Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το δέρμα μας να είναι το σύνορό μας»

BW2

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Οκτώ­βρης 1999. Mετα­ξουρ­γείο, Bάθης, Ψυρ­ρή, Eξάρ­χεια, Ομό­νοια. Φωνά­ζο­ντας «είμαι ορθό­δο­ξος εγώ, ρε» ο 23χρονος Παντε­λής Καζά­κος οπλι­σμέ­νος με περί­στρο­φο πυρο­βο­λεί όποιον μετα­νά­στη έχει την ατυ­χία να βρε­θεί μπρο­στά του σ’ αυτή τη δια­δρο­μή θανά­του και ταυ­τό­χρο­να σκου­ρό­χρω­μο δέρ­μα. Από το μίσος του πέφτουν νεκροί δυο και τραυ­μα­τί­ζο­νται εφτά μετα­νά­στες, κάποιοι από τους οποί­ους δεν θα μπο­ρέ­σουν ποτέ ξανά να στα­θούν όρθιοι στα πόδια τους.

«Δεν γνω­ρί­ζω ποια από τα άτο­μα που πυρο­βό­λη­σα πέθα­ναν ή όχι. Ούτε θυμά­μαι ακρι­βώς τις ώρες που πυρο­βο­λού­σα τα διά­φο­ρα άτο­μα. Δεν μετα­νιώ­νω για ό,τι έκα­να, για­τί με τις πρά­ξεις μου αυτές πιστεύω ότι πρό­σφε­ρα υπη­ρε­σία στην πατρί­δα. Το κακό με τους αλλο­δα­πούς είχε παρα­γί­νει. Δεν έχω κάποιο πρό­βλη­μα υγεί­ας ούτε έχω νοση­λευ­θεί ποτέ σε κάποιο νοσο­κο­μείο. Άλλο τίπο­τα δεν έχω να προ­σθέ­σω», θα πει σε μια από τις απο­λο­γί­ες του ο ρατσι­στής δολοφόνος.

21 Μάρ­τη: «Παγκό­σμια Μέρα κατά του Ρατσι­σμού και των Φυλε­τι­κών Δια­κρί­σε­ων». Πολ­λές από τις «παγκό­σμιες μέρες» μπο­ρούν άνε­τα να χαρα­κτη­ρι­στούν ως μνη­μεία ντρο­πής. Θεσπί­στη­καν για να καλύ­ψουν τα εγκλή­μα­τα των «ισχυ­ρών»· για να εκτο­νώ­σουν την οργή όσων υφί­στα­νται τα δει­νά που προ­κα­λεί η εξου­σία τους.

Τον Οκτώ­βρη του ΄99 η ―ως συνή­θως― «αθώα» κοι­νή γνώ­μη «έπε­σε από τα σύν­νε­φα». Στα 16 χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν τα εγκλή­μα­τα με κίνη­τρο το ρατσι­σμό και το μίσος ενά­ντια στο δια­φο­ρε­τι­κό πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν σε αριθ­μό και βαρ­βα­ρό­τη­τα. Η νεο­να­ζι­στι­κή συμ­μο­ρία με την οποία συν­δέ­θη­κε τότε η δρά­ση του Καζά­κου θέριε­ψε όπως το φίδι του φασι­σμού, δολο­φο­νεί και απει­λεί. Πολ­λές ακό­μα φορές ο «μέσος Έλλη­νας» θα «πέσει από τα σύν­νε­φα», ενώ ταυ­τό­χρο­να θα εθί­ζε­ται στο δηλη­τή­ριο του ρατσι­σμού και της ξενοφοβίας.

Η ελπί­δα όπως πάντα φυλάσ­σε­ται και μετα­φέ­ρε­ται από τους λίγους. Από αυτούς που αντι­στέ­κο­νται και πολε­μούν τις αιτί­ες που γεν­νούν αυτά τα φαι­νό­με­να, στη ρίζα τους. Από αυτούς που μπαί­νουν σαν ενο­χλη­τι­κή τρί­χα στα ρου­θού­νια των «ισχυ­ρών». Από όσους πιστεύ­ουν βαθιά στον άνθρω­πο και την πρό­ο­δό του και κάνουν πρά­ξη στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά τους τα λόγια του Τίμο­θι Αμπτούλ, ενός από τα θύμα­τα του Καζά­κου που επέ­ζη­σε: «Δεν μπο­ρού­με ν’ αφή­σου­με το δέρ­μα μας να είναι το σύνο­ρό μας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο