Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

9 Μαρτίου 1907: Οι τσιφλικάδες δολοφονούν τον Μαρίνο Αντύπα

Τη νύχτα της 8ης προς 9η του Μάρ­τη 1907 δολο­φο­νή­θη­κε στο χωριό Πυρ­γε­τός της Ραψά­νης ο Μαρί­νος Αντύ­πας, πρω­το­πό­ρος Ελλη­νας σοσια­λι­στής και ένθερ­μος κήρυ­κας της κατάρ­γη­σης των τσι­φλι­κιών και της από­δο­σης της γης στους ακτή­μο­νες αγρό­τες. Η δολο­φο­νία του οργα­νώ­θη­κε, όπως απο­δεί­χτη­κε, από τους μεγα­λο­τσι­φλι­κά­δες της Θεσ­σα­λί­ας, που έβλε­παν τον Αντύ­πα να «οργώ­νει» τον κάμπο και να μετα­φέ­ρει το εξε­γερ­τι­κό του μήνυ­μα στους κολί­γους. Εκτε­λε­στι­κό όργα­νο των τσι­φλι­κά­δων ήταν ο Ιωάν­νης Κυρια­κός, έμπι­στος επι­στά­της του μεγα­λο­τσι­φλι­κά Αρι­στεί­δη Μετα­ξά, ο οποί­ος πυρο­βό­λη­σε πισώ­πλα­τα με δίκαν­νο όπλο τον Αντύ­πα. Τα τελευ­ταία λόγια του Αντύ­πα, που ξεψύ­χη­σε στην αγκα­λιά του εξα­δέλ­φου του Πανα­γιώ­τη Σκια­δα­ρέ­ση, ήταν: «Ισό­της, Αδελ­φό­της, Ελευθερία»,το σύν­θη­μα της Γαλ­λι­κής Επανάστασης.

Ο Μαρί­νος Αντύ­πας γεν­νή­θη­κε το 1872 στο χωριό Φερε­ντι­νά­τα της Κεφα­λο­νιάς. Εκεί τέλειω­σε το σχο­λείο και στη συνέ­χεια πήγε στην Αθή­να, για να σπου­δά­σει στη Νομι­κή Σχο­λή. Κατά τη διάρ­κεια των σπου­δών τους ήρθε σε επα­φή με τους κύκλους των πρώ­των σοσια­λι­στών και εντά­χτη­κε στον Κεντρι­κό Σοσια­λι­στι­κό Ομι­λο του Σταύ­ρου Καλ­λέρ­γη. Ο ίδιος, σε ένα γράμ­μα του, προσ­διο­ρί­ζει με μεγα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια την ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή ταυ­τό­τη­τα στο θολό τότε τοπίο των σοσια­λι­στι­κών θεω­ριών. Απορ­ρί­πτει, λοι­πόν, τον αναρ­χι­σμό, όπως και το «χρι­στια­νι­κό σοσια­λι­σμό» και δηλώ­νει την πίστη του στον επι­στη­μο­νι­κό σοσια­λι­σμό. Συμ­με­τεί­χε σε όλες τις κινη­το­ποι­ή­σεις και τα συλ­λα­λη­τή­ρια της επο­χής για τα δικαιώ­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης και των αγρο­τών, ενώ πήγε εθε­λο­ντής στην Κρήτη,όταν ξέσπα­σε στο νησί η επα­νά­στα­ση. Μετά τις διώ­ξεις που υπέ­στη εγκα­τέ­λει­ψε την Ελλά­δα, πήγε στη Ρου­μα­νία και επέ­στρε­ψε στη Θεσ­σα­λία, όπου εγκα­τα­στά­θη­κε στο κτή­μα του θεί­ου του Γ. Σκια­δα­ρέ­ση. Αυτό ήταν το ορμη­τή­ριό του, απ’ όπου ξεκι­νού­σε για να δια­σχί­σει ολό­κλη­ρο το θεσ­σα­λι­κό κάμπο με τα φλο­γε­ρά του κηρύγματα.

Στο τελευ­ταίο από τα μηνύ­μα­τά του, στις 27 του Φλε­βά­ρη 1907, έλεγε:

«Συμ­φώ­νως προς τας ανω­τέ­ρω σκέ­ψεις είμαιε­πα­να­στά­της, υπο­σκά­πτων το άγριον­κα­θε­στώς μεθ’ όλων μου των δυνάμεων…Φρονώ ότι το δίκαιον είναι εκεί όπου το συμ­φέ­ρον των πολ­λών και όχι των ολί­γων, επο­μέ­νως μετα­χει­ρί­ζο­μαι τας δυνά­μεις μου υπέρ της εξα­φα­νί­σε­ως του τσι­φλι­κιού και της πλή­ρους ανε­ξαρ­τη­σί­ας του καλλιεργητού»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο