Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ακατάλληλο για σεμνότυφους

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 7. Η ΦΩΤΙΑ

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η Τσα­ρι­τσά­νη είναι ένα μεγά­λο χωριό που βρί­σκε­ται περί­που σαρά­ντα χιλιό­με­τρα βορειο­δυ­τι­κά της Λάρι­σας. Εκεί θα φτά­σει στις αρχές του 1945 ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας και θα μεί­νει για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα. Εκεί θα γνω­ρί­σει και την Ευμορ­φία Κηπου­ρού με την οποία αργό­τε­ρα θα παντρευτούν.

Στην Τσα­ρι­τσά­νη ο Γ. Κοτζιού­λας θα γρά­ψει το κεί­με­νο που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, το 7ο της σει­ράς με τίτλο: «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα»· κεί­με­νο ανέκ­δο­το που το παρου­σιά­ζου­με για πρώ­τη φορά από το περιο­δι­κό μας, στο οποίο περι­γρά­φει το «μπου­ρα­νί», ένα έθι­μο της Καθα­ρής Δευ­τέ­ρας που οι ρίζες του χάνο­νται στα βάθη του χρό­νου. Στις μέρες μας όταν ακού­με «μπου­ρα­νί» το μυα­λό μας πάει αμέ­σως στον Τύρ­να­βο και στη γιορ­τή του φαλ­λού (φωτο­γρα­φία) που συμ­βο­λί­ζει την ανα­πα­ρα­γω­γή και την ευτεκνία.

Το μπου­ρα­νί είναι φαγη­τό που γίνε­ται από βρα­σμέ­νη σε καζά­νια τσου­κνί­δα και άλλα χορ­τα­ρι­κά και παρα­σκευά­ζε­ται  τη μέρα της Καθα­ρής Δευ­τέ­ρας. Το μαγεί­ρε­μά του απο­χτά ιδιαί­τε­ρο χαρα­κτή­ρα, αφού στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­τε­λεί αφορ­μή για ένα λαϊ­κό πανη­γύ­ρι όπου ο κόσμος συγκε­ντρώ­νε­ται για να χορέ­ψει, να φάει και να τρα­γου­δή­σει, να ξεδώ­σει, τη μονα­δι­κή μέρα… που όλα επι­τρέ­πο­νται και απα­γο­ρεύ­ε­ται μόνο η σεμνο­τυ­φία. Στις γει­το­νιές της Τσα­ρι­τσά­νης ανά­βουν μεγά­λες φωτιές και γύρω τους πιά­νουν το χορό μικροί και μεγά­λοι, μέχρι αργά. Τα τρα­γού­δια που τρα­γου­δούν έχουν «άσε­μνους» στί­χους και… είναι ακα­τάλ­λη­λα για όσους παρε­ξη­γού­νται και παρε­ξη­γούν. Για όσους, δηλα­δή,  έχουν δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη είτε αγνο­ούν τα σοφά λόγια ενός παλιού: χυδαία γλώσ­σα δεν υπάρ­χει· υπάρ­χου­σι χυδαί­οι άνθρω­ποι. Αφού βρά­σει το μπου­ρα­νί σερ­βί­ρε­ται μαζί με άλλους σαρα­κο­στια­νούς μεζέ­δες και με τη φασο­λά­δα που επί­σης έβρα­σε σε καζά­νια, με τη συνο­δεία κρα­σιού, ούζου ή τσίπουρου.

Ακο­λου­θεί το κεί­με­νο του Γ. Κοτζιού­λα και μερι­κές δικές μας σημειώσεις.

Η ΦΩΤΙΑ

Η φωτιά άνα­ψε το βρά­δι στον πέρα μαχα­λά, το λαϊ­κό. Οι φλό­γες της πήδη­ξαν ως απά­νω, δίπλα απ’ τη μεγά­λη εκκλη­σιά. –Πάμε ως εκεί; πρό­τει­νε ο ξένος. Το ρέμα δεν περ­νού­σε. Μπή­κα­νε σ’ ένα κατώι, βρή­καν ένα γέρο που κάτι τηγά­νι­ζε, πέρα­σαν απ’ τις σκά­λες στο δρό­μο. Στη λάκα είχαν μαζε­μέ­να ξύλα πολ­λά, τού­φες, ρίζες. Τώρα η φωτιά είχε κατα­πέ­σει. Γύρω της είταν μαζε­μέ­να παι­διά και τρα­γου­δού­σαν άσε­μνα. Ένα σα μεγα­λύ­τε­ρο έφερ­νε γύρω γύρω μαλώ­νο­ντας, επι­βλέ­πο­ντας την τάξη, ο επό­πτης. Αλλ’ από και­ρό σε και­ρό κάποιο απ’ τα πολ­λά άρπα­ζε ένα δαυ­λί και το πετού­σε ψηλά. Το δαυ­λί έγρα­φε κύκλο κι έπε­φτε σε κεφά­λια, λαι­μούς. Τίνα­ζαν τα κάρ­βου­να μόνο. Δε φώνα­ζαν ούτε φεύ­γαν. Στα πρό­σω­πα των χορευ­τών αντα­να­κλού­σαν οι φλό­γες της φωτιάς. Πηδού­σαν μ’ όλη τη δύνα­μή τους, σα νάκα­ναν καμιά παλη­κα­ριά. «Ένας γέρος, άντε μπρε…». Μ’ αυτή τη φασα­ρία δεν έπαιρ­νες τι λέγαν. Είταν εκεί και κορί­τσια μικρά, που κοί­τα­ζαν με το στό­μα ανοι­χτό. Σε λίγο φάνη­κε νάρ­χε­ται απ’ το κέντρο μια παρέα από πεντέ­ξη νεα­ρούς, γύρω απ’ τα είκο­σι. Φαί­νο­νταν λίγο πιω­μέ­νοι. Τους ερέ­θι­σε όμως και το θέα­μα της φωτιάς. Μόλις δεν είδαν άλλους μεγα­λύ­τε­ρους, πιά­στη­καν απ’ το χέρι κι έκα­μαν έφο­δο χορεύ­ο­ντας. Οι μικροί παρα­μέ­ρι­σαν κατά­πλη­κτοι, γουρ­λω­μέ­νοι. Έγι­ναν όλο μάτια, όλο αφτιά.
Ο πα — πάς απ’ – τη Βου – βάλα κλπ.
Έφερ­ναν γύρω απ’ τη φωτιά σα μαι­νό­με­νοι. Κι έλε­γαν αρά­δα μασκα­ρό­λο­γα. Όσο τάλε­γαν, τόσο πιο πολύ παρα­κι­νού­νταν. Ξεθύ­μαι­ναν έτσι. Τα παι­διά σώπα­σαν. Έκα­μαν τάξη μονα­χά τους. Κι άκου­γαν, αγό­ρια και κορί­τσια, σαν κάτι πολύ φυσι­κό τα γεν­νη­τι­κά όργα­να με τα ονό­μα­τά τους κι όλο τον ερω­τι­σμό που έκλει­ναν στα πυρω­μέ­να σπλά­χνα τους εκεί­να τα παι­διά των είκο­σι χρο­νών. Άϊντε ύστε­ρα να τους απα­γο­ρέ­ψει η μάνα τα βρω­μό­λο­γα και να τους διδά­σκει ο δάσκα­λος προ­σευ­χή. Έκα­τσαν εκεί που το κατά­κα­ψε η φωτιά, ώσπου εξα­ντλή­θη­καν τα τρα­γού­δια και δεν είχαν άλλα πια. Δια­λύ­θη­καν σα νάχουν παρα­κο­λου­θή­σει το πιο απο­λαυ­στι­κό θέα­μα. Ίσως αυτή η παρέα να επι­χεί­ρη­σε ν’ αρχί­σει το τρα­γού­δι στην κεντρι­κή πλα­τεία, αλλά κάποιος επο­νί­της τους στα­μά­τη­σε. /«Ντροπή, βρε παι­διά…». Αναρ­χία διανοητική.

Γ. Κοτζιού­λας

- Το χωριό, όπως προ­α­να­φέ­ρα­με, είναι η Τσαριτσάνη.
— Λαϊ­κός μαχα­λάς είναι η «Πανα­γιά», συνοι­κία της Τσα­ρι­τσά­νης που πήρε την ονο­μα­σία της από τον ναό Κοι­μή­σε­ως της Θεο­τό­κου (Πανα­γία), που είναι και ο μεγα­λύ­τε­ρος του χωριού.
— Το ρέμα είναι ο χεί­μαρ­ρος Ξεριάς.
— Αξιο­ση­μεί­ω­τη είναι η ανα­φο­ρά του Κοτζιού­λα στη συμ­με­το­χή των κορι­τσιών («κορί­τσια μικρά») και όχι γυναι­κών. Και νεώ­τε­ρες ανα­φο­ρές κάνουν λόγο για ένα αντρι­κό έθι­μο στο οποίο οι γυναί­κες δεν συμ­με­τεί­χαν, ίσως λόγω σεμνοτυφίας.
— Η δια­γώ­νια γραμ­μή (/) στο τέλος (ο Κοτζιού­λας τη χρη­σι­μο­ποιεί και σε άλλα ανέκ­δο­τα κεί­με­να) είναι ίσως σημά­δι για ν’ απο­φα­σί­σει ο συγ­γρα­φέ­ας αν το κεί­με­νο θα τελειώ­σει εκεί. Μια από­φα­ση στην οποία ‑προ­φα­νώς- θα κατέ­λη­γε όταν το κεί­με­νο θα έπαιρ­νε το δρό­μο για κάποιο τυπο­γρα­φείο. Στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, αυτό που βγά­ζου­με ως συμπέ­ρα­σμα είναι ότι ο Κοτζιού­λας μάλ­λον ήταν ανα­πο­φά­σι­στος για το αν έπρε­πε να δια­τη­ρή­σει, ή όχι, τον αιχ­μη­ρό του σχο­λια­σμό που με μαε­στρία  τον χώρε­σε  σε μόλις δυο λέξεις.

Για τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ και τη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα»

kotzioulas31Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό είναι, ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποι­η­τής. Στο μεγά­λο σε όγκο και αξία έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και κεί­με­νά του (χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α.) που δημο­σιεύ­τη­καν σε έναν μεγά­λο –επί­σης- αριθ­μό εντύ­πων που κυκλο­φο­ρού­σαν σε διά­φο­ρες περιο­χές της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, άλλο­τε με την υπο­γρα­φή του και άλλο­τε με ψευ­δώ­νυ­μο που, συχνά και αυτό, από έντυ­πο σε έντυ­πο, ήταν διαφορετικό.

Τα κεί­με­νά του που παρου­σιά­ζου­με από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα» γρά­φτη­καν την περί­ο­δο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φέ­ρει στο χαρ­τί εικό­νες μιας σκλη­ρής επο­χής, περι­γρά­φει στιγ­μές ηρω­ι­σμού, αλλά και σκη­νές τρα­γι­κές, από αυτές που ακο­λού­θη­σαν την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμ­με­τεί­χε στην Αντί­στα­ση ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, ενώ ήταν ο δημιουρ­γός και η «ψυχή» της Λαϊ­κής Σκη­νής (θέα­τρο στα βου­νά) της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ.

Τα ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να, από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα, μας παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχείου.

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι, αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε και έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Για την εργο­βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα πατή­στε ΕΔΩ.

Τα κεί­με­να που προη­γή­θη­καν, με τη σει­ρά που δημο­σιεύ­τη­καν (δεί­τε τα «πατώ­ντας» στους τίτλους):

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 1. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 2. ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 3. ΕΓΓΛΕΖΟΙ

4. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας στο Β΄ Παν­θεσ­σα­λι­κό Συνέ­δριο του ΕΑΜ

5. Η Τιτί­κα ζει

6. «Καρ­να­βά­λια» μετά τη Βάρκιζα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο