Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ ο πλαστουργός της νιας ζωής…»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Ο Οδη­γη­τής» του Κώστα Βάρ­να­λη, ήρθε στο επί­κε­ντρο της συζή­τη­σης από την προ­σπά­θεια του πρω­θυ­πουρ­γού να αξιο­ποι­ή­σει επι­κοι­νω­νια­κά στί­χους του ποι­ή­μα­τος.  Αυτό μας έδω­σε το ερέ­θι­σμα να ασχο­λη­θού­με με το ποίημα.

«Ο Οδη­γη­τής» είναι από «Το φως που καί­ει», όχι όμως της πρώ­της έκδο­σης του 1922 που τυπώ­θη­κε από τις εκδό­σεις «Γράμ­μα­τα» στην Αλε­ξάν­δρεια με το ψευ­δώ­νυ­μο Δήμος Τανά­λιας, αλλά από τη δεύ­τε­ρη «ξανα­πλα­σμέ­νη» — όπως τη χαρα­κτη­ρί­ζει ο ίδιος – από το τυπο­γρα­φείο «Εστία» το 1933[1]. Μέσα στη δεκα­ε­τία του 1920 και το εργα­τι­κό κίνη­μα και το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα ωρι­μά­ζει στα πλαί­σια μιας παγκό­σμιας κοσμο­γο­νί­ας. Η ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή ωρί­μαν­ση του ΚΚΕ αυτή τη δεκα­ε­τία επέ­δρα­σε και στον ίδιο το Βάρ­να­λη.  Η ωρί­μαν­ση του Βάρ­να­λη αυτή τη δεκα­ε­τία απο­τυ­πώ­θη­κε στη δεύ­τε­ρη έκδο­ση του έργου.

Το ποί­η­μα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το Φλε­βά­ρη του 1930, πράγ­μα που μας επι­τρέ­πει να υπο­θέ­σου­με ότι μάλ­λον γρά­φτη­κε το δεύ­τε­ρο μισό του 1929. Στη μορ­φή που ξέρου­με σήμε­ρα το ποί­η­μα έχει 5 (μικρές) αλλαγές.

Τα τρα­γού­δι του «Οδη­γη­τή», το τρα­γού­δι για τον Λένιν όπως ο ίδιος είπε, έγι­νε αμέ­σως τρα­γού­δι των εργα­τι­κών συγκε­ντρώ­σε­ων και κάποιες φορές αντι­κα­θι­στού­σε τον ύμνο της Διε­θνούς. Άλλω­στε «Ο Οδη­γη­τής» είναι βασι­σμέ­νος στι­χουρ­γι­κά στον ύμνο της Διεθνούς .

Τo ότι «Ο Οδη­γη­τής » είναι αφιε­ρω­μέ­νος στον Λένιν το δήλω­σε ο ίδιος ο Βάρ­να­λης στο χαι­ρε­τι­στή­ριο που έστει­λε τον Απρί­λη του 1970 για τα 100 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Β.Ι. Λένιν και δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα «Ιζβέ­στια» της Μόσχας.

Στο πρό­σω­πο του συμ­βο­λί­ζε­ται η κατα­λυ­τι­κή δύνα­μη του λαού – δημιουρ­γού της ιστο­ρί­ας. Γι’ αυτό και Βάρ­να­λης βάζει στο στό­μα του:

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονά­χα οι ζωντανοί —
κι οι πεθα­μέ­νοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αρά­δα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέν­νη­τοι, χιλιάδες
άπλα­στοι ακό­μα με βλογούν
κι όλοι ακου­μπά­νε τα σπα­θιά τους
απά­νω μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαί­ρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπή­γω μες στο χώμα
γίνε­ται φως, γίνε­ται νους.

Άκου, πώς παίρ­νουν οι αγέρες
χιλιά­δων χρό­νων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρω­πό­τη­τα πονεί.

Γρά­φει ο Δ. Γληνός:
«Ο ‘’Οδη­γη­τής’’ (…) είναι  συνεί­δη­ση του ίδιου του λαού, που ξύπνη­σε και ξεκί­νη­σε ορμη­τι­κά για τον τελειω­τι­κό αγώ­να. Είναι η πρω­το­πο­ρία της μάζας που μάχε­ται και γκρε­μί­ζει τον σάπιο κόσμο για να πλα­στουρ­γή­σει τη νέα ζωή».

Απο­τι­μώ­ντας «Το φως που καί­ει» ο Γ. Μόσιος γράφει:

«Μέσα σε αυτό το πλαί­σιο των κοσμο­γο­νι­κών διερ­γα­σιών γεν­νιέ­ται μια εντε­λώς νέα μορ­φή του ‘’φωτός που καί­ει’’. ‘’Ο Οδη­γη­τής’’. Το ελλη­νι­κό κίνη­μα με νέα ιδα­νι­κά συν­δέ­ε­ται με την παγκο­σμιό­τη­τά τους. ‘’Ο Οδη­γη­τής’’ όντως απο­τε­λεί μια παντε­λώς νέα αρχή: τη λογο­τε­χνία της νέας μαρ­ξι­στι­κής πρω­το­πο­ρί­ας στην Ελλά­δα, πολι­τι­κής και αισθη­τι­κής. Είναι η ιστο­ρι­κή στιγ­μή, όταν ο λόγιος ποι­η­τι­κός λόγος ωθεί­ται προς αυτό που οι αρχαί­οι Ελλη­νες ονό­μα­σαν πολι­τι­κή ποί­η­ση με το έργο του Καλ­λί­νου και του Τυρ­ταί­ου. Από το Ρήγα Βελε­στιν­λή αλλά και από το Βάρ­να­λη θα αντλή­σουν θέμα­τα και τρό­πους ποι­η­τι­κής έκφρα­σης οι μεγά­λοι θου­ριο­γρά­φοι της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης»[2].

*  * *

«Στις 22 Σεπτέμ­βρη του ‘68, γραμ­μέ­νος σε μεμ­βρά­νη και πολυ­γρα­φη­μέ­νος, κυκλο­φό­ρη­σε ο πρώ­τος “Οδη­γη­τής”, όργα­νο της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας Ελλά­δας. Λίγες μέρες μετά, ξανα­τυ­πώ­θη­κε σε παρά­νο­μο τυπο­γρα­φείο και κυκλο­φό­ρη­σε σε χιλιά­δες αντί­τυ­πα. Στην προ­με­τω­πί­δα του, απ’ το πρώ­το φύλ­λο, τέσ­σε­ρις στί­χοι απ’ το ποί­η­μα “Οδη­γη­τής” του Κώστα Βάρ­να­λη, απ’ όπου είναι “δανει­σμέ­νο” και το όνο­μά του»[3]:
«Δεν είμαι εγώ σπο­ρά της τύχης
ο πλα­στουρ­γός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώρι­μο τέκνο της οργής».

***

Στρο­φές του ποι­ή­μα­τος (1, 4, 8, 10, 12) μελο­ποι­ή­θη­καν από τον Χρή­στο Λεο­ντή το 1981. το ποί­η­μα έχει 12 στροφές.

Η Αρι­στέα πέφτει χάμου και κυλιέ­ται σπα­ρά­ζο­ντας αγκα­λιά με τη μαϊ­μού. Αφροί κόκ­κι­νοι βγαί­νουν απ’ τα βαμ­μέ­να χεί­λια της. Κι ουρ­λιά­ζου­νε κι οι δυο τους σα δαιμονισμένοι. 
Ο αγέ­ρας έχει κόψει ολό­τε­λα. Μια βαθιά σιω­πή κατα­πί­νει τα ουρ­λιά­σμα­τά τους. 
Άξαφ­να μια πολύ­βοη αντά­ρα από νεα­νι­κές φωνές περι­ζώ­νει ολού­θε τη γης. Κι ένας φωτει­νός κύκλος αρχί­ζει να χαρά­ζει ολό­γυ­ρα στον ορί­ζο­ντα εκεί, που δένε­ται ο ουρα­νός με τα βου­νά και με τη θάλασσα. 
Ανά­με­σα σ’ αυτές τις φωνές, που ζυγώ­νου­νε ρυθ­μι­κά, ξεχω­ρί­ζει μπρο­στά μια πιο βαριά, πιο δυνα­τή, που σκε­πά­ζει όλες τις άλλες.

Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ

Δεν είμαι εγώ σπο­ρά της τύχης
ο πλα­στουρ­γός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώρι­μο τέκνο της οργής

Δεν κατε­βαί­νω από τα νέφη,
για­τί δε μ’ έστει­λε κανείς
Πατέ­ρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλά­βε, που πονείς.

Ουρά­νιες δύνα­μες, αγγέλοι,
κρί­να, που­λιά και ψαλμουδιές —
τίπο­τα! Εμέ­να παραστέκουν
οι θυμω­μέ­νες σας καρδιές.

Εγώ του καρα­βιού γοργόνα
στ’ ορθό­πλω­ρο καρά­βι μπρος.
Απά­νω μου σπά­νε φουρτούνες
κι άγριος ενά­ντια μου καιρός.

Μέσα στο νου και στην καρ­διά μου
αιώ­νων φου­ντώ­σα­νε ντροπές
και την παλά­μη μου αρματώνουν
με φλο­γι­σμέ­νες αστρα­πές.   // στην α’ δημο­σί­ευ­ση: με φλο­γο­μέ­νες αστραπές

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονά­χα οι ζωντανοί —
κι οι πεθα­μέ­νοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αρά­δα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέν­νη­τοι, χιλιά­δες  // στην α’ δημο­σί­ευ­ση: Αλλά κι όσοι αγέν­νη­τοι, χιλιάδες
άπλα­στοι ακό­μα με βλογούν
κι όλοι ακου­μπά­νε τα σπα­θιά τους
απά­νω μου και τα λυγούν. // στην α’ δημο­σί­ευ­ση: στα στή­θη μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαί­ρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπή­γω μες στο χώμα
γίνε­ται φως, γίνε­ται νους.

Άκου, πώς παίρ­νουν οι αγέ­ρες // στην α’ δημο­σί­ευ­ση: Άκου, πώς παίρ­νουν οι αγέροι
χιλιά­δων χρό­νων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρω­πό­τη­τα πονεί.

Ω! πώς τον παίρ­νουν οι αγέρες
και πώς φωνά­ζου­νε μετά
άβυσ­σοι μαύ­ροι, τάφοι μαύροι,
ποτά­μια γαί­μα­τα πηχτά!

Όθε περ­νά, γκρε­μί­ζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονι­κά ρηγάτα
θεμε­λιω­μέ­να στην ψευτιά.

Κι ένα στυ­λώ­νει κι ανασταίνει,
το ’να βασί­λειο της Δου­λειάς, // στην α’ δημο­σί­ευ­ση: ένα βασί­λειο της Δουλειάς,
(Ειρή­νη! Ειρή­νη!) το βασίλειο
της Παναν­θρώ­πι­νης Φιλιάς.

Η μελο­ποί­η­ση του Χρή­στου Λεο­ντή δεν είναι η μόνη.

Δακτυλόγραφου του Αλέκου Ξένου προς τον Στάθη Τσεκούρα

Δακτυ­λό­γρα­φου του Αλέ­κου Ξένου προς τον Στά­θη Τσεκούρα

Odigitis1

[1] Δεν είναι η μόνη δια­φο­ρά στις δύο εκδό­σεις . Ανα­λυ­τι­κά γρά­φει ο πανε­πι­στη­μια­κός Γιάν­νης Μότσιος «Το φως που καί­ει του Κώστα Βάρ­να­λη» στο περιο­δι­κό «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» που είναι αφιε­ρω­μέ­νο στον ποι­η­τή, τχ 41–42.
[2] Στο ίδιο
[3] Από την ηλε­κτρο­νι­κή σελί­δα της εφη­με­ρί­δας «Οδη­γη­τής»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο