Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απόψε που σκοτώνουν τον Πλουμπίδη

Επι­μέ­λεια Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Σήμε­ρα συμπλη­ρώ­νο­νται 52 χρό­νια από την εκτέ­λε­ση του αξέ­χα­στου αγω­νι­στή του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, του Νίκου Πλου­μπί­δη. Με αυτήν την αφορ­μή αντι­γρά­φου­με και δημο­σιεύ­ου­με στο Ατέ­χνως κάποια απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο του Κού­λη Ζαμπα­θά “Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης — Νίκος Πλου­μπί­δης — κου­βέ­ντες και σκέ­ψεις που κάνα­με μαζί στα στερ­νά της ζωής τους ” από τις εκδό­σεις Δωρι­κός. Θυμί­ζου­με πως ο Κού­λης Ζαμπα­θάς είχε φιλο­ξε­νή­σει κρυ­φά, σε και­ρούς άγριας παρα­νο­μί­ας και κατα­δί­ω­ξης των κομ­μου­νι­στών, τον Πλου­μπί­δη και τον Μπε­λο­γιάν­νη στο σπί­τι του. Και στις σελί­δες του βιβλί­ου του, περι­γρά­φει γλα­φυ­ρά κάποιες ιδιαί­τε­ρες, ανθρώ­πι­νες στιγ­μές και πτυ­χές της προ­σω­πι­κό­τη­τας των δύο ηρώ­ων, που συνέ­δε­σαν το όνο­μά τους με το ΚΚΕ, την αυτα­πάρ­νη­ση και τη θυσία για μια καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία. Θυμί­ζου­με επί­σης πως το βιβλίο αυτό κυκλο­φό­ρη­σε μετά το θάνα­το του συγ­γρα­φέα, χάρη στην επι­μέ­λεια της κόρης του, Φαί­δρας, που σημειώ­νει στον πρό­λο­γο τα εξής:

Δίνο­ντας ένα κεί­με­νο στη δημο­σιό­τη­τα που τόγρα­ψε κάποιος άλλος νιώ­θεις ένα περί­ερ­γο συναί­σθη­μα να σε καί­ει βαθειά, ιδιαί­τε­ρα δε όταν το κεί­με­νο αυτό τόχει γρά­ψει ο πατέ­ρας σου που δεν υπάρ­χει. Έσκυ­ψα ευλα­βι­κά πάνω στις χει­ρό­γρα­φες σελί­δες του που ακο­λου­θούν και που δεί­χνουν όλη την απλό­τη­τα και το μεγα­λείο του ανθρώ­που, όπου κι αν ανή­κει αυτός, είτε στον πνευ­μα­τι­κό είτε στον πολι­τι­στι­κό χώρο. Έτσι αισθά­νο­μαι να εκπλη­ρώ­νω το καθή­κον μου και στη μνή­μη του πατέ­ρα μου και στη μνή­μη εκεί­νων για τους οποί­ους τόγρα­ψε. Το βιβλίο αυτό, κλη­ρο­νο­μιά όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων όσων αγω­νί­στη­καν κι αγω­νί­ζο­νται με συνέ­πεια για την ειρή­νη και τον κόσμο, ας θεω­ρη­θεί σπον­δή στον τάφο του συγγραφέα.

Ακο­λου­θούν κάποια χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν το Νίκο Πλουμπίδη.

καρουσελ

Έμει­νε σπί­τι πιό­τε­ρο από δεκα­πέ­ντε μέρες. Ήταν ένας άνθρω­πος αγνός, γεμά­τος καλω­σύ­νη κι ευγέ­νεια. Μας αγά­πη­σε. όπως τον αγα­πή­σα­με και μείς. Η καλω­σύ­νη του κι η απλό­τη­τά του δεν είχαν όρια. Ήταν ένας ασκη­τής γεμά­τος αγνό­τη­τα. Λιτο­δί­αι­τος μέχρι τρέλ­λας. Απ’ το τρα­πέ­ζι δεν έλει­πε τίπο­τα κι όμως έτρω­γε σαν ένα μικρού­λι­κο σπουρ­γι­τά­κι και μονά­χα μια φορά την ημέ­ρα. Το μεσημέρι.

 -Το στο­μά­χι δεν πρέ­πει να το καλο­συ­νη­θί­ζεις, μας έλε­γε στο τρα­πέ­ζι. Μπο­ρεί να μεί­νεις νηστι­κός μέρες αν το φέρει η ανά­γκη. Τότε δεν σε πει­ρά­ζει και πολύ η έλλει­ψη του φαγη­τού. Για τού­το δεν πολυ­τρώω. Έπει­τα και το στο­μά­χι μου είναι χάλια.
 Στον και­ρό πού­μει­νε σπί­τι τα έξο­δα του σπι­τιού τα πλή­ρω­νε όλα αυτός. Ούτε κου­βέ­ντα να πλη­ρώ­σω εγώ τίπο­τα. Θέλη­σε να μας δώσει λεπτά. Δεν τα πήρα. Δε μου χρειά­ζο­νταν λεπτά για ένα χρέ­ος ιερό στην υπό­θε­ση του λαού.

Έτσι κυλού­σαν οι μέρες ώσπου να φύγει. Σαν έλει­πα στο γρα­φείο μιλού­σε με τη γυναί­κα μου για χίλια δύο πράγ­μα­τα. Της έλε­γε για τη ζωή του, για τους αγώ­νες του. Για μια παλιά του αρρώ­στεια που τον άφη­σε με ένα πλε­μό­νι. Τώρα όμως είχαν όλα περά­σει αφού παντρεύ­τη­κε κιό­λας κι έκα­νε και παι­δί. Τα απο­γεύ­μα­τα καθι­σμέ­νοι όλοι μας σιμά του μια και βρί­σκο­νταν πάντα ξαπλω­μέ­νος στο ντι­βά­νι, μιλού­σα­με με τις ώρες για χίλια δύο πράματα.

Μας μίλα­γε για τη γυναί­κα του την Ιου­λία που βρί­σκο­νταν στη φυλα­κή κατα­δι­κα­σμέ­νη ισό­βια, για το γιο του που μεγά­λω­νε χωρίς πατέ­ρα και μάνα. Πολ­λές φορές τα πρω­ι­νά συντρό­φευε τη γυναί­κα μου στην κου­ζί­να. Ήταν τις ώρες που δεν είχε δου­λειά και είχε τελειώ­σει το διά­βα­σμα των εφη­με­ρί­δων. Έπρε­πε να κοι­τά­ξει όλο τον τύπο, να κρα­τή­σει σημειώ­σεις σε ένα τετρά­διο για ό,τι ενδιέ­φε­ρε το Κόμ­μα κι ύστε­ρα να καθή­σει για το δεύ­τε­ρο καφέ. Του άρε­σε αυτός ο δεύ­τε­ρος καφές. Τον πίνα­νε παρέα με τη γυναί­κα μου στις έντε­κα. Κεί­νη την ώρα βρί­σκα­νε και­ρό να τα πού­νε. Εγώ κι η Φαί­δρα λεί­πα­με. Ο ένας στη δου­λειά κι η άλλη σκο­λειό. Η Βάσω θα ψώνι­ζε πρωί-πρωί για το φαΐ και θάφερ­νε τις εφη­με­ρί­δες. Ποτές δεν τις αγό­ρα­ζε όλες από το ίδιο κιό­σκι. Αυτό θα μπο­ρού­σε να βάνει σε υπο­ψία τον περι­πτε­ρά για το τι θέλα­με τόσες εφη­με­ρί­δες φτω­χοί ανθρώ­ποι: Ήξε­ρα τι ρόλο παί­ζα­νε οι περι­πτε­ρά­δες τού­τα τα χρό­νια. Έβλε­πα πολ­λούς της ασφά­λειας που τους ήξε­ρα απ’ τον και­ρό που με τρα­βο­λο­γή­σα­νε στο Τμή­μα, να κάνου­νε την πρω­ι­νή βεγ­γέ­ρα τους σε πολ­λά κιό­σκια καθώς περ­νού­σα με το τρό­λεϋ για το γρα­φείο. Όλα αυτά τάχα σκε­φτεί και του τάπα. Τάρε­σε η σκέ­ψη μου. Έτσι οι εφη­με­ρί­δες αγο­ρα­ζό­ντου­σαν από τρία τέσ­σε­ρα περί­πτε­ρα έξω από τη δική μας φημε­ρί­δα που την παίρ­να­με από δικό μας περιπτερά.
10-4-thumb-large
Έτσι, μετά το διά­βα­σμα για να μην στε­να­χω­ριέ­ται τού­κα­νε η γυναί­κα μου συντρο­φιά. Κοί­τα­ζε να ξεκλέ­ψει ώρες απ’ τις δου­λειές του σπι­τιού κι απ’ το μαγέ­ρε­μα για να του κάνει παρέα. Πολ­λές φορές τη συντρό­φευε κεί­νος στην κου­ζί­να την ώρα που μαγεί­ρευε. Κεί­νη σαν τον έβλε­πε ανα­στα­τώ­νο­νταν. Καθό­λου δεν ήξε­ρε το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα όπως και το τι ήταν για όλους εμάς στο Κόμ­μα. Ωστό­σο διαι­στα­νό­τα­νε πως πρέ­πει νάταν κάποιος πολύ μεγά­λος, γι’ αυτό και τού­τη της η αναστάτωση.
 -Σας παρα­κα­λώ θείε, τού­λε­γε, μεί­νε­τε μέσα, θάρ­θω αμέ­σως.

-Μη σου κάνει εντύ­πω­ση, της έλε­γε. Στο σπί­τι που μένα­με με τη γυναί­κα μου και το παι­δί μας βοη­θού­σα κι εγώ. Το παι­δί ήταν μωρό. Η γυναί­κα μου δεν ήταν για μένα μονά­χα η σύντρο­φός μου, μα κι ο άμε­σος συνερ­γά­της μου. Όταν εκεί­νη έλει­πε, εγώ έπρε­πε να φρο­ντί­σω για το παι­δί. Για τού­το δε μου κάνει καμιά εντύ­πω­ση. Στην παρα­νο­μία δεν μπο­ρού­με να ζητού­με καλο­πέ­ρα­ση κι ευκολίες.

 Με αυτή του την καλω­σύ­νη, την απλό­τη­τα και την κατα­δε­χτι­κό­τη­τά του είχε κερ­δί­σει όλους μας. Εγώ τόσο τον σεβό­μου­να που μού­φερ­νε δυσκο­λία αυτή μας η οικειό­τη­τα. Δεν ήξε­ρα πώς να του φερ­θώ. Απ’ τη μια μεριά ήξε­ρα ποιος ήτα­νε και τι αντι­προ­σώ­πευε για το λαό στη δου­λω­μέ­νη Ελλά­δα κι απ’ την άλλη μένα­με τόσο μαζί και τόσο οικεία. Είναι σωστό αυτό που λένε, πως τους μεγά­λους δεν πρέ­πει να τους βλέ­πεις με τις παντού­φλες για­τί η από­στα­ση που σας χωρί­ζει στε­νεύ­ει πολύ.
Για τις γυναί­κες στο σπί­τι ήταν άλλο. Για αυτές ήταν μονά­χα ο “θεί­ος”. Ποτές δε ρώτη­σαν να μάθουν ποιος ήτα­νε για το Κόμ­μα ούτε και που ρώτη­σαν ποτέ για το όνο­μά του. Τους έφτα­νε ότι στο σπί­τι μας, σε αυτό το τιμη­μέ­νο φτω­χό­σπι­το, έμε­νε εκεί­νος! Τίποτ’ άλλο. Το όνο­μά του και το πόστο του τόξε­ρα μονά­χα εγώ. Για τού­το και στε­να­χω­ριό­μου­να. Πώς να κρα­τή­σω την από­στα­ση που μας χώριζε;

Κεί­νος δεν κοί­τα­ζε ποτές του αυτά. Ήταν απλός και καλός με όλους μας και πιό­τε­ρο με τις δικές μου. Σωστός ηγέ­της. Γι’ αυτό κι αυτές τον ελάτρευαν.

Όλους στο σπί­τι μας αγά­πη­σε χωρίς να βάνει ανά­με­σά μας της ηγε­σί­ας το τεί­χος. Μπο­ρού­σες λοι­πόν να μη πεθά­νεις για αυτόν και το Κόμμα;
9789602790328Μας μίλα­γε με συγκί­νη­ση για τα μέρη που γύρι­σε. Για όσα γνώ­ρι­σε κι είδε. Για το χωριό του τα Λαγκά­δια, έτσι που βρί­σκε­ται σκαρ­φα­λω­μέ­νο ψηλά στα βου­νά της Γορ­τυ­νί­ας. Για το νερό­μυ­λο του πατέ­ρα του. Γι’ αυτόν τον ίδιο το γέρο του πού­ταν αγνός και περή­φα­νος σαν τα ελά­τια των βου­νών τους. Για τη μητέ­ρα του την τόσο καλω­συ­νά­τη, τη γεμά­τη νοι­κο­κυ­ρω­σύ­νη κι αγά­πη στους δικούς της και στους φτω­χούς. Για το πώς έβγα­λε το Γυμνά­σιο στη Δημη­τσά­να χωρίς λεφτά και γεμά­τος στέ­ρη­ση και φτώ­χεια τρώ­γο­ντας μονά­χα εληές και ψωμί που τάστελ­ναν από το χωριό του. Μέρες μεγά­λες ήταν γι’ αυτόν σαν μπό­ρα­γε να αγο­ρά­σει λίγο τυρί για το φτω­χό του το δεί­πνο. Το γέρο του το θυμό­τα­νε με συγκίνηση.
Σαν κάπο­τε μας έλε­γε, τον βρί­σα­νε στο χωριό για το γιο πού­βγα­λε, κεί­νος περή­φα­να απά­ντη­σε σε όλους τους χωρια­νούς του:
Αν ο γιος μου πιστεύ­ει στον κομ­μου­νι­σμό, πάει να πει πως είναι κάτι πολύ δίκαιο και καλό για να το πιστεύ­ει εκεί­νος. Μια λοι­πόν και το πιστεύ­ει ο γιος μου πρέ­πει να το πιστέ­ψω κι εγώ.
 Με πόση πίκρα θυμό­τα­νε το νερό­μυ­λό τους που τον πήρε του γέρου του με μπα­μπε­σιά ο πιο στε­νός συγ­γε­νής τους.
Γύρι­σα μας έλε­γε ολό­κλη­ρη σχε­δόν την Ελλά­δα, συν­δυά­ζο­ντας την αγά­πη μου στη φύση με τη δου­λειά μου στο Κόμ­μα. Δρα­σκέ­λι­σα όλα τα βου­νά της. Κανέ­νας δεν μπό­ρα­γε να με φτά­σει στ’ ανέ­βα­σμα και στο περ­πά­τη­μα. Παρέα μου είχα το τσο­πα­νό­σκυ­λό μου και τη μαγκού­ρα μου. Τι πιστό και πόσο ωραίο σκυ­λί. Όταν μ’ αρρώ­στη­σε και τόχα­σα ένοιω­σα για πρώ­τη φορά να γεμί­ζουν τα μάτια μου δάκρυα. Τώρα κλει­σμέ­νος από σπί­τι σε σπί­τι, νοσταλ­γώ το πρά­σι­νο, το φως, τον ήλιο, που τάχα­σα πια. Σαν κυκλο­φο­ρώ από ανά­γκη στο δρό­μο, φοβά­μαι πως θα με γνω­ρί­σουν και θα με πιά­σουν απ’ τη λευ­κό­τη­τα του προ­σώ­που μου μια και δεν τ’ αγγί­ζουν ποτέ οι αχτί­νες του ήλιου. Τόση λαχτά­ρα νοιώ­θω για λίγο πρά­σι­νο, για ένα κομά­τι βουνού.
Βασού­λα μου, έλε­γε στη γυναί­κα μου. Θέλω να ανοί­γεις την πόρ­τα της κου­ζί­νας για να με βλέ­πει ο ήλιος και να για να καμα­ρώ­νω τού­το το ξερο­βού­νι που βρί­σκε­ται ψηλό­τε­ρα από το σπί­τι σας.
Αγα­πού­σε το λαό μέχρι τρέλ­λας. Ήταν καλός σαν άγιος, μα και αυστη­ρός όσο και αδέ­κα­στος. Αλλοί­μο­νό σου αν σ’ έπια­νε σκάρ­το όχι σε πρά­ξη μονά­χα, μα και στη σκέ­ψη σου ακό­μα. Τον λάτρευα μα και τον έτρε­μα. Έτρε­μα για το κάθε τι που μ’ αφο­ρού­σε ως και τη σκέ­ψη μου μη και μπο­ρού­σε να με ρίξει στα μάτια του. Κι εκεί­νος μ’ αγά­πα­γε πολύ. Μα μ’ έλε­γε όμως “σορό­πι”. Βλέ­πεις ήταν η ποί­η­ση στη μέση. Αγά­πα­γε κάθε άνθρω­πο πού­ταν αγνός και τίμιος. Τον αδερ­φό του ούτε που ήθε­λε να τον ακούση.

Είναι ένα χαμέ­νο κορ­μί μού­λε­γε. Άνθρω­πος της ταβέρ­νας. Μακρυά από το λαό κι από τους δρό­μους μας.

ploump
Πάνω σ’ αυτό, μας μίλη­σε με θαυ­μα­σμό και συγκί­νη­ση για μια δεκα­ε­ξά­χρο­νη κοπελ­λί­τσα που γνώ­ρι­σε πριν από πολ­λά χρό­νια σ’ ένα χωριό της Μακε­δο­νί­ας. Ήταν στα πρώ­τα χρό­νια της κομ­μα­τι­κής του ζωής. Σε μια του περιο­δεία είχε πιά­σει μια φοβε­ρή βαρυ­χει­μω­νιά. Άρρω­στος απ’ τη φυμα­τί­ω­ση κι αδύ­να­τος, ύστε­ρα από μια αιμό­πτυ­ση πού­χε κάνει κεί­νες τις μέρες, έτρε­με σαν την καλα­μιά μες στο κρύο και στο ξερο­βό­ρι. Το χωρια­τό­σπι­το που θάμε­νε εκεί­νο το βρά­δυ ήταν ενός φτω­χού συντρό­φου. Μια φτω­χο­κά­μα­ρα για μια ολά­κε­ρη φαμί­λια. Το βρά­δυ πέσα­νε να πλα­γιά­σου­νε κατά­χα­μα, μ’ όλα τα στρω­σί­δια και τις βελέν­τζες, τα πόδια του ήταν ξυλια­σμέ­να από το κρύο. Έτρε­με. Δεν μπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει. Η κοπελ­λιά τον ένοιω­θε να τρέ­μει έτσι ως κεί­το­νταν πλάι του. Την πήραν τα δάκρυα και για μια στιγ­μή μ’ όλη την αθω­ό­τη­τα και τη συστο­λή της παρ­θέ­νας, πήρε τα πόδια του, ανα­σή­κω­σε το μισο­φό­ρι της και τάβα­λε κατά­σαρ­κα στην κοι­λιά της να τα ζεστά­νει. Αυτό δεν το ξέχα­σε ποτέ του. Πώς να μην αγα­πά­ει τέτοιο λαό και πώς να μην έχει δοσμέ­νο το είναι του στους κατα­τρεγ­μέ­νους και στους φτω­χούς ξοτά­ρη­δες κι αργά­τες; Για τού­τη την αγά­πη στο λαό μας μίλα­γε όλες τις μέρες πού­μει­νε κοντά μας. Περί­με­να πότε να τελιώ­σει η δου­λειά μο για να τρέ­ξω στο σπί­τι κοντά του. Για ένα μονά­χα έτρε­μα. Για το δυνα­τό το μεγά­λο και βασα­νι­στι­κό του βήχα. Τα βρά­δυα σαν πέφτα­με να κοι­μη­θού­με, παρα­κά­λα­γα την Πανα­γιά να μην τον πιά­σει ο βήχας. Σαν τον έπια­νε πετα­γό­μα­στε ολόρ­θοι κι εγώ κι η γυναί­κα μου. Αν ακού­γο­νταν ο βήχας του; Στο σπί­τι δεν ερχό­ταν κανέ­νας. Είχα­με κόψει τις βεγ­γέ­ρες. Απ’ αυτό είμα­στε ήσυ­χοι. Τα βρά­δυα καμου­φλά­ρα­με τα παρα­θύ­ρια και τους φεγ­γί­τες για το φως. Ούτε μιλιά, ούτε ραδιό­φω­νο για να φαί­νε­ται πως στο σπί­τι δ βρι­σκό­ταν κανέ­νας. Μα ο βήχας πώς θα κρυ­βό­τα­νε; Οι περι­πο­λί­ες της αστυ­νο­μί­ας δίναν και παίρ­ναν. Ο σκο­πός περ­νο­διά­βαι­νε όλη τη νύχτα. Πολ­λές φορές ακού­γα­με το σου­λά­τσο του στη γωνιά του σπι­τιού και κάτω από­ναν θεό­ρα­το ευκά­λυ­πτο πού­κρυ­βε σχε­δόν ολό­κλη­ρο το σπί­τι. Αν ακου­γό­ταν ο βήχας;

-Μη φοβά­σαι τους αστυ­φύ­λα­κες μού­λε­γε. Είναι παι­διά του λαού. Τους χαφιέ­δες να φοβά­σαι μονά­χα.

Εγώ ωστό­σο δεν ησύ­χα­ζα. Αν ψυλ­λιά­ζο­νταν τίπο­τα ο φασί­στας του απά­νω πατώ­μα­τος; Τότες είμα­στε χαμέ­νοι. Σαν του είπα τους φόβους μου, μ’ απάντησε.

-Μη σε νοιά­ζει. Πρέ­πει να υπάρ­ξει ο χαφιές που θα δεί­ξει το σπί­τι. Όπου πιά­σα­νε δικούς μας, το σπί­τι τόδει­ξε μονά­χα χαφιές. Γι’ αυτό ησύ­χα­σε.

Εγώ όμως δεν τόβγα­ζα απ’ το μυα­λό μου. Γι’ αυτό σαν έβγαι­να τα πρω­ι­νά απ’ την πόρ­τα μας, έβη­χα σαν νάμου­να άρρω­στος βαριά από χτι­κιό. Οι γει­τό­νοι ακού­γο­ντας να βήχω έτσι δε θα παρα­ξε­νεύ­ο­νταν αν ακού­γα­νε τέτοιο βήχα τα βρά­δυα στο σπί­τι. Σαν αντά­μω­να πολ­λές φορές το νοι­κά­ρη του απά­νω πατώ­μα­τος, κεί­νον το χίτη που δού­λευε σωφέρ, καμω­νό­μου­να πως πνί­γο­μαι στο βήχα.

Ήταν για λύπη­ση ο καϋ­μέ­νος ο μπάρ­μπας σαν τον έπια­νε ο βήχας. Δάγκω­νε το μαντή­λι του, κοκ­κί­νι­ζε και πετα­γό­ντου­σαν τα μάτια του όξω. Εμείς τρέ­μα­με δίνο­ντάς του νερό. Το στή­θος του φού­σκω­νε έτοι­μο να κρε­πά­ρει. Κι έκα­νε ώρα ως να συνέλ­θει. Τον μπάρ­μπα, έπρε­πε να το φυλά­ξου­με όπως μπο­ρού­σα­με. Ήταν για μας το μεγα­λύ­τε­ρο χρέ­ος. Για δυο νοια­ζό­μα­στε. Για κεί­νον και για το κορί­τσι μας. Έτσι κυλού­σαν οι μέρες μας. Κεί­νος διά­βα­σε όλους τους λογο­τέ­χνες όσους δεν είχε δια­βά­σει και δεν τους ήξε­ρε, παίρ­νο­ντας τα βιβλία τους απ’ τη βιβλιο­θή­κη μου. Στο κάθε έργο έδι­νε την αξία του. Τα πιό­τε­ρα τάβγα­ζε σκάρ­τα. Τότε μού­λε­γε πετώ­ντας τα.

-Για ποιον γρά­φε­τε τα έργα σας; Για τον εαυ­τό σας ή για το λαό; Μάθε­τε να γρά­φε­τε μονά­χα για το λαό. Τότε θάσα­στε και θα λεγό­σα­στε λογο­τέ­χνες.

Μου ζήτη­σε να του αγο­ρά­σω από κανέ­να παλαιο­πω­λείο την Ηρω­ί­δα της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως του Ξένου.

-Είναι πολύ ωραίο τού­το το βιβλίο, μού­πε. Είναι απ’ τα πρώ­τα βιβλία που διά­βα­σα μαθη­τής ακό­μα στο Γυμνά­σιο. Μ’ άρε­σε πολύ μόλη του την καθα­ρεύ­ου­σα.

Του το αγό­ρα­σα στην πρώ­τη του έκδο­ση. Χάρη­κε σαν παι­δί. Η από­χτη­ση ενός καλού βιβλί­ου για κεί­νους που αγα­πά­νε είναι η πιο μεγά­λη χαρά.

-Ξέρεις, μού­πε για μια στιγ­μή, η βιβλιο­θή­κη του Κόμ­μα­τος ήταν περί­φη­μη. Εγώ τη φρό­ντι­ζα, κι εγώ την πλού­τι­ζα με όλες τις νέες εκδό­σεις. Τώρα όλα χαθή­κα­νε.

Άρχι­σε ύστε­ρα απ’ τον Ξένο να δια­βά­ζει Λου­ντέ­μη. Σαν απο­τέ­λειω­σε όλα του τα βιβλία, τού­δω­σα και τα “Πλοία δεν άρα­ξαν”. Τάφη­να τελευ­ταίο. Ήταν το βιβλίο που πήρε το Κρα­τι­κό βρα­βείο στα 1938. Σαν τ’ άνοι­ξε, στά­θη­κε με το πρώ­το στην αφιέ­ρω­ση. Ο Μενέ­λα­ος όξω απ’ το δικό μου αντί­τυ­πο είχε χαρί­σει κι άλλο ένα στη γυναί­κα μου που την αγα­πού­σε σαν αδελ­φή. Έτυ­χε να του δώσω το δεύτερο.

Η αφιέ­ρω­ση γρά­φει: “Στη Βασού­λα την αδερ­φή μου και αδερ­φή της ψυχής μου. Και αδερ­φή της ψυχής του αδερ­φού μου Κού­λη”. Σαν τη διά­βα­σε, γύρι­σε με κοί­τα­ξε και μού­πε σκα­σμέ­νος στα γέλια:

-Δε στο λέω εγώ; Εσείς οι λογο­τέ­χνες όσο καλοί κι αν είσα­στε, σας αρέ­σει να σορο­πιά­ζε­τε. Ακούς στην αδερ­φή της ψυχής μου και αδερ­φή της ψυχής του αδερ­φού μου;

Έτσι περ­νού­σαν οι μέρες μας. Με δου­λειά, με συμ­βου­λές, με κρι­τι­κή πάνω σε όλα τα θέμα­τα και με γέλια.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο