Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αυτή η Ανάσταση καθόλου δε μ’ αγγίζει

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Να το, το βλέ­πω να έρχεται…

-Επ…
-Έλα, λίγο ακόμη…
-Επ…
-Κι άλλο λίγο…
-Επ…
-Τίπο­τα, τίπο­τα, δεν το σταματά.
-Καλή επ-ανά­στα­ση.

Να το! Ανα­πό­φευ­κτο σα νομοτέλεια.

Δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μη βρε­θεί κάποιος σύντρο­φος, ενσαρ­κώ­νο­ντας το σύν­θη­μα “η φαντα­σία στην εξου­σία”, (μόνο που η εξου­σία φθεί­ρει τα πάντα όπως θα ξέρεις), που να μην κρί­νει σκό­πι­μο να σε κατα­πλή­ξει με κάτι τόσο πρω­τό­τυ­πο, αυτές τις μέρες, όπως η παρα­πά­νω ευχή. Αλλά αν η επα­νά­στα­ση καταρ­γεί τη δύνα­μη της συνή­θειας, της αδρά­νειας, κι ό,τι φαι­νό­ταν ως τώρα ανα­γκαίο και αιώ­νιο, αν απο­τε­λεί την πιο πλού­σια συμπύ­κνω­ση της ανά­γκης που γίνε­ται ιστο­ρία, αν είναι το πιο πρω­τό­τυ­πο γεγο­νός (θα έλε­γα και συμ­βάν, αλλά ας μην μπλέ­ξου­με με τον Μπα­ντιού και την ορο­λο­γία του) που δεν μπαί­νει σε καλού­πια… δεν υπάρ­χει πιο χιλιο­φο­ρε­μέ­νο, τετριμ­μέ­νο καλού­πι, πιο ανα­μα­ση­μέ­νο και προ­βλέ­ψι­μο κλι­σέ από αυτή την ευχή: καλή επ-ανά­στα­ση! Ούτε καν δηλ λαός επ-ανέ­στη, έτσι για μια αλλαγή.

Λες και μπο­ρεί να υπάρ­ξει και κακή επα­νά­στα­ση (δηλ αντε­πα­νά­στα­ση). Είναι σαν τον πλε­ο­να­σμό στην “καλή τύχη” που ευχό­μα­στε πολ­λές φορές στα δικά μας πρό­σω­πα, πριν από μια δοκι­μα­σία. Αν και η τύχη μπο­ρεί να είναι κακή (κακο­δαι­μο­νία), ου μην και ανή­θι­κη. Για­τί όπως έγρα­φε ο φασί­στας Τσιά­νο (ο υπουρ­γός εξω­τε­ρι­κών του Μου­σο­λί­νι) στο ημε­ρο­λό­γιό του για μια ευνοϊ­κή συγκυ­ρία στον ισπα­νι­κό εμφύ­λιο: η τύχη δεν είναι ένα τρέ­νο που περ­νά­ει κάθε μέρα την ίδια ώρα. Αλλά μια πόρ­νη που σου προ­σφέ­ρει για λίγη ώρα τις υπη­ρε­σί­ες της και μετά φεύ­γει για να βρει άλλον πελά­τη… Κάτι αντί­στοι­χο δηλ με την περί­φη­μη φρά­ση του (προ­πο­νη­τή) Όσιμ για την πόρ­νη μπά­λα. Θεά (Τύχη) η μία, (στρογ­γυ­λή) θεά κι η άλλη, μπο­ρεί να έχουν θέσεις δίπλα-δίπλα, στο Πάνθεον.

Ο Καμί έλε­γε βέβαια πως το ποδό­σφαι­ρο του δίδα­ξε όλα όσα είχε μάθει στη ζωή του περί ηθι­κής. Αλλά δεν είναι τυχαίο που όσοι μπλέ­κουν στα δίχτυα της στρογ­γυ­λής θεάς, ή αδυ­να­τούν να τη στεί­λουν εκεί, τη θεω­ρούν πρό­στυ­χη και άτι­μη, σαν την κοι­νω­νία (εικό­να σου είμαι και σου μοιά­ζω). Η ζωή από την άλλη, είναι ένας αγώ­νας διαρ­κεί­ας, που σπα­νί­ως έχει παρα­τά­σεις (κάτι σαν δυα­δι­κή εξου­σία) και συνη­θί­ζει να σε στή­νει στα 11 μέτρα για εκτέ­λε­ση της εσχά­της των ποι­νών (πέναλ­τι). Το βασι­κό όμως είναι να πάρεις την τύχη στα χέρια σου ή έστω στα πόδια σου, αλλιώς θα μένου­με πάντα με το παρά­πο­νο και θα χάνου­με άνευ αγώ­να. Ενώ η ζωή είναι ένας αγώ­νας χωρίς τέλος, είτε για επι­βί­ω­ση, είτε για πιο σύν­θε­τα πράγ­μα­τα, άσχε­τα αν δε μας εγγυά­ται κανείς πως θα έχει χάπι εντ.

Όσοι υπο­μέ­νουν αγόγ­γυ­στα το Γολ­γο­θά και περι­μέ­νουν να κλεί­σει φέτος η επτα­ε­τία της κρί­σης και των παχιών αγε­λά­δων, για να ξεκι­νή­σει αυτο­μά­τως η ανά­καμ­ψη, είτε ομνύ­ουν στην ιερή αγε­λά­δα της καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης (προ­σμέ­νο­ντας άμε­σα οφέ­λη) είτε θα δουν το τρέ­νο της να περ­νά­ει από πάνω τους κι από τα εργα­σια­κά τους δικαιώ­μα­τα, ψάχνο­ντας να βρουν τι τους χτύπησε.

Το πιο φοβε­ρό πάντως είναι η ακα­τα­νί­κη­τη ανά­γκη του κόσμου να πιστέ­ψει σε κάτι και να βρει ένα σωτή­ρα που θα το λυτρώ­σει από το Γολ­γο­θά του, να τον πιστέ­ψει ως Μεσ­σία, ακό­μα κι αν ολο­φά­νε­ρα δεν έχει τέτοια χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Περί­που όπως γίνε­ται και στην ται­νία των Μόντι Πάι­θον, η Ζωή του Μπράιαν, ο οποί­ος (θέλο­ντας και μη) κηρύσ­σε­ται ως ο έχων το χρί­σμα (Χρι­στός). Στα καθ’ ημάς, αντι­θέ­τως, ο Αλέ­ξης πήρε το χρί­σμα δια της κάλ­πης, φόρε­σε το “ακάν­θι­νο στε­φά­νι” για 17 ολό­κλη­ρες ώρες δια­πραγ­μά­τευ­σης, που τον κατέ­στη­σαν συμπα­θή και στην τελευ­ταία πιστή για­γιά, ενώ οι φρού­δες ελπί­δες που (ξε)πούλησε, πήγαι­ναν από τον Άννα στον Καϊ­ά­φα, πότε με την ΕΚΤ και πότε με το ΔΝΤ, αφού όλοι είναι φίλοι μας (κι οι Γερ­μα­νοί ακό­μα) και προ­πα­ντός εταίροι.

Ενδιά­με­σα βέβαια, έτα­ξε πράγ­μα­τα και θάμα­τα, όχι τόσο με την έννοια της παρο­χο­λο­γί­ας, όσο ότι θα σκί­σει το μνη­μό­νιο, θα το απο­συν­δέ­σει από τη δανεια­κή σύμ­βα­ση, θα αλλά­ξει τους συσχε­τι­σμούς στην ΕΕ, και στο τέλος θα περ­πα­τή­σει και στην επι­φά­νεια της θάλασ­σας. Εδώ και τώρα όμως, όχι ξέρω εγώ στη Δευ­τέ­ρα Παρου­σία του σοσια­λι­σμού, όπως ευαγ­γε­λί­ζο­νται οι δογ­μα­τι­κοί της (κομ­μου­νι­στι­κής) ορθο­δο­ξί­ας, που αρνή­θη­καν σεχτα­ρι­στι­κά τέτοια ιστο­ρι­κή ευκαι­ρία, να ψηφί­ζου­με όλοι μαζί μνη­μό­νια, και να ξεπλέ­νου­με τη “Δεύ­τε­ρη Φορά Αριστερά”.

Η κυβέρ­νη­ση της ΔΦΑ δεν πρό­λα­βε ή δεν τόλ­μη­σε τελι­κά να φέρει μες στο Πάσχα τα νομο­σχέ­δια για ασφα­λι­στι­κό και φορο­λο­γι­κό, για να μην περά­σει αυτή μια βδο­μά­δα Παθών, με το λαό στους δρό­μους. Δεν πει­ρά­ζει, όμως. We ‘ll always have Paris. Θα έχου­με για πάντα να θυμό­μα­στε το τρί­το μνη­μό­νιο μες στο 15αύγουστο.

Τη φετι­νή σταύ­ρω­ση όμως δεν πρό­κει­ται να την ακο­λου­θή­σει η λύτρω­ση, παρά μόνο νέα αντι­λαϊ­κά μέτρα, που μπή­γουν πιο βαθιά τα καρ­φιά της… δημο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής (όπως βαφτί­ζε­ται κατ’ ευφη­μι­σμόν η τόνω­ση της καπι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας). Και δεν υπάρ­χει καμία εύκο­λη λύση για το ποί­μνιο, όσο παρα­μέ­νει τέτοιο, εντός της ευρω­παϊ­κής λυκο­συμ­μα­χί­ας. Όσο περι­μέ­νει τον καλό ποι­μέ­να και μια άνω­θεν σωτη­ρία, είτε αυτό το άνω­θεν ανα­φέ­ρε­ται σε μετα­φυ­σι­κά όντα, είτε (ακό­μα πιο μετα­φυ­σι­κά) σε κάποια αστι­κή κυβέρ­νη­ση. Η μόνη επί­γεια λύση είναι η επου­ρά­νια έφο­δος (κι όχι ανά­λη­ψη, με capital control, κτλ) κι η επ-ανά­στα­ση, για να κλεί­σου­με όπως ακρι­βώς αρχίσαμε.

Τελι­κά το πρό­βλη­μα με αυτήν την ευχή, καλή επ-ανά­στα­ση, δεν είναι τόσο στο λογο­παί­γνιο. Αλλά ότι μένου­με στα ευχο­λό­για και δεν κάνου­με τίπο­τα ουσια­στι­κό για να γίνουν πράξη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο