Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Elio Petri, ο αντάρτης ενός κινηματογράφου από το παρελθόν

Επι­μέ­λεια Ομά­δα ¡H.lV.S! //

Αν θέλα­με να σημα­το­δο­τή­σου­με την Ιτα­λία του πολι­τι­κού σινε­μά με την έννοια της στρά­τευ­σης θα λέγα­με πως η αφε­τη­ρία είναι στο 1962 (Francesco Rosi με το «Salvatore Giuliano») και τελειώ­νει από­το­μα προς το τέλος της 10ετίας του ΄70

Προς άρση των όποιων αμφι­βο­λιών, δε μιλά­με για τον νεο­ρε­α­λι­σμό του ιτα­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου που γεν­νή­θη­κε μέσα στο κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό χάος από τα απο­μει­νά­ρια του πολέ­μου με μια ψυχορ­ρα­γού­σα κοι­νω­νία που προ­σπα­θεί να στα­θεί όρθια και ένα PCI (ΚΚΙ­τα­λί­ας) που μετά την εκδί­ω­ξή του από την κυβέρ­νη­ση (1948), επι­λέ­γει τη  στά­ση του «καλού παι­διού» προ­ω­θώ­ντας ένα image παρά­γο­ντα στα­θε­ρό­τη­τας. Με άλλα λόγια το ιτα­λι­κό πολι­τι­κό σινε­μά, της 20ετίας μέχρι το 1980 δεν έχει να κάνει με σκη­νο­θέ­τες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρ­το Ροσε­λί­νι, ο Τζιου­ζέ­πε ντε Σάντις και φυσι­κά ο μεγά­λος Λου­κί­νο Βισκόντι.

Ο κοι­νω­νι­κά στρα­τευ­μέ­νος κινη­μα­το­γρά­φος μετά το 1960, ξεπερ­νώ­ντας το σου­ρε­α­λι­στι­κό / υπαρ­ξια­κό των  Φελί­νι / Αντο­νιό­νι χει­ρα­φε­τεί­ται και στο­χεύ­ει στην καρ­διά του διε­φθαρ­μέ­νου αστι­κού κατε­στη­μέ­νου της επο­χής, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τους φανε­ρούς και κρυ­φούς δεσμούς της πολι­τι­κής δια­χεί­ρι­σης με το κεφά­λαιο, με «πατέ­ρα» όπως ήδη ειπώ­θη­κε τον ναπο­λι­τά­νο (και όχι από τη βιο­μη­χα­νι­κή ‑ανε­πτυγ­μέ­νη βόρεια Ιτα­λία)  Francesco Rosi, που το 1963 με το «Le mani sulla città» κερ­δί­ζει το Leone d’Oro (Χρυ­σό Λέο­ντα) στο Φεστι­βάλ της Βενε­τί­ας και πολύ αργό­τε­ρα (1972) δημιουρ­γεί το «Il Caso Mattei» ρίχνο­ντας φως στη δολο­φο­νία του προ­έ­δρου της “Eni” (ΣΣ |> η “Eni S.pA” είναι ιτα­λι­κή πολυ­ε­θνι­κή εται­ρεία πετρε­λαιοει­δών ‑σήμε­ρα και φυσι­κού αερί­ου), Enrico Mattei (που κερ­δί­ζει τη μεγά­λη διά­κρι­ση ‑μαζί με το «La classe operaia va in paradiso» ΣΣ |> «Η εργα­τι­κή τάξη πάει στον παρά­δει­σο» του Elio Petri και με ειδι­κή μνεία στον Gian Maria Volonté)

Υπάρ­χουν επί­σης ο Damiano Damiani |> «Il giorno della civetta» (1968), «Confessione di un commissario di polizia al procuratore della repubblica» (1971), «Perché si uccide un magistrato» (1974), ο Giuliano Montaldo |> «Gott mit uns (1970), Sacco e Vanzetti (1971) e Giordano Bruno (1973), ο Pasquale Squitieri |> «Il prefetto di ferro» (1977), ο Nanni Loy με το «Detenuto in attesa di giudizi» (1971), ο Gillo Pontecorvo με το «La battaglia di Algeri» (1966), ο Florestano Vancini, |> «La lunga notte del ’43» (1960), «La banda Casaroli» (1962), «Le stagioni del nostro amore» (1966), το «Il delitto Matteotti (1973)» κά. ‑μετα­ξύ αυτών (σε άλλο μήκος κύμα­τος, κυρί­ως σ’ ότι αφο­ρά τη φόρ­μα ο πολυ­σχι­δής Pier Paolo Pasolini).
petri2

Αν υπάρχει θεός, αυτός είναι κομμουνιστής!

«Σχο­λείο μου ήταν οι δρό­μοι, οι οργα­νώ­σεις βάσης του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος, ο κινη­μα­το­γρά­φος, οι παρα­στά­σεις βαριε­τέ, η δημο­τι­κή βιβλιο­θή­κη, οι αγώ­νες των ανέρ­γων, τα κρα­τη­τή­ρια, οι συγκρού­σεις με την αστυ­νο­μία, τα στού­ντιο των συνο­μη­λί­κων μου καλ­λι­τε­χνών, οι κινη­μα­το­γρα­φι­κές λέσχες. Και, στη συνέ­χεια, επί­σης δάσκα­λοί μου ήταν αυτοί που την επο­χή εκεί­νη ονο­μά­ζο­ντανεπαγ­γελ­μα­τί­ες επα­να­στά­τες”»

Στις 29-Ιαν-1929 γεν­νιέ­ται στη Ρώμη, ο Elio Petri μονα­χο­γιός μιας οικο­γέ­νειας μαστό­ρων, με μια παι­δι­κή ηλι­κία που ο ίδιος χαρα­κτη­ρί­ζει σαν «πλή­ρη δυστυ­χί­ας». Ανα­τρέ­φε­ται σε περι­βάλ­λον αυστη­ρού καθο­λι­κι­σμού από τη για­γιά του, αλλά σύντο­μα ‑έφη­βος πια δένε­ται βαθιά με τα ιδα­νι­κά της νεο­λαί­ας του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος και βρί­σκε­ται μετα­ξύ σφύ­ρας και άκμονος.

Κάνει την πρώ­τη του προ­σέγ­γι­ση με τον κινη­μα­το­γρά­φο, αλλά όχι στην κάμε­ρα, αλλά σαν κρι­τι­κός, αρχι­κά στην εφη­με­ρί­δα του PCI “L’Unità” και μετά στην “Città aperta”, μετά σαν σενα­ριο­γρά­φος (δίπλα στο Giuseppe De Santis, που τον χαρα­κτη­ρί­ζει σαν «ο πρώ­τος και μονα­δι­κός μου δάσκα­λος») μέχρι να συνα­ντη­θεί με τον Marcello Mastroianni (προ­τού ο τελευ­ταί­ος «κολ­λή­σει» με τον Federico Fellini) δημιουρ­γώ­ντας την πρώ­τη του ται­νία «L’assassino» (1961), που δεν ανή­κει στην ώρι­μη περί­ο­δό του (χαρα­κτη­ρί­στη­κε «άγαρ­μπη»), αλλά δια­φαί­νο­νται οι δυνα­τό­τη­τες που διαθέτει.

Και έρχε­ται το «La decima vittima» ‑Το 10ο θύμα /1965, πάλι με τον Mastroianni) και αμέ­σως συνα­ντιέ­ται με το μεγά­λο Leonardo Sciascia και τον Gian Maria Volonté δημιουρ­γώ­ντας την ται­νία «A ciascuno il suo» (ΣΣ |> «Σε καθέ­ναν ό,τι του πρέ­πει», 1967).

Φτά­νο­ντας έτσι στην «τρι­λο­γία της νεύ­ρω­σης» που με τον Volonté πια σημα­το­δο­τεί την πιο σημα­ντι­κή περί­ο­δο για την καριέ­ρα του.

Οι ψευ­δαι­σθή­σεις του ’68 πάνε περί­πα­το έχουν ήδη κρυώ­σει όταν βγαί­νει στις αίθου­σες το «Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto» (1970). Το «υπε­ρά­νω υπο­ψί­ας» είναι μια γερή γρο­θιά στο στο­μά­χι των «καθω­σπρέ­πει» με ένα στυλ μπα­ρόκ και αλλο­τριω­τι­κό και ένα θέμα ανα­τρε­πτι­κό / παρά­λο­γο όσο και απει­λη­τι­κό / εύλο­γο. Η κάμε­ρα ακο­λου­θεί, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τα βήμα­τα ενός ανώ­νυ­μου «Dottore» (ΣΣ |> ο όρος αυτό στα ιτα­λι­κά, εκτός από το προ­φα­νές -«για­τρός» σημαί­νει και «ευυ­πό­λη­πτος», «υψη­λά ιστά­με­νος» και άξιος σεβα­σμού) ενός αστυ­νο­μι­κού (του Volonté) που αφού δολο­φό­νη­σε την ερω­μέ­νη του, δεν κάνει τίπο­τα για να κρύ­ψει… Δια­δί­δει τα απο­δει­κτι­κά στοι­χεία της ενο­χής του, πεπει­σμέ­νος ότι παντο­δυ­να­μία του σαν «κρά­τος» αρκεί για να τον προ­στα­τεύ­σει από οποια­δή­πο­τε κατη­γο­ρία. Με κατα­λυ­τι­κή και τη μου­σι­κή του Ennio Morricone, ένα πραγ­μα­τι­κό ντε­λί­ριο / ψευ­δαί­σθη­ση παντο­δυ­να­μί­ας που επι­βε­βαιώ­νε­ται και από το «ανοι­χτό» γινά­λε. Κέρ­δι­σε το Όσκαρ για την καλύ­τε­ρη ξένη ται­νία, αλλά παράλ­λη­λα δέχε­ται βρο­χή από αλλη­λο­συ­γκρουό­με­νες (ανα­με­νό­με­νο) κρι­τι­κές. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πολ­λοί δια­βά­ζουν μια σαφή ανα­φο­ρά στον θάνα­το του αναρ­χι­κού Giuseppe Pinelli και της φιγού­ρας του επι­θε­ω­ρη­τή Luigi Calabresi. Δίπλα σ’ αυτούς που τον χαι­ρε­τί­ζουν ως έργο «ανά­σα της δημο­κρα­τί­ας» και «ωρι­μό­τη­τα της χώρας»,  συνω­στί­ζο­νται εκεί­νοι που βλέ­πο­ντας την ανοι­χτή  επί­θε­ση στη δικαιο­σύ­νη και την αστυ­νο­μία, κατη­γο­ρούν τον Petri πως «πατά­ει επί πτωμάτων»

Και αν με τον «πολί­τη υπε­ρά­νω από κάθε υπο­ψί­ας» οι πιο άγριες επι­κρί­σεις είχαν προ­έλ­θει από την  κεντρο­δε­ξιά και τους φασί­στες με την επό­με­νη ται­νία του La classe operaia va in paradiso (η εργα­τι­κή τάξη πηγαί­νει στον παρά­δει­σο) γίνε­ται στό­χος του PCI που δηλώ­νει «δεν το περι­μέ­να­με αυτό από ένα σύντρο­φο) και των «ενω­τι­κών» συν­δι­κά­των: θυμί­ζου­με πως η ται­νία πραγ­μα­τεύ­ε­ται και καταγ­γέλ­λει τη φρί­κη και την αλλο­τρί­ω­ση του εργα­ζό­με­νου στη γραμ­μής συναρ­μο­λό­γη­σης μιας μεγά­λης φάμπρι­κας, όπου ακρω­τη­ριά­ζε­ται ο παρα­δειγ­μα­τι­κός εργά­της που καθο­ρί­ζει και τη «νόρ­μα», ο  Ludovico Massa, χαϊ­δευ­τι­κά Lulù (που τον υπο­δύ­ε­ται υπο­δειγ­μα­τι­κά ο Gian Maria Volonté)

Να θυμί­ζου­με πως η νόρ­μα (ΣΣ |> “cottimo” στο έργο), είναι το   μίσθω­μα της εργα­τι­κής δύνα­μης με βάση το ποσό της εργα­σί­ας ή του προ­ϊ­ό­ντος που παρά­γε­ται ή εκτι­μά­ται. Ειδι­κά στη μεγά­λη βιο­μη­χα­νία και στη μετα­ποί­η­ση, η δου­λειά με το κομ­μά­τι μπο­ρεί να είναι είτε συλ­λο­γι­κή είτε ατο­μι­κή, που εφαρ­μό­ζε­ται στη «λάι­να» και καθο­ρί­ζει έναν υπο­χρε­ω­τι­κό ελά­χι­στο αριθ­μό την ημέ­ρα ή ανά κύκλο, που έχει να κάνει με το βασι­κό μερο­κά­μα­το, με πριμ και με πρό­στι­μα και με την εντα­τι­κο­ποί­η­ση για κάποια ψίχου­λα αμοι­βής, μέσα από πολύ­πλο­κους αλγό­ριθ­μους του εργο­δό­τη καπι­τα­λι­στή όπως η «ποσο­τι­κή καμπύ­λη» που μπο­ρεί να είναι γραμ­μι­κή ή μη «μεί­ω­ση της ορια­κής αύξη­σης» κά τερτίπια

Στο εξω­τε­ρι­κό, ωστό­σο, η από­λυ­τη πρω­το­τυ­πία της ‑ως ένα βαθ­μό, μαρ­ξι­στι­κής ανά­γνω­σης του ιτα­λού σκη­νο­θέ­τη αρέ­σει. Και όχι λίγο (βρα­βεύ­τη­κε και στο XXI Φεστι­βάλ των Καν­νών, με τον τρό­πο που είπα­με παραπάνω)

Και η τρι­λο­γία ολο­κλη­ρώ­νε­ται το 1973 με το «La proprietà non è più un furto» (η ιδιο­κτη­σία δεν είναι πλέ­ον κλο­πή) ‑χωρίς τον Volonté αυτή τη φορά, όπου ο Flavio Bucci και ο Ugo Tognazzi παί­ζουν με τη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή  απλη­στία και το χρήμα

Ο σκηνοθέτης που «σκότωσε» τον Aldo Moro

«Στην τελευ­ταία περί­ο­δο της ζωής μου, έκα­να δυσά­ρε­στες ται­νί­ες σε μια κοι­νω­νία που τώρα ζητά­ει την ευχα­ρί­στη­ση σε όλα, ακό­μα και στη δέσμευ­ση» θα πει ο Elio.

Η ται­νία του Todo Modo του 1976 (ΣΣ |> κυριο­λε­κτι­κά «με κάθε τρό­πο», ο ελλη­νι­κός τίτλος ήταν «Μια Σει­ρά Δολο­φο­νί­ες»)  με τους Gian Maria Volonté, Marcello Mastroianni, Michel Piccoli Mariangela Melato Renato Salvatori κά από το επώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του Leonardo Sciascia «è soprattutto un film maledetto» (είναι πάνω απ’ όλα μια «κατα­ρα­μέ­νη» ται­νία) κάτι που σύντο­μα μετα­τρέ­πε­ται σε γκρο­τέ­σκο τρα­γω­δία σε ένα είδος ανα­φο­ράς  στους σκλα­βω­μέ­νους κύκλους της Θεί­ας Κωμω­δί­ας.

Ένα τσούρ­μο ισχυ­ρών αντρών — πολι­τι­κών, υπουρ­γών, επι­χει­ρη­μα­τιών, διευ­θυ­ντών εφη­με­ρί­δων, τρα­πε­ζι­κών και ασφα­λι­στι­κών δια­χει­ρι­στών, μέλη όλοι του χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κού κόμ­μα­τος πηγαί­νουν σε ένα καθο­λι­κό μονα­στή­ρι το Zafer, που βρί­σκε­ται σε μια μυστη­ριώ­δη τοπο­θε­σία στην Ιτα­λία, για να εξα­γνι­στούν, αλλά εκεί ξεκι­νά­ει μια σει­ρά δολο­φο­νιών. Συγκε­ντρω­μέ­νοι υπό την πνευ­μα­τι­κή καθο­δή­γη­ση του padre Gaetano προ­σεύ­χο­νται και «μετα­νο­ούν» για τις αμαρ­τί­ες τους (υπο­τί­θε­ται για λίγες μέρες) «ανα­ρω­τιού­νται» για τη δια­φθο­ρά και την απλη­στία τους, σύντο­μα όμως ο χρό­νος τρέ­χει και η ειδυλ­λια­κή υπο­χώ­ρη­ση απο­κα­λύ­πτε­ται για το τι πραγ­μα­τι­κά είναι — μια δικαιο­λο­γία για όλους αυτούς τους χαρα­κτή­ρες να σχε­διά­ζουν και να ξανα­σχε­διά­ζουν το ένα το άλλο ώστε να βρί­σκουν ουσια­στι­κά έναν τρό­πο να παρα­μέ­νουν στην εξουσία.

Τα σχέ­δια προ­γραμ­μα­τι­σμού τους ανα­τα­ράσ­σο­νται από πολ­λα­πλές δολο­φο­νί­ες που εξα­λεί­φουν διά­φο­ρους εξέ­χο­ντες πολι­τι­κούς, αφή­νο­ντας τον Μαγί­στο­ρα Dr. Scalambri να ανα­ρω­τιέ­ται για την μάλ­λον παρά­ξε­νη εξή­γη­ση που του δίνει ο αινιγ­μα­τι­κός Πρό­ε­δρος — με σαφή ανα­φο­ρά στον Aldo Moro («Todo modo para buscar la voluntad divina» …«Πρέ­πει κανείς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κάθε μέσο για να ανα­ζη­τή­σει και να βρει τη θεία θέληση»!)

Ο Petri πέθα­νε από καρ­κί­νο στις 10-Νοε-1982

Φιλμογραφία

  • L’assassino (1961) — Η δολο­φό­νος της Ρώμης
  • I giorni contati (1962)
  • Il maestro di Vigevano (1963) — Ο δάσκα­λος του χωριού
  • La decima vittima (1965) — Το δέκα­τον θύμα
  • A ciascuno il suo (1967) — Στον καθέ­να το δικό του
  • Un tranquillo posto di campagna (1968) — Ο Πύρ­γος των εραστών
  • Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto (1970) — Υπε­ρά­νω πάσης υποψίας
  • La classe operaia va in paradiso (1971) — Η εργα­τι­κή τάξη πάει στον Παράδεισο
  • La proprietà non è più un furto (1973) — Η ιδιο­κτη­σία δεν είναι πια κλοπή
  • Todo modo (1976) — Μια σει­ρά δολοφονείες
  • Buone notizie (1979) — Δυστυ­χώς, τα νέα είναι… ευχάριστα!
  • Τελευ­ταία έργα του ήταν η τηλε­ο­πτι­κή παρα­γω­γή της «Le mani sporche (1978), μια δια­σκευή του Les Mains sales του Jean-Paul Sartre και η ται­νία «Le buone notizie» (1980), με πρω­τα­γω­νι­στή τον Giancarlo Giannini.
    Τηλε­ται­νί­ες
  • Roma ore 11 (1952)
  • Le mani sporche (1978)
  • L’orologio americano (1980)

Δια­κρί­σεις

  • Βρα­βείο καλύ­τε­ρης ται­νί­ας στο Festival di Mar del Plata 1962: I giorni contati
  • Βρα­βείο σενα­ρί­ου Nastro d’Argento 1962: I giorni contati
  • Βρα­βείο σενα­ρί­ου στο Φεστι­βάλ των Καν­νών 1967: A ciascuno il suo
  • Βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας Nastro d’Argento 1967: A ciascuno il suo
  • Αργυ­ρή Άρκτος στο Φεστι­βάλ Βερο­λί­νου 1969: Un tranquillo posto di campagna
  • Βρα­βείο Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας 1971: Indagine su di un cittadino al di sopra di ogni sospetto
  • Ειδι­κό βρα­βείο κρι­τι­κής επι­τρο­πής του Φεστι­βάλ των Καν­νών 1970: Indagine su di un cittadino al di sopra di ogni sospetto
  • Χρυ­σός Φοί­νι­κας στο Φεστι­βάλ των Καν­νών 1972: La classe operaia va in paradiso
  • Βρα­βείο καλύ­τε­ρης ται­νί­ας David di Donatello 1972: La classe operaia va in paradiso
  •  ______________________________________________

βλ & |> [1] <| & |> [2] <|

Στο site του Elio, δια­βά­ζου­με σαν σήμα κατα­τε­θέν: «Per fare un film bisogna avere, oggi, molta follia e molto amore per il cinema. E questo è probabilmente, l’unico aspetto positivo della faccenda…» «Για να κάνεις μια ται­νία, σήμε­ρα πρέ­πει να έχεις πολ­λή τρέ­λα και πολ­λή αγά­πη για τον κινη­μα­το­γρά­φο. Και αυτό είναι ίσως η μόνη θετι­κή πτυ­χή της όλης υπόθεσης ..»

Εδώ ένα σύντο­μο κλιπ από το ανα­τρε­πτι­κό και ταξι­κά πολύ­πλευ­ρο έργο του «La Classe Operaia Va In Paradiso» — Η εργα­τι­κή τάξη πάει στον παρά­δει­σο. Είναι η σκη­νή του εργα­τι­κού ατυ­χή­μα­τος του Μάσα (Τζ.Μ.Βολοντέ). Η συνέ­χεια γνω­στή: θερ­μή συμπα­ρά­στα­ση των εργα­τών που τρο­μο­κρα­τεί τη διεύ­θυν­ση, η οποία τελι­κά (αν και «τσι­ρά­κι» της) τον απο­λύ­ει. Το εργο­στά­σιο παρα­λύ­ει από τις απερ­γί­ες των εργα­τών, που ζητούν ανα­νέ­ω­ση του συμ­βο­λαί­ου εργα­σί­ας του και την επα­να­πρό­σλη­ψή του, μαζί με ευρύ­τε­ρα αιτή­μα­τα που έχουν να κάνουν με τις συν­θή­κες και τις ΣΣ εργα­σί­ας, ενώ παράλ­λη­λα υπάρ­χουν κινη­το­ποι­ή­σεις της τοπι­κής κοι­νω­νί­ας. Μετά την αρχι­κή άρνη­σή της, ξαφ­νι­κά η διεύ­θυν­ση του προ­τεί­νει να γυρί­σει στη δου­λειά, όμως μόνο αν δεχτεί να γίνει απερ­γο­σπά­στης. Ο Μάσα δέχε­ται, αλλά το άλλο πρωί, όταν αντι­με­τω­πί­ζει τους συντρό­φους του έξω από τις πύλες του εργο­στα­σί­ου, που δεν τον εμπο­δί­ζουν να μπει, απλά προ­σπα­θούν να τον πεί­σουν, χάνει το κου­ρά­γιο του και αρνεί­ται. Ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται… -Εδώ όλη η ταινία

Τέλος ένα 10λεπτο αφιέ­ρω­μα με απο­σπά­σμα­τα από τις ται­νί­ες του, με τίτλους τέλους αυτό που είπε (δεί­χνο­ντας και τα όριά του από ταξι­κής σκο­πιάς) σε μια συνέ­ντευ­ξη, λίγο πριν πεθά­νει «Όχι! εγώ δεν πιστεύω πως η επα­νά­στα­ση γίνε­ται μέσω του κινη­μα­το­γρά­φου. Πιστεύω ακρά­δα­ντα σε ένα δια­λε­κτι­κό προ­τσές, που θα ξεκι­νή­σει με την κινη­το­ποί­η­ση των μαζών… μέσω του φιλμ και κάθε άλλου μέσου που μπο­ρεί να βρε­θεί». Δεν ανα­φέ­ρε­ται που­θε­νά στην εργα­τι­κή τάξη και στην πρω­το­πο­ρία της το ΚΚ (βέβαια τότε είχα­με στην Ιτα­λία το PCI- «ΚΚ» βλ. ευρω­κομ­μου­νι­σμός, ιστο­ρι­κός συμ­βι­βα­σμός κλπ)

Omada

Επι­κοι­νω­νία [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο