμυνα.
Τσα­κί­στε, κατα­στρέψ­τε τον εχθρό!».

Polyushko — polye Το τραγούδι των πεδιάδων

Το τρα­γού­δι των πεδιά­δων σε μου­σι­κη του Λεβ Κνίπ­περ και στί­χους του Βίκτορ Γκού­σεφ γρά­φτη­κε το 1933 και απο­τέ­λε­σε μέρος της συμ­φω­νί­ας “Ενα ποί­η­μα για έναν στρα­τιώ­τη της Κομ­σο­μόλ” του 1934. Οι αυθε­ντι­κοί στί­χοι ανα­φέ­ρο­νται σε έναν στρα­τιώ­τη του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, ο οποί­ος με υπε­ρη­φά­νεια φεύ­γει από το σπί­τι του για να πολε­μή­σει τους εχθρούς της πατρί­δας του.

Το 1942 το τρα­γού­δη­σε στα αγγλι­κά ο Πωλ Ρόμπ­σον στον δίσκο του «Τρα­γού­δια των ελεύ­θε­ρων ανθρώπων».

Le Chant des partisans / La complainte du partisan / The Partisan

Το «Le Chant deς partisans» (Ο Ύμνος του Αντάρ­τη) το έγρα­ψε η Γαλ­λί­δα Αν Μαρ­λύ, η οποία κατέ­φυ­γε στο Λον­δί­νο το 1940. Σε αυτές τις συν­θή­κες η τρο­βα­δού­ρος της γαλ­λι­κής αντί­στα­σης γρά­φει τον “Υμνο των ανταρ­τών” σε μελω­δία παλιού ρωσι­κού τρα­γου­διού. Η Μαρ­λύ το τρα­γού­δη­σε στο Γαλ­λι­κό Ραδιό­φω­νο της Αντί­στα­σης, τα οποία υιο­θε­τή­θη­καν από τους γάλους αντάρτες.

«Ακού­τε τη μαύ­ρη πτή­ση των κορά­κων στις πεδιά­δες μας,
ακού­τε αυτές τις υπό­κω­φες κραυ­γές της χώρας που αλυσοδένεται.
Αντάρ­τες , Εργά­τες, Αγρό­τες έχου­με συναγερμό,
από­ψε ο εχθρός θα γνω­ρί­σει την τιμή του αίμα­τος και των δακρύ­ων».

La complainte du partisan

Επί­σης, η Αν Μαρ­λύ γρά­φει και τον «Θρή­νο του αντάρ­τη», έναν αντι­φα­σι­στι­κό ύμνος για την γαλ­λι­κή αντί­στα­ση. Αργό­τε­ρα ο Λέο­ναρντ Κοέν βασι­σμέ­νος στο « La complainte du Partisan» και τους αγγλι­κούς στί­χους του Υ Ζαρέ δια­σκευά­ζει το περί­φη­μο The Partisan που λαν­θα­σμέ­να απο­δί­δε­ται σε εκεί­νον χρη­σι­μο­ποιω­ντας ταυ­τό­χρο­να και γαλ­λι­κούς στί­χους. Η μου­σι­κή και οι στί­χοι των αντάρ­τι­κων τρα­γου­διών εκτός από κλη­ρο­δό­τη­μα παρα­δο­σια­κών σκο­πών απο­τε­λούν και κλη­ρο­νο­μιά για τη μετα­πο­λε­μι­κή μουσική.

«Όταν οι Γερ­μα­νοί ήρθαν στο σπί­τι μου
μου είπαν να παραδοθώ
αλλα δε φοβήθηκα
ξανα­πή­ρα τα όπλα μου
Ο άνε­μος φυσάει
ανα­με­σά στους τάφους ο άνε­μος φυσάει
η ελευ­θέ­ρια θα έρθει σύντομα
και τότε θα γυρί­σου­με απ’ τις σκιές».

Woody Guthrie- This Machine Kills Fascists

Στην άλλη όχθη του Ατλα­ντι­κού ο Γού­ντι Γκάρ­θι μόνος, αλλά και με τους Αλμα­νάκ Σίν­γκερς, κρά­τη­σε μια συνε­πή αντι­πο­λε­μι­κή αλλά και αντι­φα­σι­στι­κή στά­ση στη μου­σι­κή του καθ’ όλη τη διάρ­κεια του πολέ­μου. Ο ίδιος το 1943 κόλ­λη­σε στην κιθά­ρα του το μήνυ­μα This Machine Kills Fascists (Αυτή η μηχα­νή σκο­τώ­νει φασί­στες). Ο Γκάρ­θι συνε­πής και στρα­τευ­μέ­νος εξ αρχής το πλευ­ρό της εργα­τι­κής τάξης αντι­με­τώ­πι­σε τον φασι­σμό σαν το μαύ­ρο φίδι του καπιταλισμού.

Διά­ση­μα τρα­γού­δια του ξεκι­νώ­ντας από το Lindbergh το 1940 , το Miss Pavlichenko, το Tear the fascists down, to All You Fascists σε μου­σι­κή του Μπί­λι Μπραγκ, το «Round and Round Hitler’s Grave με τον Πητ Σίγκερ μέχρι και το The Blinding of Isaac Woodard του 1946 μένουν μέχρι σήμε­ρα ως σημεία ανα­φο­ράς για το αμε­ρι­κα­νι­κό αντι­φα­σι­στι­κό τραγούδι.

«Η δεσποι­νίς Παβλι­τσέν­κο είναι διάσημη.
Η Ρωσία η χώρα σου, οι μάχες το παι­χνί­δι σου.
Όλος ο κόσμος θα σε αγα­πά για πάντα για­τί τρια­κό­σιοι Ναζί σκο­τω­θή­καν από το όπλο σου»

All You Fascists Bound To Lose

«Σας λέω φασί­στες, μπο­ρεί να εκπλαγείτε,
αλλά οι άνθρω­ποι σε αυτόν τον κόσμο οργανώνονται.
Είστε κατα­δι­κα­σμέ­νοι να χάσετε»

Της Εθνικής Αλληλεγγύης Αλέκος Ξένος

«Ποτέ στην Ελλά­δα το τρα­γού­δι σαν μέσο διά­δο­σης των πιο πλα­τιών λαϊ­κών ελπί­δων δε γνώ­ρι­σε αυτή την άνθη­ση, δεν τρα­γου­δή­θη­κε από τόσους ανθρώ­πους. Ποτέ δεν ήταν τόσο δεμέ­νο σ’ ένα παναν­θρώ­πι­νο αδελ­φι­κό αγκά­λια­σμα με τους άλλους λαούς, ποτέ δεν τρα­γου­δή­θη­κε από τόσο πολυ­πρό­σω­πες χορω­δί­ες, όπως στις πόλεις την περί­ο­δο της απε­λευ­θέ­ρω­σης». Αυτά έλε­γε ο συν­θέ­της της Αντί­στα­σης Αλέ­κος Ξένος.

«Στους δρό­μους, στους δρό­μους και πάντα μαζί σας
αδέλ­φια που πέσα­τε απ’ άδι­κο βόλι
μαζί σας στο θάνα­το, μαζί σας στη νίκη
μαζί σας σκορ­πά­νε της γης την ασβό­λη».

Οι στί­χοι είναι του Από­στο­λου Σπήλιου.

Ύμνος του ΕΛΑΣ / Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη

«Τα τρα­γού­δια αυτά που φλο­γί­ζο­νταν από την άμε­ση συγκί­νη­ση, δεν αξιο­ποιού­σαν τότε την Αντί­στα­ση, έκα­ναν αντί­στα­ση! Δεν ήταν στί­χοι και μου­σι­κή, ήταν όπλο και αγω­νι­στι­κή πρά­ξη!», σημεί­ω­νε η αξέ­χα­στη ποι­ή­τρια Σοφία Μαυ­ροει­δή — Παπα­δά­κη, η οποία, ύστε­ρα από πρό­τα­ση της Έλλης Αλε­ξί­ου, έγρα­ψε μέσα σε μια νύχτα τον πολυ­τρα­γου­δι­σμέ­νο Ύμνο του ΕΛΑΣ, σε μου­σι­κή του Νίκου Τσάκωνα.

«Με το ντου­φέ­κι μου στον ώμο
σε πόλεις, κάμπους και βουνά,
της λευ­τε­ριάς ανοί­γω δρόμο,
τον στρώ­νω βάγια και περνά…»

Η ίδια έλε­γε αργό­τε­ρα: «Σ’ εκεί­νη την έξα­ψη, που μ’ έκα­νε να συν­θέ­σω εκεί­νο το τρα­γού­δι μέσα σε μια νύχτα, έχω την εντύ­πω­ση πως πολύ είχε συντε­λέ­σει κι η γύρω πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ναι, το θυμού­μαι καλά. Το σού­ρου­πο της ίδιας μέρας περ­πα­τού­σα στο περι­βό­λι μας, απορ­ρο­φη­μέ­νη στις σκέ­ψεις μου για το θέμα του τρα­γου­διού, ενώ στους δρό­μους αντι­λα­λού­σαν οι πυρο­βο­λι­σμοί από τις συχνές συγκρού­σεις, που γίνο­νταν τότε και στην Καλ­λι­θέα…».

«Ο Αντώνης» Μαουτχάουζεν (1966) Ιάκωβος Καμπανέλλης Μίκης Θεοδωράκης

Κατά τη διάρ­κεια της Γερ­μα­νι­κής κατο­χής (1942), ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης φυλα­κί­στη­κε στο στρα­τό­πε­δο συγκε­ντρώ­σε­ως και εξο­ντώ­σε­ως Μαουτχάουζεν.

«Σ’ ένα ανέ­βα­σμα της σκά­λας του λατο­μεί­ου, ένας Εβραί­ος άρχι­σε να παρα­πα­τά. Ο Αντώ­νης του έκα­νε νόη­μα να πλη­σιά­σει. Ο Εβραί­ος πλη­σί­α­σε κι ο Αντώ­νης κρά­τη­σε το δικό του αγκω­νά­ρι με το δεξιό και με τ’ αρι­στε­ρό σήκω­σε το αγκω­νά­ρι του Εβραί­ου. Όμως αυτό έγι­νε στη μέση της σκά­λας. Έμε­νε ακό­μα πολύ ανέ­βα­σμα. Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρι­σε. Διέ­τα­ξε τον Εβραίο να τρέ­ξει. Αυτός ανέ­βη­κε λίγα σκα­λο­πά­τια, ύστε­ρα άφη­σε την πέτρα να πέσει και γονά­τι­σε στο σκα­λί. Ο Ες-Ες πλη­σί­α­σε και του είπε να ανοί­ξει το στό­μα. Ο Εβραί­ος άνοι­ξε το στό­μα. Ο Ες-Ες έβγα­λε το περί­στρο­φο, το έχω­σε στο στό­μα του Εβραί­ου και πυρο­βό­λη­σε. Ύστε­ρα γύρι­σε προς τον Αντώ­νη και στύ­λω­σε τα μάτια επά­νω του. Ο Αντώ­νης τον κύτ­τα­ξε άφο­βα. Ύστε­ρα πλη­σί­α­σε τον νεκρό, φορ­τώ­θη­κε και το δεύ­τε­ρο αγκω­νά­ρι και συνέ­χι­σε να ανε­βαί­νει την σκάλα…

Το ίδιο βρά­δυ το στρα­τό­πε­δο απ’ άκρη σ’ άκρη μίλα­γε για τον Έλλη­να τον Αντώ­νη. Τέτοια νέα ανα­τα­ρά­ζα­νε το Μαουτ­χά­ου­ζεν. Ήταν μια κρυ­φή δια­νο­μή ελευθερίας».

Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Μπέρτολτ Μπρέχτ

Ο φασι­σμός μπο­ρεί να πολε­μη­θεί μονά­χα σαν καπι­τα­λι­σμός, σαν ο πιο αδιά­ντρο­πος, ο πιο αναι­δής, ο πιο κατα­πιε­στι­κός και ο πιο δόλιος καπι­τα­λι­σμός. Πώς, λοι­πόν, θα πει κανείς την αλή­θεια για το φασι­σμό, που αντι­στρα­τεύ­ε­ται, αν δεν πει τίπο­τα ενά­ντια στον καπι­τα­λι­σμό, που γεν­νά­ει το φασι­σμό; Τι πρα­κτι­κές επι­πτώ­σεις θα έχει η κου­τσου­ρε­μέ­νη αλή­θεια του;

Όσοι είναι ενά­ντια στο φασι­σμό χωρίς να είναι ενά­ντια και στον καπι­τα­λι­σμό, όσοι θρη­νούν και οδύ­ρο­νται για τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, που πηγά­ζει από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, μοιά­ζουν με ανθρώ­πους, που θέλουν να φάνε τη μερί­δα τους από το μοσχά­ρι, χωρίς όμως να σφα­χτεί το μοσχά­ρι. Θέλουν να φάνε το μοσχά­ρι, αλλά να μη δουν το αίμα του. Και θα είναι ευχα­ρι­στη­μέ­νοι, αν ο χασά­πης πλύ­νει τα χέρια του πριν τους σερ­βί­ρει το κρέ­ας. Αυτοί οι άνθρω­ποι δεν είναι ενά­ντια στις σχέ­σεις ιδιο­κτη­σί­ας, από τις οποί­ες γεν­νιέ­ται η βαρ­βα­ρό­τη­τα, είναι μονά­χα ενά­ντια στη βαρ­βα­ρό­τη­τα. Υψώ­νουν τη φωνή τους ενά­ντια στη βαρ­βα­ρό­τη­τα κι αυτό το κάνουν σε χώρες, όπου επι­κρα­τούν οι ίδιες σχέ­σεις ιδιο­κτη­σί­ας, αλλά οι χασά­πη­δες νίπτουν τας χεί­ρας τους προ­τού σερ­βί­ρουν το κρέας.

Απο­σπα­σμα από τις «Πέντε δυσκο­λί­ες στο γρά­ψι­μο της αλή­θειας» του Μπέρ­τολτ Μπρεχτ.

Θα ακού­σου­με το «Γερ­μα­νι­κό εγχει­ρί­διο πολέ­μου», που κυκλο­φό­ρη­σε στον δίσκο «Μου­σι­κή Πρά­ξη στον Μπρεχτ» το 1979.

«Αυτοί που αρπά­νε το φαΐ απ’ το τραπέζι,
κηρύ­χνουν τη λιτότητα.
Αυτοί που παίρ­νουν όλα τα δοσίματα,
ζητά­νε θυσίες.
Οι χορ­τά­τοι μιλά­νε στους πεινασμένους,
για τις μεγά­λες επο­χές που θα ‘ρθουν…»

Ακού­στε το από το 1.08.08 έως το 1.21.15

Στίγμα / Πάνος Τζαβέλας

«Και μέσ‘ στα χιό­νια, θησαυρούς
το άρπα­γο μάτι βλέπει;
ξαν­θέ φονιά, τι σ‘ έφερε
σ‘ αυτήν εδώ τη στεππη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό
ποια­νού έστη­νες καρτέρι;
Ποιος σ‘ έβλα­ψε τόσο μακριά;
Ποιόν ξέρεις; Ποιος σε ξέρει,
εδώ που χρό­νια εμόχθησε
το εργα­τι­κό το χέρι να χτί­σει την καλύ­βα του
και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτε­ρι­νέ διαγουμιστή,
πως θες να σε δικάσει,
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς,
ότι από χρο­νιά χτίζει;
Ποια κατα­δί­κη στο φονιά
και στο φασί­στα αξί­ζει; (…)».

Bella Ciao

Πρό­κει­ται για ένα τρα­γού­δι — θρύ­λο που έχει συντρο­φεύ­σει εκα­το­ντά­δες αγω­νι­στι­κές κινη­το­ποι­ή­σεις σε όλο τον κόσμο κι έχει γνω­ρί­σει δεκά­δες δια­σκευ­ές σε πολ­λές γλώσσες.

Οι «ρίζες» του βρί­σκο­νται στην κοι­λά­δα του Πάδου, στη Βόρεια Ιτα­λία στα τέλη του 19ου αιώ­να. Ηταν ένα τρα­γού­δι της δου­λειάς για την αφό­ρη­τα επί­πο­νη δου­λειά των επο­χια­κών εργα­τριών (mondinas) στους ορυ­ζώ­νες. Η πρώ­τη κατα­γε­γραμ­μέ­νη εκτέ­λε­ση του τρα­γου­διού χρο­νο­λο­γεί­ται το 1906 και περι­γρά­φο­ντας τις άθλιες συν­θή­κες εργα­σί­ας κατα­λή­γει .. Αλλα θα έρθει η μέρα που όλοι εμείς θα δου­λεύ­ου­με στην Ελευθερία.

Το Bella Ciao έγι­νε ύμνος των Ιτα­λών παρ­τι­ζά­νων κατά τη διάρ­κεια της Ιτα­λι­κής αντί­στα­σης ενά­ντια τόσο στον φασιμό.

«Ένα πρωί ξύπνη­σα και βρή­κα τον κατακτητή
Παρ­τι­ζά­νε πάρε με μαζί σου
για­τί νοιώ­θω ότι θα πεθάνω.

Κι αν πεθά­νω σαν αντάρ­της θάψε με ψηλά στο βουνό
κάτω από τον ίσκιο ενός ωραί­ου λουλουδιού
κι εκεί­νοι που θα περ­νούν θα λένε τι όμορ­φο λουλούδι,
είναι το λου­λού­δι ενός παρ­τι­ζά­νου που πέθα­νε για την ελευθερία».

Δείτε έγχρωμη την Παρέλαση της Νίκης στις 24 Ιούνη 1945

Τιμώ­ντας τα 75 χρό­νια της Μεγά­λης Αντι­φα­σι­στι­κής Νίκης των Λαών το portal 902.gr παρου­σιά­ζει την έγχρω­μη λήψη της Παρέ­λα­σης της Νίκης, που έγι­νε στην Κόκ­κι­νη Πλα­τεία της Μόσχας, στις 24 Ιού­νη 1945.

Πρό­κει­ται για ειδι­κή παρα­γω­γή, γυρι­σμέ­νη από ξεχω­ρι­στό πολυ­με­λές συνερ­γείο, με πλά­να δια­φο­ρε­τι­κά από τις άλλες κινη­μα­το­γρα­φι­κές εκδόσεις.

Το γεγο­νός ότι η έγχρω­μη κινη­μα­το­γρά­φη­ση ήταν ακό­μα στα σπάρ­γα­να, τα φιλμ και οι μηχα­νές συγκε­κρι­μέ­νες είχε ως απο­τέ­λε­σμα να τρα­βη­χθεί μέρος της πολύ­ω­ρης παρέ­λα­σης και να παρα­χθεί μια ται­νία επι­καί­ρων, διάρ­κειας 18 λεπτών και 21 δευ­τε­ρο­λέ­πτων, εκ των οποί­ων τα 15 είναι της παρέ­λα­σης. Στο τέλος της ται­νί­ας έχουν συμπε­ρι­λη­φθεί τα πυρο­τε­χνή­μα­τα που φώτι­σαν τον ουρα­νό της Μόσχας το βρά­δυ της 24ης Ιού­νη και πρό­κει­ται για την πρώ­τη έγχρω­μη νυχτε­ρι­νή κινη­μα­το­γρά­φη­ση, εκτός στού­ντιο και χωρίς άλλο τεχνι­κό εξο­πλι­σμό, στην ιστο­ρία του κινηματογράφου.

Η Παρέ­λα­ση της Νίκης διήρ­κε­σε πάνω από 2 ώρες και σε αυτή συμ­με­τεί­χαν 40.000 στρα­τιώ­τες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και 1.850 οχή­μα­τα, άρμα­τα και άλλα υλικά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο