Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δε βάδισα με την εποχή μου»

Επι­μέ­λεια: Κων­στα­ντί­νος Δέδες //

Ήταν ένα απλό μήνυ­μα προς τη νεο­λαία, από τον τερά­στιο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ. Σε λίγες γραμ­μές, εξή­γη­σε με τον τρό­πο του, πως έβλε­πε τον κόσμο, τους νέους και το αύριο. Το αύριο που δεν θα τον έβρι­σκε εκεί.

Εσείς οι νέοι άνθρω­ποι των επο­χών πού έρχονται
και της και­νούρ­γιας χαραυ­γής πάνω στις πολιτείες
πού δε χτί­στη­καν ακό­μα, και σεις
πού δε γεν­νη­θή­κα­τε, ακού­στε τώρα
τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
Αλλά Σαν τον αγρό­τη πού δεν όργω­σε το χωρά­φι του
και τον χτί­στη πού ξετσί­πω­τα το ‘βαλε στα πόδια
σαν είδε την τρύ­πια στέγη.

Έτσι κι’ εγώ,

δε βάδι­σα με την επο­χή μου, ξόδε­ψα τις μέρες μου,
και τώρα πρέ­πει να σας παρακαλέσω
να πεί­τε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
να κάνε­τε αυτά πού δεν έγι­ναν, και μένα
γρή­γο­ρα να με ξεχά­σε­τε, σας παρακαλώ,
για να μην παρα­σύ­ρει και σας
το δικό μου κακό παράδειγμα.

Αχ, για­τί κάθι­σα στων στεί­ρων το τραπέζι

τρώ­γο­ντας το φαΐ
πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, για­τί ξόδε­ψα τα καλύ­τε­ρα μου λόγια
στη δική τους Άσκο­πη κουβέντα.

Έξω όμως

διά­βαι­ναν οι αδίδαχτοι
διψα­σμέ­νοι να μάθουν.
Αχ, γιατί
τα τρα­γού­δια μου δεν υψώ­νο­νται στα μέρη εκείνα
πού θρέ­φουν τις πολι­τεί­ες, εκεί
πού ναυ­πη­γού­νται τα καράβια;
Για­τί δεν υψώνονται
απ’ τις γρή­γο­ρες ατμομηχανές
σαν τον καπνό
πού αφή­νουν πίσω τους στον ορίζοντα;
Για­τί ο δικός μου λόγος
Είναι στά­χτη και μεθυ­σμέ­νου παρα­λή­ρη­μα στο στό­μα Εκεί­νων πού είναι χρή­σι­μοι και δημιουργικοί.
Ούτε μια λέξη.

Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των επο­χών που έρχονται,

μήτε μια υπό­δει­ξη δε θα μπο­ρού­σα να σας κάνω
με δάχτυ­λο τρεμάμενο,
για­τί πώς το δρό­μο να δείξει
αυτός πού δεν τον διάβηκε!

Γι’ αυτό σε μένα που τη ζωή μου
έτσι σπα­τά­λη­σα άλλο δε μένει
παρά να σας ζητήσω.

Να μη δώσε­τε προ­σο­χή σε λέξεις
πού βγαί­νουν από το δικό μας
σάπιο στό­μα, μήτε και συμβουλή
καμιά να μη δεχτείτε
απ’ αυτούς πού στά­θη­καν τόσο ανίκανοι.

Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε

ποιό το καλό για σας και τί σας βοηθάει
τον τόπο να χτί­σε­τε πού εμείς αφήσαμε
να ρημά­ξει σαν την πανούκλα
και για να κάνε­τε τις πολι­τεί­ες Κατοικήσιμες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο