Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Che: Μονοπάτια, αποτυπώματα, αινίγματα 

 ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ απο 10/10/2019
ΔΙΑΝΟΜΗ NEW STAR

Σκη­νο­θε­σία : Victoria Vorontsova, Alexander Luchaninov
Παρα­γω­γή: RT 2018, Γλώσ­σα: Ισπα­νι­κά με ελλη­νι­κούς υπό­τι­τλους, Διάρ­κεια: 72’
Presenters and editors – Ignacio Jubilla, Érika Ortega Sanoja, Emma Torres, Paola Guzmán, Oliver Zamora Oria, Ricardo Romero;
Cameramen – Maximiliano López Santos, Pablo Daniel Sánchez Rivera, Adolfo Ley Jiménez, José Lius Romero Ortiz,
Raúl Blanco Urra, Raiber Noé Monagas Velásquez, Jeyson Puentes;
Original idea by Lidia Tishkina;
Editor-in-chief – Sergei Kutikov;
Producer – Marina Toledo;
Audio and visual postproduction — Nikolay Gorokhov, Sergei Otroshko, Dmitri Yergulev, Sergei Kukushkin, Arkadi Ivanov, Vladimir Potyukaev;

Χρυ­σή Κάμε­ρα στο US International Film & Video Festival στην κατη­γο­ρία Ιστο­ρι­κά Ντοκιμαντέρ

Σε μια περιο­δεία σε έξι χώρες, Αργε­ντι­νή, Βενε­ζου­έ­λα, Γουα­τε­μά­λα, Μεξι­κό, Κού­βα και Βολιβία,
δημο­σιο­γρά­φοι ακο­λου­θούν τα βήμα­τα του Τσε Γκε­βά­ρα δια θαλάσ­σης και γης,
από τη στιγ­μή που εγκα­τέ­λει­ψε την Αργε­ντι­νή έως τον τελευ­ταίο προ­ο­ρι­σμό του, τη Βολιβία.
Παρου­σιά­ζο­νται τόποι και τοπία που πέρα­σε ο Τσε, καθώς και συνεντεύξεις
με την οικο­γέ­νεια, φίλους, συνα­δέλ­φους και τους ανθρώπους
που συνα­ντή­θη­καν ή είχαν κάποια επα­φή με τον μεγά­λο επαναστάτη.

«Σ’ ευχα­ρι­στού­με, Τσε για τη ζωή σου
και το παρά­δειγ­μα που μας έδωσες.
Αυτή η γη, είναι η γη σου,
αυτοί οι άνθρω­ποι είναι οι άνθρω­ποί σου,
αυτή η επα­νά­στα­ση είναι η επα­νά­στα­σή σου!
Μεχρι την τελι­κή νίκη!»

Fidel Castro

che

Σύνο­ψη

Ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ήταν ένας από τους πιο σημαί­νο­ντες επα­να­στά­τες του εικο­στού αιώ­να, αλλά ποια πορεία ακό­λου­θη­σε που τον οδή­γη­σε να αγω­νι­στεί για τα ιδα­νι­κά του; Ο μύθος για του Τσε αντα­να­κλά­ται στα ονό­μα­τα των τοπο­θε­σιών που επι­σκέ­φθη­κε, εκεί­νους που τον συνό­δευαν στον αγώ­να του και στα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα στα οποία συμμετείχε.Σε μια περιο­δεία σε έξι χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής (Αργε­ντι­νή, Βενε­ζου­έ­λα, Γουα­τε­μά­λα, Μεξι­κό, Κού­βα και Βολι­βία), διά­φο­ροι αντα­πο­κρι­τές ακο­λου­θούν τα βήμα­τα του Τσε Γκε­βά­ρα δια θαλάσ­σης και γης, από τη στιγ­μή που εγκα­τέ­λει­ψε την Αργε­ντι­νή έως τον τελευ­ταίο προ­ο­ρι­σμό του, τη Βολι­βία, ανα­ζη­τώ­ντας άγνω­στες ή κρυ­φές ιστορίες.Παρουσιάζονται τόποι και τοπία που πέρα­σε ο Τσε, καθώς και συνε­ντεύ­ξεις με την οικο­γέ­νεια, φίλους, τους συνα­δέλ­φους και τους ανθρώ­πους που συνα­ντή­θη­καν ή είχαν κάποια επα­φή με τον  μεγά­λο επαναστάτη. 

Ανα­κά­λυ­ψαν ιστο­ρί­ες όπως αυτή του Dr. Baltazar Rodríguez, παπ­πού του αντα­πο­κρι­τή της ισπα­νι­κής RT, Paola Guzmán, που ήταν φίλος με τον Ernesto Che Guevara και ο οποί­ος συνερ­γά­στη­κε μαζί του κατά τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής του στο Μεξικό. 

Η κόρη του Baltazar Rodríguez, Guille Rodríguez, λέει πως ο Che Guevara συνα­ντή­θη­κε με τον πατέ­ρα της, ο οποί­ος θα ήταν ο για­τρός του και επί­σης πρω­τα­γω­νι­στής του γάμου του με τη Hilda Gadea.

«Το πρό­σω­πό του είναι γνω­στό σε όλον τον κόσμο και δεν βρί­σκε­ται μόνο σε μνη­μεία, αλλά και σε μπού­ζες και καπέ­λα. Ένα φαι­νό­με­νο που μας δεί­χνει ότι υπήρ­χε κάτι σε αυτόν τον άντρα που τον ξεχώ­ρι­ζε σπ’ όλους τους άλλους. Και σε κάθε σημείο που θα επι­σκε­πτό­μα­στε θα ερευ­νού­με τα γεγο­νό­τα που τον έκα­ναν έναν μονα­δι­κό άνθρωπο.»

« Όταν ακό­λου­θη­σα το ίδιο μονο­πά­τι μ’ εκεί­νον, όταν μίλη­σα με τον κόσμο και βλέ­πο­ντας την υπάρ­χου­σα κατά­στα­ση εδω (Μπου­έ­νος Άιρες), άρχι­σα να συνει­δη­το­ποιώ κάτι παρα­πά­νω για τον Τσε. Δεν ήταν τρε­λός. Ήταν ένας άνθρω­πος με ιδα­νι­κά, εξαι­ρε­τι­κά ευφυ­ής και καλ­λιερ­γη­μέ­νος και πάνω απ’ όλα ένας εξαι­ρε­τι­κός άνθρω­πος. Με άλλα λόγια, κάποιος που θα έδι­νε την μπλού­ζα του σε αυτόν που την είχε μεγα­λύ­τε­ρη ανά­γκη κι εκεί­νος θα γύρι­σε τουρ­του­ρί­ζο­ντας στο σπί­τι του.»

Ignacio Jubilla — Οδοι­πό­ρος στο μονο­πά­τι του Τσε Γκεβάρα

«Δεν μπο­ρώ να πάω ενά­ντια στον μύθο. Είναι αδύ­να­τον. Αλλά πρέ­πει να συμπλη­ρω­σου­με αυτά που υπάρ­χουν μέσα στο μύθο. Ο Μύθος φορού­σε πάνες, είχε αδέρ­φια, έπαι­ζε ράγ­μπι, ποδό­σφαι­ρο, σκά­κι. Είχε δυο χέρια και δυο πόδια κι έναν πολύ συγκε­κριμ­μέ­νο τρό­πο σκέψης.»

Juan Martin Guevara — Μικρός αδερ­φός του Τσε Γκεβάρα

«Πενή­ντα χρό­νια μετά το θάνα­τό του, ο Τσε παρα­μέ­νει μια επι­κίν­δυ­νη μορ­φή για τα συμ­φέ­ρο­ντα της άρχου­σας τάξης. Το γεγο­νός ότι οι επα­να­στα­τι­κές του ιδέ­ες είναι καθ’ όλα λογι­κές, είναι

γι’ αυτούς απει­λή. Όταν μελε­τή­σεις την ζωή του Τσε Γκε­βά­ρα, κατα­νο­ή­σεις πως εξελίχθηκαν

οι πολι­τι­κές του από­ψεις, αρχί­ζεις να κατα­νο­είς το επί­πε­δο συνο­χής του ως επα­να­στά­τη. Ήταν έτοι­μος να υπε­ρα­σπι­στεί την ιδε­ο­λο­γία του καθ’ όλη τη διάρ­κεια της ζωής του έως το θάνα­τό του.»

Juan Lenzo — Καθη­γη­τής Πανε­πι­στη­μί­ου Βενεζουέλας

2

Ο Τσε από νεα­ρή ηλι­κία (μέχρι και λίγες ώρες πριν τη δολο­φο­νία του)  συνή­θι­ζε να κρα­τά­ει ημε­ρο­λό­γιο στο οποίο κατέ­γρα­φε οτι­δή­πο­τε ζού­σε και συνέ­βαι­νε γύρω του. Το ημε­ρο­λό­γιό του για το μεγά­λο ταξί­δι στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή θα γίνει βιβλίο και θα εκδο­θεί σε πολ­λές χώρες του κόσμου. Τα  «Ημε­ρο­λό­για μοτο­σι­κλέ­τας», όπως είναι ο τίτλος του βιβλί­ου, είναι η κατα­γρα­φή των περι­πε­τειών που έζη­σαν οι δυο φίλοι, των αντι­ξο­ο­τή­των και δοκι­μα­σιών που βίω­σαν, των εντυ­πώ­σε­ων του Τσε και των σκέ­ψε­ών του,  που μέρα τη μέρα τις βλέ­που­με να «μπαί­νουν» σε μια όλο και πιο ξεκά­θα­ρη ταξι­κή «σει­ρά».

Τον Δεκέμ­βρη του 1951 είναι ήδη 23 χρο­νών όταν με τον 29χρονο φίλο του Αλμπέρ­το Γκρα­νά­δο, που ήταν βιο­χη­μι­κός με ειδί­κευ­ση στη λεπρο­λο­γία, ξεκι­νά­νε με μια μοτο­σι­κλέ­τα ένα μακρύ ταξί­δι για να γνω­ρί­σουν τη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή· από το Μπου­έ­νος Άιρες της Αργε­ντι­νής κατα­λή­γουν στο Καρά­κας της Βενε­ζου­έ­λας, όπου οι δρό­μοι τους χωρίζουν.

Ταξι­δεύ­ο­ντας σε χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα έρχε­ται  σε επα­φή με ανθρώ­πους που ζουν παρα­πε­τα­μέ­νοι, φτω­χοί, πει­να­σμέ­νοι, με ελλι­πή ή καθό­λου περί­θαλ­ψη και στοι­χειώ­δη δικαιώ­μα­τα, δίπλα σε κάποιους άλλους, λίγους, που απο­λαμ­βά­νουν τη χλι­δή. Και τότε «…άρχι­σα να βλέ­πω ότι υπήρ­χε κάτι που μου φαι­νό­ταν τότε σχε­δόν εξί­σου σημα­ντι­κό με την καριέ­ρα μου ή με τη συμ­βο­λή μου στην ιατρι­κή επι­στή­μη και αυτό ήταν να βοη­θή­σω εκεί­νους τους ανθρώπους».

Από­σπα­σμα από τα «Ημε­ρο­λό­για Μοτοσυκλέτας»

Στο χωριό Μπα­κε­δά­νο (Χιλή) ο Τσε με τον Αλμπέρ­το θα γνω­ρί­σουν ένα ζευ­γά­ρι Χιλια­νών κομ­μου­νι­στών εργα­τών. Η δύνα­μη των νέων ιδε­ών, που παίρ­νουν σάρ­κα και οστά μετά την νικη­φό­ρα Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση των μπολ­σε­βί­κων στη χώρα του Λένιν, έχει ήδη αρχί­σει να επι­δρά κατα­λυ­τι­κά στη συνεί­δη­ση του νεα­ρού Αργε­ντί­νου ιδε­ο­λό­γου γιατρού.

«Στο φως ενός κεριού που ανά­ψα­με για να φτιά­ξου­με ματέ και να φάμε λίγο ψωμο­τύ­ρι, τα συσπα­σμέ­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά του εργά­τη απο­κτού­σαν κάτι το μυστη­ριώ­δες και το τρα­γι­κό, ενώ με το απλό και εκφρα­στι­κό του λεξι­λό­γιο μας διη­γιό­ταν για τους τρεις μήνες που πέρα­σε στη φυλα­κή, για τη γυναί­κα του, που τον είχε ακο­λου­θή­σει πιστά, πει­να­σμέ­νη, για τα παι­διά, που τα είχαν αφή­σει σε έναν πονό­ψυ­χο γεί­το­να, για την ανώ­φε­λη περι­πλά­νη­σή του σε ανα­ζή­τη­ση δου­λειάς, για τους συντρό­φους που εξα­φα­νί­στη­καν μυστη­ριω­δώς και που, κατα­πώς έλε­γαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.

Αυτό το ζευ­γά­ρι, που τουρ­τού­ρι­ζε μέσα στη νύχτα της ερή­μου, κολ­λη­μέ­νοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντα­νή εικό­να των προ­λε­τά­ριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμ­μέ­νη κου­βέρ­τα να σκε­πα­στούν. Τους δώσα­με λοι­πόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευ­τή­κα­με όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκεί­νες τις φορές που υπέ­φε­ρα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιω­σα πιο αδελ­φω­μέ­νος με αυτό το, άγνω­στο για μένα, ανθρώ­πι­νο είδος…

Στις οχτώ το πρωί βρή­κα­με ένα φορ­τη­γό που θα μας πήγαι­νε ως το χωριό Τσου­κι­κα­μά­τα, και έτσι χωρί­σα­με με το ζευ­γά­ρι, που θα πήγαι­νε στο μεταλ­λείο θεί­ου στην Κορ­δι­λιέ­ρα – έναν τόπο όπου το κλί­μα είναι από τα χει­ρό­τε­ρα και οι συν­θή­κες ζωής τόσο δύσκο­λες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρ­τα εργα­σί­ας ούτε ελέγ­χουν τα πολι­τι­κά σου φρο­νή­μα­τα. Το μόνο που μετρά­ει είναι ο ενθου­σια­σμός με τον οποίο ο εργά­της πάει να κατα­στρέ­ψει τη ζωή του, παίρ­νο­ντας ως αντάλ­λαγ­μα τα ψίχου­λα που του επι­τρέ­πουν να επιβιώσει.

(…) Στ’ αλή­θεια, είναι κρί­μα που πάρ­θη­καν κατα­σταλ­τι­κά μέτρα ενα­ντί­ον τέτοιων ανθρώ­πων. Αν αφή­σου­με κατά μέρος τον κίν­δυ­νο που μπο­ρεί να αντι­προ­σω­πεύ­ει ή όχι για τον υγιή βίο ενός συνό­λου, το «σκου­λή­κι του κομου­νι­σμού», που είχε επω­α­στεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια φυσι­κή επι­θυ­μία για κάτι καλύ­τε­ρο, μια δια­μαρ­τυ­ρία κατά της χρό­νιας πεί­νας, που την εξέ­φρα­ζε με την αγά­πη του προς αυτή την ξένη θεω­ρία, την ουσία της οποί­ας δε θα μπο­ρού­σε ποτέ να κατα­λά­βει, μα που η απλή της μετά­φρα­ση στο «ψωμί για τον φτω­χό» ήταν έννοια του χεριού του και επι­πλέ­ον τον γέμι­ζε με ελπίδα.»

Eρνέ­στο Γκε­βά­ρα ντε λα Σέρ­να. Ή απλά Τσε.

che4

Ο αργε­ντί­νος για­τρός, κομ­μου­νι­στής Μαρ­ξι­στής – Λενι­νι­στής επα­να­στά­της, ένας εκ των αρχη­γών των ανταρ­τών της Κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης. Ο άνθρω­πος που ακό­μα και σήμε­ρα 52 χρό­νια μετά το θάνα­το του, στις 9 Οκτω­βρί­ου 1967 στη Βολι­βία, ενσαρ­κώ­νει το ιδα­νι­κό του επαναστάτη.

Συμ­με­τεί­χε στο κίνη­μα της 26ης Ιου­λί­ου που πέτυ­χε την ανα­τρο­πή του δικτα­το­ρι­κού καθε­στώ­τος του Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα στην Κού­βα, αρχι­κά προ­σφέ­ρο­ντας τις ιατρι­κές γνώ­σεις του και αργό­τε­ρα ως διοι­κη­τής των ανταρ­τών, ενώ υπήρ­ξε μέλος της επα­να­στα­τι­κής κου­βα­νι­κής κυβέρ­νη­σης προ­ω­θώ­ντας ριζι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επα­νά­στα­σης στην Κού­βα, έφυ­γε με στό­χο την οργά­νω­ση νέων επα­να­στα­τι­κών κινη­μά­των στο Κον­γκό και αργό­τε­ρα στη Βολι­βία, όπου τραυ­μα­τί­στη­κε, συνε­λή­φθη και δολοφονήθηκε.

Ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ανέ­πτυ­ξε θεω­ρί­ες πάνω στη στρα­τη­γι­κή και την τακτι­κή του μοντέρ­νου ανταρ­το­πο­λέ­μου και προ­σπά­θη­σε να εφαρ­μό­σει τις θεω­ρί­ες στην πράξη.

Το άσθμα και η σκληραγώγηση

Ο Ερνέ­στο ήταν μόλις δύο ετών όταν δια­πι­στώ­θη­κε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθέ­νεια αυτή τον συνό­δε­ψε όλη του τη ζωή και συνέ­βα­λε σημα­ντι­κά στην εξέ­λι­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Αντί να προ­φυ­λάσ­σε­ται, προ­σπα­θού­σε να σκλη­ρα­γω­γη­θεί μέσω του αθλητισμού.

Το 1948 γρά­φτη­κε στην ιατρι­κή σχο­λή του πανε­πι­στη­μί­ου του Μπου­έ­νος Άιρες, όπου ολο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές του το 1953, χωρίς όμως να ακο­λου­θή­σει την κλι­νι­κή πρα­κτι­κή που απαι­τού­ταν προ­κει­μέ­νου να είναι σε θέση να εξα­σκή­σει το επάγ­γελ­μα του για­τρού. Στα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στο φοι­τη­τι­κό κίνη­μα, ήρθε σε επα­φή με παρά­νο­μες αρι­στε­ρές οργα­νώ­σεις, διά­βα­ζε με πάθος Καρλ Μαρξ, Φρί­ντριχ Ένγκελς, Βλα­ντί­μιρ Λένιν, Λέων Τρό­τσκι και Μάο Τσε­τούνγκ. Κατά τη διάρ­κεια των σπου­δών του, στα τέλη του 1950, εξα­σφά­λι­σε άδεια ώστε να εργα­στεί ως νοσο­κό­μος σε εμπο­ρι­κά πλοία του αργε­ντι­νού στό­λου. Τους επό­με­νους μήνες πραγ­μα­το­ποί­η­σε αρκε­τά ταξί­δια στη νότια και κεντρι­κή Αμε­ρι­κή, στη διάρ­κεια των οποί­ων έζη­σε από κοντά τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες στις λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κές χώρες. Επη­ρε­α­σμέ­νος από τις εμπει­ρί­ες αυτές, άρχι­σε να ασχο­λεί­ται όλο και περισ­σό­τε­ρο με τα πολι­τι­κά ζητή­μα­τα και τον μαρ­ξι­σμό ενώ στα αρχι­κά του σχέ­δια για τη ζωή κυριαρ­χού­σε η ανθρω­πι­στι­κή, σχε­δόν ιερα­πο­στο­λι­κή, διά­θε­ση να βοη­θή­σει τους λαούς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, που μαστί­ζο­νταν από τη φτώ­χεια και τις αρρώ­στιες της υπα­νά­πτυ­ξης. Ήταν αυτή η αλτρουι­στι­κή διά­θε­ση που οδή­γη­σε τα βήμα­τά του στο Περού, όπου πρό­σφε­ρε αφι­λο­κερ­δώς τις υπη­ρε­σί­ες του σε τοπι­κό λεπρο­κο­μείο, για να ακο­λου­θή­σουν ανά­λο­γα ταξί­δια στην Κολομ­βία και τη Βενε­ζου­έ­λα. Τα δύο βασι­κά του γνω­ρί­σμα­τα, που έβρι­σκαν ήρε­μη διέ­ξο­δο στην ιατρι­κή, δηλα­δή η μέχρι αυτο­θυ­σί­ας τάση για κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά και η αχόρ­τα­γη διά­θε­σή του να γνω­ρί­σει άλλες χώρες και άλλους λαούς, άρχι­σαν να τον σπρώ­χνουν σε πιο μαχη­τι­κούς δρό­μους. Ταξί­δε­ψε σ» όλη τη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή, όπου η πολι­τι­κή ατμό­σφαι­ρα ήταν ηλε­κτρι­σμέ­νη, καθώς οι επα­να­στά­σεις, τα πρα­ξι­κο­πή­μα­τα, οι γενι­κές απερ­γί­ες και ο ανταρ­το­πό­λε­μος βρί­σκο­νταν διαρ­κώς στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Συν­δέ­θη­κε με αρι­στε­ρές οργα­νώ­σεις στο Περού, τη Βολι­βία, τον Ιση­με­ρι­νό, τον Πανα­μά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικα­ρά­γουα και το Ελ Σαλβαδόρ.

Επα­νά­στα­ση στην Κούβα

Στα τέλη Σεπτεμ­βρί­ου του 1954, ο Γκε­βά­ρα ταξί­δε­ψε στο Μεξι­κό, που απο­τε­λού­σε κοι­νό προ­ο­ρι­σμό εξό­ρι­στων Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νών, από χώρες όπως το Που­έρ­το Ρίκο, το Περού, η Βενε­ζου­έ­λα, η Γουα­τε­μά­λα και η Κού­βα. Στις αρχές Ιου­λί­ου του 1955, o Γκε­βά­ρα συνά­ντη­σε για πρώ­τη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποί­ος ήταν αρχη­γός των «Moν­κα­ντί­στας» και ηγέ­της της απο­τυ­χη­μέ­νης ένο­πλης επί­θε­σης στο στρα­τό­πε­δο της Μον­κά­δα το 1953, και είχε κατα­φύ­γει στο Μεξι­κό μετά την απο­φυ­λά­κι­σή του, απο­τέ­λε­σμα της χάρης που του δόθη­κε από τον Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα. Την πρώ­τη συνά­ντη­σή τους ακο­λού­θη­σαν πολυά­ριθ­μες συνα­ντή­σεις και συζη­τή­σεις γύρω από την πολι­τι­κή κατά­στα­ση στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή και το ενδε­χό­με­νο της οργά­νω­σης ενός αντάρ­τι­κου αγώ­να με στό­χο την ανα­τρο­πή του διε­φθαρ­μέ­νου, φασι­στι­κού καθε­στώ­τος του Μπατίστα.

Πεπει­σμέ­νος πως ο Κάστρο είχε τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις να απο­τε­λέ­σει ένα χαρι­σμα­τι­κό ηγέ­τη της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης, ο Γκε­βά­ρα συμ­με­τεί­χε στο κίνη­μα της 26ης Ιου­λί­ου, με στό­χο την ένο­πλη δρά­ση για την ανα­τρο­πή του κου­βα­νι­κού καθεστώτος.

Η απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του και οι ικα­νό­τη­τές του, σύντο­μα οδή­γη­σαν στην άνο­δό του στην ιεραρ­χία του αντάρ­τι­κου σώμα­τος, κερ­δί­ζο­ντας το σεβα­σμό των υπο­λοί­πων ανταρ­τών, χωρίς να απου­σιά­ζει και το αίσθη­μα του φόβου που προ­κα­λού­σε ενί­ο­τε η σκλη­ρό­τη­τά του, υπεύ­θυ­νος ο ίδιος για εκτε­λέ­σεις ανταρ­τών που λει­τουρ­γού­σαν ως πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες του κου­βα­νι­κού καθε­στώ­τος. Υπήρ­ξε ο πρώ­τος αντάρ­της, στον οποίο δόθη­κε το αξί­ω­μα του Κομα­ντά­ντε του Επα­να­στα­τι­κού Στρα­τού της Κού­βας, στις 21 Ιου­λί­ου 1957. Στις μάχες που ακο­λού­θη­σαν, ο Αργε­ντι­νός εντυ­πω­σί­α­σε τον Κάστρο όχι τόσο για το θάρ­ρος και τη δεξιο­τε­χνία του στην εκτέ­λε­ση των ιατρι­κών του καθη­κό­ντων, όσο για τα στρα­τιω­τι­κά του χαρί­σμα­τα και το πολι­τι­κό του κρι­τή­ριο. Αν και μέχρι τότε απο­τε­λού­σε έναν απλό οπλί­τη, χωρίς να έχει δια­κρι­θεί ιδιαι­τέ­ρως σε στρα­τιω­τι­κό επί­πε­δο αλλά έχο­ντας επι­δεί­ξει γεν­ναιό­τη­τα και αρχη­γι­κές δεξιό­τη­τες, ο Κάστρο του εμπι­στεύ­τη­κε την ηγε­σία της Δεύ­τε­ρης Φάλαγ­γας του αντάρ­τι­κου στρα­τού (για λόγους παραλ­λα­γής έφε­ρε τον αριθ­μό 4), έχο­ντας έτσι μόνο τον Κομα­ντά­ντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώ­τε­ρό του. Αυτή την περί­ο­δο έγι­νε η απο­φα­σι­στι­κή μετα­μόρ­φω­ση του ρομα­ντι­κού δια­νο­ού­με­νου Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα σε χαρι­σμα­τι­κό «Κομα­ντά­ντε Τσε».

Η μεγα­λύ­τε­ρη ίσως στρα­τιω­τι­κή επι­τυ­χία του Τσε Γκε­βά­ρα υπήρ­ξε η κατά­κτη­ση της Σάντα Κλά­ρα στις 29 Δεκεμ­βρί­ου 1958, μία καθο­ρι­στι­κή στιγ­μή στην ιστο­ρία της κου­βα­νι­κής επανάστασης.

Είχαν προη­γη­θεί δύο χρό­νια ανταρ­το­πο­λέ­μου στην Σιέρ­ρα Μαέ­στρα ενα­ντί­ον του πολύ μεγα­λύ­τε­ρου στρα­τού του Μπα­τί­στα, o οποί­ος δεχό­ταν και την υπο­στή­ρι­ξη των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών. Με την κατά­κτη­ση της Σάντα Κλά­ρα, ο δρό­μος για την πρω­τεύ­ου­σα Αβά­να ήταν πλέ­ον ελεύ­θε­ρος και την 1η Ιανουα­ρί­ου του 1959, ο δικτά­το­ρας Μπα­τί­στα εγκα­τέ­λει­ψε την Κού­βα, με προ­ο­ρι­σμό την Δομι­νι­κα­νή Δημο­κρα­τία. Την μάχη στη Σάντα Κλά­ρα ακο­λού­θη­σαν και άλλες σημα­ντι­κές πολε­μι­κές συγκρού­σεις, πριν την τελι­κή επι­κρά­τη­ση των ανταρτών.

Μέλος της κυβέρ­νη­σης της Κούβας

Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμί­λο Σιεν­φου­έ­γος, απο­τέ­λε­σε μετά την επα­νά­στα­ση σημα­ντι­κό μέλος της νέας κου­βα­νι­κής κυβέρ­νη­σης, η οποία σύντο­μα ξεκί­νη­σε να πραγ­μα­το­ποιεί ριζι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις, καθιε­ρώ­νο­ντας για παρά­δειγ­μα δωρε­άν σύστη­μα υγεί­ας, όπως και ένα εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα που εξα­σφά­λι­ζε και στα κατώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα (μέχρι τότε κυρί­ως αναλ­φά­βη­τα) σχο­λι­κή μόρ­φω­ση. Στην κυβέρ­νη­ση, ο Γκε­βά­ρα υπο­στή­ρι­ξε περισ­σό­τε­ρο τις κομ­μου­νι­στι­κές ιδέ­ες απ» όσο ο Φιντέλ Κάστρο.

Σε ότι αφο­ρά την οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή, ο Τσε Γκε­βά­ρα ήταν αντί­θε­τος στην αντι­γρα­φή του σοβιε­τι­κού οικο­νο­μι­κού μοντέ­λου της «οικο­νο­μι­κής αυτο­δια­χεί­ρι­σης», καθώς θεω­ρού­σε πως οι ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες της Κού­βας απαι­τού­σαν δια­φο­ρε­τι­κές πρα­κτι­κές και υπε­ρα­σπι­ζό­ταν το συγκε­ντρω­τι­σμό στον τομέα της βιομηχανίας.

ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΕΣ  ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ

Στις 11 Δεκεμ­βρί­ου του 1964 εκπρο­σώ­πη­σε την Κού­βα στη Συν­διά­σκε­ψη του Οργα­νι­σμού Ηνω­μέ­νων Εθνών. Στην ομι­λία του ξεχω­ρί­ζει η έντο­νη δια­μαρ­τυ­ρία του ενά­ντια στην πολι­τι­κή των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών και τις λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κές δικτα­το­ρί­ες, η συμπα­ρά­τα­ξή του στο θέμα του πυρη­νι­κού αφο­πλι­σμού και το ειρη­νευ­τι­κό σχέ­διο που προ­τεί­νει για την Καραϊ­βι­κή. Λίγες ημέ­ρες αργό­τε­ρα, ξεκί­νη­σε μία τρί­μη­νη διε­θνή περιο­δεία, κατά την οποία επι­σκέ­φτη­κε την Αλγε­ρία, την Κίνα, τη Γκά­να, τη Γουι­νέα, το Μάλι, το Κον­γκό, την Ταν­ζα­νία, με μικρές στά­σεις στο Παρί­σι, την Ιρλαν­δία και την Πρά­γα. Στις 24 Φεβρουα­ρί­ου, έλα­βε μέρος στη διά­σκε­ψη του δεύ­τε­ρου Οικο­νο­μι­κού Σεμι­να­ρί­ου Αφρο­α­σια­τι­κής Αλλη­λεγ­γύ­ης, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας την τελευ­ταία δημό­σια παρου­σία στο διε­θνές προ­σκή­νιο. Η ομι­λία του προ­κά­λε­σε αρκε­τές εντά­σεις στο σοβιε­τι­κό μπλοκ, δηλώ­νο­ντας πως οι σοσια­λι­στι­κές χώρες όφει­λαν να επω­μι­στούν το κόστος των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών αγώ­νων,\ ενώ θεω­ρεί­ται πιθα­νό πως προ­κά­λε­σε επί­σης ρήξη στη σχέ­ση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρ­χει καμία σχε­τι­κή ανα­φο­ρά στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του ίδιου του Γκε­βά­ρα. Στις 14 Μαρ­τί­ου του 1964 επέ­στρε­ψε από την Αφρι­κή στην Κού­βα και μετά από περί­που μία εβδο­μά­δα παρα­μο­νής του στην Αβά­να τα ίχνη του χάθη­καν για αρκε­τούς μήνες.

Η εξα­φά­νι­ση του Γκε­βά­ρα προ­κά­λε­σε έντο­νη φημο­λο­γία, τρο­φο­δο­τώ­ντας πολ­λές θεω­ρί­ες. Οι περισ­σό­τε­ρες από αυτές θεω­ρού­σαν πως ήρθε σε σύγκρου­ση με τον Κάστρο πάνω στο ζήτη­μα της εκβιο­μη­χά­νι­σης της χώρας ή της σχέ­σης της με τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και την Κίνα. Άλλοι ισχυ­ρί­ζο­νταν η σύγκρου­ση οφει­λό­ταν στο γεγο­νός πως ο Γκε­βά­ρα ήθε­λε μία πιο ενερ­γη­τι­κή υπο­στή­ρι­ξη των επα­να­στα­τι­κών κινη­μά­των της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, ενώ άλλοι ότι εκδιώ­χθη­κε με απαί­τη­ση των Σοβιε­τι­κών, που δεν ενέ­κρι­ναν την ανε­ξάρ­τη­τη από τη Μόσχα γραμ­μή του και ανη­συ­χού­σαν μήπως τους οδη­γή­σει σε διε­θνείς περι­πέ­τειες με τους επα­να­στα­τι­κούς τυχο­διω­κτι­σμούς του. Άλλες φήμες διέρ­ρε­αν ότι σκο­τώ­θη­κε σε μυστι­κή επα­να­στα­τι­κή απο­στο­λή που του ανέ­θε­σε ο Κάστρο στο Κον­γκό και άλλες ότι κλεί­στη­κε σε σανα­τό­ριο λόγω υπο­τρο­πής των χρό­νιων προ­βλη­μά­των που αντι­με­τώ­πι­ζε με το άσθμα του. Ο ίδιος ο Κάστρο επι­χεί­ρη­σε αρχι­κά να βάλει ένα τέλος στις φημο­λο­γί­ες στις 18 Απρι­λί­ου δηλώ­νο­ντας μέσω ραδιο­φώ­νου πως ο Γκε­βά­ρα βρι­σκό­ταν πάντα εκεί όπου ήταν πιο χρή­σι­μος για την επα­νά­στα­ση, προ­σθέ­το­ντας επί­σης πως ανή­κε στους κορυ­φαί­ους ηγέ­τες της Κού­βας και πως το ταξί­δι του στην Αφρι­κή ήταν εξαι­ρε­τι­κά παρα­γω­γι­κό. Το επό­με­νο διά­στη­μα, ωστό­σο, προ­σπά­θη­σε να εκμε­ταλ­λευ­τεί πολι­τι­κά την εικο­το­λο­γία γύρω από την εξα­φά­νι­ση του Γκε­βά­ρα από το προ­σκή­νιο, ενι­σχύ­ο­ντας για παρά­δειγ­μα με δηλώ­σεις του την ανη­συ­χία καθε­στώ­των της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής που φοβού­νταν πιθα­νές επι­χει­ρή­σεις του Γκε­βά­ρα και οδη­γώ­ντας σε εσφαλ­μέ­νες εκτι­μή­σεις ορι­σμέ­νους Αμε­ρι­κα­νούς αξιω­μα­τού­χους, ειδι­κά στη CIA, που είχαν πιστέ­ψει πως ήταν νεκρός.

Στις 3 Οκτω­βρί­ου 1965, ο Κάστρο διά­βα­σε σε δημό­σια συγκέ­ντρω­ση, μπρο­στά στη γυναί­κα και τα παι­διά του Γκε­βά­ρα, ιδιό­χει­ρη επι­στο­λή που του παρέ­δω­σε την 1η Απρι­λί­ου ο μέχρι τότε υπουρ­γός Βιο­μη­χα­νί­ας, παραι­τού­με­νος από όλα τα κρα­τι­κά και κομ­μα­τι­κά του αξιώ­μα­τα και δια­γρά­φο­ντας αχνά τα μελ­λο­ντι­κά του σχέδια.

Με την επι­στο­λή αυτή, ο Γκε­βά­ρα απάλ­λα­σε την κου­βα­νι­κή κυβέρ­νη­ση από οποια­δή­πο­τε ευθύ­νη για τη μελ­λο­ντι­κή δρά­ση του στο Κον­γκό. Οι εικα­σί­ες περί ρήξης στις σχέ­σεις του τον Κάστρο που οδή­γη­σε στην από­φα­σή του να εγκα­τα­λεί­ψει την Κού­βα δεν φαί­νε­ται να έχουν βάση. Οι λόγοι της φυγής του εντο­πί­ζο­νται, αντί­θε­τα, σε δύο βασι­κές παρα­μέ­τρους: την επι­θυ­μία του Γκε­βά­ρα να μετα­φέ­ρει της επα­νά­στα­ση σε όλον τον κόσμο – κάτι που αισθα­νό­ταν ως προ­σω­πι­κή απο­στο­λή ζωής – αλλά και το γεγο­νός πως κάτι τέτοιο απαι­τού­σε ελευ­θε­ρία κινή­σε­ων, την οποία του εξα­σφά­λι­ζε η απο­δέ­σμευ­σή του από αξιώ­μα­τα και κυβερ­νη­τι­κές θέσεις..

Πρώ­τος σταθ­μός του Τσε Γκε­βά­ρα, μετά τη φυγή του από την Κού­βα υπήρ­ξε το Κον­γκό (σημε­ρι­νή Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία του Κογκό), ενι­σχύ­ο­ντας και βοη­θώ­ντας οργα­νω­τι­κά τον Λαϊ­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Στρατό.

Το Φεβρουά­ριο του 1966 ταξί­δε­ψε μεταμ­φιε­σμέ­νος και με πλα­στό δια­βα­τή­ριο, με προ­ο­ρι­σμό την Πρά­γα. Εκεί άρχι­σε να επε­ξερ­γά­ζε­ται την ιδέα ενός νέου αντάρ­τι­κου στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή, με αρχι­κό στό­χο το Περού και αργό­τε­ρα εστιά­ζο­ντας στη Βολιβία.

Βολι­βία

Η προ­ε­τοι­μα­σία της επι­χεί­ρη­σης οργά­νω­σης αντάρ­τι­κου στη Βολι­βία άρχι­σε το 1966, υπό συν­θή­κες άκρας μυστι­κό­τη­τας, σε ένα απο­μο­νω­μέ­νο μέρος στην επαρ­χία Πινάρ δελ Ρίο και ειδι­κό­τε­ρα στην περιο­χή Βινιά­λες που δια­κρί­νε­ται για την παρου­σία των ιδιό­μορ­φων λόφων «μογκό­τες». Εκεί εκπαι­δεύ­τη­κε εντα­τι­κά ο πρώ­τος πυρή­νας του μελ­λο­ντι­κού αντάρ­τι­κου, που απο­τε­λεί­το από 10 Κου­βα­νούς και αρκε­τούς Βολι­βια­νούς, πρώ­ην μέλη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της χώρας αυτής. O Τσε Γκε­βά­ρα έφτα­σε στη Βολι­βία την 1η Νοεμ­βρί­ου του 1966 ταξι­δεύ­ο­ντας με αερο­πλά­νο από το Σάο Πάο­λο της Βραζιλίας.

Από τη στιγ­μή που πάτη­σε τα βολι­βια­νά βου­νά, απο­κα­τέ­στη­σε ασύρ­μα­τη επι­κοι­νω­νία με τον Κάστρο ο οποί­ος, παρό­τι κιν­δύ­νευε να επι­σύ­ρει την οργή της Ουά­σινγ­κτον, έκα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για να ενι­σχύ­σει την προ­σπά­θεια του παλιού του συντρό­φου. Ο Κου­βα­νός ηγέ­της πίε­ζε προ­σω­πι­κά τον πρώ­ην αντι­πρό­ε­δρο της Βολι­βί­ας, Χουάν Λεχίν, ο οποί­ος, αν και εξό­ρι­στος στη Χιλή, ασκού­σε καθο­ρι­στι­κή επιρ­ροή στους αρι­στε­ρούς εργά­τες των ορυ­χεί­ων, να συντο­νί­σει το βήμα του με το αντάρ­τι­κο του Τσε.

Το αντάρ­τι­κο άρχι­σε τη δρά­ση του έχο­ντας συγκε­ντρώ­σει, στις καλύ­τε­ρες στιγ­μές του, μόλις μερι­κές δεκά­δες μαχη­τές. Στις 27 Μαρ­τί­ου ο πρό­ε­δρος Μπα­ριέ­ντος ανα­γκά­στη­κε, σε ραδιο­φω­νι­κό του μήνυ­μα, να παρα­δε­χθεί την ύπαρ­ξη του αντάρ­τι­κου, απο­δί­δο­ντάς το σε «ξένη δύνα­μη που επι­βου­λεύ­ε­ται τη χώρα». Ωστό­σο, αρνή­θη­κε ότι συμ­με­τεί­χε σε αυτό ο Γκε­βά­ρα, υπο­λο­γί­ζο­ντας την επί­δρα­ση που θα μπο­ρού­σε να ασκή­σει στον πλη­θυ­σμό η είδη­ση ότι ένας ήρω­ας της κου­βα­νέ­ζι­κης επα­νά­στα­σης πολε­μού­σε το διε­φθαρ­μέ­νο καθε­στώς του στα βου­νά της Βολιβίας.

Θάνα­τος

Τη νύχτα της 7ης Οκτω­βρί­ου ένας αγρό­της διέ­κρι­νε κοντά στο χωριό Λα Ιγκέ­ρα, στην περιο­χή της χαρά­δρας Γιού­ρο, τις φιγού­ρες μίας ομά­δας ανταρ­τών (συνο­λι­κά 17 άνδρες) και έτρε­ξε να ειδο­ποι­ή­σει τον τοπι­κό στρα­τιω­τι­κό διοι­κη­τή και λοχα­γό Γκά­ρι Πρά­δο Σαλ­μόν. Ο Γκε­βά­ρα χώρι­σε τη διμοι­ρία σε μικρό­τε­ρες ομά­δες, ωστό­σο σύντο­μα αντι­λή­φθη­καν πως ήταν περι­κυ­κλω­μέ­νοι. Οι κυβερ­νη­τι­κές δυνά­μεις που είχαν κινη­το­ποι­η­θεί γρή­γο­ρα εντό­πι­σαν τους αντάρ­τες τα χαρά­μα­τα της 8ης Οκτω­βρί­ου και ακο­λού­θη­σε μάχη. Η ομά­δα του Γκε­βά­ρα, απο­τε­λού­με­νη από επτά αντάρ­τες επι­χεί­ρη­σε να οπι­σθο­χω­ρή­σει. Το όπλο του, είτε εξαι­τί­ας εμπλο­κής είτε από κάποια εχθρι­κή σφαί­ρα είχε αχρη­στευ­τεί και ο ίδιος έφε­ρε τραύ­μα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκό­λευε στο περ­πά­τη­μα. Υπο­βα­στα­ζό­με­νος από τον Σιμόν Κού­μπα («Γουί­λι»), έναν επα­να­στά­τη εργά­τη από τα ορυ­χεία του Χουα­νί­νι, έπε­σε τελι­κά στα χέρια τριών στρα­τιω­τών του Πάρ­δο. Σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νες ανα­φο­ρές, ο Γκε­βά­ρα διέ­τα­ξε τους στρα­τιώ­τες να μην πυρο­βο­λή­σουν, απο­κα­λύ­πτο­ντας την ταυ­τό­τη­τά του και υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς πως θα τους ήταν πολυ­τι­μό­τε­ρος ζωντα­νός. Πιθα­νόν, όμως, να ήταν και ο Σιμόν Κού­μπα εκεί­νος που απευ­θύν­θη­κε στους στρατιώτες.

Την κατα­δί­ω­ξη του Τσε Γκε­βά­ρα στη Βολι­βία παρα­κο­λου­θού­σε επί­σης η CIA, με επι­κε­φα­λής τον πρά­κτο­ρα Φέλιξ Ροδρί­γκες (Félix Rodríguez), ο οποί­ος μετέ­φε­ρε την πλη­ρο­φο­ρία της σύλ­λη­ψής του στο αρχη­γείο της υπη­ρε­σί­ας του και σύντο­μα μετέ­βη ο ίδιος στη Λα Ιγκέ­ρα. Μετά από μερι­κές ανα­κρί­σεις στο σχο­λείο του χωριού, ο αιχ­μά­λω­τος Γκε­βά­ρα δολο­φο­νή­θη­κε, στις 9 Οκτω­βρί­ου 1967, από τον υπα­ξιω­μα­τι­κό του βολι­βια­νού στρα­τού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκε­κρι­μέ­νος αρχι­κά δίστα­σε να εκτε­λέ­σει την εντο­λή για τη δολο­φο­νία του(53) αλλά τελι­κά πυρο­βό­λη­σε τον αιχ­μά­λω­το, ο οποί­ος φέρε­ται να του είπε «Ήρθα­τε να με σκο­τώ­σε­τε. Ρίξε, δει­λέ, έναν άντρα θα σκο­τώ­σεις». Ο θάνα­τός του σημειώ­θη­κε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι.

Την επό­με­νη μέρα, οι δημο­σιο­γρά­φοι που μετα­φέρ­θη­καν εσπευ­σμέ­να με στρα­τιω­τι­κά ελι­κό­πτε­ρα στο Βαγιε­γκρά­ντε, αντί­κρι­σαν ξαπλω­μέ­νο σε ένα πρό­χει­ρο κρε­βά­τι, έναν γενειο­φό­ρο άντρα γυμνό από τη μέση και πάνω, με χακί παντε­λό­νι και στρα­τιω­τι­κή ζώνη. Ήταν ο Τσε Γκε­βά­ρα νεκρός. Όχι από τα μάλ­λον επι­πό­λαια τραύ­μα­τα στο πεδίο της μάχης, αλλά από δύο σφαί­ρες στο σβέρ­κο. Ο Τσε, στα 39 του χρό­νια, πλή­ρω­σε με τη ζωή του το σχέ­διο οργά­νω­σης αντάρ­τι­κου στη Βολι­βία, με προ­ο­πτι­κή την επέ­κτα­σή του και σε άλλες χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Ακό­μα και νεκρός, ο Γκε­βά­ρα ήταν εξαι­ρε­τι­κά επι­κίν­δυ­νος για το βολι­βια­νό καθε­στώς που δεν δια­νο­ή­θη­κε να ρισκά­ρει μία δημό­σια ταφή του. Ούτε στον αδελ­φό του, Ρομπέρ­το Γκε­βά­ρα, δεν έδει­ξαν το πτώ­μα του, με συνέ­πεια πολ­λοί να αμφι­σβη­τή­σουν αν πέθα­νε πραγ­μα­τι­κά ή μήπως επρό­κει­το για μπλό­φα των αρχών. Στην Κού­βα, ο Φιντέλ Κάστρο κρά­τη­σε αρχι­κά επι­φυ­λα­κτι­κή στά­ση απέ­να­ντι στην είδη­ση του θανά­του του, ωστό­σο στις 15 Οκτω­βρί­ου, απο­δέ­χτη­κε το γεγο­νός, μετά από την εμφά­νι­ση φωτο­γρα­φι­κών απο­δεί­ξε­ων, και κήρυ­ξε τρι­ή­με­ρο πέν­θος στη δεύ­τε­ρη πατρί­δα του Αργε­ντι­νού επαναστάτη.

Το πτώ­μα του Γκε­βά­ρα μετα­φέρ­θη­κε στο νοσο­κο­μείο Σαν Χοσέ ντε Μάλ­τα όπου έγι­νε και νεκρο­ψία, στο πρα­κτι­κό της οποί­ας κατα­γρά­φτη­καν συνο­λι­κά εννέα πλη­γές που είχαν προ­κλη­θεί από σφαί­ρες. Σύμ­φω­να με τη νεκρο­ψία, ο θάνα­τός του προ­κλή­θη­κε από τα τραύ­μα­τα που έφε­ρε στο θώρα­κα και την αιμορ­ρα­γία. Το πτώ­μα του έπρε­πε για τους στρα­τιω­τι­κούς να χαθεί δίχως κανέ­να ίχνος και θάφτη­κε κρυ­φά κοντά στο αερο­δρό­μιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέ­ρα. Νωρί­τε­ρα, στο νοσο­κο­μείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία δια­τη­ρή­θη­καν σε φορ­μό­λη προ­κει­μέ­νου να γίνει αργό­τε­ρα η ορι­στι­κή ανα­γνώ­ρι­σή του. Το πτώ­μα του έμει­νε στον μυστι­κό του τάφο μέχρι που ανα­κα­λύ­φθη­κε στις 12 Ιου­λί­ου 1997 στο Βαγιε­γκρά­ντε της Βολι­βί­ας. Αφού μετα­φέρ­θη­κε στην Κού­βα, κηδεύ­τη­κε στη Σάντα Κλά­ρα, την πόλη που ο ίδιος είχε Απε­λευ­θε­ρω­σει το 1958.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο