Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

50 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα: Πιο ζωντανός και επίκαιρος από ποτέ!

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Ήταν 9 Οκτώ­βρη 1967 όταν ο Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα έπε­φτε νεκρός μέσα σε μια εγκα­τα­λε­λει­μέ­νη σχο­λι­κή αίθου­σα, στο χωριό Λα Ιγκέ­ρα της βολι­βια­νής υπαί­θρου. Οι σφαί­ρες του βολι­βια­νού στρα­τού, που εκτε­λού­σε εντο­λές των βορειο­α­με­ρι­κα­νών ιμπε­ρια­λι­στών, είχαν επι­φέ­ρει το βιο­λο­γι­κό τέλος του 39χρονου αργε­ντί­νου επα­να­στά­τη. Αυτό που, ωστό­σο, δε γνώ­ρι­ζαν οι δολο­φό­νοι του, ήταν πως ο Γκε­βά­ρα είχε ήδη περά­σει στην «αθα­να­σία» της συλ­λο­γι­κής μνή­μης των λαών, ως παντο­τι­νό σύμ­βο­λο των αγώ­νων για ένα καλύ­τε­ρο αύριο, για έναν κόσμο χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο. 

Σήμε­ρα, 50 χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του, είναι οι αξί­ες για τις οποί­ες ο ίδιος αγω­νί­στη­κε και θυσιά­στη­κε, οι αξί­ες του μαρ­ξι­σμού-λενι­νι­σμού και του προ­λε­τα­ρια­κού διε­θνι­σμού, που δια­τη­ρούν άσβε­στη τη φλό­γα της εικό­νας του. Ο Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα, άλλω­στε, υπήρ­ξε η προ­σω­πο­ποί­η­ση του συνε­πούς κομ­μου­νι­στή επα­να­στά­τη, του ανθρώ­που που αντι­λή­φθη­κε και εμπέ­δω­σε τον σοσια­λι­σμό, όχι ως ακα­δη­μαϊ­κό εγχει­ρί­διο πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας, αλλά ως βίω­μα: «Για μας», σημεί­ω­νε, «δεν υπάρ­χει κανέ­νας άλλος ορι­σμός του Σοσια­λι­σμού πλην της κατάρ­γη­σης της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο» [1].

Η ταξι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση, η αδυ­σώ­πη­τη αδι­κία που γεν­νά και ανα­πα­ρά­γει το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, μπή­καν στο στό­χα­στρο του Γκε­βά­ρα πολύ πριν την ενερ­γό ανά­μει­ξη του στην επο­ποι­ία της Κου­βα­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Ταξι­δεύ­ο­ντας στη Νότια Αμε­ρι­κή ως νεα­ρός φοι­τη­τής ιατρι­κής, ο 24χρονος Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ντε λα Σέρ­να ήρθε σε επα­φή με την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων που επε­κτεί­νο­νταν στη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο. «Εκεί, στις τελευ­ταί­ες ώρες για τους ανθρώ­πους των οποί­ων ο ορί­ζο­ντας δεν εκτεί­νε­ται πέρα από το αύριο, εκεί επι­κε­ντρώ­νε­ται η τρα­γω­δία της ζωής του προ­λε­τα­ριά­του όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνε­χι­στεί αυτή η τάξη πραγ­μά­των που βασί­ζε­ται σε μια παρά­λο­γη διαί­ρε­ση, στις κοι­νω­νι­κές τάξεις;» [2] σημεί­ω­νε στο ημε­ρο­λό­γιο του κατά τη διάρ­κεια ταξι­διού του στο Περού, όπου του είχε ζητη­θεί να εξε­τά­σει μια ετοι­μο­θά­να­τη ασθμα­τι­κή γυναίκα. 

Η περιέρ­γεια του να ανα­κα­λύ­ψει τη «μεγά­λη λατι­νι­κή ήπει­ρο» απο­τέ­λε­σε την αφορ­μή της πολι­τι­κής του συνει­δη­το­ποί­η­σης μετα­τρέ­πο­ντας το μεσο­α­στό αργε­ντί­νο φοι­τη­τή- «ένα παι­δί του περι­βάλ­λο­ντος του» όπως χαρα­κτή­ρι­ζε ο ίδιος τον εαυ­τό του- σε μαρ­ξι­στή αντάρ­τη αφο­σιω­μέ­νο στον σκο­πό της σοσια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης. «Το πρό­σω­πο που έγρα­ψε αυτές τις σημειώ­σεις “πέθα­νε” μόλις ξανα­πά­τη­σε το πόδι του στη γη της Αργε­ντι­νής και αυτός που τις τακτο­ποιεί και τις «ξανα­χτε­νΐ­ζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσω­τε­ρι­κά του­λά­χι­στον. Τού­τη η άσκο­πη περι­πλά­νη­ση στη «Μεγά­λη Αμε­ρι­κή Μας» με άλλα­ξε περισ­σό­τε­ρο απ’ ό,τι πίστευα» [3] θα γρά­ψει αργό­τε­ρα στην εισα­γω­γή των απο­μνη­μο­νευ­μά­των του ταξι­διού που πραγ­μα­το­ποί­η­σε με το φίλο του Αλμπέρ­το Γκρα­νά­δο.

Στα μεταλ­λεία της Τσου­κι­κα­μά­τα στη Χιλή το 1952 ο νεα­ρός Ερνέ­στο γίνε­ται κοι­νω­νός της καθη­με­ρι­νό­τη­τας του λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κου προ­λε­τα­ριά­του, των ταξι­κών ανι­σο­τή­των και του αγώ­να των χιλια­νών μεταλ­λω­ρύ­χων για το μερο­κά­μα­το. «Προ­βλέ­πο­ντας ότι θα βγουν απο δω εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια, κι ότι για την ώρα εξο­ρύσ­σο­νται ενε­νή­ντα χιλιά­δες τόνοι μεταλ­λεύ­μα­τος κάθε μέρα, κατα­λα­βαί­νει κανείς ότι η εκμε­τάλ­λευ­ση του ανθρώ­που από άνθρω­πο δεν πρό­κει­ται να στα­μα­τή­σει σύντο­μα» [4] σημεί­ω­νε χαρα­κτη­ρι­στι­κά σε ένα από­σπα­σμα των απο­μνη­μο­νευ­μά­των του ταξι­διού του. Κάπως έτσι, η μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή θεω­ρία των συγ­γραμ­μά­των μετου­σιώ­νο­νταν στα μάτια του Γκε­βά­ρα σε ζωντα­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, επι­βε­βαιώ­νο­ντας στην πρά­ξη την ασυμ­βα­τό­τη­τα των συμ­φε­ρό­ντων αυτών που παρά­γουν τον πλού­το και αυτών που τον καρπώνονται. 

Η νεα­νι­κή συνεί­δη­ση του Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ριζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­θη­κε, οδη­γού­με­νη στον μαρ­ξι­σμό-λενι­νι­σμό, καθώς παγιώ­θη­καν μέσα του δύο κύριες αντι­λή­ψεις: Αφε­νός, η εγκλη­μα­τι­κή φύση του ιμπε­ρια­λι­σμού ως παρά­γο­ντα διεύ­ρυν­σης των ταξι­κών ανι­σο­τή­των στη λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή και αφε­τέ­ρου η ανά­γκη για πλή­ρη και ορι­στι­κή σύγκρου­ση της εργα­τι­κής τάξης με την εξου­σία του κεφα­λαί­ου ως προ­α­παι­τού­με­νο για την εξά­λει­ψη των ανι­σο­τή­των αυτών. Το παρά­δειγ­μα, άλλω­στε, υπήρ­χε και είχε λάβει χώρα τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες πριν, με τη Μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επανάσταση.

Η μεγα­λειώ­δης προ­σω­πι­κό­τη­τα του Ι.Β.Στάλιν, του ανθρώ­που που ηγή­θη­κε της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης στο θρί­αμ­βο ενά­ντια στο ναζι­σμό, αναμ­φί­βο­λα ενέ­πνευ­σε το Γκε­βά­ρα. «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαι­ρία να περά­σω από τα εκτε­τα­μέ­νες εγκα­τα­στά­σεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πεί­στη­κα για το πόσο απαί­σια είναι αυτά τα καπι­τα­λι­στι­κά χτα­πό­δια. Ορκί­στη­κα τότε μπρο­στά σε μια εικό­να του παλαιού και πολυ­θρη­νη­μέ­νου συντρό­φου μας Στά­λιν, ότι δεν θα ησυ­χά­σω μέχρι να εξο­ντω­θούν τα χτα­πό­δια αυτά» [5] σημεί­ω­νε το 1954 σε γράμ­μα προς τη θεία του Βεα­τρί­κη. Ήταν η περί­ο­δος που βρι­σκό­ταν στη Γουατεμάλα.

«Η ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος αξίζει ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο απ’ την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη Γη».

«Η ζωή ενός ανθρώ­πι­νου πλά­σμα­τος αξί­ζει ένα εκα­τομ­μύ­ριο φορές περισ­σό­τε­ρο απ’ την περιου­σία του πλου­σιό­τε­ρου ανθρώ­που στη Γη».

Η δια­μο­νή του Τσε στη Γουα­τε­μά­λα απο­τέ­λε­σε κομ­βι­κό σημείο για την περαι­τέ­ρω καθο­ρι­στι­κή ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση των πολι­τι­κών του ιδέ­ων. Σύμ­φω­να με τον κου­βα­νό Μάριο Νταλ­μά­ου, ο οποί­ος γνώ­ρι­σε το Γκε­βά­ρα στη Γουα­τε­μά­λα, ο Τσε είχε ήδη «πολύ ξεκά­θα­ρη μαρ­ξι­στι­κή σκέ­ψη», έχο­ντας δια­βά­σει «ολό­κλη­ρη μαρ­ξι­στι­κή βιβλιο­θή­κη» [6]. Η ωμή ιμπε­ρια­λι­στι­κή επεμ­βα­τι­κό­τη­τα των ΗΠΑ με σκο­πό την υπο­νό­μευ­ση και ανα­τρο­πή της νόμι­μα εκλεγ­μέ­νης κυβέρ­νη­σης του Για­κό­μπο Άρμπενς επι­τά­χυ­ναν την πολι­τι­κή ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του Ερνέ­στο. Στη Γουα­τε­μά­λα ο Τσε είδε να ξεδι­πλώ­νε­ται μπρο­στά στη μάτια του η ωμή φύση του αμε­ρι­κα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού. Στο μυα­λό του ήρθαν οι εικό­νες των φτω­χών αυτό­χθο­νων περου­βια­νών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που εργά­ζο­νταν σαν σύγ­χρο­νοι σκλά­βοι για ένα κομ­μά­τι ψωμί στην ίδια τους την πατρί­δα – την ίδια στιγ­μή που τα μέσα παρα­γω­γής και ο πλού­τος της χώρας ανή­κε στους απο­γό­νους εύπο­ρων ευρω­παί­ων αποι­κιο­κρα­τών. Η «δική του Αμε­ρι­κή» – η Αμε­ρι­κή του Σιμόν Μπο­λί­βαρ, του Εμι­λιά­νο Ζαπά­τα, του Χοσέ Μαρ­τί, του Πάμπλο Νερού­δα – δεν ήταν παρά ένα βιλα­έ­τι του, κατά τον Λένιν, μονο­πω­λια­κού καπι­τα­λι­σμού που κατέ­τρω­γε τις σάρ­κες της λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κης εργα­τι­κής τάξης.

Η πλή­ρης αδυ­να­μία και διστα­κτι­κό­τη­τα της προ­ο­δευ­τι­κής κυβέρ­νη­σης του Άρμπενς να τα βάλει με το ντό­πιο και ξένο κεφά­λαιο δια­μόρ­φω­σε μέσα του, μιά για πάντα, την εξής ισχυ­ρή πεποί­θη­ση: ο μόνος δρό­μος για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των λαών από την ταξι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση είναι η ανει­ρή­νευ­τη πάλη ενά­ντια στο κεφά­λαιο και τους υπη­ρέ­τες του, η μηδε­νι­κή ανο­χή απέ­να­ντι στα «καπι­τα­λι­στι­κά χτα­πό­δια». Σε αυτήν, άλλω­στε, την πεποί­θη­ση έμει­νε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρό­νια πριν την άναν­δρη δολο­φο­νία του στη Βολι­βία και έχο­ντας ιδε­ο­λο­γι­κά «ανδρω­θεί» μέσα απ’ την εμπει­ρία της Κου­βα­νι­κής Επα­νά­στα­σης, έγρα­φε στο τελευ­ταίο γράμ­μα προς τους γονείς του: «Ο μαρ­ξι­σμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξα­γνι­σθεί. Πιστεύω στην ένο­πλη πάλη σαν μονα­δι­κή λύση για τους λαούς που αγω­νί­ζο­νται για την απε­λευ­θέ­ρω­ση τους και είμαι συνε­πής με τις πεποι­θή­σεις μου» [7].

«Εάν τρέμεις από αγανάκτηση γιά κάθε αδικία, τότε είσαι σύντροφος μου».

«Εάν τρέ­μεις από αγα­νά­κτη­ση γιά κάθε αδι­κία, τότε είσαι σύντρο­φος μου».

«Η μεγα­λο­α­στι­κή τάξη δεν διστά­ζει να συμ­μα­χή­σει με τον ιμπε­ρια­λι­σμό και τους μεγά­λους αγρο­κτη­μα­τί­ες για να πολε­μή­σουν το λαό και να φρά­ξουν το δρό­μο προς την επα­νά­στα­ση», σημεί­ω­νε το 1963 [8]. Γι’ αυτό, όπως υπο­στή­ρι­ζε, έπρε­πε να υπάρ­χει μια επα­να­στα­τι­κή εμπρο­σθο­φυ­λα­κή. Για τον Τσε το ηρω­ϊ­κό παρά­δειγ­μα των μπολ­σε­βί­κων κατά την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 παρεί­χε ένα λαμπρό παρά­δειγ­μα στον αγώ­να για τη λαϊ­κή εξου­σία. «Εάν υπήρ­χε μια προ­λε­τα­ρια­κή πρω­το­πο­ρία που να ήταν ικα­νή να προ­βά­λει τις ουσιώ­δεις διεκ­δι­κή­σεις του προ­λε­τα­ριά­του, να δεί καθα­ρά που πρέ­πει να στρα­φεί, και να επι­χει­ρή­σει να κατα­λά­βει την εξου­σία, για να εγκα­τα­στή­σει μια νέα κοι­νω­νία θα ήταν δυνα­τόν να τρα­βή­ξει μπρο­στά παρα­κάμ­πτο­ντας τα εμπό­δια» [9] σημεί­ω­νε σε πολι­τι­κό του κείμενο.

Ο τριε­τής αντάρ­τι­κος αγώ­νας στην κου­βα­νι­κή ύπαι­θρο, στο πλευ­ρό του Φιντέλ Κάστρο, του Ραούλ, του Σιεν­φου­έ­γος, του Αλμέϊ­δα και των υπό­λοι­πων επα­να­στα­τών, σφυ­ρι­λά­τη­σε και ατσά­λω­σε τον Τσε. Στα βου­νά της Σιέρ­ρα Μαέ­στρα, μέσα από ατέ­λειω­τα μερό­νυ­χτα μαχών, πεί­νας, αγω­νί­ας, κακου­χιών αλλά και θριάμ­βων, ο αργε­ντί­νος για­τρός του αντάρ­τι­κου στρα­τού μετα­τρά­πη­κε στον Κομα­ντά­ντε Τσε Γκε­βά­ρα. Παρά το γεγο­νός όμως ότι εντρύ­φη­σε στον ανταρ­το­πό­λε­μο ως μέσο για το πέρα­σμα στη λαϊ­κή εξου­σία, ο Τσε ουδέ­πο­τε υπο­τί­μη­σε τους μαζι­κούς εργα­τι­κούς-λαϊ­κούς αγώ­νες. Το αντί­θε­το μάλι­στα. Έβλε­πε τον αντάρ­τι­κο αγώ­να ως προ­με­τω­πί­δα ενός γενι­κό­τε­ρου επα­να­στα­τι­κού ρεύ­μα­τος στο οποίο, ασφα­λώς, ουσια­στι­κό ρόλο θα έπαι­ζε η ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της εργα­τι­κής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρ­τι­κο ξεχνώ­ντας τον μαζι­κό αγώ­να, σαν να επρό­κει­το για αγώ­νες αντί­θε­τους, είναι επι­κρι­τέ­οι» υπο­γράμ­μι­ζε στο έργο του «Ανταρ­το­πό­λε­μος, μια μέθο­δος» [10]. Για τον Τσε, το να πάρει κάποιος τα όπλα δεν ήταν αυτο­σκο­πός, αλλά μέσο ενταγ­μέ­νο στο πλαί­σιο της οργα­νω­μέ­νης λαϊ­κής πάλης για την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας. Αυτή, άλλω­στε, ήταν και η προ­ο­πτι­κή των αντάρ­τι­κων κινη­μά­των, στο Κον­γκό και τη Βολι­βία, στα οποία προ­σφέρ­θη­κε να συμ­με­τά­σχει και να βοη­θή­σει στην οργά­νω­ση τους. 

Κατά τη διάρ­κεια της σύντο­μης συμ­με­το­χής του (1959–1965) στην επα­να­στα­τι­κή κου­βα­νι­κή κυβέρ­νη­ση, ο Γκε­βά­ρα μελέ­τη­σε σε βάθος ζητή­μα­τα και πτυ­χές της μαρ­ξι­στι­κής-λενι­νι­στι­κής πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας και πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε μια σει­ρά από μεταρ­ρυθ­μί­σεις που άλλα­ξαν την Κού­βα: μεγά­λης κλί­μα­κας αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση, εκστρα­τεία κατά του αναλ­φα­βη­τι­σμού, κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών ιδρυ­μά­των, ίδρυ­ση ερευ­νη­τι­κών και ανα­πτυ­ξια­κών κέντρων για την εκβιο­μη­χά­νι­ση, προ­ώ­θη­ση δια­κρα­τι­κών εμπο­ρι­κών συμ­φω­νιών μετα­ξύ Κού­βας, Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύ­φη­ση στο μαρ­ξι­σμό ήταν μια διαρ­κής δια­δι­κα­σία συνε­χούς εκμά­θη­σης, δια­λε­κτι­κής, κρι­τι­κής προ­σέγ­γι­σης και ανά­λυ­σης της κοι­νω­νι­κής και ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κάτω από τον μπε­ρέ του ατρό­μη­του αντάρ­τη, υπήρ­χε ένας ακού­ρα­στος μελε­τη­τής των έργων των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν- ακλό­νη­τος πολέ­μιος οποιασ­δή­πο­τε μορ­φής οπορ­του­νι­σμού- και τέτοιος παρέ­μει­νε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλω­στε προ­έ­τρε­πε και τη νέα γενιά, τους νέους κομ­μου­νι­στές, να μελε­τούν, να συζη­τούν, να οργα­νώ­νουν σχο­λές μαρξισμού.

«Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό» - Τσε.

«Κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να φανώ γελοί­ος, επι­τρέψ­τε μου να πω ότι ο αλη­θι­νός επα­να­στά­της οδη­γεί­ται από ένα μεγά­λο αίσθη­μα αγά­πης. Είναι αδύ­να­το να σκε­φτώ κάποιον πραγ­μα­τι­κό επα­να­στά­τη χωρίς αυτό το ιδανικό».

Η νέα γενιά άλλω­στε ήταν η ελπί­δα του Τσε για ένα καλύ­τε­ρο αύριο. Ο «νέος άνθρω­πος» (El hombre nuevo), στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται στο εξαι­ρε­τι­κό- πλην όμως ημι­τε­λές- θεω­ρη­τι­κό έργο που άφη­σε πίσω του, συνο­ψί­ζει όλα αυτά τα οποία πίστευε και για τα οποία πολέ­μη­σε μέχρι τέλους. Πρό­κει­ται για το νέο άνθρω­πο του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού ο οποί­ος, όντας απαλ­λαγ­μέ­νος από τα κατά­λοι­πα του καπι­τα­λι­σμού και έχο­ντας σπά­σει τις αλυ­σί­δες της αλλο­τρί­ω­σης «θα απο­κτή­σει καθο­λι­κή συνεί­δη­ση της ύπαρ­ξής του και την ολο­κλή­ρω­σή του σαν ανθρώ­πι­νο ον» [11].

Ο ίδιος, όντας φωτει­νό παρά­δειγ­μα ολο­κλη­ρω­μέ­νου κομ­μου­νι­στή- στη συνεί­δη­ση αλλά και την πρά­ξη- έδει­ξε το δρό­μο. Χρέ­ος της σπο­ράς του Τσε, όλων όσων εμπνέ­ο­νται και διδά­σκο­νται από τη ζωή και τη δρά­ση του, είναι ο ανυ­πο­χώ­ρη­τος, μέχρι τέλους, αγώ­νας για την τελι­κή πραγ­μά­τω­ση των λόγων του: «Η λευ­τε­ριά μας και το ψωμί μας έχουν το χρώ­μα του αίμα­τος και είναι διο­γκω­μέ­να από θυσί­ες. Η θυσία μας, είναι ενσυ­νεί­δη­τη, αυτό είναι το τίμη­μα της λευ­τε­ριάς που οικο­δο­μού­με. Ο δρό­μος είναι μακρύς και εν μέρει άγνω­στος. Ξέρου­με το στό­χο μας. Εμείς οι ίδιοι θα φτιά­ξου­με τον άνθρω­πο του 21ου αιώ­να».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ομι­λία στην Αφρο-ασια­τι­κή σύνο­δο στην Αλγε­ρία, Αλγέ­ρι, 24 Φλε­βά­ρη 1965.

[2] Guevara, Ernesto.Ημε­ρο­λό­για Μοτο­συ­κλέ­τας, Λιβά­νης Ν.Σ, Αθή­να: 2004, σελ. 131.

[3] ο.π., σελ. 63.

[4] Κορ­μιέ, Ζαν. Τσε Γκε­βά­ρα, Καστα­νιώ­της, Αθή­να: 1995, σελ. 32.

[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31. (Στην ελλη­νι­κη γλώσ­σα το βιβλίο κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Κέδρος, Πάκο Ιγνά­σιο Ταΐ­μπο ΙΙ, Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα: Γνω­στός και ως Τσε)

[6] Συνέ­ντευ­ξη στην εφη­με­ρί­δα Granma, 20 Οκτώ­βρη 1967.

[7] Τελευ­ταίο γράμ­μα τους γονείς, 1965, στο Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα: Κεί­με­να, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να, 2009, σελ. 192.

[8] Πολι­τι­κά Κεί­με­να. Κού­βα: Μονα­δι­κή περί­πτω­ση ή πρω­το­πό­ρος στον αγώ­να κατά του ιμπε­ρια­λι­σμού», Τόμος Α΄, Καρα­νά­ση, Αθή­να: 1970, σελ. 102. Δια­δι­κτυα­κά στο Ελλη­νι­κό Αρχείο Τσε Γκε­βά­ρα: https://guevaristas.org/1967/10/09/che-verde-olivo‑1/ και https://guevaristas.org/1967/10/09/che-verde-olivo‑2/

[9] ο.π., Τόμος Β’, Καρα­νά­ση, Αθή­να: 1971, σελ. 64. Δια­δι­κτυα­κά στο Ελλη­νι­κό Αρχείο Τσε Γκεβάρα: 

[10] Anderson, Jon Lee. Che Guevara: A Revolutionary Life, Grove Press, 2010.

[11] & [12] El socialismo y el hombre en Cuba (Ο Σοσια­λι­σμός και ο Άνθρω­πος στην Κού­βα), Διε­θνές Βήμα, Αθή­να, 2011. Δια­δι­κτυα­κά στο Ελλη­νι­κό Αρχείο Τσε Γκε­βά­ρα: https://guevaristas.org/1967/10/09/socialism-and-man-cuba/ και https://guevaristas.org/1967/10/09/socialism-and-man-cuba2/.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο