Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις ενός δυτικού στην ανατολική πλευρά της Γερμανίας

Γρά­φει ο Πανα­γιώ­της Μανιά­της //

Η Γερ­μα­νία είναι δια­φο­ρε­τι­κή από την Ελλά­δα. Το κατά­λα­βα από την πρώ­τη στιγ­μή, παρα­τη­ρώ­ντας τη δόμη­ση των βερο­λι­νέ­ζι­κων σπι­τιών από το παρά­θυ­ρο του αερο­πλά­νου. Στο αερο­δρό­μιο, με δερ­μά­τι­νο, μακριά μαλ­λιά και μού­σια, ήταν σίγου­ρο πως πήγαι­να για εξα­κρί­βω­ση. Ο μπα­τσο­α­σφα­λί­της, που φορού­σε μπλού­ζα Rammstein, μου έκα­νε νόη­μα. Αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κός κατά τα άλλα.

Φτά­νο­ντας επι­τέ­λους στο Chekpoint Charlie δρα­πέ­τευ­σα για τους μαρ­ξό­το­πους της Ανα­το­λι­κής Γερ­μα­νί­ας. Χαι­ρέ­τι­σα τον σοβιε­τι­κό στρα­τιώ­τη και περ­πά­τη­σα τη λεω­φό­ρο Καρλ Μαρξ φωτο­γρα­φί­ζο­ντας εργα­τι­κές πολυ­κα­τοι­κί­ες. Τα περισ­σό­τε­ρα κτί­ρια φανέ­ρω­ναν κάτι που υπήρ­χε κάπο­τε αλλά πλέ­ον έχει χαθεί. Κατέ­βη­κα σε μια στά­ση που είχε φωτο­γρα­φί­ες απ’ την περί­ο­δο της στα­λι­νι­κής οικο­δό­μη­σης. Ανέ­βη­κα στις εγκα­τα­στά­σεις του Μπαουχάους.

Στην Αλε­ξά­ντερ­πλατς συνά­ντη­σα πλα­νό­διους Πακι­στα­νούς πωλη­τές και αγό­ρα­σα το γού­νι­νο καπέ­λο με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο. Έπια­σα κου­βέ­ντα με έναν απ’ αυτούς και μου είπε ότι είχε περά­σει από τα ελλη­νι­κά νησιά. Το βρά­δυ πήγα στον Πύρ­γο Τηλε­πι­κοι­νω­νιών όπου είδα το περι­στρε­φό­με­νο Βερο­λί­νο από ύψος 203 μέτρων. Πίστευα πως θα εντυ­πω­σια­στώ, αλλά δε συνέ­βη. Ίσως δε μ’ άρε­σε ο φωτι­σμός του τη νύχτα ή το ότι πηγαί­να­με με μικρή ταχύτητα.

Σε μια πόλη όπου πατού­σα σε πολ­λούς κόσμους, μίλη­σα με μια γυναί­κα που δια­τη­ρού­σε μαγα­ζί με σου­βε­νίρ. Μου είπε ότι πήγαι­νε στις κομ­μου­νι­στι­κές κατα­σκη­νώ­σεις μικρή και ότι ο πατέ­ρας της ήταν στο Κόμ­μα. Ωραί­ος τύπος πρέ­πει να ‘ταν σκέ­φτη­κα. Από τον τόνο της φωνής της κατά­λα­βα ότι γοη­τεύ­τη­κε από το american dream. Δεν την είδα όμως πολύ χαρού­με­νη. Όταν έχεις μικρο­μά­γα­ζο δεν πας που­θε­νά. Το μονο­πώ­λιο θα επιβιώσει.

Κατευ­θύν­θη­κα προς την πύλη του Βρα­δεμ­βούρ­γου για να βρω το μνη­μείο για τον Σοβιε­τι­κό Στρα­τιώ­τη. Η κορυ­φή της πύλης δε μ’ άρε­σε καθό­λου. Μου θύμι­σε ναζι­σμό. Εξάλ­λου το πραγ­μα­τι­κό μνη­μείο είναι το σοσια­λι­στι­κό. Είχα προ­σπα­θή­σει να το βρω την προη­γού­με­νη νύχτα αλλά με φάγα­νε τα σκο­τά­δια της καπι­τα­λι­στι­κής από­κρυ­ψης. Αυτή τη φορά ρώτη­σα τους φολ­κλόρ στρα­τιώ­τες της πύλης. Ο Μογ­γό­λος που κρα­τού­σε τη σημαία της ΕΣΣΔ δεν ήξε­ρε. Ο Γερ­μα­νός με την αμε­ρι­κά­νι­κη μου είπε. Ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Όταν είδα τα τανκς είπα φτά­σα­με. Από τα καλύ­τε­ρα δείγ­μα­τα σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού αν και θα προ­τι­μού­σα ο στρα­τιώ­της να ‘ταν λίγο μεγα­λύ­τε­ρος. Ο κόσμος λίγος και λογι­κά δικοί μας. Συγκι­νή­θη­κα με τα λου­λού­δια που ήταν αφη­μέ­να στους τάφους. Πήγα απέ­να­ντι να τρα­βή­ξω μια φωτο­γρα­φία. Ένα περι­πο­λι­κό στα­μά­τη­σε λίγο πιο πέρα. Όταν έφυ­γα, έφυγε.

Στο προ­ά­στιο Βάν­ζεε επι­σκέ­φτη­κα το κτί­ριο όπου ναζί αξιω­μα­τού­χοι συζή­τη­σαν για την υλο­ποί­η­ση της Τελι­κής Λύσης. Ένα ρίγος με δια­πέ­ρα­σε καθώς περ­νού­σα την πόρ­τα. Πώς μπό­ρε­σαν να συμ­βούν αυτά στον κόσμο; Τι κτή­νη πήραν μια τέτοια απόφαση;

Το κτί­ριο το είχαν μετα­τρέ­ψει σε μου­σείο στη λογι­κή του δεν ξεχνά­με. Είχε ονό­μα­τα εκτε­λε­σμέ­νων Εβραί­ων, στοι­χεία για τα στε­λέ­χη που έλα­βαν μέρος και προ­πα­γάν­δα επο­χής. Ακό­μα μου προ­κα­λεί ανα­τρι­χί­λα το ναζι­στι­κό παρελ­θόν. Σε τωρι­νό πολι­τι­κό χρό­νο το γερ­μα­νι­κό κρά­τος δια­χει­ρί­ζε­ται το ζήτη­μα καθα­ρά αστι­κά όπως συμπέ­ρα­να από εκπο­μπές στην τηλε­ό­ρα­ση. Οι ανα­λύ­σεις τους δε φτά­νουν στον πυρή­να του προ­βλή­μα­τος και βολεύ­ο­νται με την άπο­ψη περί κακού και παρα­νοϊ­κού Χίτλερ.

Στο Πότσ­δαμ συνά­ντη­σα μου­ντό και­ρό. Περ­νώ­ντας μέσα από τα δάση κατά­λα­βα τις βαριές δημιουρ­γί­ες ορι­σμέ­νων Γερ­μα­νών καλ­λι­τε­χνών. Ακό­μα και κάποιους μυστι­κι­στές. Πήγα σε κάτι ανά­κτο­ρα. Αυτό που κρά­τη­σα ήταν οι τερά­στιοι κήποι στη φύση. Τα μέρη αυτά θα μπο­ρού­σαν άνε­τα να γίνουν χώροι ανα­ψυ­χής για τους εργά­τες. Δεκά­ρα δε δίνω για τον Φρει­δε­ρί­κο και τα χρυ­σά του. Τα άφη­σα για να πάω στο μέρος όπου διε­ξή­χθη η περί­φη­μη Διά­σκε­ψη. Στά­θη­κα για αρκε­τή ώρα στο κτί­ριο που φιλο­ξε­νού­σε τη σοβιε­τι­κή αντι­προ­σω­πεία. Είχαν φιλο­τε­χνή­σει τον κήπο με ένα αστέ­ρι. Δυστυ­χώς δεν ήταν ανθι­σμέ­νο όπως δεν είναι και το κίνη­μα στη Γερμανία.

Στο γυρι­σμό πήγα στο μου­σείο DDR. Η σοσια­λι­στι­κή ζωή ως εμπό­ρευ­μα. Μπή­κα σ’ ένα Λάντα και έφτα­σα στο κρα­τι­κό μου δια­μέ­ρι­σμα. Χαλά­ρω­σα και είδα Μπό­λεκ και Λόλεκ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο