Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

DW: Σύγχρονοι σκλάβοι στα χωράφια της Πορτογαλίας

Ελιές, φρά­ου­λες και τρο­πι­κά φρού­τα από την Πορ­το­γα­λία γίνο­νται περι­ζή­τη­τα στις ξένες αγο­ρές. Τη σοδειά ανα­λαμ­βά­νουν αλλο­δα­ποί, κυρί­ως από την Αφρι­κή, που εργά­ζο­νται σε δύσκο­λες συν­θή­κες και χωρίς καμία κατοχύρωση.

Συνω­στι­σμός στο γρα­φείο του Αλμπέρ­το Μάτος, συνερ­γά­τη της ανθρω­πι­στι­κής οργά­νω­σης “Solidariedade Imigrante” (Solim). Αφρι­κα­νοί και Ινδοί εργά­τες συγκε­ντρώ­νο­νται για να καταγ­γεί­λουν περι­στα­τι­κά εκμε­τάλ­λευ­σης ή να ζητή­σουν βοή­θεια, ενώ το τηλέ­φω­νο χτυ­πά αδιά­κο­πα. “Ναι, στείλ­τε τον από δω και θα δω τι μπο­ρώ να κάνω” φωνά­ζει στο τηλέ­φω­νο ο Μάτος και στη συνέ­χεια εξη­γεί το πρό­βλη­μα: πρό­κει­ται για έναν Αφρι­κα­νό που θέλει να δου­λέ­ψει στα χωρά­φια και η εφο­ρία δεν του δίνει ΑΦΜ για­τί δεν έχει δου­λειά, όμως για βρει δου­λειά πρέ­πει να έχει ΑΦΜ. “Είναι ένας φαύ­λος κύκλος που οφε­λεί μόνο τους δια­κι­νη­τές, πρέ­πει να σπά­σου­με αυτόν τον φαύ­λο κύκλο” δια­μαρ­τύ­ρε­ται ο συνερ­γά­της της Solim.

Όλο και περισ­σό­τε­ροι Αφρι­κα­νοί κατα­φθά­νουν τον τελευ­ταίο και­ρό στην κωμό­πο­λη της Μπέ­ζα, στη γρα­φι­κή επαρ­χία του Αλεντέζο.“Έχουμε ήδη πολ­λούς Ασιά­τες, κυρί­ως από Ινδία, Ταϋ­λάν­δη, Πακι­στάν, ακό­μη και από το Νεπάλ, αλλά τον τελευ­ταίο και­ρό έρχε­ται πολύς κόσμος από την Αφρι­κή για να δου­λέ­ψει στα χωρά­φια”, λέει ο ο Αλπέρ­το Μάτος. Συνή­θως αρχί­ζουν από το μάζε­μα της ελιάς, σε απάν­θρω­πες συν­θή­κες απα­σχό­λη­σης και για λιγό­τε­ρα από τον προ­βλε­πό­με­νο ελά­χι­στο μισθό, που επι­σή­μως ανέρ­χε­ται σε 580 ευρώ μηνιαί­ως. Στη συνέ­χεια οι αλλο­δα­ποί εργά­τες μαζεύ­ουν φρά­ου­λες και πορ­το­κά­λια, το καλο­καί­ρι στα­φύ­λια και πεπό­νια. Πολ­λές φορές φέρο­νται ως εργα­ζό­με­νοι σε εται­ρί­ες προ­σω­ρι­νής απα­σχό­λη­σης, οι οποί­ες τους χρε­ώ­νουν για δια­μο­νή, δια­τρο­φή και έξο­δα μετακίνησης.

Μέχρι και 100 ευρώ τον μήνα πληρώνουν οι αλλοδαποί εργάτες για να ζήσουν σε αυτά τα κοντέινερ

Μέχρι και 100 ευρώ τον μήνα πλη­ρώ­νουν οι αλλο­δα­ποί εργά­τες για να ζήσουν σε αυτά τα κοντέινερ

Η γεωργία χρειάζεται εργατικό δυναμικό

Χωρίς τους αλλο­δα­πούς εργά­τες η αγρο­τι­κή παρα­γω­γή θα είχε καταρ­ρεύ­σει στην επαρ­χία του Αλε­ντέ­ζο. Ατο­μι­κές ή και μεγα­λύ­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις αγρο­τι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης ξεφυ­τρώ­νουν σαν τα μανι­τά­ρια στη νότια Πορ­το­γα­λία, αλλά οι ίδιοι οι Πορ­το­γά­λοι δεν θέλουν πια να ασχο­λού­νται με τις κοπια­στι­κές, κακο­πλη­ρω­μέ­νες δου­λειές στο χωρά­φι. Ακό­μα και ισπα­νοί επεν­δυ­τές έχουν αγο­ρά­σει μεγά­λες εκτά­σεις με ελαιώ­νες κοντά στο φράγ­μα του ποτα­μού Αλκου­έ­βα, όπου εργά­ζο­νται αλλο­δα­ποί. Σύμ­φω­να με τον Αλμπέρ­το Μάτος, περισ­σό­τε­ροι από 10.000 εργά­τες, κυρί­ως από την Αφρι­κή, απα­σχο­λού­νται στους ελαιώ­νες, πολ­λοί από αυτούς παράνομα.

Ο Σερίφ Τζο είναι ένας από τους Αφρι­κα­νούς που ανα­ζη­τούν καλύ­τε­ρη τύχη στη νότια Πορ­το­γα­λία. 35 ετών, με γυναί­κα και παι­διά στη Σενε­γά­λη. Αρχι­κά ήρθε στην Ευρώ­πη με του­ρι­στι­κή βίζα για τη Γαλ­λία, στη συνέ­χεια εργά­στη­κε παρά­νο­μα για δύο χρό­νια στην Ισπα­νία και σήμε­ρα μένει σ΄ ένα χωριό κοντά στη Μπέ­ζα μαζί με τον αδερ­φό του και οκτώ φίλους του. Όλοι μαζί μοι­ρά­ζο­νται ένα παλιό κοντέι­νερ και μία μάλ­λον “σπαρ­τιά­τι­κη” κου­ζί­να, ενώ οι τουα­λέ­τες είναι βρώ­μι­κες και για νερό πηγαί­νουν σε μια βρύ­ση στο χωρά­φι. Από τα 500 ευρώ που κερ­δί­ζει κάθε μήνα ο Σερίφ Τζο– αλλά μόνο αν πράγ­μα­τι έχει δου­λειά όλον τον μήνα– πλη­ρώ­νει 75 ευρώ για το νοί­κι του. Καθώς πλη­ρώ­νει φόρους και εισφο­ρές, ελπί­ζει ότι αργά ή γρή­γο­ρα θα βγά­λει άδεια παρα­μο­νής για την Πορτογαλία.

Μια οποιαδήποτε δουλειά ψάχνει ο Φοντάι Φάτι που έκανε το μεγάλο ταξίδι από τη Γκάμπια μέχρι την Πορτογαλία, μέσω Λιβύης και Ιταλίας

Μια οποια­δή­πο­τε δου­λειά ψάχνει ο Φοντάι Φάτι που έκα­νε το μεγά­λο ταξί­δι από τη Γκά­μπια μέχρι την Πορ­το­γα­λία, μέσω Λιβύ­ης και Ιταλίας

Η νομι­μο­ποί­η­ση αργεί

Αλλά η μετά­βα­ση στη νομι­μό­τη­τα μάλ­λον θα καθυ­στε­ρή­σει. Παρά τις πρό­σφα­τες αλλα­γές στη νομο­θε­σία με στό­χο την έντα­ξη των αλλο­δα­πών στην αγο­ρά εργα­σί­ας, η πορ­το­γα­λι­κή υπη­ρε­σία αλλο­δα­πών εργά­ζε­ται με αργούς ρυθ­μούς. Πολ­λές φορές περ­νά­ει μισός ή και ένας χρό­νος μέχρι να εκδο­θούν τα απα­ραί­τη­τα έγγρα­φα. Και ενώ οι εργά­τες περι­μέ­νουν τη νομι­μο­ποί­η­σή τους, η εκμε­τάλ­λευ­ση από τους δια­κι­νη­τές συνε­χί­ζε­ται. Η Πορ­το­γα­λία, άλλο­τε χώρα εξα­γω­γής μετα­να­στών, δυσκο­λεύ­ε­ται να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι γίνε­ται πλέ­ον χώρα υπο­δο­χής. Χρειά­ζε­ται άλλω­στε το φτη­νό εργα­τι­κό δυνα­μι­κό για να εξά­γει αγρο­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα σε αντα­γω­νι­στι­κές τιμές. Οπό­τε οι αρμό­διες αρχές πολ­λές φορές παρα­βλέ­πουν τα κακώς κεί­με­να. Ο Αλμπέρ­το Μάτος κάνει λόγο για μία “γκρί­ζα ζώνη”, από την οποία συχνά επω­φε­λού­νται εται­ρί­ες αμφι­βό­λου φήμης, παρα­κρα­τώ­ντας φόρους και εισφο­ρές που κατά την ισχύ­ου­σα νομο­θε­σία θα έπρε­πε να απο­δώ­σουν στο κράτος.

Ο Φοντάι Φάτι, που ζήτη­σε τη βοή­θεια της οργά­νω­σης Solim στην προ­σπά­θειά του να βγά­λει ΑΦΜ, λέει ότι όλα αυτά δεν τον ενδια­φέ­ρουν και το μόνο που θέλει είναι “δου­λειά, οποια­δή­πο­τε δου­λειά”. Άλλω­στε υπέ­μει­νε ολό­κλη­ρη οδύσ­σεια για να φτά­σει στο Αλε­ντέ­ζο. Στην αρχή έκα­νε το μεγά­λο ταξί­δι από τη Γκά­μπια της δυτι­κής Αφρι­κής μέχρι τη Λιβύη, μετά πέρα­σε με το πλοίο στην Ιτα­λία, από εκεί έφτα­σε στην Πορ­το­γα­λία. Λέει ότι πολ­λοί Αφρι­κα­νοί επι­διώ­κουν να φτά­σουν στην Πορ­το­γα­λία, για­τί στην πατρί­δα τους λένε ότι εκεί πλη­ρώ­νουν καλά όποιον δου­λεύ­ει πολύ. Κι έτσι ο Φάτι βρί­σκε­ται στα γρα­φεία της “Solidariedade Imigrante”. Λέει ότι έχει συντρι­βεί ψυχι­κά, αλλά δεν χάνει τις ελπί­δες του. Ο Αλμπέρ­το Μάτος υπό­σχε­ται να τον βοη­θή­σει για να πάρει το πολυ­πό­θη­το ΑΦΜ και να κατα­θέ­σει αίτη­ση για άδεια παρα­μο­νής. Αν όλα πάνε καλά, θα τα κατα­φέ­ρει μέχρι το τέλος του χρό­νου. Μέχρι τότε, τον περι­μέ­νουν τα μαύ­ρα μερο­κά­μα­τα στους ελαιώ­νες του Αλεντέζο…

Πηγή: Deutsche Welle / Γιό­χεν Φαγκέτ / Γιάν­νης Παπαδημητρίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο