Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Der Fetischismus der Ware — O φετιχισμός του εμπορεύματος

Γρά­φει ο Γιώρ­γος Βενε­τά­κης //

Μέσα από μια συζή­τη­ση σε μια διά­λε­ξη ενός εκ των πανε­πι­στη­μια­κών σεμι­να­ρί­ων, μου ξανα­γεν­νή­θη­κε ο προ­βλη­μα­τι­σμός που ποι­κί­λες φορές με έχει απα­σχο­λή­σει, πώς για­τί τα άτο­μα παρου­σιά­ζουν αυτή την υπέρ­με­τρη λατρεία για την κατο­χή αντι­κει­μέ­νων και πως η από­κτη­ση αυτών απο­τε­λεί στο σύγ­χρο­νο κόσμο αυτο­σκο­πό μα και από­δει­ξη κοι­νω­νι­κού κύρους και αυτο­ε­πι­βε­βαί­ω­σης. Αμά­ξι εκα­τομ­μυ­ρί­ων, τσά­ντα χιλιά­δων ευρώ και δολα­ρί­ων, κινη­τό εξί­σου αλό­γι­στα κοστο­βό­ρο και άλλα εκα­τομ­μύ­ρια πράγ­μα­τα μικρά ή μεγά­λα που ανά­λο­γα τις εκά­στο­τε κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες στο πέρας του χρό­νου απο­κτούν για τους ανθρώ­πους μια παρά­ξε­νη, ιδιαί­τε­ρη αξία, ένα φετίχ και ως κύριο σκο­πό θέτουν την από­κτη­σή τους. Στο παρα­κά­τω άρθρο θα κάνω μια εκτε­νή ανά­λυ­ση αυτού του φαινομένου.

Το ζήτη­μα του φετι­χι­σμού κατε­ξο­χήν συν­δέ­ε­ται με το έργο του Μαρξ και με τους μετέ­πει­τα θεω­ρη­τι­κούς μαρ­ξι­στι­κών έργων. Παρό­λα αυτά, ο συγκε­κρι­μέ­νος όρος δεν είναι δική του εφεύ­ρε­ση. Πρώ­τη φορά θα εμφα­νι­στεί στο έργο του Charles de Brosses που σχε­τί­ζο­νταν με την ανά­λυ­ση των θρη­σκειών πρω­τό­γο­νων λαών και την λατρεία των θεών τους. Ως φετι­χι­σμό προσ­διο­ρί­ζει την πίστη και τη λατρεία αντι­κει­μέ­νων, φυτών καθώς και ζώων. Η άγνοια και ο φόβος των πρω­τό­γο­νων ανθρώ­πων απέ­να­ντι στο φυσι­κό περι­βάλ­λον τους οδη­γού­σε στη θεο­ποί­η­ση διά­φο­ρων φυσι­κών φαι­νο­μέ­νων καθώς και έμψυ­χων ή άψυ­χων πραγ­μά­των που μέσω αυτών θα μπο­ρού­σαν να ερμη­νεύ­σουν το κόσμο γύρω τους καθώς και τού­τα θα τους προ­στά­τευαν από κάθε είδους απειλή.
Στο σύγ­χρο­νο καπι­τα­λι­στι­κό κόσμο η παρα­γω­γή εμπο­ρευ­μά­των παρου­σιά­ζε­ται ως ο θεμε­λιώ­δης σκο­πός του ατό­μου και ο πλού­τος, το χρή­μα, ως ο στό­χος της δια­δι­κα­σί­ας της παρα­γω­γής. Η εξου­σία του εμπο­ρεύ­μα­τος και η κυριαρ­χία του ως καθο­λι­κή μορ­φή υπο­τάσ­σουν κάθε μορ­φή συνεί­δη­σης και η κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη, ως επι­δί­ω­ξη, θέτει απο­κλει­στι­κά και μόνο την παρα­γω­γή. Αυτό το φαι­νό­με­νο ο Λού­κατς το ορί­ζει ως το θεμε­λιώ­δες φαι­νό­με­νο της ‘’πραγ­μο­ποί­η­σης’’. Η εργα­σία του ανθρώ­που αντι­τί­θε­ται στον άνθρω­πο ως κάτι αντι­κει­με­νι­κό, ανε­ξάρ­τη­το από αυτόν, που κυριαρ­χεί πάνω στον άνθρω­πο με μια αυτο­νο­μία ξένη προς αυτόν.

Από αντι­κει­με­νι­κή άπο­ψη τα εκά­στο­τε εμπο­ρεύ­μα­τα παρου­σιά­ζο­νται ως ένας ξέχω­ρος κόσμος έτοι­μων πραγ­μά­των καθώς και σχέ­σε­ων μετα­ξύ πραγ­μά­των, ως δυνά­μεις με μια δική τους αυθυ­παρ­ξία και αυτό­νο­μη δρά­ση. Από υπο­κει­με­νι­κή άπο­ψη η ανθρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα ‘’πραγ­μο­ποιεί­ται’’ παίρ­νο­ντας τη μορ­φή εμπο­ρεύ­μα­τος, δηλα­δή συνί­στα­ται με βάση τους νόμους μια ξένης αντι­κει­με­νι­κό­τη­τας, αυτή της νομο­τέ­λειας των εμπο­ρευ­μά­των. Η ανθρώ­πι­νη εργα­σία γίνε­ται πρα­κτι­κά ένα αντι­κεί­με­νο προς πώλη­ση που συστη­μα­τι­κά μέσω αυτής της συν­θή­κης απο­κλεί­ει κάθε ποιο­τι­κή και άλλη ανθρω­πο­κε­ντρι­κή ιδιό­τη­τα του εργά­τη. Έτσι το άτο­μο υφί­στα­ται ως ένα εξάρ­τη­μα μηχα­νής, ενός ήδη μηχα­νο­ποι­η­μέ­νου συστή­μα­τος που άβου­λα υπο­τάσ­σε­ται και οποιο­δή­πο­τε υπο­κει­με­νι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό του, παρου­σιά­ζε­ται ως κατα­κρι­τέο και λαθε­μέ­νο. Η δρα­στη­ριό­τη­τα του εργα­ζο­μέ­νου χάνει το χαρα­κτή­ρα της δρα­στη­ριό­τη­τας και γίνε­ται μια μηχα­νι­στι­κή δράση.

Το χρή­μα απο­τε­λεί το ισο­δύ­να­μο του εμπο­ρεύ­μα­τος και συμ­βά­λει στο φετι­χι­σμό του. Εξαι­ρε­τι­κή περι­γρα­φή αυτού του γεγο­νό­τος ανα­γρά­φε­ται από τον Μαρξ στα «Οικο­νο­μι­κά και Φιλο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα», με βάση απο­σπά­σμα­τα έργων του Σαίξ­πηρ και του Γκαί­τε (Τίμων ο Αθη­ναί­ος και Φάουστ), το οποίο δεί­χνει το τρό­πο με τον οποίο το χρή­μα και η κοι­νω­νι­κή δύνα­μη μετα­τρέ­πε­ται σε ατο­μι­κή δύνα­μη των κατό­χων του χρή­μα­τος. Πώς το χρή­μα μετα­μορ­φώ­νει κάθε μια από τις ουσια­στι­κές δυνά­μεις του ανθρώ­που στα αντί­θε­τά τους: «Αυτό που υπάρ­χει για μένα και μέσα από το σύν­δε­σμο του χρή­μα­τος, αυτό που μπο­ρεί να πλη­ρώ­σει το χρή­μα, αυτό ακρι­βώς είμαι εγώ, ο κάτο­χος του χρή­μα­τος. Οι ιδιό­τη­τες του χρή­μα­τος είναι δικές μου, εμέ­να του κατό­χου, ιδιό­τη­τες και ουσια­στι­κές δυνά­μεις. Έτσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπο­ρώ να κάνω, σε καμία περί­πτω­ση δεν καθο­ρί­ζε­ται από την ατο­μι­κό­τη­τά μου. Είμαι άσχη­μος, αλλά μπο­ρώ ν’ αγο­ρά­σω την πιο όμορ­φη γυναί­κα. Αυτό σημαί­νει ότι δεν είμαι άσχη­μος, για­τί το απο­τέ­λε­σμα της ασχή­μιας, η απω­θη­τι­κή της δύνα­μη, εξου­δε­τε­ρώ­νε­ται από το χρή­μα. Είμαι κου­τσός, αλλά το χρή­μα μού προ­μη­θεύ­ει 24 ποδά­ρια, κατά συνέ­πεια δεν είμαι κου­τσός. Είμαι κακός, ανυ­πό­λη­πτος, ασυ­νεί­δη­τος και κου­τός άνθρω­πος. Το χρή­μα όμως, είναι ευυ­πό­λη­πτο και το ίδιο και ο κάτο­χός του… Είμαι άμυα­λος, αν όμως το χρή­μα είναι ο πραγ­μα­τι­κός νους όλων των πραγ­μά­των, πως είναι δυνα­τό ο κάτο­χός του να είναι άμυα­λος; Κάτι περισ­σό­τε­ρο, ο κάτο­χος του χρή­μα­τος μπο­ρεί να εξα­γο­ρά­σει έξυ­πνους ανθρώ­πους για λογα­ρια­σμό του. Συνε­πώς έχει εξου­σία πάνω σε έξυ­πνους ανθρώ­πους, εξυ­πνό­τε­ρους απ’ αυτόν. Με το χρή­μα μπο­ρώ να έχω το καθε­τί που επι­θυ­μεί η ανθρώ­πι­νη καρ­διά. Δεν είμαι έτσι κάτο­χος όλων των ανθρώ­πι­νων ικα­νο­τή­των; Δεν αντι­στρέ­φει λοι­πόν το χρή­μα όλες μου τις ανι­κα­νό­τη­τες σε ικανότητες;».

Σε τού­το το σύστη­μα, το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, όλες οι διαν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις εμπο­ρευ­μα­το­ποιού­νται, ορί­ζουν τον τρό­πο με τον οποίο το άτο­μο αντι­με­τω­πί­ζει τις ιδιό­τη­τες και ικα­νό­τη­τές του. Τα στοι­χεία της προ­σω­πι­κό­τη­τας του εκά­στο­τε ατό­μου γίνο­νται αντι­κεί­με­να που το άτο­μο “κατέ­χει” και μπο­ρεί να “απαλ­λο­τριώ­σει”. “Ο άνθρω­πος αντι­κει­με­νο­ποιεί­ται ως εμπό­ρευ­μα κι η συνεί­δη­σή του απο­τε­λεί την αυτο­συ­νεί­δη­ση του εμπο­ρεύ­μα­τος. Το εμπό­ρευ­μα εξου­σιά­ζει τον άνθρω­πο και όλες οι σχέ­σεις μετα­ξύ των ανθρώ­πων εμφα­νί­ζο­νται με τη μορ­φή σχέ­σε­ων ανά­με­σα σε εμπο­ρεύ­μα­τα, ανά­με­σα σε πράγ­μα­τα, δηλα­δή με τη μορ­φή δυνά­με­ων όχι ανθρώ­πι­νων αλλά φυσι­κών και υπερ­φυ­σι­κών, δυνά­με­ων ψευ­δής ανα­γκαιό­τη­τας. Έτσι το ακρι­βό αυτο­κί­νη­το, ρού­χο και κινη­τό, ψευ­δά αντι­κα­θι­στούν τις πραγ­μα­τι­κές ικα­νό­τη­τες του ανθρώ­που και του προσ­δί­δουν ένα πλα­στό κύρος που κανέ­να απο­λύ­τως νόη­μα δεν έχει. Πρέ­πει να ανα­λο­γι­στού­με τι κόσμος είναι πραγ­μα­τι­κά αυτός που μας περι­βάλ­λει και για­τί αυτός μέρα με την μέρα σβή­νει κάθε όψη του χαρα­κτή­ρα και των ικα­νο­τή­των μας. Ο υπέρ­με­τρος πλού­τος του πνεύ­μα­τός μας δεν οφεί­λει να αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται σε υλι­κά πράγ­μα­τα και οι ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις θα πρέ­πει να ορί­ζο­νται από ανθρώ­πους και όχι από πράγ­μα­τα τα οποία οι ίδιοι έχου­με κατασκευάσει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο