Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγώνες ταχύτητας με τον Καμπανέλλη

Γρά­φει ο ΠΑΡΑ-ΛΟΓΟΣ //

Σάστι­σαν τα ορφα­νά του Ρίγκαν και της Θάτσερ. Οι «κου­μπα­ρά­δες» του Πανα­μά, τα Panama Papers,  εντός των οποί­ων βρί­σκο­νται τα ονό­μα­τα 72 ηγε­τών κρα­τών ·βγή­καν στη φόρα, και οι δια­πρύ­σιοι του «ρεα­λι­σμού» και της «ΤΙΝΑ» ποιούν την νήσ­σαν. Σου­σου­δί­ζουν  ανα­με­τα­ξύ τους,  στα χρυ­σο­ποί­κιλ­τα φουα­γέ των μεγά­ρων τους, ανα­ζη­τώ­ντας  νέα κρυ­ψώ­να για το «χαρ­τζι­λί­κι» μακριά από το βλέμ­μα της… μαμάς.  Έκπλη­κτοι, οι homo economicus των σπη­λαί­ων  του Πανα­μά, το  «trickle down effect»  δεν το ‘χουν ακου­στά. Ωστό­σο, αυτή η «θεσμι­κή» τους διπρο­σω­πία, η υπο­κρι­σία της παγκό­σμιας πλου­το­κρα­τί­ας και των νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρων τιμη­τών της δεν μας είναι άγνω­στη. Τα είχες φανε­ρώ­σει εσύ όλα αυτά,  πριν τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες. Στε­ριώ­νου­νε την τάξη τους/Με τους συνα­με­τα­ξύ τους/Παίρνουν τον φόρο απ’ τον φτωχό/Τον κάνουν δάνειο κρατικό/Κεφάλαιο εφοπλιστικό/Κεφάλαιο βιομηχανικό.// Ο πλού­σιος πλουσιότερος/Και ο φτω­χός φτω­χό­τε­ρος*. Ο κόσμος τους, δεν γνω­ρί­ζει σύνο­ρα για τα χρή­μα­τά του. Δεν υπάρ­χουν νόμοι για τους εξέ­χο­ντες άνα­κτες . «Τα σύνο­ρα είναι για τους φτω­χούς και τους βλάκες». **

«Το δρά­μα- έγρα­φες — είναι πως ό,τι ολέ­θριο γίνε­ται αντί ν’ απο­τε­λέ­σει ένα ‘’κακό προη­γού­με­νο προς απο­φυ­γήν’’ κατα­ντά μια άδεια για να γίνο­νται στο μέλ­λον χει­ρό­τε­ρα». Εκεί­νοι, οι οποί­οι μετέ­τρε­ψαν τον κόσμο σε ένα τερά­στιο μπαρ­μπού­τι με πρι­βέ «εξω­χώ­ριες» θυρί­δες σε Παρ­θέ­νες και άλλες νήσους, είναι εκεί­νοι που, απαλ­λαγ­μέ­νοι από κάθε δισταγ­μό, πετώ­ντας στα σκου­πί­δια  έννοιες όπως η  ελευ­θε­ρία και η δικαιο­σύ­νη, χτί­ζουν «νέες σκά­λες των δακρύ­ων» στα απα­ντα­χού «Βίνερ Γκρά­μπεν». Ο «παράλ­λη­λος κόσμος της πλου­το­κρα­τί­ας», δεν έχει ανά­γκη από ήρω­ες, δεν θέλει παι­δεία και πολι­τι­σμό, θέλει νέους «Παρ­θε­νώ­νες», όπου  Ο οίκτος απα­γο­ρεύ­ε­ται, /Ο  οίκτος είναι συνε­νο­χή (Μαουτ­χά­ου­ζεν).  Πόσες φορές δεν πόνε­σα για εκεί­νο το μωρό που βύζαι­νε το αίμα της μάνας του; Πόσες φορές δεν θέριε­ψα, όπως ο «Αντώ­νης», μπρο­στά στις υλα­κές του ιερα­τεί­ου του ρατσι­σμού; Πόσες φορές δεν ήλπι­σα, σε έναν καλύ­τε­ρο κόσμο- μακριά απ’ τον δικό μας πεπτω­κό­τα- καθώς την κοί­τα­ζα στα μάτια; Να, όπως την κοί­τα­ζες και συ, θυμά­σαι; Τι ωραία που είν’ η αγά­πη μου/με το καθη­μερ­νό της φόρεμα/κι ένα χτε­νά­κι στα μαλλιά./Κανείς δεν ήξε­ρε πως είναι τόσο ωραία. (***)

«Ριζω­μέ­νη  βαθιά μέσα μου, χρό­νια τώρα, μια φρά­ση του παπ­πού μου: Ό,τι και να γίνει, το καλό θα νική­σει.  Ζώντας, όμως, στην  κοι­νω­νία του ουκ εν φάει – για την εξουσία‑, ανα­ρω­τή­θη­κα, πριν λίγες μέρες,  ποιο καλό θα νική­σει, ηλί­θιε; Ποιος ενδια­φέ­ρε­ται για το καλό, ηλί­θιε; Τι είναι, τέλος πάντων, αυτό το «καλό», ηλί­θιε; Ζεις σε έναν κόσμο που οι «μεγά­λοι» , οι ‑κατά τα άλλα- σταυ­ρο­φό­ροι της φορο­δια­φυ­γής,  μετα­να­στεύ­ουν τις περιου­σί­ες τους για κάποιο εξω­τι­κό νησί, «χτί­ζο­ντας φωλιές» για τα 11 τρις χάρ­τι­να πιτσού­νια τους. Σε έναν κόσμο που τα εργα­σια­κά κεκτη­μέ­να του παπ­πού σου εσύ δεν τα δικαιού­σαι, και η σύντα­ξή σου — λέμε τώρα- , θα ‘ναι το χαρ­τζι­λί­κι για τα τσι­γά­ρα σου. Και πρό­σε­ξε, κι αυτό με το μαλα­κό, για­τί αν αρρω­στή­σεις, θυμή­σου(!)…  δεν έχεις ασφά­λι­ση, ηλί­θιε.  Δεί­τε έναν άνθρω­πο ρε,  που πιστεύ­ει στο «καλό», δεί­τε έναν ηλί­θιο»· αυτά, μου ‘λεγε τις προ­άλ­λες ο φίλος μου ο Κώστας, άνερ­γος τρία χρό­νια- επαγ­γελ­μα­τί­ας εξα­πα­τη­μέ­νος, όπως δηλώ­νει ο ίδιος. Ναι, το παρα­δέ­χο­μαι, το κακό έχει επι­κρα­τή­σει, ωστό­σο μου ‘χεις δώσει κάτι να πια­στώ, θυμάσαι;

Ο άνθρωπος/ που μέσα του δεν έχει μου­σι­κή, ούτε συγκινιέται/ από γλυ­κό­η­χων τόνων συμ­φω­νία, είναι άξιος/ για προ­δο­σί­ες, ρεμού­λες και κατεργαριές·/ μαύ­ρη σαν νύχτα είναι η κίνη­ση του νου του, /και τα αισθή­μα­τα του σκο­τει­νά σαν Έρεβος:/ τέτοιον να μην τον εμπι­στεύ­ε­σαι. / Πρό­σε­ξε τη μου­σι­κή.  Αυτά μας έμα­θε ο Σαίξ­πηρ στον «Έμπο­ρο της Βενε­τί­ας». Αυτά μας έμα­θες κι συ: «Να τρα­γου­δά­τε ‑έλε­γες- αντί για άλλες ασχο­λί­ες που βγά­ζουν τα ένστι­κτά μας που δεν είναι καλά (…) αυτός ο δρό­μος -ο δρό­μος του τρα­γου­διού-  είναι δημιουρ­γι­κός και καλός. Περιτ­τό να σας πω ότι, ο δρό­μος που μας πάει εκεί, είναι ο Πολι­τι­σμός. Η μου­σι­κή, μας πάει σε ωραί­ες σκέ­ψεις, σε ωραία συναι­σθή­μα­τα· το καλό βιβλίο, ομορ­φαί­νει τον κόσμο- όπως ομορ­φαί­νουν τα λου­λού­δια. (…) Ο Πολι­τι­σμός πρέ­πει να ‘ναι η ζωή του ανθρώ­που επά­νω στη Γη. Να λέμε γεν­νή­θη­κε για να ζει ωραία. Και βοή­θη­μα μεγά­λο σ’ αυτό, είναι ο Πολι­τι­σμός. Ποιος ακού­ει μου­σι­κή, ωραία μου­σι­κή, και δεν γίνε­ται καλύ­τε­ρος;  Οι άνθρω­ποι που ακούν τρα­γού­δια όση ώρα διαρ­κεί μια συναυ­λία, είναι πολύ καλύ­τε­ροι απ’ ότι πριν αρχί­σει η συναυ­λία. Μεί­νε­τε, λοι­πόν, στη συναυ­λία.

Φημολο­γεί­ται ότι, τον τόπο κυβερ­νά η «Αρι­στε­ρά». Άρα­γε, τι σχέ­ση έχουν όλοι αυτοί, οι μισθο­φό­ροι της «σοφί­ας», οι νου­νε­χείς κυβερ­νή­τες των μεφι­στο­φε­λι­κών σχε­δί­ων, με το «ανα­ξιο­πα­θές» πόπο­λο; Τι σχέ­ση έχουν όλοι αυτοί, οι γνώ­στες του χαβια­ριού και οι χει­ρο­κρο­τη­τές τους με τον λου­στρα­ρι­σμέ­νο κυνι­σμό- με τον εργά­τη, τον άνερ­γο, τον άστε­γο; Τι σχέ­ση έχει ο καρε­κλο­κέ­νταυ­ρος, επί­γο­νος του Κάρ­τερ, διά­δο­χός σου- με την δική σου προ­σφο­ρά;  Είπες κάπο­τε, θα ήταν το ’45, ότι αρχί­ζει μια νέα επο­χή και ότι το κολα­στή­ριό σου έκλει­σε. Πολύ φοβά­μαι ότι, κάποιοι είχαν βγά­λει αντι­κλεί­δια και το λου­κέ­το στην πύλη θα ξεκλει­δώ­σει σύντο­μα. Αλλά, δεν με νοιά­ζει. Εσύ μου το ‘μαθες αυτό, θυμά­σαι; Ματαιό­τη­τα, έλε­γες! Ματαιό­τη­τα, λοι­πόν, κι χωρίς φρέ­νο στη στροφή.

           Υ.Γ: Στον  Ιάκω­βο Καμπα­νέλ­λη, που έφυ­γε από κοντά μας στις 29/3/ 2011. Δεν σε ξεχνά­με δάσκα­λε, τα έργα σου- η πορεία σου, μνη­μείο ανθρω­πιάς και πολι­τι­σμού. Σ’ ευχαριστούμε! 

  (*) Ο αδελ­φός τον αδελ­φό, “Ο Εχθρός Λαός” (1975). Ι. Καμπα­νέλ­λης- Μ. Θεοδωράκης

(**) Γιά­κομπ Αου­γκ­στάιν, Spiegel: Τα σύνο­ρα είναι για τους φτω­χούς και τους βλάκες

             (***) «Άσμα ασμά­των», 1965.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο